MV Agusta: Έχει πλάνο ανερχόμενης δύναμης

Συνδέοντας τα κομμάτια ενός πολύ μεγάλου παζλ
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

7/10/2020

Όταν μιλάμε για ιταλική βιομηχανία μοτοσυκλετών, στο μυαλό μας υπάρχουν δύο μεγάλες εταιρείες. Η μία είναι ο όμιλος της Piaggio που έχει κάτω από την ομπρέλα της την Aprilia και την Moto Guzzi (τυπικά ξεχωριστές εταιρείες είναι η Vespa και οι Gilera) και φυσικά η Ducati που έχει ισχυρή παρουσία στα παγκόσμια πρωταθλήματα MotoGP και WSBK, έστω κι αν παραγωγή των δύο εργοστασίων της σε Ιταλία και Ταϊλάνδη δεν είναι στο μέγεθος της Piaggio. Το όνομα της Benelli προστέθηκε στη λίστα των μεγάλων ιταλικών εταιρειών τα τελευταία χρόνια χάρη στην επιτυχημένη εμπορική πορεία του TRK 502 (κυρίως στην ιταλική αγορά), έστω κι αν υπάρχουν αντιρρήσεις από κάποιους ως προς την ιταλική “γνησιότητά” τους. Η MV Agusta από την άλλη μεριά είχε πάντα την εικόνα που έχουν οι εταιρείες της οικογένειας Castiglioni. Δηλαδή την εικόνα μικρών boutique που φτάνουν έως το σημείο να κάνουν ένα άλμα ανάπτυξης, αλλά πάντα κάτι συμβαίνει με τα οικονομικά και η παραγωγή σταματά, γυρίζοντας πίσω στο μηδέν… Σε αυτό το σημείο βρέθηκε για πολλοστή φορά η MV Agusta το 2016, παρά το γεγονός πως λίγους μήνες πριν είχε ανακοινωθεί μια σημαντική οικονομική σύμπραξη με την AMG (θυγατρική εταιρεία του γερμανικού κολοσσού της Mercedes-Benz). Τράπεζες, προμηθευτές και ιταλικό κράτος στρίμωξαν στη γωνία τον Giovanni Castiglioni, ο οποίος αναγκάστηκε να συνεργαστεί με έναν νεαρό Ρώσο επιχειρηματία, που μέχρι τότε δεν είχαμε ακούσει το όνομά του.

Ο Timur Sardarov και ο αδερφός του Ratmir Sardarov κατέληξαν να έχουν το 100% των μετοχών της MV Agusta το 2019, βγάζοντας έξω από κάθε διοικητικό ρόλο των Giovanni Castiglioni. Έως τότε ο κόσμος παρακολουθούσε με καχυποψία τους δύο Ρώσους, καθώς δεν φαινόταν να ρίχνουν με το τσουβάλι λεφτά για την εξέλιξη νέων μοντέλων και την αύξηση της παραγωγής. Δηλαδή δεν έκαναν ό,τι έκαναν οι κινέζοι της QJ με την Benelli, όπου μέσα σε δύο χρόνια παρουσίασαν δέκα διαφορετικά νέα μοντέλα σε όλες τις κατηγορίες. Όμως στην πορεία αποδείχτηκε πως οι δύο Ρώσοι επενδυτές κάθε άλλο παρά “αεριτζήδες” είναι. Κοιτώντας σήμερα το ανθρώπινο δυναμικό της MV Agusta, θα δούμε σε θέσεις κλειδιά πολύ γνωστά ονόματα του χώρου της βιομηχανίας, με τεράστιες επιτυχίες στην καριέρα τους. Το πιο οικείο είναι φυσικά του Massimo Bordi που όχι μόνο σχεδίασε τους Desmo τετραβάλβιδους κινητήρες των Ducati 851/916 αλλά κατείχε και τη θέση του CEO της Ducati όταν την είχαν αγοράσει οι Αμερικάνοι επενδυτές. Ήταν αυτός που έκανε την Ducati κερδοφόρα, ώστε να μπορέσουν οι Αμερικάνοι επενδυτές να την πουλήσουν… με το αζημίωτο.  

