Οδηγήσαμε Yamaha Snowmobile στον Καναδά: Τεχνικές οδήγησης

Ο μοτοσυκλετισμός του χιονιά...
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

27/2/2018

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό η εμπειρία οδήγησης με snowmobile της Yamaha μαζί με οδηγίες για την καλύτερη προσαρμογή στην σέλα τους, απευθείας βγαλμένα από τον άνθρωπο που ξυπνά και κοιμάται μαζί τους, σε ένα μέρος που οι συνθήκες επιτρέπουν ακόμα και την καθημερινή μετακίνηση: Στον Καναδά, βόρεια του Τορόντο, σε μονοπάτια και δρόμους με παχύ χιόνι!

Κάθε χρόνο όμως αυτή η ιστορία γίνεται επίκαιρη, τουλάχιστον για την μισή Ελλάδα, καθώς στην χώρα μας το χιόνι είναι λιγάκι δύσκολο να την καλύψει από άκρη σε άκρη. Η σχέση των περισσότερων εδώ με τα Snowmobile ή καλύτερα “Sleds” όπως τα λένε εκεί, είναι περιστασιακή κι εκτός από τους πραγματικά ελάχιστους που περνούν μαζί τους αρκετούς μήνες κάθε χρόνο, οι περισσότεροι από εμάς στην καλύτερη περίπτωση έχουμε απλά οδηγήσει κάποιο νοικιασμένο ή έχουμε δανειστεί από κάποιο φίλο για μία μεγαλύτερη βόλτα.

Τα Snowmobile όμως για πολλούς μοτοσυκλετιστές ανά τον κόσμο, όπως στον Καναδά, είναι μία από τις πιο κοντινές εναλλακτικές που έχουν στην μοτοσυκλέτα, για μία μεγάλη χρονική περίοδο, κι εμείς βρεθήκαμε μαζί τους οδηγώντας τα σύγχρονα –τότε- Snowmobile της Yamaha.

Ας θυμηθούμε την δοκιμή των Yamaha Phazer R-TX / GTX, Vector RS, Venture Lite που παραχωρήθηκαν από την Yamaha Canada με την συνεργασία των Glenn Roberts, Clinton Smout, Χρήστος Μπαμπαράκος
φωτό: Χ.Μ, C.S.
 
Αποστολή του MOTO στον Καναδά – Θάνος Αμβροσιάδης Φελούκας
Αναδημοσίευση περιοδικού MOTO - τεύχος 456

Βαρομετρικό Χαμηλό...

Είναι λίγοι στην Ελλάδα αυτοί που μπορούν να φύγουν από το σπίτι τους πάνω σε ένα snowmobile, κι όσο το φαινόμενο του θερμοκηπίου καραδοκεί γίνονται ακόμα λιγότεροι. Δύσκολα λοιπόν βρίσκεις διαθέσιμα καινούρια snowmobile για δοκιμή και γι’ αυτό χρειάστηκε να ταξιδέψουμε μερικές χιλιάδες μίλια μακριά για να έχουμε τις κατάλληλες συνθήκες. Πόσο κοντά στη μοτοσυκλέτα βρίσκονται;

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που έγιναν ειδικά σεμινάρια στα ελληνικά νηπιαγωγεία για να αρχίσουν να εξοικειώνονται τα παιδιά από μικρή ηλικία με την πολυπολιτισμικότητα και την αποδοχή του συνάνθρωπου από όπου και αν προέρχεται. Στον Καναδά με τις πολυάριθμες πληθυσμιακές ομάδες κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο αλλά αυτονόητο και ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που δεν γίνονται διαχωρισμοί. Όλοι είναι αποδεκτοί με τις ιδιαιτερότητες τους κι αυτό ισχύει οικουμενικά σε κάθε πτυχή της ζωής και κατ΄ επέκταση και για τις μοτοσυκλέτες. Για παράδειγμα δεν υπάρχει θέμα για το ποιος είναι περισσότερο μοτοσυκλετιστής, on-off, cruiser, superbike ακόμα και atv και snowmobile, όλοι ανήκουν στην ίδια ομάδα. Εμείς βέβαια τα διαχωρίζουμε ακόμα και μας αρέσει να τονίζουμε τις διαφορές, μειώνοντας ταυτόχρονα και όποια κατηγορία δεν μας αντιπροσωπεύει.

