Οδηγούμε το Honda SH 150i Smart Top Box

Απρόσιτο… για τον ανταγωνισμό!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

29/7/2020

Είναι κλισέ με, αλλά πέρα ως πέρα αληθινό δε: το καλό για να γίνει καλύτερο είναι δύσκολο και ταυτόχρονα ελλοχεύει κινδύνους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι μηχανολόγοι των εργοστασίων, στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν ένα καλό "πακέτο", κατέστρεψαν τα κεκτημένα! Ευτυχώς στην περίπτωση του ανανεωμένου και αναβαθμισμένου Honda SH 150i, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι.

Έχοντας ξεκάθαρο το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα για το SH 150i, οι άνθρωποι της Honda χάραξαν μια στρατηγική αναβάθμισης πάνω σε τέσσερις άξονες. Στην αύξηση της δύναμης και της ροπής, στην βελτίωση της κατανάλωσης, στην περισσότερη άνεση και στον εμπλουτισμένο εξοπλισμό. Εμφανισιακά, το νέο SH διατηρεί την οικογενειακή ταυτότητα, αλλά με μια πιο σύγχρονη και δυναμική εμφάνιση. Τα LED φώτα δημιουργούν το γράμμα "H", δίνοντας μια χαρακτηριστική όψη, ενώ έχει διατηρηθεί –φυσικά- το επίπεδο πάτωμα (το μεγαλύτερο ατού σε ότι αφορά την πρακτικότητα του μικρομεσαίου σκούτερ της Honda), σε συνδυασμό με την αύξηση κατά 10 λίτρα του αποθηκευτικού χώρου κάτω από τη σέλα, χάρη στην τοποθέτηση του ρεζερβουάρ χαμηλά στην ποδιά. Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, μαζί με το top case της συγκεκριμένης έκδοσης της δοκιμής μας, προσθέτουν σημαντικούς πόντους στην πρακτικότητα του μικρού SH.

Η οθόνη, αν και παρέμεινε LCD, είναι πλέον διαφορετικά σχεδιασμένη και σαφώς πιο καλαίσθητη, προσφέροντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και ενδείξεις. Τώρα, η πλοήγηση στο μενού γίνεται από δύο διακόπτες που βρίσκονται στα αριστερά χειριστήρια.

Η θέση οδήγησης διατηρεί τα υψηλά στάνταρ της προηγούμενης γενιάς, με ιδιαίτερη πρόβλεψη και για την άνεση του συνεπιβάτη, για τον οποίο το εργονομικό τρίγωνο διαστάσεων αγγίζει το ιδανικό. Στο νέο SH 150i παρέμεινε φυσικά και η keyless τεχνολογία, με τον περιστροφικό, φωτιζόμενο, διακόπτη να απλουστεύει σημαντικά την διαδικασία εκκίνησης.

Ο μονοκύλινδρος κινητήρας eSP+ είναι σχεδιασμένος από την αρχή, ανοίγοντας για το SH την τετραβάλβιδη εποχή, πληρώντας παράλληλα και τις Euro5 προδιαγραφές. Πέρα από την τετραβάλβιδη κεφαλή, οι σημαντικές διαφορές συγκριτικά με το προηγούμενης γενιάς SH, είναι η βελτίωση της επιτάχυνσης και η υψηλότερη τελική σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις, ενώ ταυτόχρονα έχει βελτιωθεί αισθητά το επίπεδο της κατανάλωσης. Όπως θα μπορέσετε να διαβάσετε στο τεύχος Σεπτεμβρίου του ΜΟΤΟ στην αναλυτική δοκιμή του SH 150i Smart Top Box, δεν είναι μόνο τα απόλυτα νούμερα της ροπής και της ιπποδύναμης που κάνουν την διαφορά, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται η δύναμη και το "άπλωμά" της σε όλο το φάσμα των στροφών.

