Editorial 656 - Βαλκάνιοι μοτοσυκλετιστές

Από το

motomag

1/7/2024

Περισσότερα κοινά στοιχεία έχουμε με τους Ιταλούς μοτοσυκλετιστές, με τους Κινέζους (ναι ξέρω πως ακούγεται και θα το εξηγήσω κάποια άλλη φορά), με τους Ινδονήσιους ακόμη θα βρεις αντίστοιχη φιλοσοφία (άλλωστε τα παπιά τους αγοράζουμε) παρά με τους βόρειους γείτονές μας στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Ζούμε σε μία πυκνοκατοικημένη γειτονιά με ιστορία που περιπλέκεται στα βάθη των χρόνων, έχουμε κοινά στοιχεία σε κουζίνα, σε δομή οικογένειας, σε νοοτροπία επίσης, πολλά αρνητικά και μειονεκτήματα του ενός υπάρχουν και στον άλλο, ασχέτως αν δεν τα βλέπει κανένας στον καθρέφτη, είμαστε εν ολίγοις αρκετά ίδιοι και ταυτόχρονα, μοτοσυκλετιστικά τελείως διαφορετικοί. Οι Σκοπιανοί έχουν αναπτυγμένη μία μοτοσυκλετιστική κουλτούρα που την συναντάς από το Βέλγιο έως την Ρωσία και ελάχιστα στην Ελλάδα. Οι Βούλγαροι είναι καλύτεροι από εμάς να οργανώνουν αγώνες και να τους παρακολουθούν κιόλας -σημαντικό αυτό γιατί το πρόβλημα είναι συνολικό σε εμάς- αλλά μοτοσυκλετιστικά τώρα αναπτύσσεται περισσότερο το Enduro και η μοτοσυκλέτα όπως την ξέρουμε εδώ. Οι Ρουμάνοι έχουν αρκετές εταιρείες δικές μας που δραστηριοποιούνται εκεί, αλλά ψάξε να βρεις συνεργείο εκτός πρωτεύουσας και θα καταλάβεις αν χρησιμοποιούν μοτοσυκλέτες και πόσο τις χρησιμοποιούν. Στη Σερβία και στην Αλβανία τα πράγματα είναι πιο κοντά σε εμάς αλλά χωρίς να υπάρχει μεγάλη ταύτιση, ενώ Βοσνία και Μαυροβούνιο βρίσκονται στα σπάργανα ενώ από τους δρόμους και τα βουνά τους περνάνε κάθε χρόνο και περισσότερες μοτοσυκλέτες, ξυπνώντας και τους ντόπιους. Το έχουμε καταγράψει σε αντίστοιχα Mega Test πριν ξεκινήσουν να δέχονται ολοένα και περισσότερους επισκέπτες.

