Editorial 579 - Η περιπέτεια είναι παπί

Από το

motomag

1/2/2018

Ίσως να φαίνεται βαρύς ο προσδιορισμός “H πιο σημαντική μοτοσυκλέτα του κόσμου”. Δεν υπάρχει όμως κάποια άλλη πιο επιτυχημένη, ή με μεγαλύτερη επιρροή σε όλο τον πλανήτη. Και ναι, μιλάμε για το ταπεινό παπί, που διεκδικεί ακόμα και τον τίτλο της πιο βολικής και ρεαλιστικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας. Αν πιστέψει κανείς πως για να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, στα πιο απομακρυσμένα σημεία του και στα πιο απίθανα μέρη, ο μόνος και καλύτερος τρόπος είναι να ξεκινήσει αγοράζοντας μια μοτοσυκλέτα δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ας το ξανασκεφτεί. Κάποιοι προτιμούν με ένα τέτοιο ποσό να ταξιδέψουν για χρόνια, αντί να το ξοδέψουν πριν καν ξεκινήσουν. Κι είναι άδικο να πεθαίνουν όνειρα εξ αιτίας προκαταλήψεων.

Μια τέτοια εξαιρετικά διδακτική περίπτωση είναι αυτή του Άγγλου Ed March. Είχε ένα παπί, ένα C90 που το είχε αγοράσει πολύ μεταχειρισμένο για κάτι λιγότερο από 200 ευρώ. Όταν είδε εκείνο το επεισόδιο του Top Gear που διασχίζουν το Vietnam με μηχανάκια, του ήρθε η ιδέα να στείλει το παπί του εκεί, και να γυρίσει οδικώς πίσω στην Αγγλία. Οι φίλοι του του είπαν πως πρόκειται για μια χαζή ιδέα, καθώς “δεν γίνεται να κάνεις τον γύρο του κόσμου με ένα C90”. Οι φίλοι προφανώς δεν ήξεραν πως αυτό ήταν κάτι που είχε ήδη γίνει πριν πολλά χρόνια (το συγκεκριμένο παπί που είχε κάνει τον γύρο του κόσμου το είχα δει στο Isle of Man, κι είχε επιστρέψει χωρίς ούτε ένα σκασμένο λάστιχο στην διαδρομή, κι ήταν σε άριστη κατάσταση), αλλά ευτυχώς ο Ed δεν πτοήθηκε, κι έστειλε το παπί του στην Μαλαισία. Όταν πήγε να το βγάλει από το τελωνείο, διαπίστωσε πως είχε ξεχάσει τα κλειδιά στο σπίτι… Mπροστά όμως στους τελωνειακούς, “έσπασα την κλειδαριά του τιμονιού με ένα κατσαβίδι και μια πέτρα, βραχυκύκλωσα τα καλώδια και πήγα μέχρι το πρώτο συνεργείο, όπου με περίπου 7 ευρώ άλλαξα κλειδαριά και διακόπτη”. Αυτή ήταν η αρχή ενός ταξιδιού 8 μηνών και πάνω από 23.000 χιλιομέτρων. Το έκανε. Και του άρεσε. Το επόμενό του ταξίδι ήταν να πάει ως το Nordkapp μέσω Πολωνίας και Φινλανδίας, επιστρέφοντας από Νορβηγία και Σουηδία, πάνω από 6.400 χιλιόμετρα. Φεβρουάριο, και κατασκηνώνοντας όπου νυχτωνόταν. Μετά σκέφτηκε να οργανώσει ένα ταξίδι και για άλλους, και βρήκε επτά άτομα με παπιά, τα έστειλαν στην Μογγολία και από κει επέστρεψαν στην Αγγλία. Σύνολο 11.200 χιλιόμετρα. Την επόμενη χρονιά, μαζί με την φίλη του, έκαναν 40.000 χιλιόμετρα από την Αλάσκα ως την Αργεντινή, αλλά δεν τους έφτασαν, κι έκαναν άλλα 28.800 διασχίζοντας τον Καναδά – χειμώνα. Κάποια βράδια, η θερμοκρασία μέσα στην σκηνή τους έπεφτε στους μείον 32, και το πρωί έπρεπε να βάλουν φωτιά κάτω από τους κινητήρες για να ζεσταθούν τα λάδια. Καλά θα πέρασαν, γιατί στην συνέχεια κατηφόρισαν ως το Tennessee, όπου ακολούθησαν το TransAmerica Trail ως το Oregon – μια εκτός δρόμου διαδρομή, άλλα 6.400 χιλιόμετρα.  Συνολικά έχει κάνει πάνω από 180.000 χιλιόμετρα σε 36 χώρες με ένα μηχανάκι ηλικίας 30 ετών και 200 ευρώ. “Ναι, μπορεί κάτι να χαλάσει, αλλά μπορεί να φτιαχτεί οπουδήποτε με ο,τιδήποτε. Οι άνθρωποι γελάνε όταν τους λέω πως η μόνη συντήρηση που κάνω είναι να βάζω βενζίνη, αλλά εκτός από αλλαγές λαδιών κάθε 1.500 χιλιόμετρα, δεν έχω λαδώσει ποτέ καμία ντίζα, δεν έχω γρασάρει τίποτα, δεν το έχω πλύνει ποτέ. Μερικές φορές βάζω λίγο λάδι στην αλυσίδα, αλλά όταν με 15 ευρώ παίρνεις και αλυσίδα και γρανάζια, δεν έχει και πολλή σημασία αν δεν την λαδώσω…”

