Editorial 568 - Όλοι αγαπημένοι;

x
Από το

motomag

1/3/2017

Υπάρχει και η αντίληψη, πως όσοι σχετίζονται με ένα αντικείμενο, οφείλουν να είναι μονοιασμένοι και αγαπημένοι για ένα κοινό σκοπό. Πάρτε για παράδειγμα τον χώρο της  μοτοσυκλέτας, τον δικό μας. Γίνονται δοκιμές MotoGP; Φλέγον ζήτημα το αν θα είναι όλο αγάπες και λουλούδια ο Vinales με τον Rossi, o νέος ανερχόμενος γρήγορος με τον παλιό μαχητή που είναι στην δύση της καριέρας του. «Τα πάνε πολύ καλά, πολύ καλό το κλίμα, όλο στο box του Rossi είναι ο Vinales», δηλώνει ο Lin Jarvis, επικεφαλής της Yamaha Racing. Προσέξτε τώρα. Είσαι ο επικεφαλής της ομάδας. Έχεις τον GOAT, τον Greatest Of All Time, στην ομάδα σου, φέρνεις όμως και τον νέο πύραυλο. Ο στόχος σου ποιος είναι; Να πάρει η Yamaha πρωτάθλημα. Να το πάρει ο Rossi; Χαρές και πανηγύρια, πήρε το δέκατο, απίστευτος ο γηραιότερος των MotoGP! Να το πάρει ο Vinales; Πάλι χαρές και πανηγύρια, να πόσο καλά είναι τα Yamaha, στην πρώτη του χρονιά με την ομάδα και κέρδισε. Πριν όμως κριθεί το πρωτάθλημα, όταν αυτοί οι δύο θα έχουν και μεταξύ τους μάχη, και με όλους τους υπόλοιπους αναβάτες, είναι λογικό να περιμένει κανείς να μην υπάρξει αντιπαλότητα μεταξύ τους; Αγωνιζόμενοι είναι, άρα αντίπαλοι. Κι οι αγωνιζόμενοι αγωνίζονται με έναν και μόνο στόχο: Την νίκη. Η πρώτη θέση του βάθρου δεν χωράει δύο, κι όποιος τερματίσει μπροστά από τον άλλο τον έχει νικήσει. Κι έτσι πρέπει να είναι. Γι’ αυτό υπάρχουν οι αγώνες, ειδικά στο υψηλότερό τους επίπεδο, και η άμιλλα παύει να είναι ευγενής όταν παίζονται θέσεις και πρωταθλήματα. Μπορεί να ζούμε σε μια εξαιρετικά politically correct εποχή, είναι όμως υπερβολή να περιμένουμε πως ο Rossi, για παράδειγμα, θα πάρει αγκαλίτσα τον Vinales και θα του εξηγήσει πως ακριβώς θα γίνει ακόμα καλύτερος από κείνον, όταν ο μικρός θα αρχίσει να τον αφήνει πίσω του. Εντάξει, δεν είπαμε να γυρίσουμε και στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπου τα μπουνίδια μεταξύ των όχι και τόσο gentlemen αναβατών στα pits ήταν συνηθισμένα, και η αυτοδικία ένας λίγο πολύ αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Αντιπαλότητα όμως δεν υπάρχει μόνο μεταξύ αναβατών, αλλά και μεταξύ εταιριών (από… πάντα).

Τις τελευταίες μέρες, αίσθηση προκάλεσαν οι δηλώσεις του Chief Executive Officer της ΚΤΜ, Stefan Pierer, όταν αποκάλεσε την Honda «τον πιο μισητό αντίπαλο». Ζόρικη επιλογή λέξης, δύσκολο να φανταστείς τον επικεφαλής μιας μεγάλης εταιρίας να νιώθει μίσος για μια άλλη. Είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς το ιστορικό της αντιπαλότητας των δύο εταιριών στους αγώνες, για να μπορέσει να καταλάβει την επιλογή λέξεων του Pierer. Έχοντας ξεπεράσει σε πωλήσεις την BMW εδώ και τρία χρόνια, η ΚΤΜ είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής σπορ μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, και θέλει να συγκρίνεται, και να κερδίζει, τους Ιάπωνες. Και ειδικά την Honda, που οι δρόμοι τους έχουν συναντηθεί πολλές φορές… Η μεγάλη τους αντιπαλότητα άρχισε με την έλευση της Moto2, την εποχή που η ΚΤΜ κέρδιζε τα 250 με το ψεκαστό δικύλινδρο δίχρονό της. Θεώρησαν πως η δημιουργία της Moto2 οφειλόταν σε επιθυμία της Honda, που θα προμήθευε και τους κινητήρες, και που δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει τα δίχρονα. Η ΚΤΜ έφυγε τότε από τα GP, θυμωμένη από την χειραγώγηση, όπως θεωρούσαν, των GP από την Honda. Mε την Moto3 όμως, βρήκαν ευκαιρία να επιστρέψουν. Οι κανονισμοί έθεταν όριο κόστους κινητήρα, για να κρατήσουν την κατηγορία προσιτή σε νέους αναβάτες και ομάδες. Κι ενώ η Honda έφτιαξε έναν όχι κορυφαίας απόδοσης κινητήρα, για να μείνει στα όρια κόστους των κανονισμών, η ΚΤΜ έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε, κι έφτιαξε έναν πολύ πιο δυνατό, και σαφώς ακριβότερο…

