Editorial 653 - Αμαρτίαι Εταιριών Παιδεύουσι Συμμετέχοντες

Από το

motomag

1/4/2024

Τρίτη φορά στην Ασία σε σύντομο χρονικό διάστημα και ένα από τα συμπεράσματα εκτός του πώς συμπεριφέρονται οι μοτοσυκλέτες και πώς κατασκευάζονται που αναλύονται στα αντίστοιχα άρθρα, είναι η επιβεβαίωση πως οι Κινέζοι θα μάθουν πολύ πιο γρήγορα να φτιάχνουν μοτοσυκλέτες για το Ευρωπαϊκό κοινό, από ότι θα χρειαστούν για να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να τις πουλήσουν εδώ και να τις προωθήσουν.

Μετά την παρουσίαση του CFMOTO SR450 στην πίστα της Κωνσταντινούπολης πέρσι παρέα με το CL700X, που είχε σοβαρές παραλείψεις και λάθη ως προς την οργάνωσή της, πήραμε την πρωτοβουλία και τους φτιάξαμε μία έκθεση κανονική, ένα manual για το πώς πρέπει να διοργανώνονται οι δημοσιογραφικές αποστολές, ποιες είναι οι απαιτήσεις ενός επαγγελματία που πηγαίνει εκεί και κυρίως πώς και με ποιο τρόπο γίνεται η φωτογράφηση και η βιντεοσκόπηση που έχει τεράστιες απαιτήσεις. Το εκτίμησαν ιδιαίτερα, μάλιστα είπαν πως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να χρεώνεται ως συμβουλευτική υπηρεσία. Βελτιωθείτε εσείς να μην κινδυνεύουμε εμείς και είναι κέρδος, ήταν η απάντηση του ΜΟΤΟ και το γεγονός πως συμφωνήσαμε φάνηκε στην παρουσίαση του 800NK μερικούς μήνες αργότερα που ήταν πολλές φορές ανώτερη και σχεδόν στο επίπεδο των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων. Δύο παρουσιάσεις σχεδόν ταυτόχρονα, μία της Voge και μία της CFMOTO που υποτίθεται πως πλέον έμαθαν και από τα λάθη τους, αλλά οι ελλείψεις και στις δύο ήταν τεράστιες.

Στην Κίνα δεν γίνεται να οδηγήσεις αν δεν έχεις κινέζικο δίπλωμα, δεν προσγειώνεσαι και νοικιάζεις αυτοκίνητο να φύγεις από το αεροδρόμιο οπότε το καλάθι ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ μικρό όταν μας είπαν πως μετά την επίσκεψη στο εργοστάσιο της Loncin, θα οδηγούσαμε το νέο Adventure της Voge. Θα έπρεπε να είναι σε κάποιο κλειστό χώρο που σίγουρα θα ήταν μικρός και δεν θα εξυπηρετούσε κάτι περισσότερο από σκούτερ. “Prooving Ground” της Goodyear-Dunlop, της Bosch, της Continental δεν υπήρχε περίπτωση να είναι για να ονομάσω δυο-τρεις χώρους που θα μπορούσες να δοκιμάσεις όλες τις μοτοσυκλέτες του κόσμου χωρίς να πατήσεις σε δημόσιο δρόμο και μάλιστα καλύτερα από πλευράς εύρους συνθηκών, τόσο καλά που είναι εξοπλισμένοι σαν χώροι δοκιμών. Ακόμη και στο μικρότερο καλάθι όμως, δεν χωρούσε το γεγονός πως θα βλέπαμε μία μοτοσυκλέτα προ-παραγωγής που θα είχε θέματα συναρμογής. Μία μόνο, είναι κυριολεκτικό αυτό, δημιουργώντας το πρόβλημα να προλάβουν όλοι να την οδηγήσουν ο ένας μετά τον άλλο. Κι όταν τους έθεσα το ζήτημα των περισσότερων μοτοσυκλετών είπαν πως θα μπορούσαν να βγάλουν κι άλλες, αν τις αφαιρούσαν από την παραγγελία της ελληνικής αντιπροσωπείας καθυστερώντας εκείνους που τις είχαν παραγγείλει. Προφανώς αστειευόμενοι ή και όχι, καθώς έχω αντιληφθεί πλέον πως το χιούμορ στην Κίνα είναι πολλές φορές η πραγματικότητα με χαμόγελο. Μόλις τρεις ημέρες αργότερα και στην παρουσίαση της CFMOTO για το 450ΜΤ ψάχναμε τρόπο να εξηγήσουμε σε φωτογράφο γάμων και εκδηλώσεων τι πρέπει να κάνει με εμάς, έχοντας και στην CFMOTO -παρότι πιο έμπειροι- κάνει ένα βήμα πίσω πριν ακόμη περάσει χρόνος.

