Στην Μονεμβάσια με την Street Glide Special

Μοτοσυκλέτα για χορτασμένους
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

9/8/2018

Για να μην μακρηγορούμε, για μένα δύο είναι οι καλύτερες μοτοσυκλέτες τουρισμού αυτή την στιγμή. Η μία είναι η BMW R 1200 RT και η άλλη είναι η Harley Davidson Street Glide. Πρώτα αγοράζεις την BMW  για να γυρίζεις τον κόσμο μέχρι να φτάσεις στο σημείο να χορτάσεις, να μπουχτίσεις και να μην θέλεις να ταξιδέψεις ποτέ ξανά με μοτοσυκλέτα.

Όταν φτάσεις στο σημείο να έχεις επισκεφτεί όλα τα μέρη του κόσμου που πάει δρόμος  και όταν έχεις φτάσεις στο σημείο να θεωρείς το ταξίδι με μοτοσυκλέτα μια βαρετή ρουτίνα, τότε ακριβώς είναι η ώρα για να αγοράσεις την Street Glide και εκείνη έχει τον τρόπο να σε κάνει να ερωτευτείς ξανά τα ταξίδια με μοτοσυκλέτα.

 Αν έχεις ήδη κάνει πολλά ταξίδια με υπερηχητικές ταχύτητες στη σέλα ενός Hayabusa και  αν έχεις γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με μια πλήρως εξοπλισμένη σύγχρονη τουριστική μοτοσυκλέτα όπως το R 1200 RT, θα είσαι πλέον σε θέση να πάρεις από την Street Glide τον θησαυρό που έχει να σου δώσει.

 

Τα πρώτα 400 χιλιόμετρα είναι για ζέσταμα

 

Το 1998 είχα κάνει την διαδρομή Ανκόνα-Μόναχο αυθημερόν με ένα Yamaha R6 με στάσεις ολίγων λεπτών μόνο για βενζίνη και το ίδιο έκανα την επόμενη χρονιά με την μεγάλη της αδερφή, την R1. Πέρσι έκανα αυθημερόν την διαδρομή Αθήνα-Λίμνη Πλαστήρα-Αθήνα με ένα KTM 390 Duke (επίσης με στάσεις μόνο για βενζίνη), οπότε τα 400 χιλιόμετρα σερί με την Street Glide μέσα σε τέσσερεις ώρες δεν τα θεωρώ επίτευγμα ή κάποιο φοβερό κατόρθωμα και είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν ανάμεσά σας πολλοί που έχουν κάνει περισσότερα χιλιόμετρα σε μια μέρα με πολύ πιο ακατάλληλες για ταξίδια μοτοσυκλέτες, πιθανότατα και με ποδήλατο.

Όμως το νόημα δεν είναι στους αριθμούς και στα ρεκόρ Guinness.

Την διαδρομή Αθήνα-Νεάπολη Λακωνίας την κάνω τουλάχιστον πέντε με έξι φορές τον χρόνο. Κάποτε ήταν πάνω από 450 χιλιόμετρα και διαρκούσε σχεδόν έξι ώρες αν οδηγούσες προσεκτικά ή μπορούσες να το κάνεις σε τέσσερις ώρες αν δεν σε ένοιαζε να προστεθεί και το δικό σου εικονοστάσι ανάμεσα στα υπόλοιπα 5-6 εικονοστάσια που υπάρχουν σε κάθε στροφή από την Τρίπολη και κάτω. Τα τελευταία τρία χρόνια η διαδρομή έχει μικρύνει στα 370 χιλιόμετρα λόγω των νέων δρόμων που έχουν φτιαχτεί. Οι τέσσερεις ώρες είναι πλέον εύκολο να επιτευχθούν, ακόμα και αν πας με αυτοκίνητο, που εκ των πραγμάτων θα χάσεις αρκετό χρόνο στην τοπική κίνηση των χωριών της νότιας Λακωνίας.

