Editorial 653 - Αμαρτίαι Εταιριών Παιδεύουσι Συμμετέχοντες

Από το

motomag

1/4/2024

Τρίτη φορά στην Ασία σε σύντομο χρονικό διάστημα και ένα από τα συμπεράσματα εκτός του πώς συμπεριφέρονται οι μοτοσυκλέτες και πώς κατασκευάζονται που αναλύονται στα αντίστοιχα άρθρα, είναι η επιβεβαίωση πως οι Κινέζοι θα μάθουν πολύ πιο γρήγορα να φτιάχνουν μοτοσυκλέτες για το Ευρωπαϊκό κοινό, από ότι θα χρειαστούν για να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να τις πουλήσουν εδώ και να τις προωθήσουν.

Μετά την παρουσίαση του CFMOTO SR450 στην πίστα της Κωνσταντινούπολης πέρσι παρέα με το CL700X, που είχε σοβαρές παραλείψεις και λάθη ως προς την οργάνωσή της, πήραμε την πρωτοβουλία και τους φτιάξαμε μία έκθεση κανονική, ένα manual για το πώς πρέπει να διοργανώνονται οι δημοσιογραφικές αποστολές, ποιες είναι οι απαιτήσεις ενός επαγγελματία που πηγαίνει εκεί και κυρίως πώς και με ποιο τρόπο γίνεται η φωτογράφηση και η βιντεοσκόπηση που έχει τεράστιες απαιτήσεις. Το εκτίμησαν ιδιαίτερα, μάλιστα είπαν πως κάτι τέτοιο θα έπρεπε να χρεώνεται ως συμβουλευτική υπηρεσία. Βελτιωθείτε εσείς να μην κινδυνεύουμε εμείς και είναι κέρδος, ήταν η απάντηση του ΜΟΤΟ και το γεγονός πως συμφωνήσαμε φάνηκε στην παρουσίαση του 800NK μερικούς μήνες αργότερα που ήταν πολλές φορές ανώτερη και σχεδόν στο επίπεδο των Ιαπώνων και των Ευρωπαίων. Δύο παρουσιάσεις σχεδόν ταυτόχρονα, μία της Voge και μία της CFMOTO που υποτίθεται πως πλέον έμαθαν και από τα λάθη τους, αλλά οι ελλείψεις και στις δύο ήταν τεράστιες.

Στην Κίνα δεν γίνεται να οδηγήσεις αν δεν έχεις κινέζικο δίπλωμα, δεν προσγειώνεσαι και νοικιάζεις αυτοκίνητο να φύγεις από το αεροδρόμιο οπότε το καλάθι ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ μικρό όταν μας είπαν πως μετά την επίσκεψη στο εργοστάσιο της Loncin, θα οδηγούσαμε το νέο Adventure της Voge. Θα έπρεπε να είναι σε κάποιο κλειστό χώρο που σίγουρα θα ήταν μικρός και δεν θα εξυπηρετούσε κάτι περισσότερο από σκούτερ. “Prooving Ground” της Goodyear-Dunlop, της Bosch, της Continental δεν υπήρχε περίπτωση να είναι για να ονομάσω δυο-τρεις χώρους που θα μπορούσες να δοκιμάσεις όλες τις μοτοσυκλέτες του κόσμου χωρίς να πατήσεις σε δημόσιο δρόμο και μάλιστα καλύτερα από πλευράς εύρους συνθηκών, τόσο καλά που είναι εξοπλισμένοι σαν χώροι δοκιμών. Ακόμη και στο μικρότερο καλάθι όμως, δεν χωρούσε το γεγονός πως θα βλέπαμε μία μοτοσυκλέτα προ-παραγωγής που θα είχε θέματα συναρμογής. Μία μόνο, είναι κυριολεκτικό αυτό, δημιουργώντας το πρόβλημα να προλάβουν όλοι να την οδηγήσουν ο ένας μετά τον άλλο. Κι όταν τους έθεσα το ζήτημα των περισσότερων μοτοσυκλετών είπαν πως θα μπορούσαν να βγάλουν κι άλλες, αν τις αφαιρούσαν από την παραγγελία της ελληνικής αντιπροσωπείας καθυστερώντας εκείνους που τις είχαν παραγγείλει. Προφανώς αστειευόμενοι ή και όχι, καθώς έχω αντιληφθεί πλέον πως το χιούμορ στην Κίνα είναι πολλές φορές η πραγματικότητα με χαμόγελο. Μόλις τρεις ημέρες αργότερα και στην παρουσίαση της CFMOTO για το 450ΜΤ ψάχναμε τρόπο να εξηγήσουμε σε φωτογράφο γάμων και εκδηλώσεων τι πρέπει να κάνει με εμάς, έχοντας και στην CFMOTO -παρότι πιο έμπειροι- κάνει ένα βήμα πίσω πριν ακόμη περάσει χρόνος.

