Egli V-MAX 1500

O Mad Max των μοτοσυκλετών
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

8/8/2017

Mad Max

Στη χώρα όπου ανθεί το είδος των μοτοσυκλετιστών “στρίβω σταματημένος και γκαζώνω δίχως αύριο στην ευθεία”, μια γιαπωνέζικη μοτοσυκλέτα κατάφερε να αντιμετωπίσει στα ίσια τα αμερικανικά μαστόδοντα έχοντας περάσει από το ελβετικό κέντρο θεραπείας του Fritz Egli. Με 1.500 κυβικά και 174 άλογα, το “MadV-Max που στήνει ο Egli απειλεί να εξαϋλώσει ο,τιδήποτε τολμά να σταθεί δίπλα του – αρκεί η ευθεία να μη διακόπτεται από στροφές

Ο τριαντάρης με το γκρι κουστούμι που οδηγούσε τη μαύρη Porsche Carrera με τις ιταλικές πινακίδες, μάλλον πήγαινε στη Ζυρίχη για να συζητήσει με τους Ελβετούς χρηματιστές για αγοροπωλησίες ευρώ, δολαρίων, μετοχών ή οτιδήποτε άλλο – προφανώς πάντως βιαζόταν να φτάσει γρήγορα, αν κρίνω από τον τρόπο που ξεκίνησε σπινάροντας μπροστά μου μόλις άναψε πράσινο στο φανάρι της λίμνης. Καθόλου Ελβετός, φανερά Λατίνος.

Ήταν αδύνατον να αντισταθώ, οπότε πολύ ήρεμα στάθηκα δίπλα του. Το υπόκωφο μούγκρισμα των ημιελεύθερων εξατμίσεων συνδυαζόταν περίεργα με τον ήχο από τις κουδούνες των αγελάδων που μας κοιτούσαν πάνω απ’ τον φράχτη, ενώ τα σαγόνια τους αναμασούσαν τη τροφή τους καθώς υπολόγιζαν τις πιθανότητες που έχει η μοτοσυκλέτα κόντρα στο αυτοκίνητο. Θα το ’χαν δει το έργο να επαναλαμβάνεται εκατοντάδες φορές από τον περιφραγμένο χώρο τους στο σταυροδρόμι, όμως ο τύπος με την Porsche ήταν πολύ απασχολημένος να κοιτάει το φανάρι και δεν έδωσε καμία σημασία στην επιθετική στάση του Yamaha και φυσικά ούτε στο μεγάλο υδρόψυκτο V4 μοτέρ με τις γυαλισμένες εισαγωγές στις δύο πλευρές του φιλτροκουτιού με το μεταλλικό μπλε κάλυμμα. Ή μπορεί και να πίστευε ότι το high tech γερμανικό εργαλείο του θα μπορούσε να ρίξει σε οποιοδήποτε ρετρό –18 ετών– streetrod.

Έβαλα πρώτη και από το σκληρό σύστημα μετάδοσης της Yamaha ακούστηκε ένας μεταλλικός ήχος, αλλά και πάλι εκείνος δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Συμπεριφορά ακριβώς όπως την περιγράφει το εγχειρίδιο του αντάρτη των πόλεων στο κεφάλαιο “Αιφνιδιαστική Επίθεση”. Αποφάσισα να μην τον δυσκολέψω. Όταν έγινε πράσινο, και επειδή δεν είχα συνηθίσει τον σκληρό συμπλέκτη, τον άφησα να πάρει κεφάλι. Αντί να ανεβάσω τον 1.500cc δεκαεξαβάλβιδο κινητήρα με 2 ΕΕΚ στο κόκκινο και να αφήσω τον συμπλέκτη απότομα, άνοιξα το γκάζι πολύ γλυκά, οπότε αισθάνθηκα στο πόδι μου τα καυσαέρια της Porsche καθώς ξεκινούσε με πολλή δύναμη. Όμως συνέχισα να ανοίγω το γκάζι μέχρι ότου η βελόνα του μικρούτσικου στροφόμετρου πάνω στο ρεζερβουάρ έφτασε τις 6.000, καθώς έμπαινε το V-Boost. Τότε μπήκαμε στη φάση εκτόξευσης. Εγώ πετάχτηκα πίσω στο τέρμα της σέλας και τα χέρια μου κόντεψαν να βγουν από τις κλειδώσεις, καθώς η μηχανή άρχιζε να σουζάρει ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ στην ευθεία. Έβαλα δευτέρα, μετά τρίτη και η δύναμη συνέχιζε ναι έρχεται ασταμάτητη. Είχαμε μετατρέψει τον δρόμο στην ηλιόλουστη Ελβετική πλαγιά δίπλα στη λίμνη σε πίστα dragster, και ώς τα μισά της ευθείας η Porsche ήταν παρελθόν – μάλλον ούτε που θα με πήρε χαμπάρι ο τύπος μέσα από τα φιμέ τζάμια του…

