Editorial 568 - Όλοι αγαπημένοι;

x
Από το

motomag

1/3/2017

Υπάρχει και η αντίληψη, πως όσοι σχετίζονται με ένα αντικείμενο, οφείλουν να είναι μονοιασμένοι και αγαπημένοι για ένα κοινό σκοπό. Πάρτε για παράδειγμα τον χώρο της  μοτοσυκλέτας, τον δικό μας. Γίνονται δοκιμές MotoGP; Φλέγον ζήτημα το αν θα είναι όλο αγάπες και λουλούδια ο Vinales με τον Rossi, o νέος ανερχόμενος γρήγορος με τον παλιό μαχητή που είναι στην δύση της καριέρας του. «Τα πάνε πολύ καλά, πολύ καλό το κλίμα, όλο στο box του Rossi είναι ο Vinales», δηλώνει ο Lin Jarvis, επικεφαλής της Yamaha Racing. Προσέξτε τώρα. Είσαι ο επικεφαλής της ομάδας. Έχεις τον GOAT, τον Greatest Of All Time, στην ομάδα σου, φέρνεις όμως και τον νέο πύραυλο. Ο στόχος σου ποιος είναι; Να πάρει η Yamaha πρωτάθλημα. Να το πάρει ο Rossi; Χαρές και πανηγύρια, πήρε το δέκατο, απίστευτος ο γηραιότερος των MotoGP! Να το πάρει ο Vinales; Πάλι χαρές και πανηγύρια, να πόσο καλά είναι τα Yamaha, στην πρώτη του χρονιά με την ομάδα και κέρδισε. Πριν όμως κριθεί το πρωτάθλημα, όταν αυτοί οι δύο θα έχουν και μεταξύ τους μάχη, και με όλους τους υπόλοιπους αναβάτες, είναι λογικό να περιμένει κανείς να μην υπάρξει αντιπαλότητα μεταξύ τους; Αγωνιζόμενοι είναι, άρα αντίπαλοι. Κι οι αγωνιζόμενοι αγωνίζονται με έναν και μόνο στόχο: Την νίκη. Η πρώτη θέση του βάθρου δεν χωράει δύο, κι όποιος τερματίσει μπροστά από τον άλλο τον έχει νικήσει. Κι έτσι πρέπει να είναι. Γι’ αυτό υπάρχουν οι αγώνες, ειδικά στο υψηλότερό τους επίπεδο, και η άμιλλα παύει να είναι ευγενής όταν παίζονται θέσεις και πρωταθλήματα. Μπορεί να ζούμε σε μια εξαιρετικά politically correct εποχή, είναι όμως υπερβολή να περιμένουμε πως ο Rossi, για παράδειγμα, θα πάρει αγκαλίτσα τον Vinales και θα του εξηγήσει πως ακριβώς θα γίνει ακόμα καλύτερος από κείνον, όταν ο μικρός θα αρχίσει να τον αφήνει πίσω του. Εντάξει, δεν είπαμε να γυρίσουμε και στις δεκαετίες του ’60 και του ’70, όπου τα μπουνίδια μεταξύ των όχι και τόσο gentlemen αναβατών στα pits ήταν συνηθισμένα, και η αυτοδικία ένας λίγο πολύ αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Αντιπαλότητα όμως δεν υπάρχει μόνο μεταξύ αναβατών, αλλά και μεταξύ εταιριών (από… πάντα).

Τις τελευταίες μέρες, αίσθηση προκάλεσαν οι δηλώσεις του Chief Executive Officer της ΚΤΜ, Stefan Pierer, όταν αποκάλεσε την Honda «τον πιο μισητό αντίπαλο». Ζόρικη επιλογή λέξης, δύσκολο να φανταστείς τον επικεφαλής μιας μεγάλης εταιρίας να νιώθει μίσος για μια άλλη. Είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς το ιστορικό της αντιπαλότητας των δύο εταιριών στους αγώνες, για να μπορέσει να καταλάβει την επιλογή λέξεων του Pierer. Έχοντας ξεπεράσει σε πωλήσεις την BMW εδώ και τρία χρόνια, η ΚΤΜ είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής σπορ μοτοσυκλετών στην Ευρώπη, και θέλει να συγκρίνεται, και να κερδίζει, τους Ιάπωνες. Και ειδικά την Honda, που οι δρόμοι τους έχουν συναντηθεί πολλές φορές… Η μεγάλη τους αντιπαλότητα άρχισε με την έλευση της Moto2, την εποχή που η ΚΤΜ κέρδιζε τα 250 με το ψεκαστό δικύλινδρο δίχρονό της. Θεώρησαν πως η δημιουργία της Moto2 οφειλόταν σε επιθυμία της Honda, που θα προμήθευε και τους κινητήρες, και που δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει τα δίχρονα. Η ΚΤΜ έφυγε τότε από τα GP, θυμωμένη από την χειραγώγηση, όπως θεωρούσαν, των GP από την Honda. Mε την Moto3 όμως, βρήκαν ευκαιρία να επιστρέψουν. Οι κανονισμοί έθεταν όριο κόστους κινητήρα, για να κρατήσουν την κατηγορία προσιτή σε νέους αναβάτες και ομάδες. Κι ενώ η Honda έφτιαξε έναν όχι κορυφαίας απόδοσης κινητήρα, για να μείνει στα όρια κόστους των κανονισμών, η ΚΤΜ έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε, κι έφτιαξε έναν πολύ πιο δυνατό, και σαφώς ακριβότερο…

