Editorial 599 - Ζήτημα παιδείας

Από το

motomag

1/10/2019

Κατηφόρα μίας ήσυχης γειτονιάς χωρίς ιδιαίτερη κίνηση που καταλήγει σε κάθετο δρόμο δίχως να συνεχίζει απέναντι, ένα απλό "ταυ" μέσα στην Αθήνα, μία συνηθισμένη ημέρα. Μια ημέρα που θα μπορούσε να σταματήσει η ζωή για τρεις οικογένειες. Διότι όταν χάνεις παιδί η ζωή σου σταματά σε εκείνο το σημείο. Όπως κι αν χάσεις χέρι ή πόδι, που είναι αυτό που θα επέλεγες, αν μία ανώτατη δύναμη σου χάριζε την ευκαιρία της επιλογής πριν τον αμετάκλητο θάνατο του δικού σου ανθρώπου. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν υπάρχει γιατρειά από τέτοια απώλεια, είναι πάντα το πριν και το μετά. Όσο "ΟΚ" κι αν καταφέρεις να κάνεις το μετά, θα υπάρχει πάντα η διαχωριστική γραμμή και για τους περισσότερους μία τάφρος κανονική που υψώνεται ολόγυρά τους, δεν έχει ούτε μετά, ούτε κάτι άλλο.

Στο "ταυ" αυτό δεν έχει ποτέ ιδιαίτερη κίνηση, περνά απλώς κάποιο αυτοκίνητο αραιά και που, πράγμα που ανοίγει την όρεξη στα πιτσιρίκια της περιοχής να χρησιμοποιούν τον δρόμο για να παίξουν, το μοναδικό ελεύθερο σημείο της τσιμεντένιας κυψέλης που πήγαμε και φτιάξαμε εμείς για πόλη, όλοι εμείς, συνυπεύθυνα. Τα παιδιά της γειτονιάς είναι πάντοτε προσεκτικά, ξέρουν τα όρια του δρόμου, ξέρουν πως δεν θα πεταχτούν ανάμεσα από τα αυτοκίνητα να αρπάξουν την μπάλα, είναι πιο έξυπνα από το παράδειγμα που δείχνουν τα φθηνά βιντεάκια της ελληνικής αστυνομίας, που εξαντλεί με τέτοιους τρόπους την επικοινωνία της κοινωνικής της ευθύνης. Τα έχω δει κι άλλες φορές να παίζουν σε αυτό το σημείο, κάτω από το μπαλκόνι του σπιτιού τους. Είναι και σε μία ηλικία που ξέρουν καλά τί σημαίνει δρόμος, αυτοκίνητα, και πόσο ακαριαίο μπορεί να είναι ένα φρενάρισμα.

Όμως εκείνη την ημέρα μάλλον ξεκίνησαν πιο ευδιάθετα, με περισσότερη όρεξη το παιχνίδι τους, με ανεβασμένη ενέργεια. Στο αποκορύφωμα, το αγοράκι θα ξεκινούσε να κυνηγά τα κοριτσάκια που με μάγουλα κόκκινα από την ένταση είχαν πάρει φόρα με το ποδήλατο κι με την αδρεναλίνη της στιγμής το κυρίαρχο μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να μην χάσουν στο κυνηγητό. Πάνω στην ένταση της στιγμής το παιχνίδι θα υπερτερούσε σε σημασία απέναντι σε κάθε κανόνα από τους γονείς, το σχολείο, τον οποιοδήποτε. Εκείνη την στιγμή το μέλημα ήταν ένα, να κερδίσουν στο κυνηγητό.

