Editorial 589 - Αυτά δεν γίνονται!

x
Από το

motomag

1/12/2018

Κάθε τόσο, σκαλίζοντας σε βιβλιοθήκες, πέφτω πάνω σε ιστορίες απίθανων ανθρώπων που με τις μοτοσυκλέτες τους έκαναν εξίσου απίθανα πράγματα, κυρίως για έναν λόγο: Δεν ήξεραν ότι “αυτά δεν γίνονται”. Ακόμα κι αν τους το είχε πει κάποιος, δεν τον άκουσαν, και καλά έκαναν.

Δύο Ούγγροι, ο Zoltan Sulkowsky και ο Gyula Bartha, γεννημένοι στις αρχές του εικοστού αιώνα, αντιμετώπιζαν ένα αβέβαιο μέλλον στην Ουγγαρία του 1927. Με τις συνθήκες των Βερσαλλιών και του Τριανόν η Αυστροουγγρική αυτοκρατορία είχε διαλυθεί, και οι δύο νέοι σκέφτηκαν πως το να ταξιδέψουν ήταν η καλύτερη λύση απέναντι στην επαγγελματική αβεβαιότητα. Μαζεύουν όλες τους τις οικονομίες, μορφωμένα παιδιά ήταν του Πανεπιστημίου αλλά και με στρατιωτική εκπαίδευση, και πάνε στο Παρίσι το 1928, όπου αποφασίζουν να αγοράσουν μια Harley Davidson J του 1922 με καλάθι. Κανείς τους δεν ήξερε να οδηγεί, αλλά έμαθαν γρήγορα, και ξεκίνησαν το ταξίδι τους με την φίλη τους Tila Boriska στο καλάθι. Η Tila, που την φώναζαν Mimmy, ήταν μια αθλητική νεαρή ζωγράφος, κάπως αγοροκόριτσο. Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η σχέση ανάμεσα στους τρεις τους, αλλά η κοινή τους πορεία κράτησε μόνο έξι μήνες, καθώς η Tila αρρώστησε και επέστρεψε στην Ευρώπη. Οι άλλοι δύο θα συνέχιζαν για οκτώ χρόνια, διανύοντας 175.000 χιλιόμετρα σε 68 χώρες, από το 1928 ως το 1936. Οι οικονομίες τους δεν έφταναν για να πληρώσουν το Harley, κατάφεραν όμως να κάνουν μια συμφωνία να το πληρώσουν… όταν γυρίσουν! Σίγουρα ο πωλητής δεν θα περίμενε πως θα έπαιρνε τα χρήματά του μετά από… οχτώ χρόνια. Κι όμως, οι δύο Ούγγροι έβγαζαν χρήματα κατά την διάρκεια του ταξιδιού, αρχικά τραβώντας φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, κατόπιν με ομιλίες και άρθρα για τον τύπο. Σιγά σιγά η φήμη τους άρχισε να προηγείται της εμφάνισής τους, και σε κάθε χώρα κατάφερναν να γνωρίζουν όχι μόνο τους Ούγγρους εμιγκρέδες, αλλά και πολιτικούς, επιχειρηματίες και προέδρους. Συνάντησαν τον πρόεδρο Hoover στις ΗΠΑ, τον πρωθυπουργό Hamaguchi στην Ιαπωνία, τον στρατηγό Chiang Kai-Shek στην Ινδοκίνα, τον Benito Mussolini στην Ιταλία, τον Charlie Chaplin, τον Bela Lugosi και την  Greta Garbo στο Hollywood και πολλούς ακόμα. Δέχτηκαν πολλές δωρεές μέσα σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια, και μάλιστα τα οικονομικά τους πήγαιναν τόσο καλά που έστελναν χρήματα στις οικογένειές τους και μετά την επιστροφή τους, ο Sulkowsky προφανώς επηρρεασμένος από το Hollywood άνοιξε δύο κινηματογραφικά studio (πτώχευσαν και τα δύο), ενώ ο Bartha έγινε αγρότης και τα πήγε πολύ καλύτερα.

Το να βρίσκουν βενζίνη ήταν ένα θέμα σοβαρό, αφού σε πολλές από τις χώρες και τις περιοχές που κινήθηκαν δεν υπήρχαν ούτε δρόμοι. Αναφέρουν πως το Harley έκαιγε κάπου 8 λίτρα στα εκατό, όχι κι άσχημα για το φορτίο που κουβαλούσε. Ενώ η μοτοσυκλέτα είχε ξεκινήσει γυμνή, στην πορεία απέκτησε φαίρινγκ και κουβάλαγε τα πάντα, από εργαλεία και λάστιχα ως φωτογραφικές μηχανές και τα παρελκόμενά τους. Αναγκάστηκαν πολλές φορές να λύσουν το sidecar για να περάσουν από στενά περάσματα, και μετά να το ξαναδένουν. Ο Bartha ήταν ο μηχανικός, κι αυτός φρόντιζε για την υγεία του Harley. Στην Αυστραλία, ένα γρανάζι στο μανιατό έσπασε, κι έμειναν τρεις μέρες στην έρημο. Λίγο πριν πεθάνουν από την δίψα, τους βρήκαν και τους μετέφεραν στην κοντινότερη πόλη, 200 χιλιόμετρα μακριά. Μέσα σε έξι μέρες, είχαν καταφέρει να βρουν το ανταλλακτικό. Σε άλλη έρημο, τους επιτέθηκαν Βεδουίνοι πυροβολώντας τους, αλλά το Harley ήταν αρκετά γρήγορο ώστε να καταφέρουν να ξεφύγουν. Όχι πως οι ίδιοι δεν είχαν όπλα μαζί, απλά δεν πρόλαβαν να τα χρησιμοποιήσουν. Και η νοοτροπία του τότε, απείχε πολύ από την δική μας. Οι δύο φίλοι ήταν αυτό που οι Εγγλέζοι ονόμαζαν sportsmen, πυροβολούσαν δηλαδή ό,τι κινείται. Στην νοτιοανατολική Ασία σκότωσαν πάνθηρες και μια τίγρη της Σουμάτρας, στην Νότια Αμερική, έλεγαν πως είχε πλάκα να πυροβολούν τους κόνδορες, ευτυχώς χωρίς επιτυχία. Οι περιπέτειές τους δεν είχαν τελειωμό. Στην Αλγερία συνάντησαν την Λεγεώνα των Ξένων, κι ανάμεσα στους στρατιώτες της που τους σταμάτησαν ήταν κι ο Bela Kiss, πατριώτης τους, ο πρώτος κατά συρροή δολοφόνος της Ουγγαρίας, που προτίμησε τις “διακοπές” στην έρημο από την εκτέλεση.