Ερπύστριες και πέδιλα

Στην καρδιά του καναδικού χειμώνα και με θερμοκρασίες σε διψήφια νούμερα υπό το μηδέν, μας δόθηκε η ευκαιρία για μια βόλτα με κάποια από τα καινούρια snowmobile της Yamaha σε συνθήκες που δύσκολα συναντά κανείς στην Ελλάδα, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα ότι με το κατάλληλο πάχος χιονιού μικρή διαφορά μπορούν να έχουν με τη μοτοσυκλέτα. Δεν περιμένεις να αρχίσεις να ιδρώνεις στους δώδεκα βαθμούς κάτω από το μηδέν και σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να γίνουν πιο διασκεδαστικά από ATV απαιτώντας από εσένα όμως τη μέγιστη συγκέντρωση όσο ο ρυθμός ανεβαίνει. Μιάμιση ώρα βορειοδυτικά του Τορόντο στο θέρετρο Horseshoe δραστηριοποιείται η σχολή οδήγησης του Clinton Smout που ο Glenn Roberts, εκδότης του περιοδικού Motorcycle Mojo, μας έφερε σε επαφή. Η σχολή σε συνεργασία με την εκεί αντιπροσωπία της Yamaha διαθέτει όλες τις τελευταίες enduro και motocross μοτοσυκλέτες καθώς και ATV και Sleds, όπως αποκαλούν τα snowmobiles. Η ευχάριστη έκπληξη είναι ότι ένας από τους εκπαιδευτές, ο Χρήστος, είναι Έλληνας και μάλιστα γιατρός στο επάγγελμα, οπότε αυτομάτως νιώθεις άνετα. Αν γίνει κάτι στο βουνό όχι μόνο θα έχεις άμεση βοήθεια, αλλά θα συνεννοηθείς και καλύτερα για το που ακριβώς πονάς!

Ακολουθώ τον Clinton σε μια σειρά ασκήσεων εξοικείωσης όσο ο Glenn και ο Χρήστος ζεσταίνονται στην μικρή πίστα μαθημάτων της σχολής. Θα διανύσουμε μια σειρά από μονοπάτια πριν καταλήξουμε στην καλυμμένη με παχύ στρώμα χιονιού πίστα motocross κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο μέσα και έξω από το χειμερινό θέρετρο. Ο Clinton έχει επιλέξει ανοικτά μονοπάτια για αρχή δίνοντας μου την ευκαιρία να συνηθίσω στον έλεγχο του νευρικού Phazer R-TX που ειδικά στα τμήματα ασφάλτου που το χιόνι είναι ελάχιστο θέλει συνεχώς διόρθωση με το τιμόνι και το σώμα. Μπορεί να χιονίζει τις τελευταίες μέρες συνεχώς όμως οι Καναδοί κρατούν τους δρόμους τους σε πολύ καλή κατάσταση και τα αυτοκίνητα μπορούν να κινηθούν παντού με τα χιονολάστιχα. Αλυσίδες δεν χρειάζονται και δεν ξέρουν καν τι σημαίνει, υπάρχει ειδική σήμανση για τους δρόμους που δεν καθαρίζονται το χειμώνα και αυτό όμως γιατί κάποιος άλλος καταλήγει στον ίδιο προορισμό. Το αποτέλεσμα είναι ότι με τα snowmobile ταλαιπωρείσαι όταν πρέπει να διασχίσεις δρόμο, μπορεί να έχει ένα μέτρο χιόνι δεξιά και αριστερά και να βρίσκεσαι στη μέση του πουθενά κυριολεκτικά, αλλά διακρίνεις εκτός από την άσφαλτο και τη διαγράμμιση με αποτέλεσμα να αναγκάζεσαι να οδηγείς όπως πάνω σε πάγο.