Κι έτσι τα πέτυχα, να κατεβαίνουν βολίδα την κατηφόρα κοιτώντας πίσω και αφήνοντας μία μίξη ουρλιαχτού και γέλιου. Ως περαστικός μπορεί να μην δώσεις σημασία, αλλά ενστικτωδώς βλέποντας ένα ποδήλατο να τρέχει στην μέση του δρόμου προς μία διασταύρωση κοντοστάθηκα, κι αντί να ανέβω στην μηχανή γύρισα να δω τον δρόμο. Και είδα το χειρότερο, ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει. Ακόμη και τότε σκέφτεσαι να μην είσαι υπερβολικός, να συνεχίσεις την δουλειά σου, όμως την διασταύρωση την ξέρω, παρόλο που δεν έχεις STOP δεν έχεις και ορατότητα εξαιτίας ενός κακοκουρεμένου δέντρου. Από απέναντι έχω πλήρη εικόνα ως θεατής, ο οδηγός όχι. Σηκώνω τα χέρια ουρλιάζοντας και πετάγομαι στο δρόμο, το ένα από τα κοριτσάκια βάζει τα πόδια κάτω και προσπαθώντας να φρενάρει φτάνει μέχρι την μέση της διασταύρωσης, ενώ το αυτοκίνητο έχει φρενάρει και έχει κόψει το τιμόνι αριστερά, πίσω από έναν κάδο. Έχει παιδική χαρά απέναντι και δεν παρκάρει κανείς πίσω από τον κάδο. Να το πρώτο ευτύχημα. Παγωμένοι όλοι, κρατάμε τις θέσεις μας για λίγο πριν χωρίσουμε ανακουφισμένοι τους δρόμους μας, μιας και τίποτα δεν έγινε. Εντάξει κιόλας υπερβολές, "τα είχα δει τα παιδιά θα σταματούσα" η εύκολη απάντηση για να νιώσουμε ανακούφιση, την στιγμή που το αυτοκίνητο είναι πλάγια σταματημένο στον δρόμο, μία σπιθαμή και από τον κάδο και, δυστυχώς, από το ποδήλατο. Είναι τόσα πολλά λάθος στην εικόνα που δεν ξέρει κανείς που να αρχίσει να απαριθμεί. Ξεκινώντας από τα εύκολα, ποιος δήμος αφήνει τα δέντρα στα πεζοδρόμια να ενοχλούν τους πεζούς στο περπάτημα; Να αναγκάζεσαι να περπατάς σκυφτός; Ο δήμος που λέει "πάλι καλά που έχουμε δέντρα, άλλοι δεν έχουν τίποτα", η δικαιολογία μας ως λαός είναι πάντα αυτή, να κοιτάμε το χειρότερο.

Το σημαντικό φυσικά είναι αλλού. Δεν αρκεί ως γονιός να μεταφέρεις τον κανόνα, δεν φτάνει από μόνο του αυτό. Θέλουμε, εμείς ως μοτοσυκλετιστές, να βλέπουμε άλλους γονείς να μην αποθαρρύνουν να παιδιά τους να καβαλήσουν, θέλουμε νέο αίμα στην μοτοσυκλέτα, όχι όμως αυτό το αίμα να κυλίσει στην άσφαλτο. Και για να γίνει αυτό, δεν φτάνει να πούμε το "μην τρέχεις", "πρόσεχε κτλ", αυτό είναι για να νιώσουμε καλά εμείς οι ίδιοι εκείνη την στιγμή. Δεν είναι ικανό το "πρόσεχε", σε όσες παραλλαγές κι επαναλήψεις αν το φανταστείς, να αποτρέψει την απερισκεψία. Αν ρωτήσεις τα παιδιά τί έφταιξε και πήραν τρέχοντας τον κατήφορο χωρίς να κοιτάξουν δεν θα σου εξηγήσουν γιατί δεν έχουν καταλάβει. Θα έφταναν στο απέναντι πεζοδρόμιο και θα γκρεμοτσακίζονταν πάνω στον κάδο αν δεν πεταγόταν ένας περαστικός με το κράνος στο χέρι στην μέση του δρόμου… αν δεν ερχόταν το αυτοκίνητο. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης μιλάει πιο σιγά σε αυτές τις ηλικίες και υπερτερούν τα αντανακλαστικά. Με την πάροδο του χρόνου θα αλλάξουν θέση, όμως στην αρχή η αυτοσυντήρηση μπορεί να είναι και με κουκούλα στα μάτια, δεμένη δίπλα στο υποσυνείδητο. Και πάνω στην έξαψη τα αντανακλαστικά να κοιτούν αλλού αντί για εκεί που πρέπει! Η παιδεία που λείπει, δεν έχει να κάνει με την απαρίθμηση των κανόνων. Ο νέος που θα ανέβει στην μοτοσυκλέτα πρέπει να ξέρει πως δεν θα την πατήσει όσο έχει τα μάτια του δεκατέσσερα, αλλά το πιθανότερο την στιγμή που πιστεύει πως η ζωή είναι υπέροχη, πως ο ίδιος ξέρει να οδηγεί, όταν τον κοιτούν οι φίλοι ή η γκόμενα και αισθάνεται πως το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι να εντυπωσιάσει. Όταν με λίγα λόγια επικρατεί η ευθυμία. Τότε την έχει πατήσει η συντριπτική πλειοψηφία. Κι αυτό διδάσκεται από το ποδήλατο, από όταν είσαι πεζός ακόμη, πριν οδηγήσεις…

 

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.