Το Νοέμβριο του 2019, ο Timur Sardarov ανακοίνωσε το νέο οργανόγραμμα της εταιρείας και το πενταετές αναπτυξιακό πλάνο, το οποίο σηματοδοτεί το τέλος της εποχής Castiglioni και την επιστροφή μιας θρυλικής προσωπικότητας, του Massimo Bordi, στη θέση του Εκτελεστικού Αντιπροέδρου, με πλήρη έλεγχο πάνω στην παραγωγή και τον ποιοτικό έλεγχο του εργοστασίου. Ο Bordi έδωσε μια άκρως αποκαλυπτική και διαφωτιστική συνέντευξη στο αμερικάνικο Cycle Word, μιλώντας για όλους και για τα πάντα, καθώς πέρα από τον Sardarov είναι κι αυτός ένας εκ των εμπνευστών του πλάνου. Το πρώτο μέρος του σχεδιασμού είναι να ολοκληρώσουν την χρονιά έχοντας πετύχει τον στόχο των 3.000 μοτοσυκλετών στην παραγωγή, κάτι που δεν ήταν –όπως προκύπτει μέχρι τώρα- κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, ενώ οι πωλήσεις των εκδόσεων Serie Oro, των Superveloce 800 και Brutale 1000, έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στα έσοδα της εταιρείας. Το επόμενο βήμα είναι να αυξάνεται η παραγωγή κατά 3.000 μονάδες (ή και παραπάνω) κάθε χρόνο!

Δεν πρόκειται για ένα εύκολο καθήκον και ο Bordi τόνισε ότι θα στηριχθούν σε τρεις πυλώνες για να πετύχουν κάτι τέτοιο. Αρχικά, θα παρουσιάσουν ένα δυνατό πρόγραμμα που θα είναι στοχευμένο στην διαρκή εξέλιξη των τρικύλινδρων κινητήρων, τόσο από πλευράς ποιότητας, όσο και αξιοπιστίας, απόδοσης και ευκολίας. Μέχρι στιγμής, ο συγκεκριμένος κινητήρας έχει αποδειχθεί ως το δυνατό χαρτί της MV Agusta και η γκάμα των μοτοσυκλετών που τον χρησιμοποιούν δημιουργεί μια ισχυρή εικόνα για την εταιρεία. Το πρώτο βήμα θα είναι η αύξηση του κυβισμού στα 950cc, μια δύσκολη πρόκληση διότι θέλουν να το καταφέρουν χωρίς να αυξήσουν αντίστοιχα το βάρος και τις διαστάσεις. Υπολογίζεται ότι η απόδοσή του θα είναι κοντά στους 170 ίππους, δημιουργώντας έναν εξαιρετικό λόγο κιλών ανά ίππο.

"Το επόμενο βήμα θα είναι ένας κινητήρας με υπερσυμπιεστή ο οποίος θα κινείται ηλεκτρικά", λέει ο Bordi και εξηγεί ότι αυτή η λύση είναι η ιδανικότερη για μοτοσυκλέτες, καθώς η λειτουργία του θα ελέγχεται πλήρως από την ECU. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια ευθεία γραμμή στο διάγραμμα της ροπής σε συνδυασμό με πρωτόγνωρα επίπεδα ισχύος και εξαιρετική κατανάλωση. Με δεδομένο το παρελθόν του Bordi στην μηχανολογία τα τελευταία 50 χρόνια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για όλα αυτά που λέει υπάρχει τεκμηριωμένο υπόβαθρο.