Μία από τις σημαντικές προσθήκες του νέου SH για το 2020 είναι το HSTC (το traction control της Honda), το οποίο όσο οξύμωρο κι αν φαίνεται αρχικά σε ένα σκούτερ 150 κυβικών, άλλο τόσο νόημα και ουσία έχει η ύπαρξή του, ειδικά αν συνυπολογίσουμε την ποιότητα της ελληνικής ασφάλτου και το συνολικό προφίλ του SH 150i. Αποτελώντας σημείο αναφοράς σε όλους σχεδόν τους τομείς, από την πρακτικότητα και τις επιδόσεις, μέχρι την ποιότητα κατασκευής, δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά στον τομέα της ασφάλειας. Αν παρ' όλα αυτά υπάρχουν κάποιοι που αναρωτιούνται για το λόγο ύπαρξης του traction control, προφανώς δεν έχουν γλιστρήσει ξεκινώντας πάνω από τις βρεγμένες άσπρες γραμμές των διαβάσεων ακόμη και με πενηντάρι σκούτερ…

Σε ό,τι αφορά το πλαίσιο, ο επανασχεδιασμός του έγινε με γνώμονα την αύξηση του αποθηκευτικού χώρου, αλλά και η βελτίωση της συμπεριφοράς, μιας και αυξήθηκε το μεταξόνιο κατά 10mm, ενώ άλλαξε και το μοχλικό σύνδεσης του κινητήρα, μαζί με την γωνία έδρασης των αμορτισέρ.

Φυσικά όλα τα παραπάνω έχουν και το αντίστοιχο "αντίκρισμα" στην πράξη, εκεί που από τα πρώτα κιόλας μέτρα που θα διανύσεις πάνω στην σέλα του SH 150i δεν θα σου είναι καθόλου δύσκολο να αντιληφθείς, ότι η ποιότητα ήταν το κύριο μέλημα σε όλες τις παραμέτρους. Δεν αναφέρομαι μόνο στο κατασκευαστικό κομμάτι, αλλά στην αίσθηση που αποκομίζεις οδηγικά σε όλες τις συνθήκες. Είναι πραγματικά δύσκολο για ένα σκούτερ να σε αφήσει τόσο εντυπωσιασμένο, γι' αυτό και αποκτά ιδιαίτερο βάρος αυτή η δυνατότητα του SH 150i, όπως θα αντιληφθείτε διαβάζοντας το πλήρες τεστ του συγκεκριμένου σκούτερ. Με το SH 150i η Honda κάνει μια ακόμη επίδειξη σχεδιαστικής και κατασκευαστικής δεινότητας και ποιοτικής υπεροχής, κι αυτό μεταφράζεται μόνο σε όφλεος για τους υποψήφιους ιδιοκτήτες του.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Honda SH 150i Smart Top Box
Αντιπρόσωπος:
Αδελφοί Σαρακάκη Α.Ε.Β.Μ.Ε.
Τιμή:
€4.250
 
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Μήκος (mm):
2.090
Ύψος (mm):
1.130
Μεταξόνιο (mm):
1.350
Απόσταση από το έδαφος (mm):
145
Ύψος σέλας (mm):
799
Ίχνος (mm):
85,2
Γωνία κάστερ (˚):
26
Απόσταση σέλας - τιμονιού (mm):
600
Απόσταση σέλας - μαρσπιέ (mm):
600
Απόσταση μαρσπιέ - τιμονιού (mm):
770
Απόσταση πίσω σέλας - πίσω μαρσπιέ (mm):
650
 
ΜΕΤΡΗΣΗ ΒΑΡΟΥΣ
143
(χωρίς καύσιμο: 137,75)
Πίσω
61,9%
Εμπρός
38,1%
Σφάλμα στοιχείων κατασκευαστή:
6,6%
 
ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος:
Ατσάλινο σωληνωτό
Πλάτος (mm):
730
Βάρος κατασκευαστή, γεμάτη (kg):
134,1
 
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος:
Τετράχρονος, μονοκύλινδρος, υγρόψυκτος με 1ΕΕΚ και 4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm):
60 x 55,5
Χωρητικότητα (cc):
156,9
Σχέση συμπίεσης:
12,0:1
Ισχύς (ΗΡ/rpm):
16,6 / 8.500
Ροπή (kg.m/rpm):
1,5 / 6.500
Ειδική ισχύς (ΗΡ/l):
105,8
Τροφοδοσία:
Ψεκασμός
Σύστημα εξαγωγής:
1 σε 1
Σύστημα λίπανσης:
Υγρό κάρτερ
Σύστημα εκκίνησης:
Μίζα
 
