Οδηγούμε Yamaha R7 2022: Πρώτες εντυπώσεις

Ασύμμετρη απόλαυση
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

4/10/2021

Το νέο Yamaha R7 ήρθε για να εδραιώσει μια νέα κατηγορία superport μοτοσυκλετών που δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αντιδράσεις, όχι μόνο γιατί το όνομά του θύμισε στους άνω των 40 ετών την εξωτική τετρακύλινδρη R7 που έτρεχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα SBK ο Haga, αλλά και γιατί χρησιμοποιεί σχεδόν αυτούσιο τον κινητήρα του γυμνού MT-07 με τους “μόλις” 70 ίππους, όταν η Aprilia έχει στη γκάμα της το RS660 με τους 100 ονομαστικούς ίππους. Τόσο η πρώτη κατηγορία που γκρινιάζει για το όνομα, όσο και η δεύτερη κατηγορία που γκρινιάζει για την ιπποδύναμη, συνειδητά αποφεύγουν να λάβουν υπόψη τους τον σημαντικό παράγοντα του κόστους, αλλά και της νέας παγκόσμιας πραγματικότητας.

Το πρώτο R7 ήταν μια πανάκριβη μοτοσυκλέτα 750 κυβικών που βγήκε στην παραγωγή σε περιορισμένο αριθμό, μόνο και μόνο διότι οι κανονισμοί του WSBK επιβάλουν στα εργοστάσια οι μοτοσυκλέτες που θα συμμετέχουν στο πρωτάθλημα να βασίζονται σε κάποιο μοντέλο παραγωγής.

Τώρα οι κανονισμοί του WSBK επιτρέπουν στα τετρακύλινδρα να έχουν έως 1000 κυβικά, οπότε η R1 κάνει θαυμάσια για αυτή τη δουλειά και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για την Yamaha να παρουσιάσει μια καινούρια τετρακύλινδρη 750 κυβικών που θα κοστίζει 40.000 ευρώ και θα βγάζει 30 άλογα λιγότερα από την πιο φτηνή έκδοση της R1. Τα τετρακύλινδρα supersport 750 πέθαναν, διότι ο βασικός λόγος ύπαρξής τους ήταν οι κανονισμοί των αγώνων και τίποτε άλλο. Άλλαξαν οι κανονισμοί – πέθανε η κατηγορία.

Όποια καινούρια R7 κι αν παρουσίαζε η Yamaha, σίγουρα δεν θα ήταν τετρακύλινδρη 750 κυβικών με τιμή 40.000€.  

Αυτό με την σειρά του σημαίνει πως όσοι γκρινιάζουν για το όνομα, θα γκρίνιαζαν έτσι κι αλλιώς, διότι ποτέ δεν πρόκειται να παρουσιαστεί σύγχρονος αντικαταστάτης του πρώτου R7. Θα μπορούσε η Yamaha να ονομάσει η νέα μοτοσυκλέτα MT-07R ή R700 και να γλιτώσει από όλη αυτή την κουβέντα και την παραφιλολογία; Πιθανόν ναι, αλλά το σκεπτικό ήταν να κρατήσουν μια λογική συνέχεια στην ονοματολογία της σύγχρονης supersport οικογένειας με τα R3, R6 Race, R7 και R1.  

Πάμε τώρα στη γκρίνια με τα “μόλις” 70 άλογα και τους “μόλις” δύο κυλίνδρους.

Η Yamaha είχε κανονικά στην παραγωγή το τετρακύλινδρο R6 και μάλιστα επένδυε χρήματα για την εξέλιξή του έως την Euro 4 εποχή.

Όμως παρά το γεγονός πως ήταν στην κορυφή της κατηγορίας του… οι πωλήσεις δεν επαρκούσαν για να στηρίξουν το περαιτέρω κόστος εξέλιξης για να συνεχίσει στην euro5 εποχή.

Για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, υπάρχουν πάρα πολλοί που λένε και γράφουν ότι θα αγόραζαν ένα τετρακύλινδρο 600 με 125 ίππους, αλλά κανείς από αυτούς δεν βάζει το χέρι στην τσέπη για να πάει να το αγοράσει.

Η εικονική πραγματικότητα έχει τεράστια διαφορά με την συμβατική πραγματικότητα και γι΄αυτό δημιουργήθηκε το νέο R7. Η Yamaha έχει αποδείξει με την ιστορία της πως μπορεί να φτιάξει οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα θέλει. Αν ήθελε να φτιάξει ένα δικύλινδρο 700 με 120 ίππους θα το έκανε, μόνο που ένας τέτοιος κινητήρας δεν θα ήταν καθόλου φτηνός.

Η χρησιμοποίηση του κινητήρα του MT-07 στο R7 έχει να κάνει ξεκάθαρα με την ανάγκη για δημιουργία μιας supersport μοτοσυκλέτας που η τιμή της θα είναι τέτοια ώστε να μπορεί να την αγοράσει η νέα γενιά.

Σαφής και συγκεκριμένος στόχος που δεν δέχεται καμία παρερμηνεία. Το R7 φτιάχτηκε για να μπορεί να το αγοράσει η νέα γενιά, με βάσει τις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί αυτή την εποχή. Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η τιμή του δεν θα έχει μεγάλη διαφορά από του Tracer 700, αλλά θα έχει μεγάλη διαφορά από του Aprilia RS660.

