Editorial 650 - Αταξικός μοτοσυκλετισμός

Από το

motomag

1/1/2024

Ή αλλιώς ο τρόπος να πάρεις το γκάζι και την ποιότητα στριψίματος χωρίς να δώσεις μία μικρή περιουσία, να μη χρειαστεί να βάλεις τέσσερις τοίχους και τα όνειρα για το δικό σου κεραμίδι πάνω σε μία σέλα, γιατί οι μοτοσυκλέτες που δεν κοστίζουν όσο μία γκαρσονιέρα δεν έχουν να σου προσφέρουν τίποτα. Τον αταξικό μοτοσυκλετισμό τον έκαναν δώρο στην ανθρωπότητα οι Ιάπωνες. Δίχως αυτούς θα είχαμε αγγλικές, ιταλικές, αμερικάνικες και γερμανικές μοτοσυκλέτες που θα ήταν για λίγους και καλούς. Υπέροχες σε κάθε περίπτωση, αλλά για λίγους. Ο Ιάπωνας με τη βιομηχανική του επανάσταση στον κόσμο της μοτοσυκλέτας έφερε την αλλαγή στους αριθμούς παραγωγής σε ένα πολύ κρίσιμο στάδιο, αφότου έχτισε πολύ γρήγορα ο ίδιος μοτοσυκλετιστική κουλτούρα. Ήταν βασικό στοιχείο της ιστορίας τους, το γεγονός πως η Ιαπωνία απέχτησε πολύ γρήγορα μοτοσυκλετιστική κουλτούρα και μάλιστα αντίστοιχη με την ευρωπαϊκή. Μπορεί να υπήρχαν διαφορές και πράγματα που βλέπεις μόνο εκεί, όπως οι ομάδες Bōsōzoku, αλλά σε γενικές γραμμές οι ίδιες μοτοσυκλέτες που πωλούνταν στην Ιαπωνία, έκαναν και εδώ καριέρα αυτούσιες. Φθηνές, καλές και γρήγορες, αυτές τις μοτοσυκλέτες μας έμαθαν οι Ιάπωνες και όπου καλές βάλτε δύο πράγματα, την αξιοπιστία και την οδική συμπεριφορά.

Κι αυτό ακριβώς εξακολουθούν να κάνουν και τώρα. Η μεγάλη διαφορά είναι πως οι τιμές υπολογίζονται με τον μέσο όρο της Ευρώπης και η Ελλάδα απέχει από τον μέσο όρο στα ατομικά έσοδα, ώστε να έχει την ίδια βαρύτητα για όλους ένα μεγάλο έξοδο όπως η αγορά μοτοσυκλέτας. Το καλό για εμάς είναι πως αυτή η ανισότητα υπάρχει και εσωτερικά στις υπόλοιπες χώρες. Προφανώς και το γενικό καλό θα ήταν να μην υπάρχουν ανισότητες αλλά για θέματα ουτοπίας θα συζητήσουμε άλλη φορά. Οι Ιάπωνες το διέκριναν αυτό και ετοίμασαν κινήσεις για δημιουργία πιο προσιτών οικονομικά μοντέλων μόνο που δεν κινήθηκαν γρήγορα. Τα 500άρια δικύλινδρα που φέρνει η Kawasaki για τη νέα χρονιά, θα έπρεπε να είναι μαζί μας εδώ και τουλάχιστον μία τριετία - τετραετία, ενώ θα πρέπει να περιμένουμε άλλον ένα χρόνο για να δούμε το KLE να ζωντανεύει. Δεν τους κατηγορώ για ολιγωρία, γιατί αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, θα προσέξουμε πως κινούνται ταχύτητα σε αγορές που σημειώνουν εκατομμύρια πωλήσεις. Αλλάζουν ισορροπίες σε κεντρική Ασία, σε Κίνα και Ινδία, αγορές που κάθε μήνα πουλούν δεκαπλάσια από το σύνολο της Ευρωπαϊκής αγοράς, μιλώντας με μονάδες. Το κενό εδώ το κάλυψαν αμέσως οι Κινέζοι κατασκευαστές.