Κάπως ενθαρρυντικό για τους Κινέζους το γεγονός πως η BMW έκανε αχταρμά την παρουσίαση του R1300GS όπου ζήτησε μάλιστα από τις θυγατρικές της να στείλει παραδοσιακά μέσα που έχουν όμως και παραγωγή video χωρίς να έχει camera-man. «Βάλτε πλάνα δικά μας», μας είπαν, «όπως κάνουν στο αυτοκίνητο» εκεί όπου ελάχιστοι καλεσμένοι στις παρουσιάσεις μοντέλων οδηγούν πραγματικά! Μόνο που αυτό -ευτυχώς και μάλλον για λίγο ακόμη έτσι όπως πάμε- δεν συμβαίνει στη μοτοσυκλέτα. Αν δεν οδηγήσουμε δεν θα μιλήσουμε, χάρισμά σας εκείνοι που κάνουν κάτι τέτοιο, έχουν άλλωστε και το αντίστοιχο κοινό. Κι ενώ οι υποδείξεις ήταν έντονες και στην BMW Motorrad, αναγνωρίζοντας πως έχουμε δίκιο κρατώντας μάλιστα σημειώσεις για το μέλλον, λίγα πράγματα άλλαξαν λίγους μήνες μετά στο F900GS και M1000XR όπου είχαμε τεράστιες ελλείψεις. Ευτυχώς λιγότερες. Ακόμη χειρότερα τα πράγματα στην παρουσίαση της Michelin σε μία πίστα όπως η Jerez. Στο μεταξύ παλαιότερα η BMW και η Michelin έχουν φέρει εις πέρας ορισμένες από τις πιο απαιτητικές διοργανώσεις. Κάποτε η Michelin είχε καταφέρει να διοργανώσει κινητή παρουσίαση με σκυταλοδρομία όπου κάθε τρίτη ημέρα συγκέντρωνε 40 άτομα από διαφορετικές χώρες σε ένα αεροδρόμιο, καβαλούσαμε και συνεχίζαμε την πορεία στις καλύτερες ορεινές διαδρομές των Άλπεων όπου μετά από μέρες στις σέλες παραδίδαμε στους υπόλοιπους, μιλάμε για άθλο αλλά και για μία πλήρη εικόνα για το νέο τότε ελαστικό.

Τι κοινό έχουν λοιπόν εταιρείες που είναι χρόνια στην πιάτσα με εταιρείες που τώρα εισέρχονται σε αυτή; Πώς γίνονται τα ίδια λάθη και από τους δύο; Νέοι άνθρωποι σε θέσεις που απαιτούν μακρόχρονη εμπειρία. Υπό αυτή την συνθήκη οι Κινέζοι είναι περισσότερο δικαιολογημένοι ως προς τις παραλείψεις! Απέχουν πολύ από το να χτίσουν ικανά τμήματα marketing που αφορούν και τον τελικό πελάτη γιατί μέσα από αυτά περνά και η εταιρική επικοινωνία, όχι μόνο η διαφήμιση. Σε ενδιαφέρει δηλαδή η εταιρεία από την οποία αγοράζεις να έχει σωστή οργάνωση και σε αυτό τον τομέα. Μακράν η χειρότερη εταιρεία από την Ιαπωνία -για να μην αφήσω απέξω και αυτούς τους Ασιάτες- είναι η Suzuki, βρίσκεται σχεδόν στο μηδέν σε αυτό τον τομέα, μαζί με την Voge, με την διαφορά πως οι δεύτεροι μόλις πριν από λίγα χρόνια πάτησαν Ευρώπη, περίπου όταν και η Suzuki μας έβαλε σε δεύτερη μοίρα. Διότι στην Κίνα είναι πρώτη δύναμη – κομμάτι αυτό μιας άλλης συζήτησης στο μέλλον για τις προτεραιότητές τους. Η Kove είναι ένα άλλο παράδειγμα όπου σε γενικό επίπεδο έχει καταφέρει να προκαλέσει αρχικά με την δημοσιοποίηση των τεχνικών χαρακτηριστικών και την εμπλοκή της στο Dakar αλλά μέχρι εκεί, αδυνατώντας να δώσει συνέχεια και να κεφαλαιοποίηση τον ντόρο αυτό καθώς ακόμη περιμένουμε να καβαλήσουμε τις μοτοσυκλέτες τους για να δούμε αν ισχύουν οι ισχυρισμοί τους. Αφήνω για το τέλος το γεγονός πως είναι άλλο πράγμα το σε προσκαλώ στην παρουσίαση νέου μοντέλου με το τι τελικά γράφεις για το νέο μοντέλο και το αν προσπαθούν να επιβάλλουν ένα βαθμό λογοκρισίας. Το αφήνω γιατί εκτός από πρόσφατο σχετικό editorial δεν γίνεται να είναι κανείς αναγνώστης του εντύπου και να μην βλέπει την διαφορά με το τι υπάρχει εκεί έξω. Ευτυχώς, ανάμεσα σε αυτούς τους νέους χωρίς εμπειρίας, υπάρχουν ορισμένοι που μπορούν να ξεχωρίσουν το ένα από το άλλο, δυστυχώς δεν είναι όλοι.

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.