Η επικινδυνότητα του δρόμου μετά την Σπάρτη εξακολουθεί να είναι υψηλή και οι εννιά στους δέκα οδηγούς αυτοκινήτων είναι συνταξιούχοι μέσου όρου ηλικίας 95 ετών και αντίστοιχης αντίληψης και αντανακλαστικών. Κάποιοι το απολαμβάνουν αυτό το ταξίδι, γιατί τους αρέσουν οι στροφές μεταξύ Τρίπολης και Σπάρτης (τόσο στον παλιό δρόμο από το βουνό χωρίς διόδια, όσο και στον καινούριο με τα διόδια) και η θέα της θάλασσας προς το τέλος της διαδρομής. Εγώ πάλι το έχω σιχαθεί αυτό το ταξίδι και δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αναγκαίο κακό. Μου χαλάει τη μέρα και γι΄αυτό το κάνω πλέον αυθημερόν για να μην μου χαλάσει δύο μέρες, αλλά μόνο μία…

Φέτος το καλοκαίρι όμως ήρθε η Street Glide και με ξανάκανε να αγαπήσω αυτή τη διαδρομή.

Πάντα θα πρέπει να επαναλαμβάνεις ότι κάθε μοντέλο της Harley Davidson διαφέρει σε προσωπικότητα και ικανότητες, διότι πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα πιστεύουν ότι τα 32 μοντέλα της αμερικάνικης εταιρίας είναι η ίδια μοτοσυκλέτα σε άλλο χρώμα. Στην πραγματικότητα είναι σαν να λες ότι το Suzuki V-Strom 1000 είναι το ίδιο πράγμα με το GSX-R 1000 επειδή είναι και τα δύο Suzuki και έχουν 1000 κυβικά.

Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η ίδια η Harley Davidson έχει την ευθύνη για τη δημιουργία αυτής της εικόνας, επιλέγοντας να απομονωθεί για πολλές δεκαετίες από τον πυρήνα του κόσμου της μοτοσυκλέτας και να φτιάξει έναν ξεχωριστό δικό της. Αυτό φυσικά οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων με φίλους και εχθρούς, κάτι που εμποδίζει την ψύχραιμη κριτική των μοτοσυκλετών της.

Μιλάμε για ψύχραιμη κριτική και όχι για αντικειμενική κριτική, διότι αντικειμενικός  δεν μπορεί να είναι κανένας μας στην κριτική του, από τη στιγμή που κανένας μας δεν έχει κάνει τα πάντα με όλες τις μοτοσυκλέτες του κόσμου. Όσα περισσότερα μαθαίνεις, τόσο πιο ανοιχτόμυαλος και δεκτικός γίνεσαι σε νέες εμπειρίες και σε διαφορετικές απόψεις. Όσα λιγότερα ξέρεις και έχεις ζήσει, τόσο πιο δογματικός γίνεσαι, εκφράζοντας τις απόψεις σου με επιθετικότητα. Βάλτε στο You Tube μια συνέντευξη του καθηγητή του MIT κ. Ναννόπουλου και μετά βάλτε να δείτε πως μιλάνε οι εκπρόσωποι των φοιτητικών οργανώσεων και θα καταλάβετε την διαφορά μεταξύ ενός ανθρώπου που έχει δει πόσο μικρή είναι η γη μέσα στο σύμπαν και ενός ανθρώπου που πιστεύει ότι ολόκληρο το σύμπαν είναι το Παγκράτι.

Που κολλάει η Street Glide σε όλα αυτά; Μα πολύ απλά, η Street Glide είναι η μοτοσυκλέτα που σου δείχνει ότι το σύμπαν επεκτείνεται πολύ πιο μακριά από το προσωπικό Παγκράτι του καθενός μας. Ναι, υπάρχει ο τουρισμός με ταχύτητες ταξιδιού 200-250 km/h και έναν σάκο πλάτης που έχει μια οδοντόβουρτσα μέσα. Ναι, υπάρχει ο τουρισμός με τις φαρδιές αφράτες θερμαινόμενες σέλες, τα τριβάλιτσα με ολόκληρη την γκαρνταρόμπα της Βουγιουκλάκη μέσα τους και τις τεράστιες ηλεκτρικά ρυθμιζόμενες ζελατίνες.