"Ο δεύτερος πυλώνας θα είναι η συνεργασία που πρόσφατα υπέγραψε ο Timur με τον κινέζικο κολοσσό την Loncin Motor Co, της οποίας τα αποτελέσματα θα τα δούμε πολύ σύντομα και θα αφορούν μια νέα γενιά δικύλινδρων κινητήρων 350cc, και αργότερα 500cc". Οι κινητήρες αυτοί σχεδιάζονται και εξελίσσονται από την MV Agusta στο εργοστάσιό της, ενώ αυτός των 350cc θα έχει προτεραιότητα, καθώς ο Bordi θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κυβισμός είναι από τους πιο δημοφιλείς στην παγκόσμια αγορά. "Η συνεργασία με την Loncin Motor Co στο συγκεκριμένο project", δήλωσε ο Bordi, "θα επιτρέψει στην MV Agusta να πετύχει τέτοια νούμερα στην παραγωγή της που δεν είχε δει ποτέ το εργοστάσιο στην Schiranna, ούτε καν την εποχή της Aermacchi – Harley Davidson."

Όμως φαίνεται η συνεργασία με τις κινέζικες εταιρείες δεν σταματά εδώ. Τον Σεπτέμριο του 2020 η MV Agusta ανακοίνωσε τη νέα στρατηγική συνεργασία με την QJ-Motor Co. για την διάθεση των μοτοσυκλετών του ιταλικού εργοστασίου στην Κίνα. Το γκρουπ QJ είναι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές στην Κίνα και η συμφωνία περιλαμβάνει –αρχικά όπως τονίζεται- την εμπορική διάθεση των MV Agusta μέσω ενός δικτύου μεγάλων καταστημάτων σε όλη την χώρα. Σε δεύτερο στάδιο, η συνεργασία θα περιλαμβάνει την από κοινού εξέλιξη σε βιομηχανικό επίπεδο και την συνεργασία σε νέα projects. Ήδη η QJ έχει υποσχεθεί πως θα έχει έναν νέο τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα 1000 κυβικών και η φωτογραφία που έδειξε, έμοιαζε σε όλους μας πολύ με τον προηγούμενο κινητήρα των F4 1000 και Brutale 1000 της MV Agusta.

Μέσα σε όλες αυτές τις κινήσεις ο CEO της MV Agusta, Sardarov προσέλαβε τον Enrico Pellegrino για τη θέση του Head of Business & Network Development. Ο κ. Pellegrino έχει 30 χρόνια εμπειρίας στο χώρο της βιομηχανίας και η πρώτη του θέση ήταν στην Ford. Στην καριέρα του έχει συνεργαστεί με την Ducati και την Yamaha Motor Company. Πριν από δέκα χρόνια ξεκίνησε να εργάζεται στην Peugeot Motorycles, που πρόσφατα αγοράστηκε απ’ την Mahindra και ήταν Managing Director πριν γίνει Global Commercial Director του Ομίλου. Βλέπουμε λοιπόν, πως μαζί με τις καθαρά επιχειρηματικές κινήσεις σε επίπεδο συνεργασιών, ο Timur Salvador φροντίζει να τοποθετεί στους σωστούς ανθρώπους στις σωστές θέσεις. Είναι πλέον πέρα για πέρα ξεκάθαρο, πως η MV Agusta έχει κάνει την απαραίτητη προεργασία για το επόμενο μεγάλο βήμα που θα την καθιερώσει ως μία από τις μεγάλες ιταλικές εταιρείες, όχι μόνο ως προς την αίγλη και την ιστορία του ονόματός της, αλλά και ως προς την εμπορική της παρουσία στις παγκόσμιες αγορές.

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: H Ιστορία των Yamaha Ténéré

Από τους δρόμους στους αμμόλοφους και αντίστροφα!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

2/9/2020

Η Yamaha ανέκαθεν είχε συνδέσει το όνομά της με τους αγώνες Rally, αλλά και τους χωμάτινους αγώνες εν γένει, κατέχοντας έναν ηγετικό ρόλο με καινοτομίες και πρωτοπορίες, όπως είχε συμβεί και με την περίπτωση του DT-1. Ήταν η μοτοσυκλέτα που έδωσε τα ηνία του motocross στην Yamaha εκείνη την εποχή, χάρη στην επαναστατική –για τα δεδομένα της εποχής- monocross πίσω ανάρτηση, αλλά και το εφαλτήριο για την εξέλιξη δύο μοτοσυκλετών-ορόσημο για την Ιστορία του εργοστασίου και της μοτοσυκλέτας γενικότερα: το enduro ΤΤ500 που παρουσιάστηκε το 1975 και το on-off XT500 που παρουσιάστηκε το 1976. Και οι δύο αυτές τετράχρονες μοτοσυκλέτες ήταν η απάντηση στις "προσευχές" των απανταχού χωματερών που ήθελαν μια μοτοσυκλέτα με δυνατότητα να ταξιδέψει στην άσφαλτο, στο χώμα, αλλά και στις αμερικάνικες ερήμους της Δυτικής Ακτής, της σημαντικότερης ίσως αγοράς για την Yamaha.

