editorial 523 - on-off, το νέο στάνταρ

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/5/2013

Μέχρι και την δεκαετία του '70, οι μοτοσυκλέτες δρόμου ήταν αναγκαστικά και παντός δρόμου, έπαιζαν και τον ρόλο των on-off. Αυτές ήταν, μ' αυτές θα έκανες τα πάντα. Καθημερινή μετακίνηση, χαβαλέ, κοντρίτσες, ταξιδάκια, κι αν σου τύχαινε και κανένας χωματόδρομος δεν το σκεφτόσουν, απλά τον πέρναγες. Βοηθούσαν όμως και τα μηχανάκια, αυτό να λέγεται. Είχαν τροχούς μεγάλης διαμέτρου, 18 και 19 ιντσών, όσες και η πλειοψηφία των on-off σήμερα, στενά λάστιχα, σχετικά μεγάλες διαδρομές τουλάχιστον μπροστά, κι έτσι μπορούσαν να πηγαίνουν άνετα στα χώματα, έως και διασκεδαστικά για όσους μπορούσαν να οδηγούν με γκάζι και να δουλεύουν τον στρόφαλό τους. Όταν έλεγες μοτοσυκλέτα, μια τέτοια εννοούσες, που την προσάρμοζες εσύ για κάθε χρήση. Ή προσαρμοζόσουν εσύ, το ίδιο κάνει.

Η εποχή των ταξιδιάρικων on-off "περιπέτειας" ξεκίνησε με τα ΧΤ500 και R80G/S. M' αυτές και όσες παρόμοιες ακολούθησαν, οι ταξιδιάρηδες ευρωπαίοι άνοιξαν νέους ορίζοντες σε τόπους που μέχρι τότε ήταν ανεξερεύνητοι μοτοσυκλετιστικά. Η αίγλη του σκληρού αγώνα Paris-Dakar βοήθησε τα μέγιστα στην ανάδειξη και την εξέλιξη αυτών των μοτοσυκλετών, και κάπως έτσι, χιλιάδες μοτοσυκλετιστές είχαν στο μυαλό τους την εικόνα του μοναχικού καβαλάρη που χάνεται προς τον ορίζοντα αφήνοντας πίσω του ένα συννεφάκι σκόνης, ως βενζινοκίνητος Λούκυ Λουκ.

Έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις παράλληλες πορείες των δύο κατηγοριών. Τα on-off φτιάχτηκαν από το πλευρό των street, που αποδείχθηκαν στην συνέχεια ιδιαιτέρως καρπερά, σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά πλήθος υποκατηγοριών, με ένα τεράστιο εύρος, από streetfighters, naked και superbike ως τουριστικά, υπερτουριστικά και σπορτουριστικά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Έτσι, χάθηκε κάπου το τι ακριβώς είναι μια μοτοσυκλέτα δρόμου, αρχίσαμε τις διευκρινιστικές ερωτήσεις, για ποιά δουλειά, με πόσα θα ταξιδεύεις, θα βγαίνεις και εκτός πόλης ή όχι, μόνος σου ή με παρέα, πόσο γρήγορα πας, πότε θα φας, μια τρέλα κανονική. Ρε μάγκες, έπρεπε κάποιος να φωνάξει, σήμερα γουστάρω χαλαρή βολτίτσα, αύριο να πάω να τα χώσω και μεθαύριο να ξεκινήσω για εξάμηνο ταξίδι, πότε μόνος και πότε με παρέα, μην με πρήζετε, δέκα μηχανάκια δεν μπορώ να έχω, και να μπορούσα, δεν θέλω.