Υπάρχει ο εξερευνητικός τουρισμός, σε μέρη που δεν θα σε ενοχλήσει ο “θόρυβος” της κίνησης του χρήματος  από τσέπη σε τσέπη.

Ταυτόχρονα όμως υπάρχει και ο τουρισμός που πρεσβεύει η Street Glide και στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μεγάλη βόλτα στους δρόμους όλου του κόσμου.

Πως όμως καταφέρνει να μετατρέπει σε βόλτα τις διαδρομές που αν τις κάνεις με άλλη μοτοσυκλέτα θα τις αποκαλούσες ταξίδια;

 Αυτός ο παλιομοδίτικος κινητήρας με τα ωστήρια που βγάζει με το ζόρι 65,5 ίππους στον τροχό από 1745 κυβικά, προκαλεί γέλια σε όσους πεινάνε ακόμα για γκάζι, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί και ένα τεράστιο χαμόγελο σε όσους έχουν χορτάσει από αυτό ή έχουν τη δυνατότητα να πάρουν τη δόση τους όποτε την χρειαστούν.

Η Street Glide μπορεί να ταξιδεύει με 150-160km/h για ώρες στην εθνική χωρίς πρόβλημα, αλλά αν το κάνεις αυτό, βάζεις τον εαυτό σου σε έναν ρυθμό που αφαιρεί το μεγαλύτερο μέρος της γοητείας αυτής της μοτοσυκλέτας. Επίσης μειώνεις τον χρόνο του ταξιδιού, που είναι καλό μόνο όταν ταξιδεύεις με τις υπόλοιπες μοτοσυκλέτες. Με την Street Glide θέλεις το ταξίδι να διαρκέσει όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί; Γιατί αισθάνεσαι ότι κάνεις βόλτα και σε όλους μας αρέσουν οι βόλτες και θέλουμε να διαρκούν όσο περισσότερο γίνεται. Κατέβασε την ταχύτητα ταξιδιού στα 120-140 km/h και θα ανοίξει μπροστά σου ένας καινούριος κόσμος. Το είχα γράψει και στο τεστ της μοτοσυκλέτα στο τ. 582 του MOTO, ότι η διαδικασία οδήγησης της Street Glide σου καθαρίζει το μυαλό με αποτέλεσμα να νοιώθεις ψυχική γαλήνη. Πρωταγωνιστής σε αυτή την διαδικασία είναι ο κινητήρας με τον αριθμό “107”. Αυτός με την τεχνολογία του 1920 που σχολίασε κάποιος στο facebook ή “αυτός ο καινούριος, ο γιαπωνέζικος” που μου είπε ένας “παλιός” Χαρλεάς.

Εννοείται πως κανένας από τους δύο δεν έχει ταξιδέψει με την Street Glide…

Πρόκειται για τον καλύτερο κινητήρα στην ιστορία της Harley και σίγουρα πολύ καλύτερο από τον κινητήρα των V-Rod που είχε σχεδιάσει μαζί με την Porsche και είχε τεχνολογία του 2020. Κλάσεις ανώτερος είναι και από τον προηγούμενο 103 και 103 ΗΟ, διότι δεν έχει παρασιτικούς μεταλλικούς θορύβους, οπότε παράγει πιο καθαρά τον αυθεντικό ήχο των αμερικάνικων V2 και όταν ανοίγεις το γκάζι σπρώχνει εμπρός την μοτοσυκλέτα έως τον κόφτη, χωρίς ενοχλητικούς κραδασμούς.

Ο κινητήρας αυτός είναι που σε κάνει να λες ότι η Street Glide είναι η Rolls Royce των μοτοσυκλετών.