H ιδέα των ταξιδιών με παπί δεν είναι νέα, αλλά στην εποχή μας το να ταξιδεύεις με μια απλή, φτηνή μοτοσυκλέτα που δεν σε νοιάζει ακόμα κι αν καταστραφεί, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος. Καταστάσεις που με μια μεγάλη, βαριά και βαρυφορτωμένη μοτοσυκλέτα μπορούν να οδηγήσουν εύκολο σε ακινητοποίηση ή τραυματισμό, με κάτι μικρό περνούν με γέλιο. Ο Ed March θεωρεί μειονέκτημα την μικρή τελική, αλλά ως εκεί. Κι είναι κυρίως θέμα φιλοσοφίας, τι θεωρεί κανείς ταξίδι. Για κάποιους, πιεσμένους από χρόνο, μπορεί να είναι ατέλειωτα χιλιόμετρα κάθε μέρα, για άλλους όμως να μετράει περισσότερο η επαφή με τους τόπους και τους ανθρώπους. Πάνω σε ένα παπί, πας αργά και τα βλέπεις όλα, τα μυρίζεις όλα, τα αισθάνεσαι όλα. Και μόλις ξεφύγει κανείς από τους μεγάλους δρόμους και το άγχος της άφιξης, τα πάντα είναι διαφορετικά και η μικρή τελική γίνεται πλεονέκτημα. Έπεσες; Τι πιο απλό από το να σηκώσεις ένα παπί; Όπως λέει ο March, “Τα όριά του είναι χαμηλά, και οι όποιες ικανότητες έχω αρκούν. Πολύ γρήγορα ανακάλυψα πως αυτό το μηχανάκι μ’ αφήνει να το διασκεδάζω, πολλές φορές γελάω όταν το οδηγώ, κάτι που δεν συνέβαινε με το Husqvarna TE610 που είχα πριν. Επιπλέον, με το παπί είμαι σχεδόν αόρατος, δεν ξεχωρίζω, και οι άνθρωποι είναι πολύ πιο φιλικοί μαζί μου απ’ ότι αν οδηγούσα μια μεγάλη, ακριβή μοτοσυκλέτα. Ακριβώς επειδή η όλη εμφάνισή μου ως ταξιδιώτη με παπί είναι και λίγο γελοία. Είναι υπέροχα ειρωνικό το γεγονός πως ο λόγος που δεν ξεχωρίζω είναι πως οδηγώ το πιο δημοφιλές όχημα του κόσμου! Κι οι άνθρωποι που συναντώ καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχει τίποτα το εξαιρετικό είτε σε μένα είτε στη μοτοσυκλέτα μου, κι αυτό τους το κάνει πιο εύκολο να ταυτιστούν μαζί μου. Μου λένε πως τους αρέσει που είμαι ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν κι εκείνους, που απλά έχει κάνει μια δυό επιλογές στην ζωή του. Μου λένε πως τους εμπνέω γιατί θα μπορούσαν εύκολα να κάνουν αυτό που κάνω κι εγώ, αν το αποφάσιζαν. Δεν είναι κάτι δύσκολο ή ανέφικτο”.    

Είχα δύο παπιά στη ζωή μου, και τα δύο γκρι. Το ένα πρέπει να ήταν ίδιας ηλικίας με μένα, από τα πρώτα με επικεφαλής εκκεντροφόρο, άσπρα καπάκια, άσπρο κοντέρ και καρμπυρατέρ καθέτου ροής. Το δεύτερο, “πεταλούδα” ή “γλάρος”, με το πλαίσιο του 12βολτου. Οι καλύτερες αναμνήσεις κι από τα δύο ήταν οι εκδρομές μ’ αυτά, φορτωμένα με όλο τον κατασκηνωτικό εξοπλισμό, σε χώματα, λάσπες, ποτάμια, βουνά. Με παρέα άλλα πενηντάρια παπιά, πηγαίναμε παντού όπου θα πηγαίναμε και με μια “μοτοσυκλέτα περιπέτειας”, αλλά πολύ πιο φτηνά (ειδικά όταν είσαι μαθητής ή φοιτητής και τα χρήματα ήταν ελάχιστα), χωρίς μπελάδες (το χειρότερο θα ήταν να φτιάξουμε ένα σκασμένο λάστιχο ή να βγάλουμε κανένα μπροστινό φτερό όταν μπούκωνε από λάσπη), χωρίς άγχος. Τα μαρσπιέ τους στράβωναν όταν έπεφτες, αλλά ίσιωναν εύκολα, οι αλυσίδες τους ήταν καλυμμένες, η βενζίνη που έκαιγαν ελάχιστη (με ένα έξτρα πεντόλιτρο μπορείς να διασχίσεις την Πίνδο) και δεν διαμαρτύρονταν αν δούλευαν μέρες, μήνες, χρόνια τέρμα γκάζι. Ακόμα και χωρίς λάδι. Και τελικά, η απόσταση που θα διανύσουν δεν τα επηρεάζει καθόλου. Χρόνο να έχεις.

Και κάπως έτσι, το ταπεινό παπί μπορεί επάξια να διεκδικήσει έναν ακόμα τίτλο, αυτόν της πιο βολικής μοτοσυκλέτας περιπέτειας ever. Γιατί αυτόν της πιο οικονομικής από κάθε άποψη μοτοσυκλέτας περιπέτειας, και ανθεκτικής, τον έχει ήδη.

 

ΥΓ: Τα ξαναθυμήθηκα όλα αυτά, με αφορμή την επέτειο του παπιού της Honda (60 χρόνια, 100 εκατομμύρια κομμάτια) κι ένα υπέροχο ταξίδι αναζήτησης της ιστορίας της γέννησης του παπιού, στην μεταπολεμική Ιαπωνία και την φιλοσοφία των ριζοσπαστικών μυαλών του Soichiro Honda και του Takeo Fujisawa.

 

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.