Editorial 575 - …και τώρα τα καλά νέα!

x
Από το

motomag

1/10/2017

Δεν ξέρω αν με το “είδος προς εξαφάνιση” editorial του προηγούμενου τεύχους σας έκανα την καρδιά μαύρη, κι αρχίσατε να υπολογίζετε πόσα χρόνια μένουν στις βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, αλλά υπάρχουν και καλά νέα! Κι όσοι παραξενεύτηκαν με τις αναφορές στην αυτοκινητοβιομηχανία, ας την δουν και με άλλο μάτι, καθώς κάποιοι κατασκευαστές επιμένουν να εξελίσσουν τον κινητήρα εσωτερικής καύσης, δίνοντάς του τις προοπτικές για παράταση της διάρκειας ζωής του. Βλέπετε, πρέπει να υπάρχει μια κρίσιμη μάζα, ένας αριθμός κατασκευαστών ικανός να κάνει βιώσιμους τους βενζινοκινητήρες στο μέλλον, καθώς ένας μόνο δεν αρκεί – αλλά είναι μια καλή αρχή. Και ναι, μπορεί ως μοτοσυκλετιστές να μας πονάει το γεγονός πως η μοτοσυκλέτα έπεται του αυτοκινήτου στις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις τεχνολογίες που εξελίχθηκαν για αυτοκίνητα βρήκαν αργότερα τον δρόμο τους για τις μοτοσυκλέτες. Μία εξήγηση είναι η κατά πολύ μεγαλύτερη παγκοσμίως αγορά των αυτοκινήτων σε σχέση με των μοτοσυκλετών, κάτι που σε συνδυασμό με τις αυστηρότερες προδιαγραφές που ισχύουν για τα αυτοκίνητα αναγκάζει τους κατασκευαστές να καινοτομούν (ή να παρανομούν, βλέπε dieselgate…). Το μεγαλύτερο μέγεθος των αυτοκινήτων και το γεγονός πως τα μηχανικά τους μέρη είναι κρυμμένα κάνει πιο εύκολη την εφαρμογή καινοτομιών όπως το ABS – μέχρι πρόσφατα υπήρχαν συστήματα ABS για μοτοσυκλέτες όπως το C-ABS της Honda που ζύγιζαν 10 κιλά, ενώ άλλα συστήματα ήταν στα 2 κιλά!

Κι επειδή θέλουμε μοτοσυκλέτες, και τις θέλουμε για πάντα, και ναι, μας αρέσει ο βενζινοκινητήρας σε σχέση με τους ηλεκτροκινητήρες, κάθε βοήθεια δεκτή που λένε, απ’ όπου κι αν προέρχεται! Πρόσφατα, η Mazda έδειξε τον SCCI SkyΑctiv-X κινητήρα της, που ελέγχοντας την καύση και με μπουζί αλλά και με αυτανάφλεξη μέσω της πίεσης μέσα στον θάλαμο καύσης, υπόσχεται 20-30% καλύτερη θερμική απόδοση, και άρα πολύ λιγότερους ρύπους, χωρίς θυσίες στην απόδοση, και ελάχιστη κατανάλωση.

Κι άλλοι κατασκευαστές, όπως η Mercedes και η General Motors, για χρόνια εξελίσσουν τέτοια συστήματα ελέγχου της καύσης, αλλά χωρίς ποτέ να βγάλουν κάτι σε παραγωγή, σε αντίθεση με την Mazda που θα έχει κινητήρα SCCI διαθέσιμο στο κοινό το 2019. Αλλά, για μια στιγμή! Μήπως στην μοτοσυκλέτα είχαμε κάτι αντίστοιχο; Μόνο η Honda είχε βγάλει σε παραγωγή μοτοσυκλέτα με σύστημα ελέγχου της αυτανάφλεξης, το CRM250AR ως κύκνειο άσμα των κατά Honda δίχρονων. Κι αυτός ο κινητήρας είχε πιο ομαλή λειτουργία και μικρότερη κατανάλωση, είχε δοκιμαστεί μάλιστα νικηφόρα σε έκδοση 400cc στο Granada-Dakar, με ψεκασμό όπως και τα τελευταία NSR500 της, και πάνω που όλοι ελπίζαμε πως ο δίχρονος θα πάρει παράταση ζωής από την εταιρία που ήθελε να τον θάψει – τον έθαψε, βάζοντάς τον στο πιο σκοτεινό ντουλάπι του R&D.

Kι όμως, ένας ψεκαστός δίχρονος AR κινητήρας θα μπορούσε να είναι μια άριστη εναλλακτική λύση απέναντι στα τετράχρονα, με το επιπλέον πλεονέκτημα του πολύ μικρότερου κόστους συντήρησης και επισκευής, όπως και βάρους. Τώρα, η Mazda τον επαναφέρει στο προσκήνιο, σε τετράχρονη έκδοση, και με κομπρέσορα. Μμμμ, συνδυασμός Kawasaki H2 με Honda AR, τέλεια! Για ένα διάστημα, είχα ένα CRM250AR, το οποίο μάλιστα είχα καστομάρει σε ΜacGrath Replica, και είχα διαπιστώσει από πρώτο χέρι πως έκανε όσα υποσχόταν. “Τετράχρονη” ποιότητα λειτουργίας συνδυασμένη με δίχρονα γκάζια, μικρή κατανάλωση και πολλά περιθώρια βελτίωσης: Με μια εξάτμιση aftermarket είχε πάρει 8 ολόκληρους ίππους! Κάπως έτσι, χάρη σε μια εταιρία αυτοκινήτων που δεν ψήνεται από το παραμύθι των ηλεκτρικών, μπορεί να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα, να πάρουν θάρρος κι άλλοι κατασκευαστές και να παρουσιάσουν τις δικές τους λύσεις για το μέλλον των κινητήρων εσωτερικής καύσης (και η τεχνολογία της ελεγχόμενης μέσω της πίεσης αυτανάφλεξης, χρησιμοποιείται και στην Formula 1, οπότε τα εξαιρετικά φτωχά μίγματα δεν σημαίνουν απαραίτητα και απουσία σοβαρής ιπποδύναμης…).