Hp vs Dp (Dog Power)

Έχοντας μπει πλέον μέσα στο δάσος αλλάζω το Phazer με το Vector και ανακαλύπτω ότι έπρεπε να είχα ξεκινήσει ανάποδα. Είναι ασύγκριτα πιο σταθερό από το Phazer και δύσκολα περιστρέφεις τη θερμαινόμενη γκαζιέρα μέχρι το τέλος, ιδιαίτερα στα κλειστά κομμάτια ανάμεσα στα δέντρα. Το σκαμμένο μονοπάτι ανηφορίζει με έντονες κλίσεις ανάμεσα από τα δέντρα κάνοντας κλειστές στροφές με μεγάλα μπερμ και μάλλον θα είναι εξίσου απολαυστικό και τους υπόλοιπους μήνες, όμως το να χαζεύεις το τοπίο είναι μια πολυτέλεια που αυτά τα snowmobile δεν σου χαρίζουν όταν αρχίσεις να παίζεις με το γκάζι.

Φυσικά και μπορείς να πας σιγά, όμως οι δυνατότητες τους σε κρατούν σε εγρήγορση. Ο Clinton πάνω στο μεγάλο Venture Lite μας οδηγεί εκτός μονοπατιών μέσα στα δέντρα και αναγκάζεται πολλές φορές να πατά με το ένα πόδι στο εσωτερικό μαρσπιέ και το άλλο στη σέλα αποδεικνύοντας ότι το ογκώδες sled θέλει μια μικρή εξοικείωση πριν αρχίσει να κυνηγά κατά πόδας τα πιο σπορ μοντέλα.

Σε αυτά σε κάθε απότομο άνοιγμα του γκαζιού τα πέδιλα σηκώνονται εύκολα ακόμα και αν είναι καλυμμένα από χιόνι και μπορείς έτσι να περάσεις πάνω από τα διαμορφωμένα σαμαράκια του μονοπατιού χωρίς να παλεύεις πάνω στη σέλα. Φτάνοντας στην πίστα με την εύκολη σχεδίαση και τα μικρά άλματα ο Clinton δεν μας αφήνει να χωθούμε δεξιά στο απάτητο αφράτο χιόνι που ξεπερνά το ένα μέτρο γιατί είναι πέρασμα των ορεινών οδοιπόρων και οι γραμμές μας θα τους ταλαιπωρήσουν με τα λεπτά σκι που φορούν. Ευτυχώς που έχουμε την πίστα δικιά μας γιατί έρχονται συνήθως και κάποιοι με πραγματικά έλκηθρα που τα σέρνουν καμιά δεκαριά σκύλοι με ευαίσθητο αυτί που δεν αντιδρά όμορφα στη φασαρία που κάνουμε. Πώς; Ναι έτσι είναι ο Καναδάς, τίποτα αφημένο στην τύχη του και με ανθρώπους που στον ελεύθερο χρόνο τους βγαίνουν στο βουνό και όχι στην καφετέρια.

Με το Phazer να μονοπωλεί το ενδιαφέρον όλων καθώς το βάρος του και ο εύστροφος κινητήρας του είναι τα ιδανικά για να αρχίσεις τα άλματα, το παιχνίδι αρχίζει και τελειώνει γρήγορα αφού ο ήλιος που εξαφανίζεται από το μεσημέρι αφήνει λίγα περιθώρια χρόνου. Επιστρέφουμε με το αυτοκίνητο περνώντας από μερικούς δρόμους που πιο πριν διασχίζαμε κάθετα με τα snowmobile, "δεν θα ήταν ωραίο να επιστρέφεις στο σπίτι με sled;" ρωτάω τον Glenn. "Ωραίο αλλά περίεργο για μέσα στην πόλη, ακόμα και τα δρομάκια των γκαράζ είναι καθαρά από χιόνι, κάθε πότε θα άλλαζες ερπύστριες;" Ετοιμάζω υποτιτλισμένο βίντεο από δικό μας κεντρικό δελτίο ειδήσεων για να του το στείλω. Θα πεθάνει στα γέλια με το "δολοφονικό κύμα κακοκαιρίας".                     