Κοντινοί λοιπόν λαοί και με πολλά κοινά στοιχεία που στη μοτοσυκλέτα όμως δεν πλησιάζουν τόσο, όσο συμβαίνει με άλλες πτυχές της ζωής μας. Το τελευταίο σύνορο που απέμεινε για το Mega Test προς την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν η Κροατία και ταυτόχρονα, πατώντας στο έδαφος της Σλοβενίας, ένα από τα πιο μακρινά που έχουμε πραγματοποιήσει. Μπορεί στα σύνορα με την Ουκρανία κατά το Mega Test της Ρουμανίας να φτάσαμε πιο ψηλά στο χάρτη, όμως το πρωί της δεύτερης ημέρας ήμασταν ήδη στο πρώτο χωμάτινο πέρασμα και ήταν και απαιτητικό. Τώρα είχαμε 2.000 χιλιόμετρα απλά για να ξεκινήσουμε το Mega Test, αν και το ταξίδι έως εκεί είναι ήδη το μισό συγκριτικό καθώς αυτές οι μοτοσυκλέτες φτιάχνονται για αυτή ακριβώς τη χρήση. Δεν γινόταν να μην θυμηθώ λοιπόν, περνώντας το Βελιγράδι με άλλα 800-900 χιλιόμετρα που έπρεπε να βγουν εκείνη την ημέρα, το πρώτο σχόλιο στο Mega Test της Βοσνίας που έλεγε πως το είχαμε παρακάνει, πως κανείς δεν θα ταυτιστεί με ένα τόσο μακρινό ταξίδι και πως το Μαυροβούνιο ήταν οριακό και θα έπρεπε να σταματήσουμε εκεί. Για την ιστορία δεν βάλαμε εξ αρχής κάποιο όριο, εντός Ελλάδας ξεκινήσαμε τα Mega Test και ευτυχώς είμαστε στην δεύτερη πιο βουνίσια χώρα της Ευρώπης μετά την Ελβετία με ελευθερία κίνησης στα βουνά μας, ώστε για πολλά χρόνια να μην εξαντλούνται τα μέρη και να μην υπάρχουν επαναλήψεις. Βγήκαμε στα Βαλκάνια για να δώσουμε στον αναγνώστη κάτι καινούριο και σε μία εποχή μάλιστα που ήταν φθηνότερο να κινείσαι εκεί από ότι εντός χώρας. Με εξαίρεση την βενζίνη, μικρή είναι η διαφορά πλέον και με τα υπόλοιπα Βαλκάνια που είναι ένας από τους λόγους που το Mega Test είναι η πιο ακριβή δοκιμή του ΜΟΤΟ και ταυτόχρονα η ακριβότερη της Ευρώπης, τουλάχιστον με βάση αυτά που μας λένε οι υπόλοιποι ξένοι δημοσιογράφοι που αποκτούν μία πιο μικρή έκδοση του Mega Test, μεταφρασμένη στα Αγγλικά. Ούτε αυτό ήταν εξ αρχής το πλάνο, εξελίχθηκε έτσι από την αγωνία μας να κάνουμε ότι καλύτερο μπορεί να γίνει και κάπου εκεί μπήκε και το όριο στο πόσο μακριά μπορούμε να πάμε. Διότι βόρεια της Σερβίας και βόρεια της Κροατίας τα χώματα επιτηρούνται και η κατασκήνωση απαγορεύεται. Και εδώ ισχύουν αυτά, απλά εκεί εφαρμόζονται. Υπάρχει τρόπος να γίνου και τα δύο και η Βουλγαρία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τα δάση της έχουν αυξηθεί κατά 45% ενώ η υλοτομία συνεχίζεται και η κατασκήνωση, όπως και το Enduro, τα 4χ4 και γενικά οι δραστηριότητες στην ύπαιθρο συνεχίζονται κανονικά. Η τεράστια διαφορά είναι πως εκεί υπάρχει έλεγχος και δεν ξεπουλιέται τίποτα. Δεν μπορείς να το χωρίσεις σε οικόπεδα, να το κάψεις και να χτίσεις. Ο πρώτος που θα βάλει τούβλο θα πάει φυλακή και ταυτόχρονα το ίδιο το κράτος δεν θα γεμίσει εργολαβικές ευκαιρίες σε κάθε κορυφή που ο χάρτης δείχνει πως την μελετά ο αέρας. Στο πρώτο Mega Test στη Βουλγαρία, εκεί που είχαμε πετύχει τη φοβερή γιαγιά που μας φιλοξένησε στο σπίτι-κάστρο, αν θυμάστε, μία από τις ημέρες κατασκηνώσαμε έξω από ένα απίστευτα φτωχικό χωριό σε ένα μέρος που ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει και πως το κράτος το είχε ξεχάσει. Εκείνος που δεν λησμόνησε τον περίπατό του όμως ήταν ο δασοφύλακας που κυριολεκτικά στη μέση  του πουθενά και δίπλα στα σύνορα με την Ελλάδα ήρθε, μας ζήτησε να εξηγήσουμε τις προθέσεις μας και πήρε στοιχεία ώστε αν το πρωί αφήναμε σκουπίδια ή δεν καλύπταμε την εστία της φωτιάς με σωστό τρόπο, να κάνει τις όποιες ενέργειες μπορούσε να κάνει. Έπειτα μας ευχήθηκε να ξεκουραστούμε και έφυγε γιατί είχε χιλιόμετρα δάσους να ελέγξει ακόμη. Στη Ρουμανία βγήκε έξω από το σπίτι του μόλις είδε να περνάμε και μόνο όταν του έδειξα τον χάρτη με συγκεκριμένο δρόμο μας άφησε να φύγουμε. Πήρε τηλέφωνο μάλιστα τον συνάδελφό του που ήταν στην κανονική είσοδο από εκεί που εμείς θα βγαίναμε, να μην μας δημιουργήσει πρόβλημα εκτός και να μας πετύχουν σε διαφορετικό δρόμο. Αλλά είχαμε πάει από την αρχή διαβασμένοι. Στον Κροατία κοιμηθήκαμε στα όρια εθνικού πάρκου και 07:30 πέρασε δασοφύλακας κατά την πρωινή του βάρδια, μπήκε με φόρα στο χώρο της κατασκήνωσης και κάνοντας ένα σόου εξουσίας μας ζήτησε να μην κατασκηνώσουμε μέσα στο πάρκο. Μόλις κατάλαβε πως δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο και ποιες είναι οι προθέσεις, μας ευχήθηκε καλό δρόμο και να προσέχουμε την βροχή και συνέχισε τον δρόμο του. Αυτός είναι ο λόγος που οι άλλοι έχουν και ζωή στα βουνά και τα δάση τους αυξάνονται και είναι πράσινα, ούτε η απαγόρευση του Enduro, ούτε η κατασκήνωση έβλαψαν κανέναν. Άλλη μία τεράστια διαφορά μας, από τους υπόλοιπους Βαλκάνιους και αυτή τη φορά ήμαστε το κακό παράδειγμα!

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.