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Συμπλέκτης:
Αυτόματος φυγοκεντρικός
 
ΚΙΛΑ ΑΝΑ ΙΠΠΟ
 
Κενή
Γεμάτη
Θεωρητικά
-
8,07
Πραγματικά
 
 
 
ΠΙΣΩ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Δύο αμορτισέρ
Διαδρομή (mm):
83
Ρυθμίσεις:
Προφόρτιση ελατηρίων
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16M/C x MT2.75
Ελαστικό:
120/80-16
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με δικάναλο ABS
 
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
 
 
ΕΜΠΡΟΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή/Διάμετρος (mm):
89 / 33
Ρυθμίσεις:
Καμία
ΤΡΟΧΟΣ
Ζάντα:
16M/C x MT2.50
Ελαστικό:
100/80-16
ΦΡΕΝΟ
Δισκόφρενο με δικάναλο ABS
 
 
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Μέση
3.1
Αυτονομία (km):
226
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l):
7 / -
     

 

 

 

 

 

Ετικέτες

Δοκιμή ελαστικών Dunlop Meridian: Εξειδικευμένα για Ελλάδα

Ξεκλειδώνουν τον σπορ χαρακτήρα των On-Off
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

6/12/2022

Καμία μεγάλη εταιρεία ελαστικών δεν σχεδιάζει ένα καινούριο λάστιχο έχοντας στο μυαλό της τους ελληνικούς δρόμους ή τον τρόπο που οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τις μοτοσυκλέτες μας.

Ούτε φυσικά η Dunlop έχασε τον χρόνο της για να δει τί στο καλό γίνεται στο μικρό γαλατικό χωρίο που αποκαλούμε Ελλάδα κατά την εξέλιξη των νέων Meridian. Όμως στην πράξη τα Meridian είναι κομμένα και ραμμένα για την πάρτη μας!

 

Στο μυαλό των μοτοσυκλετιστών, οι κατηγορίες των ελαστικών έχουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές. Τα σπορ ελαστικά κρατάνε αλλά είναι μαλακά και τρώγονται, τα τουριστικά ελαστικά αντέχουν αλλά είναι σκληρά και γλιστράνε, τα “τρακτερωτά” είναι για χώμα κ.τ.λ.

Δυστυχώς, ή μάλλον ευτυχώς, τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Ειδικά αν μιλάμε για την ελληνική μοτοσυκλετιστική πραγματικότητα, τότε οι παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατά την επιλογή ενός νέου ζευγαριού ελαστικών για τη μοτοσυκλέτα μας, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με εκείνους που αφορούν έναν Ιταλό, έναν Ισπανό ή ακόμα χειρότερα έναν κεντροευρωπαίο μοτοσυκλετιστή.

Ζούμε σε μια – εντελώς - παράξενη χώρα και αντίστοιχα παράξενες είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις μας. Την ίδια στιγμή, η τεχνολογία των ελαστικών έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία χρόνια και το ίδιο συμβαίνει με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών, όπου τα ηλεκτρονικά βοηθήματα έχουν αναλάβει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο και οι ιπποδυνάμεις έχουν εκτοξευτεί στα ουράνια. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, που το θέμα μας είναι ελαστικά για “On-Off” μοτοσυκλέτες, οι απαιτήσεις είναι πολύ υψηλού επιπέδου, τόσο από την μεριά του αναβάτη, όσο και από τη μεριά των ίδιων των μοτοσυκλετών.

 

Το νέο Meridian της Dunlop το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τις σύγχρονες on-off μοτοσυκλέτες, όπου οι ιπποδυνάμεις ξεκινούν στη μεσαία κατηγορία από τους 60 ίππους στον τροχό και φτάνουν ή ακόμα και ξεπερνούν τους 140 στα θηρία των 1200+ κυβικών. Αντίστοιχα μεγάλο εύρος έχει και το πραγματικό βάρος τους, όπου τα 200 κιλά είναι η αφετηρία για τους μικρότερους κυβισμούς, ενώ η ζυγαριά μπορεί να δείξει πάνω από 400 κιλά αν βάλεις πάνω της ένα θηρίο με γεμάτο το ρεζερβουάρ των 25-30 λίτρων και δύο άτομα στη σέλα.