 

Η άνεση που προσφέρει αυτή η μοτοσυκλέτα είναι κυρίως ψυχική και όχι σωματική. Από το σώμα σου έχει απαιτήσεις στους πολύ στενούς επαρχιακούς δρόμους. Το μόνο που μπορείς να χειριστείς πάνω της με ένα άγγιγμα είναι η μεγάλη οθόνη touch screen του συστήματος multimedia. Η ανάλυση της οθόνης είναι πολύ καλή αλλά όχι κορυφαία. Όμως οι δυνατότητες του συστήματος ξεπερνούν ακόμα και εκείνες της BMW στο καινούριο σύστημα Connected που έχει το καινούριο  R 1200 GS. Επίσης εργονομικά είναι άψογο και η πλοήγηση στο μενού του navi και του ηχοσυστήματος (έχει ραδιόφωνο και σύνδεση για mp3/mp4/smartphone) γίνεται εύκολα από τα δύο joystick στους διακόπτες. Άριστα δέκα παίρνει και το cruise control που μέχρι στιγμής είναι το πιο ομαλό σε λειτουργία και εύκολο στο χειρισμό που έχουμε δοκιμάσει.

Τα υπόλοιπα τα έχουμε γράψει στο τεστ της μοτοσυκλέτας, αλλά και από την οδήγησή της στην πανευρωπαϊκή παρουσίαση στην Κροατία, μαζί με την Road Glide.

Αν αξίζει να προσθέσουμε κάτι, αυτό αφορά την μεγάλη αυτονομία που προσφέρει το ρεζερβουάρ και η λογική κατανάλωση βενζίνης του κινητήρα. Ο δείκτης της βενζίνης ακούμπησε την ένδειξη της ρεζέρβας στα 367 χιλιόμετρα. Εντυπωσιακό επίτευγμα για μια μοτοσυκλέτα με 1745 κυβικά που ζυγίζει 360 κιλά.

   

Dunlop Roadsmart IV: Το δοκιμάζουμε σε όλες τις συνθήκες

Η νέα γενιά Roadsmart εξισώνει τις συνθήκες του δρόμου

Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

21/4/2022

Συνομιλώντας κατά καιρούς με τα στελέχη των μεγαλύτερων κατασκευαστών ελαστικών, έχω καταγράψει ορισμένους κοινούς προβληματισμούς που παραδέχονται όλοι τους πως ισχύουν στον ίδιο βαθμό, κι ένας από αυτούς είναι πως τα ελαστικά που προορίζονται για καθημερινή χρήση δρόμου, έχουν στην πράξη τόσες απαιτήσεις που ο σχεδιασμό και η εξέλιξή καταλήγει δυσκολότερο έργο από την εξέλιξη ενός αγωνιστικού ελαστικού. Διότι το τελευταίο καλείται να κάνει ένα πράγμα, τα ελαστικά αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι σπορ με αξιώσεις, αλλά να έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής, καλή απόδοση στο βρεγμένο, να ζεσταίνονται γρήγορα αλλά να μην υπερθεμαίνονται εύκολα, να απορροφούν ανωμαλίες του δρόμου χωρίς όμως κινητικότητα πέλματος και να αντέχουν και στο φόρτωμα και τέλος, εκείνο που παραβλέπουν όλοι, να διατηρούν αυτά τα χαρακτηριστικά σε αρκετές διαφορετικές διαστάσεις!

Υψηλόβαθμο στέλεχος της Dunlop στην Ευρώπη εξηγούσε στο ΜΟΤΟ, κατά την παρουσίαση του νέου ελαστικού που έχετε ήδη διαβάσει στο τεύχος 629, πως το Roadsmart IV είναι ο κοινός τόπος επαφής της εταιρείας με εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες, που σημαίνει πως η ανάπτυξή του έχει μεγαλύτερη σημασία από τα αγωνιστικά ελαστικά των Moto2 και Moto3 στα MotoGP που τα τελευταία χρόνια η Dunlop είναι αποκλειστικός προμηθευτής.