 

Ένα ακόμη καλό νέο είναι πως οι μοτοσυκλέτες μικρού κυβισμού κάνουν δυναμικά την επανεμφάνισή τους – διαβάστε σ’ αυτό το τεύχος και το συγκριτικό των μικρών naked και την πρώτη οδηγική μας εμπειρία από το νέο BMW G310GS – κάτι που σημαίνει πως μπορούμε επιτέλους να ελπίζουμε σε είσοδο νέων αναβατών στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η άνοδος των πωλήσεων των scooter την τελευταία δεκαετία έβλαψε την μοτοσυκλέτα, με την έννοια πως δεν υπήρχαν πια αρκετές και αρκετά ελκυστικές μικρές μοτοσυκλέτες “εισόδου”, που λογικά θα οδηγούσαν τους αναβάτες τους στο επόμενο βήμα, αυτό των μεγαλύτερων μοτοσυκλετών. Τα εργοστάσια στερήθηκαν έτσι μια μεγάλη πηγή εσόδων από βασικά μοντέλα, έσοδα που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την εξέλιξη και την ύπαρξη των μεγαλύτερων. Επιπλέον, αποδείχθηκε πως οι αναβάτες των scooter που δεν ήταν από πριν μοτοσυκλετιστές πολύ σπάνια περνούν στην μοτοσυκλέτα, αφού δεν αποκτούν μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, αλλά απλά χρησιμοποιούν ένα μεταφορικό μέσο χωρίς να πολυσκοτίζονται για ο,τιδήποτε παραπέρα. Φυσικά και τα scooter εξυπηρετούν, φυσικά και έχουν βοηθήσει όλο το κύκλωμα της αγοράς να επιβιώσει αυτές τις δύσκολες εποχές, αλλά μοτοσυκλέτες δεν είναι, ούτε συμβάλλουν στο μέλλον της μοτοσυκλέτας. Έχουν τα πλεονεκτήματά τους, αλλά έχουν και μειονεκτήματα, και ήδη στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι πωλήσεις τους σημειώνουν πτώση. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα εξελιχθούν οι πωλήσεις τους καθώς όλο και περισσότερα μικρού κυβισμού μοντέλα από Ιαπωνικές, Ευρωπαϊκές και Ασιατικές εταιρίες θα κάνουν με αξιώσεις την εμφάνισή τους στην αγορά. 

 

Αλλά όχι πολύ μικρού κυβισμού, καθώς τα πενηντάρια που τόσο αγαπήσαμε φαίνεται πως δεν έχουν μέλλον, τουλάχιστον σε όσες χώρες υιοθετούν τις Ευρωπαϊκές προδιαγραφές ρύπων, όπως η Ιαπωνία. Η… μοτοσυκλετομάνα Ιαπωνία εναρμόνισε πρόσφατα τις προδιαγραφές της με της ΕΕ, θέλοντας να αποφύγει πια την παραγωγή μοντέλων ειδικά και μόνο για την Ιαπωνική αγορά, με την παραγωγή των περισσότερων πενηνταριών να σταματά και τα μοντέλα ως 110cc να έχουν αμφίβολο μέλλον. Σταματά έτσι η παραγωγή του θρυλικού παπιού C50 της Honda, που θα “αντικατασταθεί” από ηλεκτρικό. Φυλάξτε τα παπιά σας, δεν θα ξαναβγούν!   

Τα “επαγγελματικά” παπιά δεν θα είναι πια με κινητήρα εσωτερικής καύσης, καθώς δεν είναι εύκολη (διάβαζε: Είναι ακριβή) η προσαρμογή τους στις νέες προδιαγραφές. Ήδη, και στην Ευρωπαϊκή αγορά όπου τα παπιά έχουν πολύ μικρό ποσοστό, σημειώθηκαν απώλειες με την ισχύ των προδιαγραφών Euro4.

 

Υπάρχει όμως κι από αλλού ελπίδα για την ανανέωση τους ενδιαφέροντος για την μοτοσυκλέτα, με τους υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες, που όπως δείχνει η τεχνολογία SCCI της Mazda, μπορούν να συνδυάσουν και γκάζια και οικονομία με ελάχιστους ρύπους. Περιμένουμε την παρουσίαση του Kawasaki H2GT, αλλά και του νέου Suzuki 650 V2 που έχουμε δει ως το πρωτότυπο Recursion και συνδυάζει κλασικά ενδιαφέρουσα εμφάνιση με τεχνολογία αιχμής στα μεσαία κυβικά. Στα Σαλόνια του φθινοπώρου, όπου θα δούμε όλα τα νέα μοντέλα για το ’18, θα επιβεβαιωθεί μια άνοιξη της μοτοσυκλέτας, με ανανεώσεις σε σημαντικές κατηγορίες όπως τα μεσαία on-off, αλλά και στις μοτοσυκλέτες γοήτρου που φτιάχνουν το μύθο. Υπάρχει λοιπόν ελπίδα για την μοτοσυκλέτα, κι εμείς στην Ελλάδα θα είμαστε με την ελπίδα πως θα την απολαύσουμε αυτή την άνοιξη, αν και όταν βγούμε από το βαθύ μας χειμώνα…  

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...