Στην Ινδία, μεγάλες οι αντιθέσεις, από την φιλοξενία μαχαραγιάδων μέχρι τις επιδημίες χολέρας και την έλλειψη πόσιμου νερού. Στην Κίνα πέρασαν τέσσερις μήνες, στην Ιαπωνία τρεις, με μυστικούς αστυνομικούς να τους ακολουθούν σε κάθε τους βήμα. Στην Νότια Αμερική πέρασαν δύο χρόνια, με το Harley να μην μπορεί να βγάλει τις απότομες ανηφόρες στα μεγάλα υψόμετρα, οπότε χρειαζόταν να το τραβάνε με άλογα.  Στην Βόρεια Αμερική ταξίδεψαν άλλα δύο – μέχρι και στον υπόκοσμο του Σικάγου ανακατεύτηκαν. Οι περιγραφές τους όμως από χώρες που σήμερα δεν υπάρχουν, ή που άλλαξαν για πάντα μετά τους τόσους πολέμους, δείχνουν πως η επιρροή του δυτικού κόσμου ελάχιστο καλό έκανε στην Ανατολή, ή και στην ίδια τη Δύση. Τα έθνη που δεν τα είχε αγγίξει ο δυτικός πολιτισμός είχαν τον δικό τους, και μια χαρά τα κατάφερναν. Διαβάζοντας τις περιγραφές τους, μπορεί να σκεφτεί κανείς πως δεν είμαστε τόσο πολιτισμένοι τελικά όσο θέλουμε να νομίζουμε.

 Κάθε σύγκριση με ένα αντίστοιχο σημερινό ταξίδι είναι μάταιη. Στην εποχή της πληροφορίας, των GPS και του internet, όποιος σκέφτεται ένα μεγάλο ταξίδι θέλει συνήθως να έχει από πριν μια πλήρη εικόνα του τι θα συναντήσει, θέλει να έχει ένα καθορισμένο δρομολόγιο. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να θέλουν να ξέρουν που θα κοιμηθούν κάθε βράδυ. Οι δύο Ούγγροι ξεκίνησαν χωρίς εξοπλισμό, χωρίς γνώσεις για την μοτοσυκλέτα, χωρίς σαφές πρόγραμμα. Κατάφεραν να κάνουν ένα επικό ταξίδι, χωρίς κανείς να μπορεί να τους συμβουλεύσει, αφού κανείς δεν είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο. Μόνο το ταξίδι του Robert Fulton Jr. μπορεί να συγκριθεί με το δικό τους, που ήταν και πολύ μεγαλύτερο σε διάρκεια. Όπως και ο Fulton, επέλεξαν την μοτοσυκλέτα όχι γιατί ήταν μοτοσυκλετιστές, αλλά γιατί θεώρησαν πως ήταν ο πιο απλός, άμεσος και οικονομικός τρόπος για να ταξιδέψει κανείς. Με τα πόδια είναι πολύ αργό το ταξίδι, με άλογο δεν συμφέρει γιατί και ευαίσθητα είναι και καθημερινή συντήρηση θέλουν, με αυτοκίνητο είναι πιο ακριβό και δεν έχει την αμεσότητα της μοτοσυκλέτας. Πώς να περάσεις τον Κίτρινο Ποταμό στην Κίνα με βάρκα; Το αυτοκίνητο δεν χωράει, όπως δεν χώραγε και σε πολλούς από τους δρόμους της εποχής, που ήταν φτιαγμένοι για πεζούς και ζώα. Έχει μια ιδιαίτερη αξία αν το σκεφτεί κανείς, και οι Ούγγροι και ο Fulton επέλεξαν την μοτοσυκλέτα για να γυρίσουν τον κόσμο, αντί για οποιοδήποτε άλλο μέσο. Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει ακόμα και σήμερα: Αν θέλεις να ζήσεις το ταξίδι, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος: Η μοτοσυκλέτα σε ενώνει με το περιβάλλον, δεν σε διαχωρίζει. Ακόμα κι εμείς που κάνουμε κάτι μικρο-ταξιδάκια σε σχέση με τα δικά τους, έχουμε τν τύχη να γινόμαστε ένα με τον κόσμο γύρω μας, έστω και για λίγες ώρες.   

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.