Η αναφορά δεν ήταν τυχαία, καθώς το Roadsmart IV επωφελείται από την τεράστια αγωνιστική πορεία της Dunlop με τρόπο πολύ άμεσο και πρακτικό και όχι θεωρητικό. Οι αγώνες αποτελούν τον τόπο της εξέλιξης του είδους, χωρίς αυτούς η εξέλιξη όχι μόνο είναι αργή αλλά μπορεί να οδηγηθεί και σε λάθους δρόμους. Μπορείς να πεις πως όλα τα ελαστικά δρόμου κάθε εταιρείας επωφελούνται από την αγωνιστική της πορεία με βάση την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, όμως εδώ μιλάμε για κάτι τελείως πρακτικό και όχι θεωρητικό: Πρόσφατα το τμήμα αγωνιστικών ελαστικών της Dunlop, αυτό που κατασκευάζει τα ελαστικά της Moto2 και της Moto3, μετακόμισε από το Birmingham της Αγγλίας όπου βρισκόταν επί δεκαετίας, στο βασικό εργοστάσιο της Dunlop στην Γαλλία, εκεί που κατασκευάζονται και τα Roadsmart IV. Η μεταφορά αυτή προίκισε τις γραμμές παραγωγής των ελαστικών δρόμου με ορισμένες πολύ ενδιαφέρουσες εργαλειομηχανές βουλκανισμού και επέτρεψε στην Dunlop να χρησιμοποιήσει ορισμένες τεχνικές κατασκευής που μέχρι στιγμής υπήρχαν μόνο στους αγώνες και στα αγωνιστικά ελαστικά που μπορούσαν να καλύψουν το υψηλότερο κόστος παραγωγής. Η ενοποίηση αυτή όμως, έδωσε πρόσβαση σε εργαλεία που μέχρι πριν δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί η ανάπτυξή τους χωρίς να αυξηθεί και το κόστος, κι έτσι από την απλή μεταφορά τεχνογνωσίας και εμπειρίας που γινόταν μέχρι πριν άμεσα και απρόσκοπτα στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, πλέον άνοιξε ο δρόμος και για την φυσική χρήση του εξοπλισμού!

Κι έτσι το Roadsmart IV γίνεται πλέον το πρώτο ελαστικό της κατηγορίας που κάνει χρήση της τεχνολογίας Jointless Tread. Η ονομασία περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται η γόμα πάνω στον σκελετό. Όπως ακριβώς και με την Jointless Belt τεχνολογία για την κατασκευή του σκελετού που είτε με αυτή την ονομασία είτε με διαφορετική, όλοι οι μεγάλοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν, αντίστοιχα και με την Jointless Tread η εξωτερική γόμα απλώνεται σε λωρίδες σε μορφή μαστίχης τυλιγμένη πάνω στον σκελετό και γίνεται ένα σώμα κατά την διαδικασία του βουλκανισμού στην νέα εργαλειομηχανή που μέχρι πριν είχαν πρόσβαση μονάχα τα αγωνιστικά ελαστικά. Μέχρι τώρα η γόμα των ελαστικών αυτής της κατηγορίας ήταν ένα φύλλο που τύλιγε τον σκελετό και επικολλιούνταν επάνω του και ο βουλκανισμός, μεταξύ άλλων, εξαφάνιζε και το σημείο της ένωσης.

Η άλλη βασική διαφορά που έχει το νέο ελαστικό με τον προκάτοχό του, είναι στην εξέλιξη της ίδιας της Jointless Belt τεχνολογίας καθώς τώρα το νήμα που αποτελεί τον σκελετό είναι ένα και ενιαίο, εφαρμόζεται απευθείας στο εσωτερικό πέλμα και περιμένει την γόμα σε μορφή μαστίχης για να επικολληθεί. Μέχρι τώρα η κατασκευή του σκελετού ξεκινούσε φτιάχνοντας μία πλακέ ζώνη από τρεις χορδές που εμποτίζονταν στο ίδιο μίγμα της γόμας, κι έπειτα αυτή η ζώνη τυλιγόταν πάνω στο εσωτερικό πέλμα με την Jointless Belt τεχνολογία. Ο εμποτισμός σε γόμα και η δημιουργία ζώνης ήταν ο μόνος τρόπος συγκόλλησης όλων των διαφορετικών στρωμάτων πριν ξεκινήσει ο βουλκανισμός. Τώρα μπορεί και αυτή η διαδικασία να αλλάξει κι έτσι ένα ενιαίο νήμα, χωρίς κάποιον εμποτισμό, τυλίγεται πάνω στο εσωτερικό πλέγμα και απευθείας εφαρμόζεται το μίγμα της γόμας με Jointless Tread τρόπο. Το βασικό κέρδος αυτής της αλλαγής είναι το μικρότερο βάρος του ελαστικού και η καλύτερη απαγωγή θερμότητας, καθώς ο σκελετός παίζει τον μεγαλύτερη ρόλο στην διατήρηση θερμότητας του ελαστικού και πλέον είναι σε αμεσότερη επαφή με το εσωτερικό πλέγμα και την εξωτερική γόμα.