Βασικός παράγοντας για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η χρήση του κινητήρα του MT-07 με όσες λιγότερες αλλαγές ήταν δυνατόν. Όχι μόνο γιατί οι μηχανολογικές αλλαγές προσθέτουν κόστος εξέλιξης και δοκιμών, ούτε μόνο γιατί κάθε δομική αλλαγή στον κινητήρα θα απαιτούσε τη δημιουργία διαφορετικής γραμμής παραγωγής. Αυτά ήταν τα προβλήματα των κατασκευαστών τις προηγούμενες δεκαετίες. Στη σύγχρονη εποχή, η μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση είναι στις διαδικασίες έγκρισης τύπου.

Ακόμα και για τα αυτοκόλλητα που αλλάζουν χρώμα σε κάθε νέο μοντέλο, οι κατασκευαστές είναι υποχρεωμένοι να περνάνε νέες διαδικασίες έγκρισης τύπου και να πληρώνουν τρελά λεφτά στις αρμόδιες Ευρωπαίες Υπηρεσίες. Σας θυμίζουμε απλώς, πως η Aprilia στα τεχνικά χαρακτηριστικά των RS660 και Tuono 660 αναγράφει την ίδια γωνία κάστερ (ενώ στην πραγματικότητα το Tuono 660 έχει 23,5⁰ αντί για 24⁰) μόνο και μόνο για να μην πληρώσουν ξανά νέα έγκριση τύπου για το Tuono 660, κάτι που θα επιβάρυνε δυσανάλογα την τιμή του.

Εσωτερικά λοιπόν ο κινητήρας του R7 είναι ίδιος με του MT-07 και αυτό σημαίνει ροπή στις χαμηλές και μεσαίες στροφές.

Για να δώσουν όμως έναν πιο σπορ χαρακτήρα, τα περιφερειακά στον κινητήρα του R7 έχουν διαφορετική φιλοσοφία. Η γκαζιέρα έχει πιο κοντή διαδρομή και η ECU έχει διαφορετική ρύθμιση στην προπορεία της ανάφλεξης, με στόχο η απόκριση στο γκάζι να είναι πιο άμεση.

Ταυτόχρονα, η τελική σχέση μετάδοσης είναι πιο μακρά και σε συνδυασμό με την καλύτερη αεροδυναμική που προσφέρει το φαίρινγκ και η σκυφτή θέση οδήγησης, το R7 έχει υψηλότερη τελική ταχύτητα από το γυμνό MT-07.

Οι δρόμοι και η πίστα που οδηγήσαμε δεν είχαν τεράστιες ευθείες, αλλά παρ’ όλα αυτά προλάβαμε και είδαμε έως 205km/h στο κοντέρ, με τον κινητήρα να έχει όρεξη να ανεβάσει ακόμα περισσότερες στροφές.

Όσο κοντά κι αν μοιάζει στα χαρτιά με το MT-07, στην πραγματικότητα η εμπειρία οδήγησης του R7 στο δρόμο και την πίστα δεν είχαν καμία σχέση με το MT-07.

Μόνο και μόνο από τη θέση οδήγησης, η κατανομή του βάρους (στατική και ενεργητική) είναι εντελώς διαφορετική και αλλάζει δραματικά την προσωπικότητα και τη συμπεριφορά του R7 σε σχέση με το MT-07.

Η σταθερότητα, ιδιαίτερα μετά τα 150km/h στο κοντέρ, είναι εξαιρετική στο R7 και σε αυτό βοηθούν τα Bridgestone S22, το πλήρως ρυθμιζόμενο upside πιρούνι και φυσικά οι ισχυρότερες πλάκες αλουμινίου που συνδέουν τη βάση του ψαλιδιού με το πάνω τμήμα του πλαισίου/υποπλαισίου.

Το συνολικό πλάτος του φαίρινγκ είναι πιο στενό από του μικρότερου R3, αλλά η προστασία από τον αέρα στις υψηλές ταχύτητες και η σταθερότητα που έχει δώσει στο R7 είναι εντυπωσιακές.

Αν η σέλα δεν ήταν τόσο σκληρή, το R7 θα ήταν πολύ καλύτερη μοτοσυκλέτα για ταξίδια από το ΜΤ-07.

Γενικά η άνεση του R7 ακολουθεί την λογική των σύγχρονων supersport μοτοσυκλετών, δηλαδή η εργονομία τιμονιού-σέλας-μαρσπιέ είναι για γρήγορη οδήγηση μέσα στην πίστα και δεν υπάρχει κανένας συμβιβασμός για ήρεμη οδήγηση στο δρόμο.

Τα κλιπ-ον είναι κάτω από την πλάκα του πιρουνιού, η σέλα είναι στα 835mm από το έδαφος και τα μαρσπιέ είναι αρκετά ψηλά και πίσω.

Από την πρώτη στιγμή που θα κάτσεις πάνω του σου θυμίζει με κάθε τρόπο την R1 και η χροιά του κινητήρα στις χαμηλές στροφές φέρνει κάτι σε crossplane…

Γενικά το R7 είναι πολύ πιο σκληροπυρηνικό σε θέση οδήγησης και εμφάνιση από το δικύλινδρο Kawasaki Ninja 650, που θα είναι και ο πραγματικός του αντίπαλος στις αγορές της Ευρώπης.

