Editorial 582 - H απίστευτη Bessie

Από το

motomag

1/5/2018

Όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό όταν την έβλεπαν να περνάει. Μια γυναίκα, μόνη, με μοτοσυκλέτα. Κι όχι στην Αθήνα του 2018, αλλά στις ΗΠΑ του 1928, τότε που οι γυναίκες μόλις είχαν πάρει δικαίωμα ψήφου. Το να δεις γυναίκα με μοτοσυκλέτα ήταν απίστευτα σπάνιο, κι η Bessie Stringfield είχε έναν ακόμα λόγο να ξαφνιάζει όποιον την έβλεπε: Το χρώμα του δέρματός της.

Σκεφτείτε πως ήταν οι ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν όλοι χωματόδρομοι, και οι λευκοί κάτοικοί της περίμεναν από τους έγχρωμους “να ξέρουν την θέση τους” και να μην κάνουν τίποτα που θα τους προκαλούσε… Κι όμως, μια νέα γυναίκα αψήφησε όλα τα στερεότυπα σχετικά με το τι έπρεπε και τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα, κι έκανε αυτό που καμία άλλη δεν είχε τολμήσει. Όχι μόνο οδηγούσε μοτοσυκλέτα, από το 1927 ως τον θάνατό της το 1993, αλλά είχε γυρίσει 8 φορές τις ΗΠΑ, επισκεπτόμενη κάθε πολιτεία από τις “lower 48”.  Έλεγε πως είχε γυρίσει και την Ευρώπη, κι είχε ταξιδέψει και στην Αϊτή και την Βραζιλία. Μια εύλογη υπόθεση θα ήταν πως προερχόταν από πλούσια οικογένεια – κάθε άλλο. Κόρη υπηρέτριας, έλεγε πως είχε γεννηθεί στην Jamaica και πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν πέντε ετών, ή πως πέθανε στην γέννα. Το σίγουρο είναι πως την είχε υιοθετήσει μια Ιρλανδικής καταγωγής χήρα, που είχε κι άλλα παιδιά, και πως στην εφηβεία, μόνη της έμαθε να οδηγεί, με την μοτοσυκλέτα ενός γείτονα. Στα 16 της, η θετή της μητέρα είπε το ναι, και η Bessie πήρε την πρώτη της μοτοσυκλέτα, μια Indian Scout. Όλες όμως οι επόμενές της μοτοσυκλέτες, και οι 27, ήταν Harley. Και η Bessie είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπλάνηση, αυτό που αποκαλούσε “gypsy touring”. Άνοιγε το χάρτη, έριχνε ένα νόμισμα πάνω του, κι όπου έπεφτε, για κει ξεκινούσε. Ως το 1929 έκανε ταξιδάκια γύρω από την Βοστώνη, την πόλη που ζούσε, αλλά αμέσως μετά, άρχισε να γυρίζει όλες τις ΗΠΑ.  Ως το 1940, είχε κάνει οκτώ μεγάλα ταξίδια στις ΗΠΑ. Κινδύνευε; Φοβόταν; “Κανείς δεν με σκότωσε…”, είχε απαντήσει όταν την ρώτησαν. Όχι όμως πως κανείς δεν είχε προσπαθήσει κιόλας. Την είχαν πετάξει έξω από τον δρόμο, την είχαν κυνηγήσει για να την λιντσάρουν (κι ήταν νόμιμο το λιντσάρισμα τότε στις ΗΠΑ, ο όχλος μπορούσε να αυτοδικήσει και να σκοτώσει όποιον δεν του άρεσε, με τις ευλογίες των αρχών…), της πετούσαν διάφορα αντικείμενα καθώς περνούσε, αλλά πάντα, “χάρη στον Ιησού”, όπως έλεγε, κατάφερνε να γλιτώνει. Ίσως ήταν κι αυτή η πίστη της, πως τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, που της έδινε δύναμη να κάνει τα ταξίδια της. Κι απ’ την άλλη, ίσως ο κύριος λόγος που την γλίτωνε να ήταν πως “ήμουν πιο γρήγορη και ξέφευγα…”.

 

Και πως τα κατάφερνε και να ταξιδεύει και να βγάζει τα προς το ζειν;  Ήταν τόσο καλή στην οδήγηση, τόσο άνετη στον χειρισμό των μοτοσυκλετών του τότε, που ήδη από την γειτονιά της όταν ήταν έφηβη, την έβλεπαν να περνάει όρθια πάνω στην μοτοσυκλέτα, με το ένα πόδι στην σέλα και το άλλο στο τιμόνι. Έτσι, πήγαινε σε πανηγύρια, όπου έκανε “επιδείξεις ικανοτήτων”, ακόμα και στον Γύρο του Θανάτου, το γνωστό μας Βαρέλι. Συμμετείχε και σε αγώνες flat track, κρύβοντας τα μαλλιά της μέσα στο κράνος για να μην καταλάβει κανείς πως είναι γυναίκα, αν και όταν νικούσε – γιατί συνέβαινε κι αυτό! – τις περισσότερες φορές της αρνούνταν τα χρήματα του βραβείου, μόλις την έβλεπαν χωρίς κράνος.