Έτσι, κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα Moto3, και n Honda την κατηγόρησε πως παραβίασε το πνεύμα των κανονισμών, φτιάχνοντας μια πολύ ακριβή μοτοσυκλέτα, αντί για μια πιο φθηνή, ειδικά για εκκολαπτήριο ταλέντων. Η ΚΤΜ απλά απάντησε «διαβάσαμε τους κανονισμούς, αλλά δεν έλεγαν τίποτα για το πνεύμα»… Έτσι, ξαναπήρε το πρωτάθλημα και το 2013, όταν άλλαξαν οι κανονισμοί ορίζοντας πως οι ίδιοι κινητήρες με το συγκεκριμένο κόστος θα πρέπει να παρέχονται και σε όσες ομάδες το επιθυμούσαν, σε μια προσπάθεια να μην υπάρχουν «εργοστασιακοί» και «ιδιώτες». Τότε, η Honda είχε κατηγορήσει την ΚΤΜ πως πούλαγε φθηνά τον ακριβό της κινητήρα και μετά χρέωνε άλλες 200.000 ευρώ για το πλαίσιο και την υποστήριξη, μεταθέτοντας έτσι το κόστος του κινητήρα αλλού, αλλά τυπικά παραμένοντας εντός του γράμματος των κανονισμών. Για το ’14, και η Honda έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε στην νέα της Moto3, ανεβάζοντας κι αυτή το κόστος σε αστρονομικά ύψη. Τους πήραν και το πρωτάθλημα, ακολουθώντας τις μεθόδους τους. Και τη επόμενη χρονιά (το ’15, που πάλι η Honda πήρε την Moto3), η ΚΤΜ κατηγόρησε την Honda πως έκλεβε, ανεβάζοντας το όριο των στροφών πάνω από τις 13.500 που όριζαν οι κανονισμοί. Η ένσταση της ΚΤΜ απορρίφθηκε όταν εξετάστηκαν τα δεδομένα των Honda από την Dorna.  Αλλά πήρε λίγο από το αίμα της πίσω με την νίκη της το 2016.

Πρόκειται για μια αντιπαλότητα που δεν θα τελειώσει εδώ, αλλά θα συνεχιστεί. Κι όλα καλά, είναι αντίπαλοι, κι ο καθένας προσπαθεί να κερδίσει. Τώρα που η ΚΤΜ μπαίνει και στην Moto2 (με κινητήρα Honda!) και στα MotoGP, με πλάνο να βρεθεί στο βάθρο σε τρία χρόνια, και με V4 μάλιστα σαν της Honda, η κόντρα θα συνεχιστεί. Αστειευόμενος, ο Pierer δήλωσε πως δεν μπορούν να νικήσουν την BMW γιατί… δεν τρέχει, αλλά και πως με την νέα τους MotoGP θέλουν να ξεπεράσουν γρήγορα την Aprilia. Ο επόμενός τους στόχος θεωρεί πως είναι η Suzuki, της οποίας έπλεξε το εγκώμιο για την πρόοδό της στα MotoGP. «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να κερδίζεις τους Ιάπωνες!», δήλωσε, για να συνεχίσει λέγοντας πως «Η Ηonda είναι ο γίγαντας, και η Honda πάντα προσπαθεί να κλέβει». Μίσος και κατηγορίες και μάχες μεταξύ του Ευρωπαίου και του Ιάπωνα γίγαντα, τώρα και στα MotoGP… Σημαντικό είναι πως ο Pierer απευθυνόταν σε Αυστριακό κανάλι όταν τα έλεγε αυτά, στην χώρα του. Φανταστείτε πόσοι θα χειροκροτούσαν σε αντίστοιχες δηλώσεις ενός Έλληνα, επικεφαλής της μεγαλύτερης στην Ευρώπη Ελληνικής εταιρίας, σε δηλώσεις του σε Ελληνικό κανάλι, κατηγορώντας την μεγαλύτερη Ιαπωνική εταιρία! Ενθουσιασμός στα πλήθη!

Μ’ αρέσει η άποψη πως η πρώτη κόντρα στήθηκε μόλις φτιάχτηκε η δεύτερη μοτοσυκλέτα. Τι θα ήταν οι αγώνες χωρίς αντιπαλότητα και ανελέητο κυνήγι της νίκης; Κι άλλωστε, η αξία της νίκης καθορίζεται από την αξία του αντιπάλου, κι η ΚΤΜ προς τιμήν της έχει βρει άξιο αντίπαλο. 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.