Εν τω μεταξύ, όσο τα street γεννοβολούσαν, τα on-off εξελίσσονταν, κι από εμφανισιακούς κλώνους των αγωνιστικών του Dakar ξαναδανείστηκαν στοιχεία από τα κορυφαία street για να φτάσουν στο σημερινό στάδιο της εξέλιξής τους. Και γι' αυτό, ευχαριστήστε την Ducati. Από κει που ήταν αποδεκτό για τα μεγάλα on-off να υπολείπονται σημαντικά σε επιδόσεις σε σχέση με τα street, βρέθηκαν να τα ανταγωνίζονται στα ίσα. Από κει που με απλές αναρτήσεις "έκανες τη δουλειά σου", οι ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενες έγιναν κοινός τόπος, μια καινοτομία που καθιέρωσε η BMW. Τον πήχυ τον ανέβασε το Multistrada, που συνδυάζει εμφάνιση on-off με επιδόσεις σχεδόν superbike, χωρίς όμως να τελειοποιήσει την συνταγή. Η adventure εμφάνισή του δεν συνοδεύεται από ανάλογες δυνατότητες στα χώματα, οι κορυφαίες του επιδόσεις δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη σιγουριά και σταθερότητα μετά τα 200. Ο βράχος όμως είχε αρχίσει να κατρακυλάει, παρασέρνοντας κι άλλους στο πέρασμά του. Η KTM απάντησε με έναν κινητήρα που κι αυτός προέρχεται από superbike, κοντράροντας το Multistrada στα ίσα από επιδόσεις, ενώ η BMW ξανασχεδίασε τον boxer της κάνοντάς τον και πιο δυνατό και πολύ πιο εύστροφο. Κι από μια μεριά (νέο Aprilia Caponord) που δεν ενδιαφέρεται για την απόδοση στο χώμα αλλά εκτός από την εμφάνιση που φέρνει σε on-off είναι καθαρά δρόμου, ήρθαν και οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις. Επίσης, είναι σαφές πια πως για να εκμεταλλευτείς τέτοιου είδους γκάζια παντού και πάντα χωρίς να χρειάζεσαι αυτοσυγκέντρωση Θιβετιανού μοναχού και οδηγικές ικανότητες Rossi, τα ηλεκτρονικά συστήματα που φροντίζουν να μην ξεφύγεις ανεπανόρθωτα προς το ΚΑΤ, είναι απαραίτητα. Και οι τελευταίες on-off τα έχουν όλα.

Έτσι, δυο μέρες πριν ξεκινήσουμε το φετινό MEGA TEST, με το νέο GS 1200, τα νέα ΚΤΜ Adventure & Adventure R, το Crosstourer DCT και το Triumph Explorer XC, κάθομαι και τα χαζεύω. Και σήμερα, όταν λέμε μοτοσυκλέτα, αυτές θα έπρεπε να εννοούμε. Κάνουν ό,τι κάνουν και οι street, κι ακόμα περισσότερα. Έχουν πια τον ρόλο που είχαν οι street για όλες τις δουλειές, πριν διασπαστούν σε δεκάδες κατηγορίες. Και στην πραγματική ζωή, στους πραγματικούς δρόμους, από την καθημερινότητα της πόλης ως τα ταξίδια στα πέρατα της γης, είναι καλύτερες, κι όχι μόνο γιατί πάνε και στο χώμα. Κι όσο είχαν έλλειμμα επιδόσεων, μπορούσαν να θεωρούνται λίγο φτωχοί συγγενείς, τώρα όμως ούτε σε επιδόσεις υστερούν ούτε σε τεχνολογία. Από παλιότερα μπορούσαν να δείξουν τον δρόμο στις street όταν κινούνταν εκτός εθνικής οδού, τώρα τις κοντράρουν κι εκεί. Είναι χαμαιλέοντες. Προσαρμόζονται παντού. Σου κάνουν τα κέφια, σε κάνουν να ονειρεύεσαι το ταξίδι. Μπορεί να μην το κάνεις ποτέ, μπορεί και να το αποφασίσεις κάποια στιγμή. Ό,τι κι αν σκεφτείς να κάνεις μαζί τους, γίνεται. Ακόμα και να το διασκεδάσεις σε ένα track day. Τόσο πολυτάλαντες κατασκευές δεν υπήρχαν μέχρι τώρα. Ναι, μια απολύτως υπερτουριστική μοτοσυκλέτα μπορεί να προσφέρει περισσότερη άνεση, μια superbike να γυρίσει πιο γρήγορα στην πίστα, μια καθαρόαιμη enduro να πάει πιο γρήγορα στο χώμα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για τα όρια των δυνατοτήτων τους. Η συνολική τους αξία όμως και η χρηστικότητά τους είναι αξεπέραστη. Και κάπου σκέφτομαι πως αν είναι έτσι τα πράγματα, και οι νέες on-off είναι οι στάνταρ μοτοσυκλέτες, οι πιο πολυτάλαντες όλων, τότε το φετινό MEGA TEST θα αναδείξει την καλύτερη μοτοσυκλέτα για την πραγματική ζωή και όχι μόνο για εξειδικευμένες ανάγκες. Εμείς, σε δέκα μέρες από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις, θα ξέρουμε. Στο τεύχος Ιουλίου, θα ξέρετε κι εσείς.