Ο γενάρχης, το ΧΤ500 του 1976

 

Η αξιοπιστία του κινητήρα, η ροπή από τις χαμηλές στροφές και το ελαφρύ και άκαμπτο πλαίσιο, ήταν τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις δημιουργίες της Yamaha. Όπως ήταν φυσικό, αυτό μεταφράστηκε πολύ γρήγορα, όχι μόνο σε εμπορικές αλλά και σε αγωνιστικές επιτυχίες.

Παράλληλα όμως, το μέγεθος της επιτυχίας που γνώρισε το ΧΤ500 στην Ευρώπη ήταν απείρως μεγαλύτερο και σε τελείως διαφορετικό πεδίο απ' ό,τι στην Αμερική, χάρη σε έναν συγκεκριμένο Γάλλο αναβάτη, ο οποίος έγινε αργότερα γνωστός ως ο "Mr. Yamaha" μέσα στην εταιρεία, που μετέτρεψε το ΧΤ500 ως βάση εξέλιξης μιας εντελώς νέας κατηγορίας από την Yamaha. Ο λόγος για τον Jean-Claude Olivier, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ένας απλώς υπάλληλος στον Γάλλο εισαγωγέα της Yamaha, την Sonauto, αλλά αργότερα έγινε Πρόεδρος της Yamaha Motor France, ενώ άνοιξε και το μονοπάτι γι' αυτό που αποκαλούμε σήμερα Adventure κατηγορία.

Ο Jean Claud Olivier ήταν ο άνθρωπος που ουσιαστικά δημιούργησε τον θρύλο των Ténéré

 

Ο Olivier δεν άργησε να διακρίνει τις τεράστιες δυνατότητες του μεγάλου μονοκύλινδρου 500 στις αφρικανικές ερήμους, δηλώνοντας πως "έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει η μοτοσυκλέτα ένα όχημα περιπέτειας". Το 1977 ήταν η πρώτη χρονιά που ο Γάλλος συμμετείχε στο Rallye Côte d'Ivoire σε μια διαδρομή 10.000 χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα της Ακτής Ελεφαντοστού Abidjan μέχρι τη Νίκαια της Γαλλίας. Το 1979 συμμετείχε μαζί με τρεις ακόμη αναβάτες στο πρώτο Paris-Dakar (που τότε λεγόταν Oasis Rally) ως ομάδα της "Sonauto Yamaha", πάνω σε ΧΤ500. Εκείνη την εποχή οι υπόλοιποι μεγάλοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτό το νέο είδος αγώνων, αλλά ο ίδιος ο Olivier είχε δηλώσει ότι η φιλοσοφία κατασκευής του ΧΤ500 ταίριαζε ακριβώς με την συμμετοχή σε έναν τέτοιο αγώνα.

Στην πρώτη, ιστορική, διοργάνωση του Paris-Dakar, οι μοτοσυκλέτες και τα αυτοκίνητα δεν αγωνιζόντουσαν σε ξεχωριστές κατηγορίες, αλλά ανταγωνιζόντουσαν για την συνολική νίκη. Ο Cyril Neveu και ο Gilles Comte με τα ΧΤ500 τους κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους όλους τους οδηγούς των Range Rover και Renault, κάνοντας το 1-2 για την Yamaha. Την επόμενη χρονιά ο Neveu κέρδισε ξανά με τέσσερις αναβάτες ΧΤ500 να κερδίζουν αντίστοιχα τις τέσσερις πρώτες θέσεις! Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι εκείνη την χρονιά από τις 25 μοτοσυκλέτες που τερμάτισαν, οι 11 ήταν ΧΤ500…