Γι' αυτό σκεφτήκαμε πολύ ποια μοτοσυκλέτα θα χρησιμοποιήσουμε για τη δοκιμή των Meridian, ώστε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα για την συμπεριφορά τους.

Το νέο V-Strom 1050 XT ήταν η πιο κατάλληλη επιλογή, όχι μόνο γιατί φοράει την πιο κοινή διάσταση ελαστικών στην κατηγορία των οn-οff (110/80-19 εμπρός και 150/70-17 πίσω) αλλά και γιατί έχει συμβατικές και πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις, που επιτρέπουν στον δοκιμαστή να διαχωρίσει τις πληροφορίες που παίρνει από τα ελαστικά στις χαμηλές ταχύτητες.

Οι ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (π.χ. KTM 1290, Triumph Tiger 1200) και τα συστήματα ανάρτησης με αρθρώσεις (BMW R1250GS) θολώνουν την εικόνα στις χαμηλές και πολύ χαμηλές ταχύτητες, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να κολακεύουν ένα μέτριο ή κακό ελαστικό ή να υπονομεύουν τα πλεονεκτήματα κάποιου καλού ελαστικού (π.χ. άνεση ευελιξία κ.τ.λ.). Με το V-Strom 1050 τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, γιατί δεν έχεις “παρεμβολές” ηλεκτρονικών ή μηχανικών συστημάτων.

Επίσης έχει ουδέτερο στήσιμο πλαισίου, οπότε μπορείς να δεις ξεκάθαρα πόσο επηρεάζεται η συμπεριφορά της μοτοσυκλέτας από τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του σκελετού των ελαστικών.

 

Πριν όμως πούμε εμείς τι κάνουν τα Meridian, καλό θα ήταν να δούμε τι λέει η Dunlop για αυτά τα ελαστικά. Όπως φαίνεται και με το μάτι κοιτώντας τη χάραξη, τα Meridian ανήκουν στη νέα γενιά ελαστικών για mega on-off όπου η βασική χρήση τους είναι η οδήγηση στην άσφαλτο. Σαφώς η κατασκευαστική δομή τους περιλαμβάνει και την οδήγηση στο χώμα, αλλά μόνο στον τομέα της αντοχής και όχι στον τομέα της πρόσφυσης.

Για να το πούμε πιο απλά, θα αντέξουν τις κροκάλες και τις φυτευτές πέτρες αν θέλεις να διανύσεις κάποια χιλιόμετρα χωματόδρομου στις διακοπές σου, αλλά δεν είναι για να πάρεις φόρα και να βουτήξεις στις λάσπες ή να διασχίσεις τη Σαχάρα. Η αντοχή, η χιλιομετρική απόδοση και η συνολικά ασφαλή συμπεριφορά σε μεταβλητές συνθήκες (καιρού ή πρόσφυσης) είναι οι βασικοί πυλώνες αυτού του τύπου ελαστικών ανεξαρτήτως εταιρείας. Η Dunlop από τη μεριά της μας υπόσχεται πως τα Meridian καλύπτουν όλες τις παραπάνω απαιτήσεις.

Σε επίπεδο τεχνολογίας είναι απόλυτα πειστική, καθώς έχουν όλες τις πατέντες και τις καινοτομίες που συναντάμε στα κορυφαία ελαστικά των superbike. Ο σκελετός αποτελείται από τρεις διαφορετικές ζώνες, ειδικά σχεδιασμένες για να ελέγχουν την παραμόρφωση του ελαστικού απ’ άκρη σε άκρη, διατηρώντας σταθερό το αποτύπωμα του ελαστικού πάνω στο δρόμο.