Η δοκιμή ξεκίνησε σε μια φανταστική παραλιακή διαδρομή της Almeria στην νότια Ισπανία, με πολλές στροφές και άριστης ποιότητας άσφαλτο. Αν οδηγούσαμε ένα R6 θα είχαμε συνεχώς 1η-2α στο κιβώτιο και ο κινητήρας θα δούλευε μεταξύ 11.000-14.000 στροφές. Με το R7 είχαμε 3η-4η και ο κινητήρας δούλευε μεταξύ 6.000-8.000 στροφών, κάνοντας την οδήγηση πολύ πιο εύκολη και ευχάριστη εμπειρία. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο πόσα άλογα και πόση ροπή βγάζει ένας κινητήρας, με το πώς τα βγάζει στο δρόμο.

Ναι, αν κλείναμε στον δρόμο για την υπόλοιπη κυκλοφορία και καθόμασταν όλη μέρα εκεί μέχρι να μάθουμε άριστα την διαδρομή, τότε το R6 θα ήταν πιο γρήγορο από τα R7. Τώρα όμως που δεν ξέραμε με απόλυτη ακρίβεια τί μας περιμένει στην επόμενη στροφή, ο ροπάτος δικύλινδρος κινητήρας σε βοηθάει να βγεις γρήγορα από τη στροφή ακόμα κι αν έχεις μπει λάθος, ενώ ο τετρακύλινδρος κινητήρας του R6, όχι μόνο δεν συγχωρεί λάθη, αλλά αντιθέτως τα μεγεθύνει.

Όπως και στον ανοιχτό δρόμο, το R7 έχει εξαιρετική σταθερότητα στις στροφές και αντίστοιχα εξαιρετική αίσθηση για την πρόσφυση του εμπρός τροχού. Καμία σχέση δηλαδή με το MT-07 ,που όταν το πιέζεις πραγματικά αρχίζεις να χάνεις την άμεση επικοινωνία με τον εμπρός τροχό.

Τώρα πως στο διάβολο “κατάφερε” ένας από τους Βέλγους δημοσιογράφους του γκρουπ να πέσει σε μια δεξιά στροφή, μόνο ο ίδιος το ξέρει. Μετά βέβαια θα γράφει μπούρδες για το μηχανάκι και εμείς θα πρέπει να τρώμε χρόνο από τη ζωή μας για να απαντάμε σε όλους αυτούς που “διάβασαν σε site του εξωτερικού πως το R7 δεν στρίβει”….   

Η πραγματικότητα είναι πως η επιπλέον σταθερότητα έχει ένα μικρό αντίκτυπο στην ευελιξία του R7 καθώς θέλει αρκετή δύναμη στα χέρια για να αλλάξει απότομα πορεία στα δύσκολα εσάκια και αν πάρεις λάθος γραμμή στην είσοδο της στροφής δεν μπορείς να αλλάξεις τόσο εύκολα πορεία. Όχι υπερβολική προσπάθεια, αλλά σίγουρα περισσότερη από το MT-07, αν και ένας λόγος που συμβαίνει αυτό είναι η πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα εισόδου που έχεις με το R7 στις στροφές.

Τα φρένα έχουν περισσότερη δύναμη χάρη στην ακτινική τρόμπα της Brembo εμπρός και στην νέα ρύθμιση της κεντρικής μονάδας του ABS που καθυστερεί την επέμβασή του. Μαζί με την υψηλότερη πρόσφυση των Bridgestone S22 και την άριστη ισπανική άσφαλτο, το ABS δεν μπήκε ούτε μία φορά στα 140 χιλιόμετρα της διαδρομής που κάναμε στο δρόμο.

Κάπως έτσι φτάσαμε στην πίστα της Andalucía που απέχει μόλις 200… μέτρα(!!!!!) από την πίστα της Almeria. Πρόκειται για μια πίστα που σχεδιάστηκε ειδικά για εμπορική εκμετάλλευση (κινηματογραφικές, τηλεοπτικές, διαφημιστικές παραγωγές και φυσικά δημοσιογραφικές παρουσιάσεις) και όχι για αγώνες.

Σε αυτό το σημείο μπορούμε να πιαστούμε όλοι μαζί και γοερά να κλαίμε για την ελληνική πραγματικότητα και για μεγάλα όνειρα περί F1/MotoGP κτλ, που ακόμη κι αν γίνουν πράξεις, θα έχουν δυσβάσταχτο κόστος για όποιον θέλει απλά να μπει σε μία πίστα και να ανακαλύψει τα όρια, βελτιώνοντας τον εαυτό του…
Κάπως έτσι η πίστα αυτή έρχεται και σε απόλυτη ευθυγράμμιση με το σκεπτικό της Yamaha στην δημιουργία του R7.