Από την επόμενη χρονιά (το 1981) το Paris-Dakar εντάχθηκε στην αιγίδα των FIM και FIA, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συμμετέχουν εργοστασιακές ομάδες στον αγώνα. Αυτή της BMW αποδείχθηκε ένας πολύ δύσκολος αντίπαλος για τους αναβάτες των ΧΤ500, οι οποίοι έτρωγαν τη σκόνη των Γερμανών. Η απάντηση της Yamaha ήταν η αναβάθμιση του XT500 σε XT550, με την τοποθέτηση του YDIS (Yamaha Dual Intake System), αλλά όσο ανέβαιναν οι επιδόσεις και οι ταχύτητες στο Dakar, ήταν όλο και πιο δύσκολο να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.

Αυτό οδήγησε τον Olivier και την Sonauto να ζητήσουν από την Yamaha Motor στην Ιαπωνία να εξελίξουν τα ΧΤ παραγωγής, έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στο υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού. Οι μηχανολόγοι στο Iwata έπιασαν αμέσως δουλειά και το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους ήταν το ΧΤ 600 Ténéré. Ο κινητήρας διατήρησε το σύστημα YDIS, αλλά είχε αυξημένη χωρητικότητα στα 600 κυβικά, διέθετε μεγάλο ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ήταν η πρώτη off-road μοτοσυκλέτα της Yamaha με δισκόφρενο μπροστά, με monocross πίσω ανάρτηση, αλουμινένιο ψαλίδι και πολλές άλλες τεχνολογίες αιχμής για την εποχή. Η εξέλιξη του Ténéré 600 μάλιστα, έγινε ταυτόχρονα με του ΤΤ600, την enduro εκδοχή για την αγορά της Β. Αμερικής. Όταν η μοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1982, δημιούργησε ένα σαρωτικό ρεύμα που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο με τεράστιο εμπορικό αντίκτυπο, κρίνοντας κι από προσωπική εμπειρία μιας και τρεις από τις 23 μοτοσυκλέτες που είχα μέχρι τώρα στην κατοχή μου, ανήκαν στην οικογένεια των Ténéré

Το πρώτο Ténéré του 1983 που ήταν ουσιαστικά ένα υπερκυβισμένο ΧΤ550 με ένα ρεζερβουάρ 30 λίτρων, ως ρέπλικα της μοτοσυκλέτας του Cyril Neveu

 

Σύντομα το Ténéré αποτέλεσε την επιλογή πάρα πολλών αναβατών που έτρεχαν στο Paris-Dakar, αλλά και για πολλούς απλούς αναβάτες που θαύμαζαν το πνεύμα της περιπέτειας που συμβόλιζε η μοτοσυκλέτα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ήταν η μοτοσυκλέτα που δημιούργησε την τάση κατασκευής των Dakar ρέπλικα. Μέσα στην επόμενη δεκαετία πουλήθηκαν 61.000 ΧΤ600 Tenere, ενώ λίγο μετά έγινε και η πρώτη μεγάλη αναβάθμιση, το 1991, με την γέννηση του ΧΤΖ660 Tenere το οποίο είχε πενταβάλβιδη κεφαλή για τον μονοκύλινδρο κινητήρα των 660 –πλέον- κυβικών εκατοστών. Το 1994 έγινε μια  αισθητική ανανέωση, με την μοτοσυκλέτα να αποκτά δίδυμους προβολείς μπροστά.