Η γόμα έχει διαφορετική χημική και μοριακή σύνθεση για το εμπρός ελαστικό και εντελώς διαφορετική για το πίσω. Εμπρός είναι ενιαίας σύνθεσης με πυρίτιο και black-carbon. Όπως ξέρουμε, το πυρίτιο προφέρει πολύ καλό και άμεσο κράτημα στο κρύο και τη βροχή, ενώ το black-carbon προφέρει σταθερό επίπεδο κρατήματος όταν η θερμοκρασία του ελαστικού ανέβει. Η αναλογία στη μείξη των δύο συστατικών και το επίπεδο ακαμψίας του σκελετού, καθορίζουν την ταχύτητα και το φάσμα της θερμοκρασίας λειτουργίας του ελαστικού.

Τα slick και τα ελαστικά για track day δεν έχουν καθόλου πυρίτιο, αλλά θέλουν κουβέρτες και καλό ζέσταμα για να φτάσουν στην ιδανική θερμοκρασία λειτουργίας, ενώ τα ελαστικά πόλης και τα τουριστικά έχουν μεγάλη περιεκτικότητα πυριτίου για να δουλεύουν κρύα και να μην τρώγονται στα μακρινά ταξίδια, αλλά πέφτει απότομα η απόδοσή τους αν υπερθερμανθούν οδηγώντας μέσα σε πίστα με χαμηλές πιέσεις. Άρα η αναλογία που αναμειγνύονται αυτά τα δύο βασικά συστατικά της γόμμας, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το εύρος λειτουργίας του ελαστικού, αλλά δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας καθώς οι κατασκευαστές έχουν βρει και άλλες λύσεις για να διευρύνουν το φάσμα των δυνατοτήτων ενός ελαστικού.

Όπως για παράδειγμα το πίσω ελαστικό του Meridian, όπου η Dunlop χρησιμοποιεί δύο διαφορετικής σύνθεσης γόμες, με την κεντρική να εκτείνεται κάτω από την “μαλακότερη” πλαϊνή, έχοντας στόχο την ομοιόμορφη κατανομή των δυνάμεων που δέχεται ο σκελετός, αλλά και την αντίστοιχα ομοιόμορφη μεταφορά της θερμοκρασίας.

 

Ευελιξία και σπορ γονίδια

Εκείνο που αντιλαμβάνεσαι αμέσως κάνοντας τα πρώτα μέτρα, είναι η ελαφριά αίσθηση στο τιμόνι στους επιτόπιους ελιγμούς και στις χαμηλές ταχύτητες. Το V-Strom 1050 XT είναι ήδη ένα από τα πιο ελαφριά και εύκολα στους χειρισμούς mega on-off μέσα στην πόλη, οπότε ήταν ευχάριστη έκπληξη που τα Meridian βελτίωσαν ακόμα περισσότερο αυτόν τον τομέα. Η “σπορ” γεωμετρία του σκελετού και κυρίως η στιβαρότητά του, είναι η βασική αιτία. Το πέλμα δεν παραμορφώνεται υπερβολικά και το αποτύπωμά του πάνω στην άσφαλτο παραμένει σταθερό, οπότε σταθερή είναι και η αντίσταση από την στατική τριβή του πάνω στην άσφαλτο ή όταν η μοτοσυκλέτα κάνει ελιγμούς με πολύ χαμηλές ταχύτητες.

Το τιμόνι του V-Strom 1050 ήθελε ελάχιστη δύναμη από τα χέρια και ήταν πρόθυμο να αλλάξει αμέσως κατεύθυνση, δίνοντάς σου την αίσθηση πως έφυγαν 10 κιλά πάνω από τη μοτοσυκλέτα. Παρά την εμφανώς στιβαρή κατασκευή του σκελετού, η άνεση δεν επηρεάστηκε αρνητικά – τουλάχιστον όχι σε σημείο που να γίνεται ενοχλητική. Αναμενόμενα μεταφέρει περισσότερους κραδασμούς στα χέρια σε σύγκριση με τα κοινά on-off ελαστικά όταν περνάς με μικρές ταχύτητες πάνω από κοφτές ανωμαλίες και μπαλώματα. Όμως αυτό είναι ένα λογικό αντίτιμο που δίνεις για να πάρεις πίσω ως αντάλλαγμα περισσότερη αίσθηση και πληροφόρηση στα χέρια σου στη γρήγορη οδήγηση.