Κάπως ενθαρρυντικό για τους Κινέζους το γεγονός πως η BMW έκανε αχταρμά την παρουσίαση του R1300GS όπου ζήτησε μάλιστα από τις θυγατρικές της να στείλει παραδοσιακά μέσα που έχουν όμως και παραγωγή video χωρίς να έχει camera-man. «Βάλτε πλάνα δικά μας», μας είπαν, «όπως κάνουν στο αυτοκίνητο» εκεί όπου ελάχιστοι καλεσμένοι στις παρουσιάσεις μοντέλων οδηγούν πραγματικά! Μόνο που αυτό -ευτυχώς και μάλλον για λίγο ακόμη έτσι όπως πάμε- δεν συμβαίνει στη μοτοσυκλέτα. Αν δεν οδηγήσουμε δεν θα μιλήσουμε, χάρισμά σας εκείνοι που κάνουν κάτι τέτοιο, έχουν άλλωστε και το αντίστοιχο κοινό. Κι ενώ οι υποδείξεις ήταν έντονες και στην BMW Motorrad, αναγνωρίζοντας πως έχουμε δίκιο κρατώντας μάλιστα σημειώσεις για το μέλλον, λίγα πράγματα άλλαξαν λίγους μήνες μετά στο F900GS και M1000XR όπου είχαμε τεράστιες ελλείψεις. Ευτυχώς λιγότερες. Ακόμη χειρότερα τα πράγματα στην παρουσίαση της Michelin σε μία πίστα όπως η Jerez. Στο μεταξύ παλαιότερα η BMW και η Michelin έχουν φέρει εις πέρας ορισμένες από τις πιο απαιτητικές διοργανώσεις. Κάποτε η Michelin είχε καταφέρει να διοργανώσει κινητή παρουσίαση με σκυταλοδρομία όπου κάθε τρίτη ημέρα συγκέντρωνε 40 άτομα από διαφορετικές χώρες σε ένα αεροδρόμιο, καβαλούσαμε και συνεχίζαμε την πορεία στις καλύτερες ορεινές διαδρομές των Άλπεων όπου μετά από μέρες στις σέλες παραδίδαμε στους υπόλοιπους, μιλάμε για άθλο αλλά και για μία πλήρη εικόνα για το νέο τότε ελαστικό.

Τι κοινό έχουν λοιπόν εταιρείες που είναι χρόνια στην πιάτσα με εταιρείες που τώρα εισέρχονται σε αυτή; Πώς γίνονται τα ίδια λάθη και από τους δύο; Νέοι άνθρωποι σε θέσεις που απαιτούν μακρόχρονη εμπειρία. Υπό αυτή την συνθήκη οι Κινέζοι είναι περισσότερο δικαιολογημένοι ως προς τις παραλείψεις! Απέχουν πολύ από το να χτίσουν ικανά τμήματα marketing που αφορούν και τον τελικό πελάτη γιατί μέσα από αυτά περνά και η εταιρική επικοινωνία, όχι μόνο η διαφήμιση. Σε ενδιαφέρει δηλαδή η εταιρεία από την οποία αγοράζεις να έχει σωστή οργάνωση και σε αυτό τον τομέα. Μακράν η χειρότερη εταιρεία από την Ιαπωνία -για να μην αφήσω απέξω και αυτούς τους Ασιάτες- είναι η Suzuki, βρίσκεται σχεδόν στο μηδέν σε αυτό τον τομέα, μαζί με την Voge, με την διαφορά πως οι δεύτεροι μόλις πριν από λίγα χρόνια πάτησαν Ευρώπη, περίπου όταν και η Suzuki μας έβαλε σε δεύτερη μοίρα. Διότι στην Κίνα είναι πρώτη δύναμη – κομμάτι αυτό μιας άλλης συζήτησης στο μέλλον για τις προτεραιότητές τους. Η Kove είναι ένα άλλο παράδειγμα όπου σε γενικό επίπεδο έχει καταφέρει να προκαλέσει αρχικά με την δημοσιοποίηση των τεχνικών χαρακτηριστικών και την εμπλοκή της στο Dakar αλλά μέχρι εκεί, αδυνατώντας να δώσει συνέχεια και να κεφαλαιοποίηση τον ντόρο αυτό καθώς ακόμη περιμένουμε να καβαλήσουμε τις μοτοσυκλέτες τους για να δούμε αν ισχύουν οι ισχυρισμοί τους. Αφήνω για το τέλος το γεγονός πως είναι άλλο πράγμα το σε προσκαλώ στην παρουσίαση νέου μοντέλου με το τι τελικά γράφεις για το νέο μοντέλο και το αν προσπαθούν να επιβάλλουν ένα βαθμό λογοκρισίας. Το αφήνω γιατί εκτός από πρόσφατο σχετικό editorial δεν γίνεται να είναι κανείς αναγνώστης του εντύπου και να μην βλέπει την διαφορά με το τι υπάρχει εκεί έξω. Ευτυχώς, ανάμεσα σε αυτούς τους νέους χωρίς εμπειρίας, υπάρχουν ορισμένοι που μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο, δυστυχώς δεν είναι όλοι.

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.