Η πρώτη ανανέωση έφερε μικρότερο ρεζερβουάρ στα 21 λίτρα και αύξηση της ιπποδύναμης στους 46 ίππους

 

Παρόλο όμως που το Ténéré ήταν η μοτοσυκλέτα που ουσιαστικά "γέννησε" την adventure κατηγορία, εμπνέοντας πολλούς αναβάτες –ιδιώτες και εργοστασιακούς- να τρέξουν στο θρυλικό Paris-Dakar, η Yamaha δεν μπόρεσε να γευτεί τη χαρά της νίκης μετά από το 1980. Ο Olivier "έφτασε πολύ κοντά στην πηγή" το 1985 με ένα XT600 Ténéré ειδικά προετοιμασμένο για τον αγώνα, το οποίο αν και έφερε το ίδιο όνομα με το μοντέλο παραγωγής, ήταν ουσιαστικά η πρώτη μοτοσυκλέτα που είχε φτιάξει το εργοστάσιο ειδικά και αποκλειστικά για το Dakar Rally. Με αυτή την μοτοσυκλέτα ο Γάλλος τερμάτισε στην δεύτερη θέση, ενώ πίσω του στην τρίτη και τέταρτη θέση τερμάτισαν επίσης αναβάτες με την ίδια μοτοσυκλέτα.

Το 1988 έγινε ολοκληρωτική ανβάθμιση, με δύο προβολείς μπροστά, σταθερό φαίρινγκ, δισκόφρενο εμπρός πίσω και ρεζερβουάρ 23  λίτρων

 

Με το πέρασμα των χρόνων, δυσκολία και ο ανταγωνισμός μεγάλωνε, με τις νίκες να συσσωρεύονται στο παλμαρές των boxer κινητήρων της BMW. Για να το αντιμετωπίσει αυτό το γεγονός ο Olivier τοποθέτησε στην αγωνιστική μοτοσυκλέτα του 1986 έναν τετρακύλινδρο εν σειρά κινητήρα από FZ750. Εξαιτίας όμως του μεγάλου βάρους, δεν κατάφερε κάτι καλύτερο από την 12η θέση. Η αφοσίωσή του στον σκοπό τον έφερε άλλη μια φορά στο αρχηγείο της Yamaha και το 1987 το αγωνιστικό τμήμα του εργοστασίου άρχισε να δουλεύει πάνω στο project του 1988. Ήταν το YZE750 Ténéré με τον μονοκύλινδρο, πενταβάλβιδο κινητήρα, με το οποίο έτρεξε και ο νεαρός –τότε- Stephane Peterhansel. Εκείνη τη χρονιά, η μοτοσυκλέτα τερμάτισε στην δεύτερη θέση με τον Franco Picco, μετά από τις ατυχίες των Olivier και Peterhansel, αλλά και μετά από σκληρή μάχη με το Honda NXR750 του Edi Orioli.

Το ΥΖΕ750 με τον κινητήρα του FZ750 δεν είχε ιδιαίτερη τύχη στους αμμόλοφους του Dakar

 

Στα τέλη του 1987, η Yamaha ξεκίνησε και την δημιουργία της επόμενης γενιάς των Ténéré παραγωγής, του δικύλινδρου εν σειρά XTZ750 Super Ténéré. Οι άξονες πάνω στους οποίους κινήθηκαν για την κατασκευή του ήταν οι εξής τέσσερις: η άνεση στο πολύωρο ταξίδι, το ικανοποιητικό ποσοστό δύναμης για να πετυχαίνει υψηλές μουαγιέν, να διαθέτει την δυνατότητα για οδήγηση εκτός δρόμου και τέλος, να έχει ό,τι και όσα χρειάζεται για να μπορεί να οδηγείται καθημερινά στον δρόμο. Το πρώτο πράγμα που έκαναν, ήταν να αποφασίσουν τις διαστάσεις της μοτοσυκλέτας βάσει του αγωνιστικού πρωτότυπου του Picco, με κυριότερο το μεταξόνιο των 1.515mm. Το διπλό σωληνωτό πλαίσιο επιλέχθηκε για την ακαμψία του, ενώ ο κινητήρας διέθετε στρόφαλο 360 μοιρών και 10 βαλβίδες για να διατηρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο την αίσθηση του μεγάλου μονοκύλινδρου Ténéré.