Riding Tips: Μεγάλες Κατηφόρες

Στις μεγάλες κατηφόρες δεν μπορείς να βασιστείς στο φρένο. Μπλοκάροντας την ερπύστρια το snowmobile θα γίνει ένα έλκηθρο που θα αρχίσει να τσουλάει στην κατηφόρα επιταχυνόμενο. Μικρές διορθώσεις με ελάχιστη πίεση στη μανέτα μπορούν να γίνουν, ωστόσο ο κινητήρας είναι αυτός που προσφέρει το δυνατότερο φρένο. Το σώμα πρέπει να έρθει όσο το δυνατόν πιο πίσω και βοηθά και εδώ αν είστε όρθιοι έτοιμοι να δώσετε βάρος προς την μεριά που θέλετε να στρίψετε στο τέλος της κατηφόρας.

Riding Tips: Στροφή σε επίπεδο έδαφος

Το τιμόνι προσφέρει ελάχιστη βοήθεια κατά το στρίψιμο, αν δεν βοηθήσετε με το σώμα τότε μόνο αν κινήστε με ταχύτητες ελαφρού βαδίσματος θα μπορέσει το snowmobile να στρίψει. Είναι απαραίτητο να ρίξετε όλο το βάρος σας στο εσωτερικό της στροφής πλαγιάζοντας με το σώμα όσο το δυνατόν περισσότερο κρατώντας σταθερό το γκάζι. Στόχος είναι να πατήσει στο χιόνι το εσωτερικό πέδιλο όσο πιο δυνατά γίνεται για να στρίψετε με μεγάλη ταχύτητα. Σε πολύ κλειστές στροφές μπορείτε να πατήσετε και με τα δυο πόδια στο εσωτερικό μαρσπιέ με το σώμα σε όρθια θέση, αλλά με μεγάλη ταχύτητα στην έξοδο γίνεται έτσι πολύ εύκολο να αναποδογυρίσετε. Σε γενικές γραμμές κι ανάλογα με το πάχος του χιονιού και το πόσο σκληρό. είναι θα μπορέσετε να στρίψετε πλαγιάζοντας το σώμα αρκετά χωρίς τον κίνδυνο να βρεθείτε από κάτω με την ερπύστρια στον αέρα. Υπάρχει ένα μεγάλο περιθώριο από τη στιγμή που θα σηκωθεί το εξωτερικό πέδιλο μέχρι το σημείο της τούμπας.

Riding Tips: Τραβέρσα

Σε αντίθεση με τη στροφή το βάρος τώρα πρέπει να πέφτει στο πέδιλο που βρίσκεται ψηλότερα, αντίθετα δηλαδή από την κλίση. Το πρόβλημα είναι αν υπάρχει και στροφή με τη φορά της κλίσης. Σε αυτή την περίπτωση πάλι το βάρος δίνεται αντίθετα της κλίσης του εδάφους και με το σώμα όρθιο είμαστε έτοιμοι να εξισορροπήσουμε την πίεση στα μαρσπιέ μέχρι το snowmobile να αρχίσει να στρίβει χωρίς το πέδιλο που βρίσκεται ψηλότερα να χάσει στιγμή την επαφή του με το χιόνι.

