Editorial 656 - Βαλκάνιοι μοτοσυκλετιστές

Από το

motomag

1/7/2024

Περισσότερα κοινά στοιχεία έχουμε με τους Ιταλούς μοτοσυκλετιστές, με τους Κινέζους (ναι ξέρω πως ακούγεται και θα το εξηγήσω κάποια άλλη φορά), με τους Ινδονήσιους ακόμη θα βρεις αντίστοιχη φιλοσοφία (άλλωστε τα παπιά τους αγοράζουμε) παρά με τους βόρειους γείτονές μας στα υπόλοιπα Βαλκάνια. Ζούμε σε μία πυκνοκατοικημένη γειτονιά με ιστορία που περιπλέκεται στα βάθη των χρόνων, έχουμε κοινά στοιχεία σε κουζίνα, σε δομή οικογένειας, σε νοοτροπία επίσης, πολλά αρνητικά και μειονεκτήματα του ενός υπάρχουν και στον άλλο, ασχέτως αν δεν τα βλέπει κανένας στον καθρέφτη, είμαστε εν ολίγοις αρκετά ίδιοι και ταυτόχρονα, μοτοσυκλετιστικά τελείως διαφορετικοί. Οι Σκοπιανοί έχουν αναπτυγμένη μία μοτοσυκλετιστική κουλτούρα που την συναντάς από το Βέλγιο έως την Ρωσία και ελάχιστα στην Ελλάδα. Οι Βούλγαροι είναι καλύτεροι από εμάς να οργανώνουν αγώνες και να τους παρακολουθούν κιόλας -σημαντικό αυτό γιατί το πρόβλημα είναι συνολικό σε εμάς- αλλά μοτοσυκλετιστικά τώρα αναπτύσσεται περισσότερο το Enduro και η μοτοσυκλέτα όπως την ξέρουμε εδώ. Οι Ρουμάνοι έχουν αρκετές εταιρείες δικές μας που δραστηριοποιούνται εκεί, αλλά ψάξε να βρεις συνεργείο εκτός πρωτεύουσας και θα καταλάβεις αν χρησιμοποιούν μοτοσυκλέτες και πόσο τις χρησιμοποιούν. Στη Σερβία και στην Αλβανία τα πράγματα είναι πιο κοντά σε εμάς αλλά χωρίς να υπάρχει μεγάλη ταύτιση, ενώ Βοσνία και Μαυροβούνιο βρίσκονται στα σπάργανα ενώ από τους δρόμους και τα βουνά τους περνάνε κάθε χρόνο και περισσότερες μοτοσυκλέτες, ξυπνώντας και τους ντόπιους. Το έχουμε καταγράψει σε αντίστοιχα Mega Test πριν ξεκινήσουν να δέχονται ολοένα και περισσότερους επισκέπτες.