Φυσικά, η κυριότερη αλλαγή που αντιλαμβάνεται κανείς κοιτώντας το ελαστικό δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η νέα χάραξη. Στο προηγούμενο μοντέλο που θα εξακολουθήσει για πολύ καιρό να παράγεται αλλά σε νέα τιμή αποτελώντας μία πιο προσιτή λύση, η Dunlop είχε εφαρμόσει μία τεχνική σχεδιασμού που την αποκαλεί «νησίδες» καθώς τα αυλάκια είναι χωρισμένα σε ομάδες που καλύπτουν το ελαστικό αφήνοντας κενά αχάρακτης γόμας ανάμεσά τους. Αφήνει πίσω της την τεχνική των ομάδων αυλακιών, των «νησίδων» και φτιάχνει τώρα μία νέα χάραξη παρόλο που ο τρόπος αυτός αποδείχτηκε αποτελεσματικός στο Roadsmart III. Βάζοντας όμως στόχο να αναβαθμίσει την απόδοση στο βρεγμένο και ταυτόχρονα την σπορ συμπεριφορά, χρειάστηκε κάτι νέο καθώς αποδείχτηκε πως οι νησίδες προσέδιδαν κινητικότητα πέλματος σε ακραία σπορ, ρυθμό οδήγησης. Παράλληλα τα νέα αυλάκια βελτιώνουν την διάρκεια ζωής, κάτι που αυτή την στιγμή αποτελεί δήλωση της Dunlop χωρίς να επαληθεύεται από εμάς, από την στιγμή που δεν έχουμε γράψει χιλιάδες χιλιόμετρα με τα νέα Roadsmart IV.

Εκείνο που με βεβαιότητα επαληθεύτηκε, ήταν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του σε μία αρχική διαδρομή τριακοσίων χιλιομέτρων χωρίς στάσεις, πριν μπούμε μαζί τους στην ιδιωτική πίστα δοκιμών της Dunlop. Εκτός από μία κανονική πίστα με έντονες υψομετρικές διακυμάνσεις στην μορφολογία της, η Goodyear, στην ομπρέλα της οποίας είναι και η Dunlop, διαθέτει και μία σειρά εξεζητημένων πεδίων δοκιμών για δοκιμές στο βρεγμένο και για δοκιμές ελιγμών και ευελιξίας. Η πίστα εξομοίωσης βροχής γεμίζει νερό και μάλιστα δημιουργεί και αυλάκια με περισσότερη ροή ώστε να έρχεται πολύ κοντά σε συνθήκες καταιγίδας σε δημόσιο δρόμο και την περνάς μονάχα με αδιάβροχα καθώς είναι σαν να βρέχει εκεί μέρα από τους πίδακες που δημιουργούν τα ελαστικά, τόσο πολύ νερό που υπάρχει στην επιφάνειά της.