Βέβαια ο σύνθετος χαρακτήρας της οδηγεί σε πολλές επιλογές διαμόρφωσης της διαδρομής της και αυτό την έκανε εξαιρετικά δύσκολη να την μάθεις, διότι έβγαινες από πολλές στροφές και ξαφνικά έβλεπες μπροστά σου μια πολλαπλή διασταύρωση με κορύνες. Να πάω δεξιά; Να πάω αριστερά; Να συνεχίσω ευθεία;

Ίσως αυτή να ήταν η αιτία της δεύτερης πτώσης της ημέρας, όπου ένας βρετανός δημοσιογράφος συγκρούστηκε με τον πλοηγό στον τρίτο μόλις γύρο…

Όπως ήταν φυσικό, το πρώτο εικοσάλεπτο προσαρμογής στα περίεργα ανωτέρω δεδομένα, η ροπή του κινητήρα του R7 στις μεσαίες ήταν θείο δώρο!

Ακόμα και στις πιο κλειστές στροφές της πίστας όπου οι στροφές του κινητήρα έπεφταν κάτω από τις 5.000, είχαμε 3η στο κιβώτιο και το R7 έβγαινε αξιοπρεπέστατα στις εξόδους.

Με τίποτα δεν θα αντάλλαζα το R7 με το R6 εκείνα τα πρώτα είκοσι λεπτά. Για όλα τα υπόλοιπα, σαφώς και ναι, το R6 θα ήταν ένα ταχύτερο και διασκεδαστικότερο παιχνίδι. Κι ακριβότερο ταυτόχρονα...

Επίσης, ο μονόδρομος, υποβοηθούμενος συμπλέκτης έχει βελτιώσει αφάνταστα τη συμπεριφορά του κιβωτίου ταχυτήτων και το quick-shifter (μόνο για τα ανεβάσματα) μας βοηθούσε αρκετά.

Ειδικά στο δεύτερο και τρίτο εικοσάλεπτο που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε που πάμε μέσα στην πίστα, η ύπαρξη του quick-shifter έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο CP3 έχει ροπή στις μεσαίες, αλλά μετά τις 8.500 στροφές δεν ανεβάζει τόσο γρήγορα. Αυτό σημαίνει πως αν οδηγείς με τις στροφές κοντά στον κόφτη δεν πας γρήγορα.

Εκείνο που πρέπει να κάνεις με αυτόν τον κινητήρα στην πίστα είναι να έχεις πάντα “μια πάνω”. Στο τρίτο εικοσάλεπτο που ξέραμε πια καλά τις γραμμές της πίστας, ανεβάζαμε ταχύτητα για να μπούμε στις γρήγορες στροφές της πίστας και το πολύ να κατεβάζαμε μία ταχύτητα στις πιο κλειστές. 

Οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο, οι απαιτήσεις από το πλαίσιο και κυρίως από το εμπρός ελαστικό πολλαπλασιάζονται, διότι έχεις μεγαλύτερη ταχύτητα εισόδου και πλαγιάζεις τη μοτοσυκλέτα περισσότερο.

Ευτυχώς το R7 έχει εξαιρετικό σε συνολική αίσθηση μπροστινό και τα Brigdestone R11 που μας είχαν βάλει για την οδήγηση στην πίστα, πρόσφεραν απεριόριστο κράτημα πάνω στην κορυφαίας ποιότητας άσφαλτο της ισπανικής πίστας.

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα του R7 σε σχέση με το αντίστοιχης τιμής Kawasaki Ninja 650 και το ακριβότερο Honda CBR 650 R είναι τα μεγάλα περιθώρια κλίσης. Ακόμα και με τα εργοστασιακά μαρσπιέ και την εργοστασιακή εξάτμιση το R7 δεν βρίσκει εύκολα κάτω, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο την διατήρηση υψηλής ταχύτητας μέσα στις στροφές.

Μόνο το ABS βάζει όρια στο πόσο αργά και άγρια θα φρενάρεις μέσα στην πίστα. Μια λύση είναι να τραβήξεις την ασφάλεια του ABS και να το απενεργοποιήσεις και μια άλλη λύση είναι να αγοράσεις τον ειδικό “κλέφτη” που κουμπώνει στην πλεξούδα και κάνει ακριβώς την ίδια δουλειά.

Η Yamaha έχει ήδη φτιάξει πλήρες αγωνιστικό κιτ που περιλαμβάνει νέα πλεξούδα (καταργεί φώτα/φλας/κεντρικό διακόπτη) ολόκληρο φαίρινγκ, μαρσπιέ, πίσω αμορτισέρ Ohlins και έμβολα/ελατήρια πιρουνιού Ohlins, ρυθμιζόμενα κλιπ-ον, διαφορετική ζελατίνα και διαφορετικά τακάκια φρένων.

Η Ιταλία και η Γαλλία έχουν προκηρύξει εθνικό κύπελο R7 Cup και το ίδιο ετοιμάζεται να κάνει η Γερμανία. Στόχος της Yamaha είναι να υπάρξουν R7 Cup σε όσες περισσότερες χώρες της Ευρώπης γίνεται και προγραμματίζει έναν μεγάλο τελικό αγώνα με όλους τους νικητές των εθνικών κυπέλλων στο τέλος της σεζόν.

Ως αγωνιστική μοτοσυκλέτα το R7 έχει σαφέστατα μεγάλα οικονομικά πλεονεκτήματα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη τετρακύλινδρη supersport 600, αφού δεν χρειάζεται να αγοράσεις το πανάκριβο αγωνιστικό κιτ για τον κινητήρα και φυσικά ξεκινάς με τα μισά λεφτά που στην πράξη κοστίζει το R7.