Riding Tips: Στεγνή άσφαλτος

Υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί να διασχίσετε άσφαλτο που έχει καθαριστεί τελείως από το χιόνι. Αν υπάρχει έστω και λίγο το snowmobile θα μπορεί να στρίψει αλλά αν είναι τελείως στεγνή χωρίς καν αυτή την ανάμειξη χιονιού και αλατιού τότε δεν έχετε τιμόνι. Σε αυτή την περίπτωση σημαδεύουμε από πριν το σημείο εξόδου, ελέγχουμε την κυκλοφορία και με το γκάζι ανοικτό χωρίς να το κλείσουμε περνάμε όσο πιο κάθετα γίνεται την άσφαλτο για να ξαναμπούμε στο χιόνι. Όπως και στα σημεία που υπάρχουν κλαδιά και βράχοι που δεν είναι καλυμμένοι, τα πέδιλα και η ερπύστρια ταλαιπωρούνται και φθείρονται οπότε τέτοια κομμάτια θα πρέπει να αποφεύγονται όταν αυτό είναι δυνατό.  

 

Phazer R-TX / GTX: Παιχνίδι για όλους

Μπορεί να μην είναι το απολύτως δυνατότερο της σπορ σειράς, όμως ο τετράχρονος δικύλινδρος κινητήρας των 499 κυβικών είναι εύστροφος και η μετάδοση άμεση χωρίς να χάνει καθόλου σε προοδευτικότητα. Η δύναμη καταλήγει στην στενή ερπύστρια ελεγχόμενα χωρίς να τρομάζει. Το R-TX δεν δυσκολεύτηκε στο ξεκίνημα σε ανηφορικό έδαφος με αφράτο χιόνι ενώ ήταν το ευκολότερο από τα υπόλοιπα τρία στις μανούβρες. Το μικρό του βάρος διευκόλυνε ακόμα περισσότερο το χειρισμό του, όμως ο νευρικός χαρακτήρας του απαιτεί εξοικείωση. Ο τρόπος που χοροπηδά δεξιά-αριστερά γίνεται κουραστικός στις ευθείες και σε παγωμένα τμήματα που το σώμα πρέπει να κινείται συνεχώς για να παραμείνει σταθερό στην πορεία του. Στις στροφές όμως και στην πίστα του motocross αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευκίνητο και στα άλματα τα διπλά ψαλίδια της εμπρός ανάρτησης διαχειρίζονταν με ευκολία την προσγείωση ενώ η ράβδος εξισορρόπησης εκμηδένιζε την ανάγκη για μικροδιορθώσεις.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος 499 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενος ψηφιακός ψεκασμός T.C.I.
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3072 x 356 x 25
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
2820 / 1215
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, με διπλά ψαλίδια και ράβδο εξισορρόπησης, ελατήριο αερίου / 236
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Δύο αμορτισέρ / 412
Ιπποδύναμη (hp):
85

 

Vector RS: Ισιώνει τα μονοπάτια

Το μεγάλο γρήγορο snowmobile φωνάζει περιπέτεια ακόμα και όταν όλα είναι πράσινα. Ο τρικύλινδρος τετράχρονος κινητήρας των 1049 κυβικών μπορεί να σπινάρει με ευκολία την ερπύστρια πλάτους 381mm και θέλει ιδιαίτερη προσοχή σε παγωμένα κομμάτια. Χωρίς να διαθέτει αυτή την όρεξη για στροφές με το ένα πέδιλο που έχει το Phazer παραμένει ευκίνητο ανάμεσα στα δέντρα και σε κλειστές μανούβρες ενώ στις ευθείες είναι ιδιαίτερα σταθερό. Με την θέση οδήγησης να είναι άνετη χωρίς να έρχεται το τιμόνι πολύ ψηλά, το Vector είναι σχεδιασμένο για γρήγορες μακρινές διαδρομές και η ανάρτηση πίσω με διαδρομή 294mm και ομαλή απόσβεση, εκτός απ’ ότι καθιστά τα άλματα εφικτά, επιτρέπει στον αναβάτη να μένει στη σέλα για μεγάλο διάστημα χωρίς να αρχίσει να πάσχει από ορθοπεδικά προβλήματα.    