Κοντινοί λοιπόν λαοί και με πολλά κοινά στοιχεία που στη μοτοσυκλέτα όμως δεν πλησιάζουν τόσο, όσο συμβαίνει με άλλες πτυχές της ζωής μας. Το τελευταίο σύνορο που απέμεινε για το Mega Test προς την υπόλοιπη Ευρώπη ήταν η Κροατία και ταυτόχρονα, πατώντας στο έδαφος της Σλοβενίας, ένα από τα πιο μακρινά που έχουμε πραγματοποιήσει. Μπορεί στα σύνορα με την Ουκρανία κατά το Mega Test της Ρουμανίας να φτάσαμε πιο ψηλά στο χάρτη, όμως το πρωί της δεύτερης ημέρας ήμασταν ήδη στο πρώτο χωμάτινο πέρασμα και ήταν και απαιτητικό. Τώρα είχαμε 2.000 χιλιόμετρα απλά για να ξεκινήσουμε το Mega Test, αν και το ταξίδι έως εκεί είναι ήδη το μισό συγκριτικό καθώς αυτές οι μοτοσυκλέτες φτιάχνονται για αυτή ακριβώς τη χρήση. Δεν γινόταν να μην θυμηθώ λοιπόν, περνώντας το Βελιγράδι με άλλα 800-900 χιλιόμετρα που έπρεπε να βγουν εκείνη την ημέρα, το πρώτο σχόλιο στο Mega Test της Βοσνίας που έλεγε πως το είχαμε παρακάνει, πως κανείς δεν θα ταυτιστεί με ένα τόσο μακρινό ταξίδι και πως το Μαυροβούνιο ήταν οριακό και θα έπρεπε να σταματήσουμε εκεί. Για την ιστορία δεν βάλαμε εξ αρχής κάποιο όριο, εντός Ελλάδας ξεκινήσαμε τα Mega Test και ευτυχώς είμαστε στην δεύτερη πιο βουνίσια χώρα της Ευρώπης μετά την Ελβετία με ελευθερία κίνησης στα βουνά μας, ώστε για πολλά χρόνια να μην εξαντλούνται τα μέρη και να μην υπάρχουν επαναλήψεις. Βγήκαμε στα Βαλκάνια για να δώσουμε στον αναγνώστη κάτι καινούριο και σε μία εποχή μάλιστα που ήταν φθηνότερο να κινείσαι εκεί από ότι εντός χώρας. Με εξαίρεση την βενζίνη, μικρή είναι η διαφορά πλέον και με τα υπόλοιπα Βαλκάνια που είναι ένας από τους λόγους που το Mega Test είναι η πιο ακριβή δοκιμή του ΜΟΤΟ και ταυτόχρονα η ακριβότερη της Ευρώπης, τουλάχιστον με βάση αυτά που μας λένε οι υπόλοιποι ξένοι δημοσιογράφοι που αποκτούν μία πιο μικρή έκδοση του Mega Test, μεταφρασμένη στα Αγγλικά. Ούτε αυτό ήταν εξ αρχής το πλάνο, εξελίχθηκε έτσι από την αγωνία μας να κάνουμε ότι καλύτερο μπορεί να γίνει και κάπου εκεί μπήκε και το όριο στο πόσο μακριά μπορούμε να πάμε. Διότι βόρεια της Σερβίας και βόρεια της Κροατίας τα χώματα επιτηρούνται και η κατασκήνωση απαγορεύεται. Και εδώ ισχύουν αυτά, απλά εκεί εφαρμόζονται. Υπάρχει τρόπος να γίνου και τα δύο και η Βουλγαρία είναι το καλύτερο παράδειγμα. Τα δάση της έχουν αυξηθεί κατά 45% ενώ η υλοτομία συνεχίζεται και η κατασκήνωση, όπως και το Enduro, τα 4χ4 και γενικά οι δραστηριότητες στην ύπαιθρο συνεχίζονται κανονικά. Η τεράστια διαφορά είναι πως εκεί υπάρχει έλεγχος και δεν ξεπουλιέται τίποτα. Δεν μπορείς να το χωρίσεις σε οικόπεδα, να το κάψεις και να χτίσεις. Ο πρώτος που θα βάλει τούβλο θα πάει φυλακή και ταυτόχρονα το ίδιο το κράτος δεν θα γεμίσει εργολαβικές ευκαιρίες σε κάθε κορυφή που ο χάρτης δείχνει πως την μελετά ο αέρας. Στο πρώτο Mega Test στη Βουλγαρία, εκεί που είχαμε πετύχει τη φοβερή γιαγιά που μας φιλοξένησε στο σπίτι-κάστρο, αν θυμάστε, μία από τις ημέρες κατασκηνώσαμε έξω από ένα απίστευτα φτωχικό χωριό σε ένα μέρος που ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει και πως το κράτος το είχε ξεχάσει. Εκείνος που δεν λησμόνησε τον περίπατό του όμως ήταν ο δασοφύλακας που κυριολεκτικά στη μέση  του πουθενά και δίπλα στα σύνορα με την Ελλάδα ήρθε, μας ζήτησε να εξηγήσουμε τις προθέσεις μας και πήρε στοιχεία ώστε αν το πρωί αφήναμε σκουπίδια ή δεν καλύπταμε την εστία της φωτιάς με σωστό τρόπο, να κάνει τις όποιες ενέργειες μπορούσε να κάνει. Έπειτα μας ευχήθηκε να ξεκουραστούμε και έφυγε γιατί είχε χιλιόμετρα δάσους να ελέγξει ακόμη. Στη Ρουμανία βγήκε έξω από το σπίτι του μόλις είδε να περνάμε και μόνο όταν του έδειξα τον χάρτη με συγκεκριμένο δρόμο μας άφησε να φύγουμε. Πήρε τηλέφωνο μάλιστα τον συνάδελφό του που ήταν στην κανονική είσοδο από εκεί που εμείς θα βγαίναμε, να μην μας δημιουργήσει πρόβλημα εκτός και να μας πετύχουν σε διαφορετικό δρόμο. Αλλά είχαμε πάει από την αρχή διαβασμένοι. Στον Κροατία κοιμηθήκαμε στα όρια εθνικού πάρκου και 07:30 πέρασε δασοφύλακας κατά την πρωινή του βάρδια, μπήκε με φόρα στο χώρο της κατασκήνωσης και κάνοντας ένα σόου εξουσίας μας ζήτησε να μην κατασκηνώσουμε μέσα στο πάρκο. Μόλις κατάλαβε πως δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο και ποιες είναι οι προθέσεις, μας ευχήθηκε καλό δρόμο και να προσέχουμε την βροχή και συνέχισε τον δρόμο του. Αυτός είναι ο λόγος που οι άλλοι έχουν και ζωή στα βουνά και τα δάση τους αυξάνονται και είναι πράσινα, ούτε η απαγόρευση του Enduro, ούτε η κατασκήνωση έβλαψαν κανέναν. Άλλη μία τεράστια διαφορά μας, από τους υπόλοιπους Βαλκάνιους και αυτή τη φορά ήμαστε το κακό παράδειγμα!

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.