Όποιος έχει βαθιές τσέπες μπορεί να αγοράσει το R6 Race, αλλά για όλους τους υπόλοιπους που θέλουν να διασκεδάσουν στην πίστα ή να τρέξουν σε αγώνες μικρότερης προβολής όπως ένα ενιαίο κύπελλο και με το μικρότερο δυνατό κόστος, το R7 είναι μια ρεαλιστική επιλογή.

Σε κάθε περίπτωση, τα τετρακύλινδρα 600 δεν τα αγοράζει πια κανείς για να τα οδηγεί στο δρόμο και γι΄αυτό σταμάτησε η διάθεσή τους.

Το νέο R7 συμβαδίζει απόλυτα με τις απαιτήσεις της πραγματικότητας και όχι της φαντασίας μας. Όχι δεν είναι γνήσιος απόγονος του R7 του Haga, ούτε έχει την τεχνολογία και τις επιδόσεις του R6. Κοστίζει όμως 5 φορές λιγότερο από το R7 του Haga και έχει σχεδόν τα μισά λεφτά απ’ όσο θα έκανε το R6 αν γινόταν Euro 5.

Όμως το σημαντικότερο δεν είναι πως μπορεί να το αγοράσει περισσότερος κόσμος. Το σημαντικότερο όλων είναι πως απολαύσαμε απίστευτα την οδήγησή του στους δρόμους και την πίστα της Ισπανίας και η χαρά που μας έδωσε ήταν τριπλάσια από την τιμή και την ιπποδύναμή του.

Έχουμε ορισμένα μειονεκτήματα να τονίσουμε και μάλιστα τα επισημάναμε και στους ανθρώπους της Yamaha με ορισμένες, ευφάνταστες απαντήσεις, πράγματα που θα αναλύσουμε και θα τεκμηριώσουμε στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ!

 

Έρχεται ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ και ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ σε επόμενο ΤΕΥΧΟΣ ΤΟΥ ΜΟΤΟ


 

EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]

Μονόμπρατσες ηλεκτρικές On-Off και Naked εκδόσεις
EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]
Από το

motomag

8/11/2024

Όπως μας είχε προετοιμάσει εδώ και δύο χρόνια, η BRP ξανά βάζει την Can-Am στην μοτοσυκλέτα, αυτή τη φορά με τα On-Off Origin και Naked Pulse, τα δυο πρώτα της ηλεκτρικά μοντέλα που είδαμε για πρώτη φορά από κοντά στην EICMA.

Οι δυο νέες μοτοσυκλέτες διαθέτουν κοινή βάση όπως είχαμε αναφέρει και όταν είχαν ανακοινωθεί πρώτη φορά, ενώ διαφοροποιούνται στον “ανήσυχο” ηλεκτρικό ταξιδιώτη και στον “κανίβαλλο” των πόλεων, χάρη του διαφορετικού χαρακτήρα τους. Το Origin αποτελεί φόρο τιμής στην Off-Road κληρονομιά της Can-Am, με διττό χαρακτήρα, ώστε να εξυπηρετεί τόσο τις αστικές ανάγκες του αναβάτη όσο και τις εκτός δρόμου ανησυχίες του. Αντίστοιχα, η Pulse είναι μια Naked μοτοσυκλέτα με όρθια θέση οδήγησης και άνετη τοποθέτηση στην γωνία που τα χέρια συναντούν το τιμόνι.

Οι δύο μοτοσυκλέτες μοιράζονται έναν ηλεκτροκινητήρα E-POWER της Rotax με αυτόματη μετάδοση, φέρουν ίδιο πλαίσιο και ξεχωριστό υποπλαίσιο το οποίο εδράζεται πάνω στη μπαταρία, ίδιο φορτιστή, ίδια LED φωτιστικά σώματα, ντουλαπάκι εκεί που κανονικά θα ήταν το ρεζερβουάρ και TFT έγχρωμη οθόνη οργάνων. Και στα δύο μοντέλα τονίζονται οι πολυάκτινοι τροχοί τους, στηριζόμενοι πίσω σε ένα μονόμπρατσο, το οποίο περικλείει μέσα την τελική μετάδοση που γίνεται από γρανάζια και μιας αυτολιπαινόμενης αλυσίδας και ένα ίδιο σύστημα αναρτήσεων με ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι μπροστά και μονού αμορτισέρ πίσω.

Το Origin, είναι μια ηλεκτρική μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη για να προσφέρει οδηγική διασκέδαση σε αναβάτες που έχουν την διάθεση να εξερευνήσουν και τα όρια κινούμενοι σε χώμα και άσφαλτο. Αυτό το On-Off μοντέλο αν το δεις από μικρή απόσταση είναι σαν να βλέπεις ένα πιο μικρό Husqvarna Norden 901, ειδικά στο πλαϊνό, εμπρός τμήμα. Το ηλεκτρικό Adventure μοντέλο της Can-Am θα φέρει έναν υγρόψυκτο ηλεκτροκινητήρα E-Power της  Rotax του οποίου η απόδοση θα ανέρχεται στους 47 ίππους επιτυγχάνοντας τα 0-100 σε 4,3 δευτερόλεπτα και ροπής των 7,34 kgm στις 4600σ.α.λ.

EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]

Το Origin έχει ένα μαύρο ατσάλινο σωληνωτό ξεχωριστό υποπλαίσιο το οποίο συνδέεται πάνω σε τμήμα του εξωτερικού περιβλήματος της μπαταρίας των 8,9 kWh, η οποία αποτελεί μέρος του πλαισίου. Η αυτονομία της μπαταρίας με μια πλήρη φόρτιση μπορεί να φτάσει εντός πόλης τα 145 – 160 χιλιόμετρα, ενώ εκτός τα 115. Ο χρόνος φόρτισης που θα χρειαστεί για να πάει από το 20% στο 80% είναι 50 λεπτά, ενώ για να φτάσει από το 0-100% χρειάζεται 1:30 ώρα. Εν το μεταξύ η ανακοινώσιμη τελική ταχύτητα είναι τα 129χλμ/ώρα.

Υπάρχουν δύο εκδόσεις η απλή Origin και Origin ’73, καθώς η δεύτερη είναι επιπρόσθετα εξοπλισμένη με κοντή διάφανη ζελατίνα, πλαϊνά εμπρός πλαστικά βαμμένα στα χρώματα της μοτοσυκλέτας, κίτρινα σιρίτια στους τροχούς και ασημένιες πινελιές στα πλαϊνά του εμπρός LED προβολέα. Και οι δύο διαθέτουν μία από τις μεγαλύτερες έγχρωμες TFT οθόνες των 10,25 ιντσών με συνδεσιμότητα πολυμέσων για κλήσεις-μηνύματα-πλοήγηση και συνεργάζεται με τις εφαρμογές BRP και Apple CarPlay. Πάνω της θα δούμε ένα πλήθος ενδείξεων, καθώς και το επιλέξιμο πρόγραμμα οδήγησης, ένα από τα έξι των Sport, Off-Road, Off-Road+, Normal, ECO και Rain. Επίσης, η διάθεση της USB θύρας θα μας βγάλει από το άγχος να ξεμείνουμε από μπαταρία στο Smartphone.

EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]

Μια μαύρη αλουμινένια ποδιά θα προστατέψει το κάτω μέρος της μπαταρίας, ενώ οι πλαστικές γρίλιες θα προστατέψουν το ψυγείο να μην πληγωθεί εύκολα από πετραδάκια. Στον τομέα των αναρτήσεων συναντάμε ένα ανεστραμμένο μπροστινό πιρούνι της Kayaba διαμέτρου 43mm και διαδρομής 255mm, ενώ πίσω μια monoshock πλήρως ρυθμιζόμενη ανάρτηση διαδρομής 255mm, ομοίως της KYB. Για την προσπέλαση των διαφόρων εμποδίων και την ομαλή κύλιση στους δρόμους αναλαμβάνουν ρόλο οι ακτινωτοί τροχοί τύπου των 21 ιντσών εμπρός και 18 πίσω με διαστάσεις 90-90 μπροστά και 120-80 αντίστοιχα. Υπεύθυνος για την άμεση επιβράδυνση είναι ο μονός μπροστινός δίσκος των 320mm με διπίστονη δαγκάνα της J.Juan και η πίσω μιας δισκόπλακα των 240mm με μονοπίστονη δαγκάνα, ενώ είναι εξοπλισμένο με σύστημα ABS και Traction control. Το μήκος της είναι στα 2,204mm, το πλάτος στα 861mm, το ύψος στα 1,414mm και η απόσταση από το έδαφος στα 274mm, ενώ το ύψος σέλας βρίσκεται στα 865mm. Το βάρος της δεν θα μας δυσκολέψει σε επιτόπιες μανούβρες μιας και αγγίζει τα 187 κιλά, ενώ σε αυτές η λειτουργία της όπισθεν θα αποδειχθεί χρήσιμη.

 

CAN-AM Pulse & Origin: Επιστροφή στις μοτοσυκλέτες!

Επιστρέφει η Can-Am στις μοτοσυκλέτες με τα Pulse και Origin, street και on-off. Σε μία δύσκολη περίοδο για αυτή την κατηγορία, το γεγονός πως ένας κατασκευαστής που είναι ταυτόχρονα και προμηθευτής, κάνει ένα τέτοιο βήμα, σημαίνει πως πρέπει να καταγραφεί ως πληροφορία. Οι λεπτομέρειές τους: https://www.motomag.gr/news/nea-montela-epikairotita/can-am-pulse-kai-origin-xekinisan-oi-pro-paraggelies-video

Posted by Moto Magazine Greece on Wednesday, November 13, 2024

 

Από την άλλη μεριά, τα αρκετά κοινά στοιχεία που έχει το γυμνό Pulse με το Origin, θα το ξεχωρίσουν δίνοντάς του έναν πιο διασκεδαστικό χαρακτήρα, με την υπόσχεση πως μπορεί να προσφέρει πολλά χαμόγελα διασκέδασης, σε ασφάλτινες βόλτες. Το ηλεκτρικό Naked μοντέλο της Can-Am θα φέρει τον ίδιο υγρόψυκτο ηλεκτροκινητήρα E-Power της  Rotax ο οποίος αποδίδει 47 ίππους κάνοντας τα 0-100 σε 3,8 δευτερόλεπτα και ροπή 7,34 kgm στις 4600σ.α.λ.