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τρικύλινδρος 973 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενα καρμπυρατέρ Keihin 40mm
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3454 x 381 x 32
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
3000 / 1225
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, με διπλά ψαλίδια και ράβδο εξισορρόπησης, πλήρως ρυθμιζόμενα αμορτισέρ 40mm / 229
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Ένα αμορτισέρ / 297
Ιπποδύναμη (hp):
120

 

Venture Lite: Εργαλείο ακριβείας

Το ογκώδες, μακρύ Venture ξεγελά με τον όγκο του το μάτι που το νομίζει ιδιαίτερα δυνατό, αλλά έχει και αυτό τον δικύλινδρο κινητήρα των 499 κυβικών. Σαφώς προσανατολισμένο για όλες τις δουλειές εκτός από τη σπορ οδήγηση φιλοξενεί άνετα δύο άτομα στη μεγάλη σέλα του και έχει αρκετή ροπή χαμηλά για να ανταπεξέλθει σε παχύ χιόνι φορτωμένο. Πολύ πιο κοντά σε φιλοσοφία με τα ATV έχει φαρδιά και χοντρή ερπύστρια και παρά τον όγκο του το αλουμινένιο πλαίσιο καταφέρνει να κρατήσει το συνολικό βάρος χαμηλά. Για τον ίδιο λόγο και η κατανάλωση είναι χαμηλή ενώ το μεγάλο 32,9 λίτρων ρεζερβουάρ του χαρίζει ικανοποιητική αυτονομία. Η σέλα του συνεπιβάτη αφαιρείται εύκολα για να αυξηθεί η δυνατότητα φόρτωσης και για να τονιστεί ακόμα περισσότερο ο σκληροτράχηλος χαρακτήρας του. Στα κλειστά κομμάτια με μικρές ταχύτητες κινείται με ακρίβεια η οποία χάνεται όσο ο ρυθμός ανεβαίνει, όμως στα ανοικτά και τις ευθείες συμπεριφέρεται ως τρένο ακόμα και με το γκάζι στο τέρμα περνώντας πάνω από οτιδήποτε, σταθερό στην πορεία του.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Κινητήρας:
Τετράχρονος, υγρόψυκτος, δικύλινδρος 499 κυβικών 
Τροφοδοσία:
Θερμαινόμενος ψηφιακός ψεκασμός T.C.I.
Διαστάσεις ερπύστριας  (mm):
3648 x 381 x 32
Διαστάσεις Μήκος / Πλάτος(mm):
3150 / 1215
Ανάρτηση εμπρός / Διαδρομή(mm) :
Ανεξάρτητη, ράβδο εξισορρόπησης, / 180
Ανάρτηση πίσω / Διαδρομή(mm) :
Pro Comfort / 292
Ιπποδύναμη (hp):
80

 

Horseshoe Riding Adventures Powered by Yamaha

Ευχαριστούμε τον Clinton Smout για τον χρόνο του και την διάθεση των snowmobile και του εξοπλισμού:

1101 Horseshoe Valley Rd.

Comp 10, RR#1, Barrie ON, Canada L4M4Y8

[email protected]

705.835.2790 ext. 1288

www.cmts.org

 

Ευχαριστούμε τον Clenn Roberts, εκδότη του Motorcycle Mojo, για την οργάνωση της επίσκεψης: www.motorcyclemojo.com
 

          

 

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους

Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/8/2020

Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.

Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!

Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!

Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.

Σχέδιο: «New Racing»

Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.

Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Τα οβάλ πιστόνια!

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.

Η επιστροφή στα δίχρονα

Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.

Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.

Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.

Η NR του κόσμου

Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…

Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.

Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος

Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.

Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

V ForeVer

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.

Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!

Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…

Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…

Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…

 

Ετικέτες