Έτσι, κέρδισε το πρώτο πρωτάθλημα Moto3, και n Honda την κατηγόρησε πως παραβίασε το πνεύμα των κανονισμών, φτιάχνοντας μια πολύ ακριβή μοτοσυκλέτα, αντί για μια πιο φθηνή, ειδικά για εκκολαπτήριο ταλέντων. Η ΚΤΜ απλά απάντησε «διαβάσαμε τους κανονισμούς, αλλά δεν έλεγαν τίποτα για το πνεύμα»… Έτσι, ξαναπήρε το πρωτάθλημα και το 2013, όταν άλλαξαν οι κανονισμοί ορίζοντας πως οι ίδιοι κινητήρες με το συγκεκριμένο κόστος θα πρέπει να παρέχονται και σε όσες ομάδες το επιθυμούσαν, σε μια προσπάθεια να μην υπάρχουν «εργοστασιακοί» και «ιδιώτες». Τότε, η Honda είχε κατηγορήσει την ΚΤΜ πως πούλαγε φθηνά τον ακριβό της κινητήρα και μετά χρέωνε άλλες 200.000 ευρώ για το πλαίσιο και την υποστήριξη, μεταθέτοντας έτσι το κόστος του κινητήρα αλλού, αλλά τυπικά παραμένοντας εντός του γράμματος των κανονισμών. Για το ’14, και η Honda έκανε ό,τι ήξερε και δεν ήξερε στην νέα της Moto3, ανεβάζοντας κι αυτή το κόστος σε αστρονομικά ύψη. Τους πήραν και το πρωτάθλημα, ακολουθώντας τις μεθόδους τους. Και τη επόμενη χρονιά (το ’15, που πάλι η Honda πήρε την Moto3), η ΚΤΜ κατηγόρησε την Honda πως έκλεβε, ανεβάζοντας το όριο των στροφών πάνω από τις 13.500 που όριζαν οι κανονισμοί. Η ένσταση της ΚΤΜ απορρίφθηκε όταν εξετάστηκαν τα δεδομένα των Honda από την Dorna.  Αλλά πήρε λίγο από το αίμα της πίσω με την νίκη της το 2016.

Πρόκειται για μια αντιπαλότητα που δεν θα τελειώσει εδώ, αλλά θα συνεχιστεί. Κι όλα καλά, είναι αντίπαλοι, κι ο καθένας προσπαθεί να κερδίσει. Τώρα που η ΚΤΜ μπαίνει και στην Moto2 (με κινητήρα Honda!) και στα MotoGP, με πλάνο να βρεθεί στο βάθρο σε τρία χρόνια, και με V4 μάλιστα σαν της Honda, η κόντρα θα συνεχιστεί. Αστειευόμενος, ο Pierer δήλωσε πως δεν μπορούν να νικήσουν την BMW γιατί… δεν τρέχει, αλλά και πως με την νέα τους MotoGP θέλουν να ξεπεράσουν γρήγορα την Aprilia. Ο επόμενός τους στόχος θεωρεί πως είναι η Suzuki, της οποίας έπλεξε το εγκώμιο για την πρόοδό της στα MotoGP. «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το να κερδίζεις τους Ιάπωνες!», δήλωσε, για να συνεχίσει λέγοντας πως «Η Ηonda είναι ο γίγαντας, και η Honda πάντα προσπαθεί να κλέβει». Μίσος και κατηγορίες και μάχες μεταξύ του Ευρωπαίου και του Ιάπωνα γίγαντα, τώρα και στα MotoGP… Σημαντικό είναι πως ο Pierer απευθυνόταν σε Αυστριακό κανάλι όταν τα έλεγε αυτά, στην χώρα του. Φανταστείτε πόσοι θα χειροκροτούσαν σε αντίστοιχες δηλώσεις ενός Έλληνα, επικεφαλής της μεγαλύτερης στην Ευρώπη Ελληνικής εταιρίας, σε δηλώσεις του σε Ελληνικό κανάλι, κατηγορώντας την μεγαλύτερη Ιαπωνική εταιρία! Ενθουσιασμός στα πλήθη!

Μ’ αρέσει η άποψη πως η πρώτη κόντρα στήθηκε μόλις φτιάχτηκε η δεύτερη μοτοσυκλέτα. Τι θα ήταν οι αγώνες χωρίς αντιπαλότητα και ανελέητο κυνήγι της νίκης; Κι άλλωστε, η αξία της νίκης καθορίζεται από την αξία του αντιπάλου, κι η ΚΤΜ προς τιμήν της έχει βρει άξιο αντίπαλο. 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.