 

Η ζωή της στο δρόμο δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τότε, κανείς μαύρος δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε ξενοδοχεία ή μοτέλ, και μάλιστα κινδύνευε αν προσπαθούσε να πιάσει δωμάτιο. Το ίδιο κινδύνευε και από τους ανθρώπους του νόμου, αν και όπως έλεγε συνάντησε και καλούς ανθρώπους, που δεν την άφηναν να πληρώσει στα βενζινάδικα, και που της επέτρεπαν να κοιμηθεί εκεί, πάνω στην μοτοσυκλέτα της. “Έβαζα το μπουφάν μου για μαξιλάρι στο τιμόνι, άπλωνα τα πόδια μου στην σέλα και το πίσω φτερό, και κοιμόμουν”, έλεγε η Bessie, βοηθούμενη και από το ύψος της, που δεν ξεπερνούσε το 1,65. Σε πολλές περιπτώσεις, την φιλοξενούσαν οικογένειες μαύρων, ή κρυβόταν σε κάποιο απόμερο δασάκι για να περάσει την νύχτα, προσέχοντας πολύ να μην την δει κανείς…

 

Κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π., ο στρατός την κάλεσε να υπηρετήσει (!) σε ένα σώμα μαύρων αγγελιοφόρων, όπου φυσικά ήταν η μοναδική γυναίκα. Ανάμεσα στα ταξίδια της, παντρεύτηκε συνολικά έξι φορές κι έχασε τρία παιδιά, που πέθαναν βρέφη, ή πολύ μικρά. Το Stringfield είναι το επώνυμο του τρίτου άντρα της, που την παρακάλεσε να το κρατήσει γιατί “θα το έκανε διάσημο”. Φαίνεται πως είχε πολλές επιτυχίες στους άντρες όταν ταξίδευε, κι επιμελώς έφτιαχνε τα μαλλιά της και το make up κάθε μέρα. Όπως είπε σε μια συνέντευξη όταν ήταν 70 ετών, “όλοι μου οι άντρες, εκτός από έναν, ήταν από 22 ως 24 χρόνια μικρότεροί μου. Ούτε και τώρα θα ήθελα άντρα πάνω από 35!”.     

 

Από το 1939 που πέθανε η θετή της μητέρα, η Stringfield μετακόμισε στο Miami, όπου στην αρχή δούλευε ως υπηρέτρια, κι αργότερα έγινε νοσοκόμα. Εκεί, οι τοπικοί σερίφηδες της είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη, μόνο και μόνο γιατί οδηγούσε μοτοσυκλέτα ενώ ήταν μαύρη. Πήγε όμως να παραπονεθεί στον αρχηγό τους, που πείστηκε πως πρέπει να την αφήσουν ήσυχη όταν την είδε να οδηγεί κι εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές της. Είχε ιδρύσει και το Iron Horse Motorcycle Club, με την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του να είναι άνδρες, τους οποίους και οδηγούσε σε διάφορες βόλτες κι εκδηλώσεις. Κάπως έτσι κέρδισε και τον τίτλο της “Motorcycle Queen of Miami”. Το club αυτό δεν υπάρχει πια.

 

Στα 70 της δούλευε ακόμα ως νοσοκόμα, κι οδηγούσε το Harley για αρκετά χρόνια μετά, πηγαίνοντας καβάλα και στην εκκλησία, εντυπωσιάζοντας και την δεκαετία του ’80 όπως είχε κάνει και την δεκαετία του ’20. Πέθανε το 1993, από καρδιά, κι αρκετά χρόνια αργότερα, το 2000, η American Motorcycle Association δημιούργησε το Βραβείο Bessie Stringfield, και το 2002 μπήκε στο Motorcycle Hall of Fame. Με έμπνευση από την ιστορία της, το 2016 μια σειρά κόμικς που απευθύνεται σε παιδιά, την έκανε γνωστή και στις νεότερες γενιές, ως παράδειγμα ανθρώπου που έζησε την ζωή του όπως την ήθελε, κι όχι όπως όριζαν οι κοινωνικές συμβάσεις.

“Nαι,” είχε πει σε συνέντευξη λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, “μάλλον ποτέ δεν έκανα ότι κάνουν όλοι…”.

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.