Συντελείται αυτή την στιγμή η ίδια ζύμωση στην Κίνα, που συνέβη κάποτε στην Ιαπωνία, όταν ο λαός έμαθε τα παπιά και τα μικρά δίκυκλα ως τον τρόπο να μετακινείται, μην μπορώντας να αποκτήσει αυτοκίνητο. Έχουμε γράψει πολύ αναλυτικά την ιστορία του Soichiro που μετά τον πόλεμο έδωσε στον λαό το παπί για να μπορεί να ζήσει. Ένα μοτοσυκλετάκι για να εργάζεσαι, να κουβαλάς, να μεταφέρεις, να μετακινείσαι. Εκατομμύρια μέσα στην Ιαπωνία και αργότερα σε όλο τον κόσμο, το αγάπησαν. Ένα μικρό ποσοστό από αυτούς πήραν το επόμενο μεγαλύτερο με την πρώτη ευκαιρία, και βήμα - βήμα δημιουργήθηκε ένας μοτοσυκλετισμός που με τη σειρά του απαιτούσε νέα μοντέλα και πλέον πίεζε για την εξέλιξη. Πριν από μία δεκαετία η ίδια ακριβώς αλλαγή ξεκίνησε να συμβαίνει στην Κίνα, και πλέον πάτησε στο πρώτο πλατύσκαλο και δεν υπάρχει επιστροφή. Κινέζος ταξιδευτής που αγοράζει μοτοσυκλέτα ντόπια, μόνο για να ταξιδεύει και έχει και σκούτερ για κάθε μέρα, δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν. Είναι κάτι νέο, όπως συζητούσα με κινέζους κατασκευαστές στην πρόσφατη επίσκεψή μου στη χώρα τους. Καλά κάνει μερίδα των Ελλήνων και κοροϊδεύει τις κινέζικες μοτοσυκλέτες, αν όμως διευκρινίσουμε πως αναφέρεται στην εποχή που πανέξυπνοι Έλληνες έμποροι πήγαιναν στην Κίνα και αγόραζαν παπιά των 150 δολαρίων με το κοντέινερ για να τα φέρουν εδώ και να τα πουλούν στα supermarket. Κυριολεκτικά μιλώντας, πήγαινες supermarket με τα πόδια και έφευγες καβάλα με κράνος αντίστοιχο σε δίκυκλο που το είχες πληρώσει 8 φορές πάνω. Ο Κινέζος αναρωτιόταν τι τύποι τα καβαλούν αυτά, γιατί την ίδια στιγμή υπήρχαν στους δρόμους τους πιο ποιοτικές λύσεις. Εμείς ως ράτσα είμαστε πιο κοντά στον Κινέζο παρά στον Ιάπωνα. Λυπάμαι ας σας χαλάω το αφήγημα αλλά οι δικές μου εμπειρίες με βάση αυτά που εγώ έχω δει, μας φέρνουν πιο κοντά στον Κινέζο ως νοοτροπία. Η Ιαπωνία είναι ένα κράτος με αρχές και τακτοποιημένο γιατί οι πολίτες του είναι τέτοιοι. Το αστείο της υπόθεσης είναι πως σε λίγο καιρό και η Κίνα θα είναι το ίδιο. Ήδη μία ολόκληρη Ευρώπη υπάρχει μέσα στην Ιαπωνία από πλευράς βιοτικού επιπέδου και αστικού τρόπου ζωής. Μία ολόκληρη Ευρώπη που αμείβεται σε όλα τα επίπεδά της με αντίστοιχους μισθούς και έχει αντίστοιχες φιλοδοξίες και όνειρα. Ναι, υπάρχουν και άλλες τρεις “Ευρώπες” που είναι πιο κάτω αλλά έτσι όπως πάνε θα είναι σύντομα δύο και μετά μόλις μία. Να το προσέξουμε γιατί το επόμενο στάδιο είναι να ψάχνουμε φθηνά δίκυκλα από Λ. Αμερική ή να παρακαλάμε τους Αφρικανούς να φτιάξουν τις δικές τους μοτοσυκλέτες, καθώς αν συνεχίσει να ανοίγει η ψαλίδα, στο τέλος ούτε τις κινέζικες δεν θα μπορούμε να αποκτήσουμε από τη στιγμή που κάνουμε βήματα προς τα πίσω αντί για εμπρός. Θα είμαστε βέβαια πολύ καλοί στο να τους σχολιάζουμε. Εμείς εδώ -και εγώ προσωπικά- έχουμε πει τα χειρότερα για τις κινέζικες μοτοσυκλέτες. Από άρνηση για δοκιμή σε ένα Zongshen με 15άρη πίσω τροχό που είπαμε πως δεν πρέπει να του δώσουμε καμία απολύτως σημασία, μέχρι όλα όσα έχουμε γράψει για την απόκριση των CFMOTO, εξετάζουμε τα πάντα και ακριβώς για αυτό βλέπουμε την τεράστια αλλαγή που συντελείται με γεωμετρική πρόοδο. Κι ακριβώς επειδή είναι πολύ κοντά οι Κινέζοι στη δική μας νοοτροπία, το τελευταίο που μπορείς να πεις για εκείνους είναι πως διακατέχονται από αφέλεια και θα δώσουν τα χρήματά τους να αποκτήσουν κάτι που σπάει. Τώρα που έρχονται απευθείας εδώ οι Κινέζοι, με σοβαρές ελληνικές αντιπροσωπείες, και δεν μεσολαβεί ένας τυχοδιώκτης έμπορος supermarket, ας περιμένουμε κάτι διαφορετικό. Ο στόχος είναι ένας: Να έχουμε την καλύτερη μοτοσυκλέτα, στην χαμηλότερη τιμή. Από ανάγκη και όχι από πονηριά καθώς δεν περισσεύουν πολλά. Και στον χαρακτηρισμό καλύτερη περιλαμβάνουμε όπως είπαμε δύο, αξιοπιστία και οδική συμπεριφορά…

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.