Πιέζοντας τη μοτοσυκλέτα στις εισόδους των στροφών, είτε μπαίνοντας με φόρα, είτε με trail-braking, έχεις καθαρή εικόνα για το επίπεδο πρόσφυσης και την κατάσταση του οδοστρώματος. Ο σκελετός δεν παρουσιάζει παραμορφώσεις, οπότε δεν “θολώνει” τις πληροφορίες που φτάνουν στα χέρια σου. Η αυξημένη ακαμψία του σκελετού έχει θετικό αντίκτυπο και στην αμεσότητα μεταφοράς των εντολών σου στο τιμόνι. Το V-Strom 1050 XT πλάγιαζε χωρίς αντίσταση και άλλαζε εμφανώς ταχύτερα πορεία από την μια μεριά στην άλλη στα στροφιλίκια. Η ακαμψία του σκελετού έδωσε το πλεονέκτημα στην Dunlop να επιτύχει πολύ καλή ευελιξία χωρίς να καταφύγει σε έναν ακραίο σχεδιασμό της γεωμετρίας της κορώνας του ελαστικού. Μετά την αρχική προθυμία να πλαγιάσει η μοτοσυκλέτα, ακολουθεί μια προοδευτική συμπεριφορά, όσο περισσότερο πλαγιάζεις προσεγγίζοντας την κορυφή της στροφής και δεν εμφανίζει “σκαλοπάτια”.

Άλλο ένα πλεονέκτημα του στιβαρού σκελετού των Meridian φαίνεται στα δυνατά φρεναρίσματα, όπου η μοτοσυκλέτα μένει στην πορεία της και δεν τραβάει το τιμόνι δεξιά-αριστερά. Εδώ όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως το cornering ABS του V-Strom 1050 XT επεμβαίνει αρκετά νωρίς και αφήνει τα φρένα να πιέσουν στο όριο το εμπρός ελαστικό όταν γραπώνεις απότομα και με όλη σου τη δύναμη τη μανέτα του φρένου. Φυσικά δεν μπορείς να τα έχεις όλα δικά σου σε αυτή τη ζωή. Αναμενόμενα η επιπλέον ευελιξία και αμεσότητα στις χαμηλές και μεσαίες ταχύτητες (120-150km/h) που έδωσαν τα Meridian στο V-Strom 1050 XT, έκαναν πιο ελαφρύ το τιμόνι στις υψηλές ταχύτητες (πάνω από 160km/h).

Οι κινήσεις των χεριών σου έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ευθείες της εθνικής και θέλει να αντιμετωπίζεις με πιο ήρεμο τρόπο τις σφαλιάρες από τους πλάγιους ανέμους ή τις διαμήκεις ανωμαλίες του δρόμου.

 

Σημαντικός τομέας άνεσης στα ταξίδια είναι θόρυβος. Η κουβέντα περιορίζεται στους αεροδυναμικούς θορύβους από τη ζελατίνα και το κράνος ή τον κινητήρα και την εξάτμιση. Όμως αντίστοιχα σημαντική πηγή θορύβου είναι τα ίδια τα ελαστικά, ιδιαίτερα στην κατηγορία των on-off όπου συνηθίζεται η αραιή και βαθιά χάραξη του πέλματος. Στην περίπτωση του Meridian ο θόρυβος κύλισης σε όλες τις ταχύτητες ήταν ιδιαίτερα χαμηλός και η χροιά του δεν σου σπάει τα νεύρα.

Βέβαια όλα τα ελαστικά είναι πιο ήσυχα όταν είναι φρέσκα και αφράτα, αυξάνοντας τα επίπεδα θορύβου που παράγουν μετά τα 2.000-3.000 χιλιόμετρα, όταν η γόμμα αρχίζει να σκληραίνει σιγά-σιγά από τους θερμικούς κύκλους και να “τετραγωνίζει” ο σκελετός και η γόμμα στο κέντρο από το βάρος της μοτοσυκλέτας και την φθορά, αυξάνοντας το εμβαδόν του αποτυπώματος πάνω στην άσφαλτο.


ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΜΠΡΟΣ

100/90-19 57V

110/80-19 59V

120/70-17 60W

90/90-21 54W

 

ΠΙΣΩ

 

150/70-17 69V

170/60-17 72W

150/70-18 70W