Είναι ένας εξεζητημένος μηχανισμός που διακινεί τεράστιες ποσότητες νερού αλλά σε απόλυτο σεβασμό του περιβάλλοντος. Η πίστα είναι κατασκευασμένη σε πλαγιά και δεν χρησιμοποιεί μπεκ για την κατάβρεξή της αλλά διατρέχεται από την αριστερή της μεριά από υπόγειο αυλάκι που στην ουσία είναι η υπερχείλιση διαφορετικών, συγκοινωνούντων δεξαμενών. Το νερό που ξεχειλίζει και διατρέχει την πίστα, συλλέγεται από υπόγεια υδρορροή που διατρέχει την πίστα από την δεξιά της μεριά κι αφότου φιλτραριστεί, επαναπροωθείται στις δεξαμενές. Το αποτέλεσμα είναι μία πίστα που μόνιμα την διατρέχει το νερό με ακανόνιστα σημεία όπου έχει περισσότερη ή λιγότερη ροή, ανάλογα με την υπερχείλιση. Είναι ένα εξαιρετικό πεδίο δοκιμών για να δεις την απόδοση σε βρεγμένο οδόστρωμα σε συνθήκες που μόνιμα προσομοιάζουν μία καταρρακτώδη βροχή.

Η αρχή βέβαια της ημέρας έγινε κυνηγώντας τον Peter Hickman μαζί με έναν Αυστριακό και δύο Γερμανούς συναδέλφους, σχηματίζοντας ένα ξεχωριστό γκρουπ πέντε αναβατών και δύο πλοηγών που πήραν οδηγίες από το μεγάλο αφεντικό της Dunlop για ακραία σπορ οδήγηση όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, «και μην τολμήσουν να πουν πως βαρέθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να κάνει λόγο ο Peter Hickman, συνέντευξη του οποίου θα διαβάσετε σύντομα στο ΜΟΤΟ, για οδήγηση που ξεφεύγει από τα δικά του πρότυπα για ελαστικά δρόμου και αγνώστους συνοδοιπόρους, κι ας μην πλησιάσαμε ούτε στο ελάχιστο μία ημέρα του στο Isle of Man. Ήταν όμως η πλέον γρήγορη οδήγηση που επέτρεπε ο δρόμος και οι συνθήκες, με στάσεις μονάχα για να αλλάξουμε μοτοσυκλέτες, δοκιμάζοντας τα νέα ελαστικά από Suzuki GSX-S 1000GT, μέχρι Honda NT1000!

Η καλή η ημέρα φάνηκε από την πρώτη κιόλας στροφή, όταν ο πλοηγός χρειάστηκε να βγάλει το πόδι από τα μαρσπιέ του Versys 1000 που είχαν διπλώσει ξύνοντας την άσφαλτο με όλο τους πλέον το μήκος και όχι μονάχα τον αποστάστη. Βασικό μέλημα της Dunlop είναι να σχεδιάζει τα ελαστικά έτσι ώστε το πίσω να χάνει πρώτο την πρόσφυση, δίνοντάς σου χρόνο αντίδρασης. Πρόκειται για μία φιλοσοφία σχεδιασμού που ξεκινά από την γεωμετρία του ελαστικού αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί και φυσικά ο λόγος είναι για σταθερή πρόσφυση του δρόμου και όχι για τις στιγμές που το εμπρός ελαστικό θα περάσει πρώτο από σημείο μειωμένης πρόσφυσης. Οπότε όταν πατήσεις χαλίκια ή βρεγμένο κομμάτι του δρόμου χάνοντας στιγμιαία πρόσφυση εμπρός, βασίζεσαι να σε ακολουθήσει το ελαστικό στην γρήγορη αντίδραση και να ανακτήσει άμεσα όπως φυσικά και υπήρξε τέτοια περίπτωση και μάλιστα σε ένα από τα ταχύτερα κομμάτια της διαδρομής, εκεί όπου συμβαίνουν αυτές οι περιπτώσεις.