ΜΕGA TEST ON-OFF 2013

Πέρσι, είχαμε φτάσει μέχρι τέρμα πινέζα Αλβανία, στα Καταραμένα Βουνά. Φέτος, θα πάμε πιο ψηλά, για να γνωρίσουμε τη χώρα που απλώνεται πίσω τους: Το Montenegro, το Μαυροβούνιο, την Crna Gora. Χώρα μικρή, αλλά με πολλά να δει και να κάνει κανείς. Από τις ακτές της Αδριατικής και τα παραλιακά θέρετρα, ως τα ποτάμια και τα φαράγγια της ενδοχώρας, ως την άλλη μεριά των Καταραμένων Βουνών, το Μαυροβούνιο είναι ένας ακόμα γείτονάς μας για τον οποίο μάλλον λίγα ξέρουμε. Αλλά αν το ταξίδι δεν είναι στο άγνωστο και δεν έχει εξερεύνηση, τι νόημα έχει;

Gay ΜotoGP;

Κατά καιρούς διάφοροι έχουν απορήσει: Υπάρχουν gay στους αγώνες μοτοσυκλέτας, και ειδικά στα MotoGP; Κανείς όμως δεν είχε θέσει το ερώτημα ανοιχτά, στους ίδιους τους αναβάτες. Συνέβη όμως κι αυτό, στην συνέντευξη τύπου στο Jerez, πριν τον αγώνα. Με αφορμή το άρθρο που έγραψε ο παίκτης του ΝΒΑ Jason Collins στο Sports Illustrated, και όπου δήλωνε πως είναι gay, o David Emmett βρήκε το θάρρος να ρωτήσει για την ύπαρξη και την αποδοχή ομοφυλόφιλων αναβατών στα MotoGP. Αν έχετε λογαριασμό στο ΜotoGP.com, μπορείτε να δείτε ολόκληρη τη συνέντευξη, αξίζει όμως να σας μεταφέρω εδώ κάποιους διαλόγους.

David Emmett: "Μια ερώτηση προς όλους -κι αρκετά δύσκολη. Την περασμένη βδομάδα ο Jason Collins, ένας παίκτης του NBA, παραδέχτηκε πως είναι ομοφυλόφιλος. Μέχρι τώρα κανείς αναβάτης MotoGP δεν έχει δηλώσει κάτι τέτοιο. Θέλω να ακούσω τις σκέψεις σας, σχετικά με το γιατί δεν έχει γίνει. Οι αναβάτες φοβούνται να δηλώσουν πως είναι gay, ή όλοι σας πραγματικά ενδιαφέρεστε μόνο για γυναίκες;"

<γέλια από το πλήθος>

Cal Crutchlow: "Να πω πρώτος;!"

David Emmett: "Ναι, παρακαλώ!"

<πιο πολλά γέλια>

Cal Crutchlow: "Λυπάμαι David, αλλά εξαιρούμαι -είμαι σχεδόν παντρεμένος. Αυτό έχω να πω... δεν ξέρω. Δεν νομίζω πως έχει σημασία, έτσι; Πιστεύω πως αυτό το σπορ αφορά τις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες. Ποτέ δεν έχει αποκαλυφθεί πως κάποιος είναι gay. Ίσως να υπάρχουν μερικοί, κρυμμένοι στην ντουλάπα, δεν ξέρω. ΄Ισως να έχω κάτσει παρέα με κάποιον. Δεν ξέρω."

Jorge Lorenzo: "Για όλους όσους με ρωτούν στο Twitter, ή όπου, αν είμαι gay, τώρα είναι η ώρα να μάθουν πως δεν είμαι gay. Σέβομαι τους gay. Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα μαζί τους."

David Emmett: "Κανείς άλλος;"

Nick Harris: "Marc Marquez;"

<περισσότερα γέλια>

Marc Marquez: "Νομίζω πως δεν είναι πρόβλημα. Έχω μεγάλο σεβασμό για όλους, όσο διαφορετική κι αν είναι η προσωπικότητά τους. Δεν είναι πρόβλημα."

Andrea Dovisioso: "Ποτέ δεν το σκέφτηκα αυτό, πως μερικοί αναβάτες μπορεί να είναι gay, πιστεύω όμως πως δεν θα ήταν πρόβλημα για κανέναν. Είναι δύσκολο να το σκεφτώ πάντως. Δεν ξέρω γιατί."

Stefan Bradl: "Αν είναι να μας κάνει πιο γρήγορους ίσως να το σκεφτόμασταν..."

<γέλια απ' όλη την αίθουσα>

Stefan Bradl: "Αλλά μέχρις τιμής δεν είχα αυτήν την εμπειρία. Ούτε εγώ είμαι gay. Σίγουρα όμως σέβομαι όσους είναι. Κι αυτοί είναι φυσιολογικοί άνθρωποι."

Scott Redding: "Ναι, το ίδιο κι εγώ. είμαι με την φίλη μου πολύ καιρό τώρα, και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω τον άλλο δρόμο. Και πάλι, σεβασμός για όλους, όπως κι αν είναι."

Φανταστείτε τώρα το εξής σκηνικό: Συνέντευξη τύπου με όλους τους αναβάτες του ελληνικού πρωταθλήματος ταχύτητας παρόντες. Δημοσιογράφος σηκώνεται και κάνει την ίδια ερώτηση...

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.