Ίδια στοιχεία ισχύουν στον τομέα του πλαισίου, με μαύρο ατσάλινο σωληνωτό ξεχωριστό υποπλαίσιο, το οποίο συνδέεται πάνω σε τμήμα της μπαταρίας των 8,9 kWh, η οποία αποτελεί μέρος του πλαισίου. Η αυτονομία της μπαταρίας με μια πλήρη φόρτιση μπορεί να φτάσει εντός πόλης τα 145 χιλιόμετρα, ίδια παραμένει και η ανακοινώσιμη τελική ταχύτητα.

EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]

Υπάρχουν δύο εκδόσεις η απλή Pulse και Pulse ’73, καθώς η δεύτερη είναι επιπρόσθετα εξοπλισμένη με κοντή φιμέ ζελατίνα, πλαϊνά εμπρός πλαστικά βαμμένα αναγράφοντας το νούμερο “73”, κίτρινα σιρίτια στους τροχούς και ασημένιες πινελιές στα πλαϊνά του εμπρός LED προβολέα. Και οι δύο διαθέτουν την ίδια τεράστια έγχρωμη TFT οθόνη των 10,25 ιντσών η οποία έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί με το κινητό μας τηλέφωνο για πραγματοποίηση κλήσεων, μηνυμάτων και κλήσεων. Η πλοήγηση πλέον γίνεται με ευκολία, καθώς απεικονίζεται με ευκρίνεια στην οθόνη και με την εφαρμογή BRP GO/Αpple CarPlay μπορούμε να δούμε διάφορες επιπρόσθετες πληροφορίες για το Pulse, όπως το ποσοστό της μπαταρίας, το που βρίσκεται η μοτοσυκλέτα και άλλα. Εδώ τα προγράμματα οδήγησης είναι τέσσερα τα Sport+, Normal, ECO και Rain, ενώ η USB θύρα είναι υπεύθυνη να φορτίζει τις έξυπνες συσκευές.

EICMA 2024: Can-Am Origin και Pulse: Ξανά μοτοσυκλέτα για την Can-Am με 2 επαναστατικές ηλεκτρικές! [Video]

Η μεγάλη οθόνη, μαζί με τους διακόπτες που φαντάζουν λες και έρχονται από Goldwing, στην πράξη δείχνουν πως η Can-Am τοποθετεί στις μοτοσυκλέτες ακριβό εξοπλισμό που έρχεται από τα άλλα οχήματα που κατασκευάζει αντί μίας άλλης λύσης με μικρότερο κόστος.

Ένα μαύρο φτερό θα προστατέψει την πίσω ανάρτηση από τα νερά, ενώ οι πλαστικές γρίλιες θα προστατέψουν το ψυγείο να μην πληγωθεί εύκολα από πετραδάκια. Στον τομέα των αναρτήσεων συναντάμε ένα ανεστραμμένο μπροστινό πιρούνι της Kayaba διαμέτρου 41mm και διαδρομής 140mm, ενώ πίσω μια monoshock ρυθμιζόμενη ανάρτηση διαδρομής 140mm, της Sachs. Οι πολυάκτινες ζάντες από χυτό αλουμίνιο των 17 ιντσών με διαστάσεις ελαστικών 110-70 μπροστά και 150-60 αντίστοιχα, είναι εξοπλισμένα με Dunlop Sportmax GPR-300. Υπεύθυνος για το άμεσο αποτελεσματικό φρενάρισμα είναι ο μονός μπροστινός δίσκος των 320mm με διπίστονη δαγκάνα της J.Juan και η πίσω δισκόπλακα των 240mm με μονοπίστονη δαγκάνα, ενώ είναι εξοπλισμένο με σύστημα ABS και Traction control. Το μήκος της είναι στα 2,030mm, το πλάτος στα 947mm, το ύψος στα 1,171mm και η απόσταση από το έδαφος στα 146mm, ενώ το ύψος σέλας βρίσκεται στα 784mm. Το βάρος της που εύκολα μπορεί να ξεφύγει εξαιτίας της μπαταρίας, περιορίζεται εδώ στα 177 κιλά, ενώ η λειτουργία της όπισθεν δίνει πόντους ευκολίας.

Τα δύο μοντέλα καλύπτονται από 2ετή εγγύηση και 5ετή ή όταν επέλθουν τα 50.000 χιλιόμετρα για την μπαταρία. Οι χρωματικές επιλογές είναι δύο για τις απλές εκδόσεις σε γκρι και λευκό, ενώ στην έκδοση ’73 είναι μία, του ασημί.

Canyon 2025

Παράλληλα με τις νέες ηλεκτρικές μοτοσυκλέτες η Can-Am είχε στην Eicma 2024 και τα υπόλοιπα μοντέλα για τα οποία είναι ήδη πολύ γνωστή, όπως επίσης και την νέα έκδοση του δημοφιλούς τρίκυκλου, το Canyon 2025.