Κρατώντας βαθιά τα φρένα μέσα στις στροφές για να διατηρηθεί ο υψηλός ρυθμός οδήγησης που επιβάλλει ο πλοηγός και με τον Peter Hickman να ακολουθεί, δίχως να αφήνει περιθώριο, η εμπιστοσύνη στο Roadsmart IV χτίζεται πολύ γρήγορα κι ανεβαίνει πολλούς ορόφους. Το ελαστικό διατηρεί την κατευθυντικότητά του και τα περιθώριά του βρίσκονται πολύ ψηλά, όπως διαπιστώσαμε αμέσως μετά στην πίστα αυτή την φορά με πλοηγό τώρα τον Hickman. Δίχως πλέον περιορισμούς και στην ασφάλεια που προσφέρει η ιδιαίτερη και άκρως τεχνική ιδιωτική πίστα της Goodyear-Dunlop και κρατώντας τις ίδιες street μοτοσυκλέτες, το Roadsmart IV μας αποκαλύπτεται πλήρως. Υψηλός βαθμός κλίσης που έρχεται αβίαστα και δεν προκύπτει από υπερ-προσπάθεια, ακριβώς το αντίθετο. Εμπιστοσύνη στο εμπρός ελαστικό που έχει ομοιογένεια στην συμπεριφορά του σε όλες τις μοίρες που συναντά την άσφαλτο και ταχύτητα προσαρμογής στις αλλαγές κλίσης σε ρυθμό που ξεφεύγει από την σπορ οδήγηση στον δρόμο, είναι το συμπέρασμα μετά από αρκετούς γύρους στην πίστα, φανερώνοντας τα υψηλά όρια που έχει το Roadsmart IV.

Στην πίστα – λίμνη, ο στόχος της Dunlop ήταν να βελτιώσει την απόδοση μεταξύ 7ο και 30ο κλίσης που θεωρεί πως είναι το μέσο εύρος κλίσης των αναβατών σε βρεγμένους δημόσιους δρόμους. Βασικό σημείο αναφοράς όμως για τους περισσότερους όταν οδηγούν σε καταρρακτώδη βροχή είναι οι 20ο κλίσης, κι εκεί το ελαστικό έχει 46 τετραγωνικά εκατοστά επαφής με την άσφαλτο, δηλαδή τρία περισσότερα από το Roadsmart III. Την έκδοση αυτή είχαμε δοκιμάσει στην ίδια ακριβώς πίστα έναντι όμως του ανταγωνισμού που βγήκε τότε καλύτερο ελαστικό και τώρα το δοκιμάζαμε έναντι της νέας του έκδοσης. Βέβαια και ο ανταγωνισμός έχει βελτιωθεί από τότε και μάλιστα αρκετά, είναι όμως χαρακτηριστικό πως το Roadsmart IV είχε βελτιωθεί αρκετά έναντι του III που τα οδηγούσαμε εναλλάξ σε ίδιο μοντέλο μοτοσυκλέτας. Να σημειωθεί πως στο παραπάνω εμβαδό ελαστικού αντιστοιχεί ποσοστό αυλακώσεων που αγγίζει το 12,6% έναντι 10,3% στο προηγούμενο μοντέλο που δεν είναι μικρή διαφορά. Ακόμη περισσότερα για το βρεγμένο αλλά και για τα δυναμικά χαρακτηριστικά του Roadsmart IV, διαβάζετε στο τεύχος #629 του ΜΟΤΟ.

Με διάφορες εκδόσεις για να προσαρμόζεται το ελαστικό σε βαρύτερες και πιο τουριστικές μοτοσυκλέτες, καθώς και πλήθος διαστάσεων το Roadsmart IV είναι ένα από τα πιο σημαντικά ελαστικά στην τεράστια γκάμα της Dunlop γιατί την φέρνει κοντά σε εκατοντάδες χιλιάδες αναβάτες. Ενώ οι sport-touring μοτοσυκλέτες έχουν πρακτικά εξαφανιστεί, τα sport-touring ελαστικά μονοπωλούν εδώ και χρόνια τις πωλήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο στην Ευρώπη και χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση από μεγάλο εύρος των street μοτοσυκλετών. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, η Dunlop επένδυσε αρκετά στην εξέλιξή του και του έδωσε δυναμικά στοιχεία για να είναι σύντροφος όλες τις ώρες, σε όλες τις καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάθε ρυθμό οδήγησης.