Το 1991, το Ténéré άλλαξε εντελώς, με κινητήρα 660 κυβικών και πενταβάλβιδη κεφαλή, αλλά και ριζικά επανσχεδιασμένη εμφάνιση

 

Όπως ήταν φυσικό, το μοντέλο παραγωγής (που παρουσιάστηκε το 1988) αποτέλεσε την βάση για το αγωνιστικά rally, το YZE750T Super Tenere των 802,5cc, με το οποίο ήρθε η πολυπόθητη νίκη στο Dakar μετά από 10 ολόκληρα χρόνια, το 1991, με αναβάτη τον Peterhansel. Από εκεί κι έπειτα ο δρόμος ήταν στρωμένος με επιτυχίες, ενώ το 1997 και το 1998 ο Γάλλος αναβάτης πήρε δύο ακόμη σερί καρό σημαίες, με τον κινητήρα που είχε στρόφαλο 270 μοιρών.

Το πρώτο Super Ténéré με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα των 750 κυβικών

 

Αυτή η τεχνογνωσία που κερδήθηκε μέσα από τους αγώνες, πέρασε στα ΧΤΖ660 Ténéré και ΧΤΖ1200 Super Ténéré παραγωγής που καθιέρωσαν το λογότυπο των Ténéré ως ένα ορόσημο της μοτοσυκλετιστικής Ιστορίας. Η παραγωγή των μονοκύλινδρων όσο και των δικύλινδρων Ténéré και Super Ténéré σταμάτησε από το 1996 μέχρι το 2008 όταν παρουσιάστηκε το μονοκύλινδρο με την τετραβάλβιδη –πλέον- κεφαλή XT660Z Ténéré. Η επαναφορά του θρυλικού λογοτύπου δεν σημείωσε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία για την Yamaha, παρά το γεγονός ότι ήταν ένα πραγματικό on-of παντός δρόμου, με πολύ καλές δυνατότητες στις εκτός δρόμου διαδρομές.

Το 2008 η Yamaha επανέφερε το λογότυπο του Ténéré με μια μια μοτοσυκλέτα που ήταν βασισμένη στον κινητήρα των ΧΤ660

 

Με τον κινητήρα του XT660, το Ténéré του 2008 παρέμεινε στην παραγωγή μέχρι το 2016, έχοντας δεχθεί μικρές, ααισθητικές κυρίως, επεμβάσεις. Παράλληλα, το 2010 η Yamaha επανέφερε στο προσκήνιο το όνομα του Super Ténéré με έναν δικύλινδρο εν σειρά 1200 κυβικών.

To Super Ténéré των 1200cc, δεν έφερε την αναμενόμενη εμπορική απήχηση που περίμενε η Yamaha στον σκληρό ανταγωνισμό των mega on-off, παρά τα συγκεκριμένα καλά στοιχεία που διέθετε

 

Η εμπορική πορεία του ήταν αντίστοιχα χαμηλότερη των προσδοκιών και παρά τον εξοπλισμό του με ηλεκτρονικά βοηθήματα (όταν παρουσιάστηκε είχε ένα από τα καλύτερα traction control για το χώμα) και τις ημι-ενεργητικές αναρτήσεις (στην τελευταία του έκδοση) το μεγάλο βάρος του, η όχι και τόσο ορθή κατανομή του και το σετάρισμα των αναρτήσεων, αποτέλεσαν αποτρεπτικό παράγοντας για αρκετούς adventure tourer αναβάτες.

Το 2019 όμως η Yamaha έκανε την μεγάλη επιστροφή με το Ténéré 700, με τον δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα της οικογένειας ΜΤ και με πραγματικές δυνατότητες για οδήγηση σε εκτός δρόμου διαδρομές. Ήταν μια πολυαναμενόμενη επιστροφή η οποία μετά από πολύ καιρό κατάφερε να ανταποκριθεί στο βάρος του ονόματος που φέρει.

Το όνομα "Ténéré" στην διάλεκτο των Tuareg σημαίνει "έρημος" ή "μοναξιά" αλλά είναι και το όνομα μιας από τις πιο αφιλόξενες περιοχές της Β. Αφρικής και δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την πρόκληση που δέχτηκε η Yamaha πριν από τέσσερις δεκαετίες, συνυφαίνοντας το όνομά της με την περιπέτεια.