Πρόκειται για ένα μοντέλο που θα βγαίνει σε τρεις εκδόσεις, Standard, XT και Redrock, με μεγαλύτερη απόσταση και ενισχυμένους τροχούς για εκτός δρόμου διαδρομές

Το περιμέναμε από τον Αύγουστο που μας πέρασε όταν είχαμε αναφέρει πως θα κάνει την εμφάνισή του το νέο Canyon, με On-Off χαρακτηριστικά δίνοντάς του την ευκαιρία να αφήσει την άσφαλτο και να εξερευνήσει εκτός δρόμου προορισμούς, όποτε παραστεί η ευκαιρία.

Το Canyon έχει βασιστεί πάνω στα πρότυπα των Spyder, με μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων, ελαστικά μεικτής χρήσης XPS Adventure και ενισχυμένες ζάντες για εκτός δρόμου οδήγηση. Έχουν τοποθετηθεί οδοντωτά μαρσπιέ και προστατευτικές χούφτες ενώ μεγάλωσε η απόσταση από το έδαφος με την Can-Am να διαθέτει και 25 ειδικά αξεσουάρ για να το διαμορφώσει ο κάθε ιδιοκτήτης όπως επιθυμεί.

Το μόνο σίγουρο ότι διαβάζοντας όλα αυτά σκέφτεσαι ποια θα είναι η επόμενη χωμάτινη εξόρμηση, για να νοιώσεις την απόλαυση που αποδίδουν οι 115 ίπποι στις 7250σ.α.λ. με ροπή τα 13,26 kgm στις 5000σ.α.λ., τα οποία παράγονται από τον υγρόψυκτο, τρικύλινδρο, Rotax κινητήρα των 1.330κ.εκ με ηλεκτρονικό ψεκασμό και ηλεκτρονική διαχείριση γκαζιού. Το Canyon διαθέτει ένα ημί-αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων των 6 σχέσεων, ενώ υπάρχει και όπισθεν, κάτι που είναι αναγκαίο σε τέτοιου είδους οχήματα.

Canyon 2025

Οι αναρτήσεις με τις μεγαλύτερες διαδρομές είναι μπροστά της Sachs με 260mm, ενώ πίσω μια ανάρτηση διαδρομής 235mm, ομοίως της Sachs. Η πιο Premium έκδοση, Redrock, θα διαθέτει ημί-ενεργετικές αναρτήσεις KYB Smart-Shox. Οι ενισχυμένοι τροχοί των 16 ιντσών εμπρός και 15 πίσω με διαστάσεις 155-65 μπροστά και 225-50 αντίστοιχα, φέρουν λάστιχα XPS Adventure. Υπεύθυνοι για τα έγκαιρο φρενάρισμα είναι οι μπροστινοί δίσκοι των 270mm με τετραπίστονες δαγκάνες της Brembo και πίσω μια δισκόπλακα των 270mm με μονοπίστονη δαγκάνα και φρένο παρκαρίσματος.

Εξοπλισμένο με πλήθος συστημάτων ασφαλείας ABS, Traction control, Stability control, Dynamic power steering, Hill hold control και Digitally Encoded Security System δεν θα αφήσουν κανέναν απογοητευμένο, ενώ επιτρέπουν και το παιχνίδι με ελεγχόμενο ντριφτάρισμα.

Με μήκος 2,489mm και πλάτος 1,581mm, το Canyon είναι ευέλικτο για όχημα αυτής της κατηγορίας ενώ το συνολικό ύψος τώρα που μεγάλωσε η απόσταση από το έδαφος δεν έχει ιδιαίτερα διαφορά, κρατώντας χαμηλά το κέντρο βάρους. Στο σημείο των καθρεφτών το Canyon υψώνεται στα 1,500mm με 160mm απόσταση από το έδαφος και την σέλα τοποθετημένη στα 843mm. Το βάρος του αγγίζει τα 452 κιλά, ενώ η λειτουργία της κάμερας οπισθοπορείας που φέρει η έκδοση Redrock θα αποδειχθεί χρήσιμη.

Η μεγάλη έγχρωμη TFT οθόνη των 10,25 ιντσών για την οποία ανεφερθήκαμε και πιο πάνω, απεικονίζει όλες τις απαραίτητες ενδείξεις όπως ταχύμετρο, στροφόμετρο, υπολογιστή ταξιδίου, ολικό-μερικό χιλιομετρητή, εξωτερική θερμοκρασία ρολόι και άλλα πολλά. Η συνδεσιμότητα πολυμέσων που διαθέτει για κλήσεις, μηνύματα και πλοήγηση συνεργάζεται με τις εφαρμογές BRP και Apple CarPlay, ενώ διαθέτει και θύρα USB. Μέσα από την οθόνη μπορούμε να δούμε και το επιλέξιμο πρόγραμμα οδήγησης, ένα από τα 4 των Sport, All-Road, On-Road και Comfort. Ρυθμιζόμενη είναι και η ζελατίνα, καθώς φέρει LED φωτιστικά σώματα, μεταλλικές γρίλιες προστασίας του ψυγείου, σύστημα LinQ για γρήγορη προσαρμογή των αξεσουάρ, Cruise control, οδοντωτά μαρσπιέ, προστατευτικό για τον ιμάντα της τελικής μετάδοσης και θερμαινόμενα γκριπ.

Η χρωματικές επιλογές είναι σε ανθρακί για Standard και XT, ενώ χακί για Redrock. Η εγγύηση είναι στα 2 χρόνια μαζί με κάλυψη οδική βοήθειας.

 

 

Ετικέτες