Φτάνοντας στο τέλος της πίστας μας, η Carrera φαινόταν αμυδρά στους καθρέφτες μου με τους μηδενικούς κραδασμούς, μέχρι που συνειδητοποίησα πού βρισκόμουν. Στην Ελβετία, όπου σε κάθε γωνία υπάρχουν κάμερες και μπάτσοι έτοιμοι να σου κόψουν κλήση αν πας με 2 χιλιόμετρα πάνω από το όριο, εγώ πήγαινα με 200. Αφήνοντας το γκάζι, έβγαλα την Egli από την τροχιά και την έφερα πίσω στη γη. Όμως αν οδηγείς το τελευταίο μοντέλο της Porsche Carrera, αντέχεις να πληρώσεις την κλήση. Με έφτασε και παραλίγο να πέσει πάνω μου καθώς έσκυβε προς το παράθυρο του συνοδηγού για να κοιτάξει. Τότε άναψαν τα σινιάλα της αναγνώρισης και έκανε νόημα ότι παραδεχόταν την ήττα του.

Γεροδεμένος μεσήλικας

Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, κι όμως το μυώδες ορόσημο της Yamaha, το V-Max, έγινε μεσήλιξ και ετοιμάζεται για σύνταξη. Με τον πρόσφατο θάνατο του παπιού C90, το σκήπτρο της μακροβιότερης μοτοσυκλέτας σε παραγωγή πέρασε από τα μικρά στα μεγάλα, από την οικονομία στη σπατάλη, τώρα είναι το V-Max που ξεπέρασε τους πάντες. Δεκαεννιά χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που παρουσιάστηκε, το 1985. Το θρυλικό maxi-rod της Yamaha συνεχίζει να είναι μαζί μας και να υπάρχει στους καταλόγους της αντιπροσωπείας σε επιλεγμένες χώρες για να ικανοποιεί τους λιγότερους αλλά πάντα σκληροπυρηνικούς πελάτες. Για μυώδη εμφάνιση που να συνοδεύεται από απροβλημάτιστες επιδόσεις στην ευθεία, δεν υπάρχει καλύτερη επιλογή από τη V-Max.

Σίγουρα είναι και το πιο επικερδές μοντέλο που έχει κατασκευάσει μέχρι σήμερα η Yamaha, έχοντας αποσβέσει το κόστος εξέλιξης και μηχανημάτων παραγωγής αρκετές φορές τα τελευταία είκοσι χρόνια – ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο V4 είχε αρχικά κατασκευαστεί για να κινεί το Venture land yacht, το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο της Yamaha, μέχρι που τον μετέτρεψαν μετά από απαίτηση της Yamaha Αμερικής ώστε να αποκτήσουν ένα street dragster για να συναγωνιστεί τα αντίπαλα Honda V65 Magna και Kawasaki 900 Eliminator. Μήπως τα θυμάστε; Κανένας άλλος; Όμως, μέσα στις δύο δεκαετίες που αυτές σταδιοδρόμησαν, δεκάδες χιλιάδες V-Max κατασκευάστηκαν και πουλήθηκαν σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και η φιμωμένη έκδοση J με τα 100 άλογα που πουλήθηκε καθυστερημένα στις ελεγχόμενες από την αστυνομία αγορές, όπως η Γαλλία (όπου έγινε και ακόμα παραμένει ένα προϊόν cult), αλλά και η ελεύθερη έκδοση με τα 140 άλογα που εισαγόταν παράνομα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τη δεκαετία του ’90. Σε αυτήν συμπεριλαμβάνεται και το πολύ αποδοτικό V-Boost που δεν υπάρχει στη φτηνότερη έκδοση, μια υδραυλικά υποβοηθούμενη βαλβίδα στην εισαγωγή ανοίγει στις 6.000 στροφές για να τραφεί ο κάθε κύλινδρος από δύο Μikuni 35άρια αντί για ένα στις χαμηλότερες στροφές. Θα μπορούσατε να το ονομάσετε παθητική υπερσυμπίεση. Επιπλέον, το V-Max κυριαρχεί στις μοτοσυκλέτες που εκτός από επιδόσεις προσφέρουν στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα να τους δώσει το προσωπικό του στυλ. Έτσι, ελάχιστες από τις δεκάδες χιλιάδες που έχουν κατά καιρούς πουληθεί έχουν παραμείνει απείραχτες, όπως τις έφτιαξε η μάνα τους.

Η τρέλα πάει στα (ελβετικά) βουνά

Κατά ειρωνικό τρόπο, η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία παλαβών, παράνομα γρήγορων μοτοσυκλετών κατά κεφαλήν στην Ευρώπη είναι η ανιαρή και γέρικη Ελβετία, ο τόπος όπου οι οικολόγοι έχουν διαβρώσει τα πάντα, ώστε αν τολμήσεις να αφήσεις τη μηχανή αναμμένη όσο περιμένεις στο κόκκινο, θα εμφανιστεί κάποιος ενοχλητικός πεζός και θα σου τα ψάλει. Και παρ’ όλα αυτά, είναι το καταλληλότερο έδαφος για τις πιο εξωτικές μηχανές που μπορεί να φανταστεί κανείς. Θα τους έχει πειράξει το αλπικό υψόμετρο, ή θα φταίει το πολύ μούσλι που έχουν φάει για πρωινό, αλλά αυτό βοηθά στο να καταλάβουμε γιατί η ελβετική αγορά έχει αγοράσει τόσα πολλά V-Max και γιατί ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του Fritz Egli είναι το να κάνει τα Max ακόμα πιο τρελά για τους πελάτες του.

Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που ο Egli επινόησε τα café racer με το πρώτο Egli-Vincent V2 racer με φώτα. Από τότε έχει διατρέξει όλη τη γκάμα της δίτροχης υπερβολής, κατασκευάζοντας περίπου 3.000 χειροποίητες μοτοσυκλέτες με μια μεγάλη ποικιλία κινητήρων. Από μονοκύλινδροι μέχρι εξακύλινδροι, turbocharged, supercharged ή απλώς βελτιωμένοι χωρίς να φαίνεται, όλοι τοποθετημένοι στο δικό του χαρακτηριστικό πλαίσιο-ραχοκοκκαλιά. Αυτά κατασκευάζονται κατόπιν παραγγελίας στο εργοστάσιό του που στεγάζεται σε μια πρώην αποθήκη ξυλείας στην κορφή ενός λόφου νότια της Ζυρίχης, εκεί όπου ο κύριος όγκος της δουλειάς του τα τελευταία 26 χρόνια είναι να βελτιώνει αμερικάνικους μυώδεις V8 κινητήρες μαζί με τους αντίστοιχους για μοτοσυκλέτες, τους βελτιωμένους Egli V4 Yamaha V-Max – και να μην ξεχάσουμε τα τρίκυκλα: μερικοί πελάτες του έχουν βάλει καλάθι στα V-Max!

Tο V-Max κυριαρχεί στις μοτοσυκλέτες που εκτός από επιδόσεις προσφέρουν στον ιδιοκτήτη και τη δυνατότητα να τους δώσει το προσωπικό του στυλ

Δεν κάνει για την Ελβετία!

 “Την πρώτη φορά που άκουσα κάποιο V-Max, το 1985, μου δημιούργησε την ίδια αίσθηση με τον δικό μας Chevy V8”, λέει ο Fritz αναπολώντας τα παλιά. “Έβγαζε τον ίδιο μπάσο ήχο, είχε την ίδια σειρά ανάφλεξης και την ίδια τρομερή ροπή που τον έκανε βασιλιά των Grand Prix των φαναριών, πολύ δυνατός κινητήρας για μηχανή street, με περισσότερα άλογα απ’ ότι τα 500GP της εποχής! Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι ήθελα να ασχοληθώ μαζί του, κι όταν το κατάφερα αντιλήφθηκα ότι είναι μια πολύ καλή και ισορροπημένη μοτοσυκλέτα με εμφάνιση που ποτέ δεν θα δείχνει γερασμένη. Η Yamaha τη σχεδίασε πολύ καλά, δεν υπήρχε λόγος για ειδικά πλαίσια. Είναι ένα εξαίρετο πακέτο, που για κάποιον εξωφρενικό λόγο δεν μπορούσε στην αρχή να την πουλήσει ο επίσημος εισαγωγέας, επειδή, όπως είπε, δεν έκανε για την αγορά της Ελβετίας! Πήγαμε στην Αμερική για να τις αποκτήσουμε, και μέχρι σήμερα έχουμε φέρει πάνω από 1.200 στη δυνατή έκδοση με τα 140 άλογα. Τότε αντιλήφθηκε ο αντιπρόσωπος την επιτυχία μας και αποφάσισε να αρχίσει και αυτός να τις εισάγει, όμως τότε μπορούσε να προμηθευτεί μόνο τη γιαπωνέζικη έκδοση με τα 100 άλογα! Μας ευχαριστούσε πολύ που μπορούσαμε να τις εισάγουμε και να τις πουλάμε σε ευτυχείς πελάτες, οι οποίοι συνέχιζαν να επιστρέφουν ζητώντας μετατροπές. Είναι μια μοτοσυκλέτα που γεννήθηκε καλά, έζησε μια καλή ζωή και ακόμα χαίρει άκρας υγείας!”

Μια μοτοσυκλέτα που έδωσε τη δυνατότητα στον Fritz να ξεδιπλώσει όλο το δημιουργικό του ταλέντο, από αισθητικής αλλά και μηχανολογικής άποψης. “Οι φανατικοί των V-Max είναι ιδιαίτεροι άνθρωποι”, λέει ο Egli. “Τους αρέσει να διαμορφώνουν τη μοτοσυκλέτα τους, και παρ’ όλο που προσωπικά την προτιμώ έτσι όπως τη σχεδίασε η Yamaha, μπορέσαμε να κάνουμε πολλή δουλειά στην εμφάνισή των το V-Max. Διαθέτουμε μια πολύ καλή ομάδα στο εργαστήριο, από ανθρώπους που τους αρέσει να δουλεύει πάνω στις μοτοσυκλέτες, γνωρίζοντάς τες πολύ καλά – μπορούν να ανακαλύψουν προβλήματα και να τα διορθώσουν, όπως το να βελτιώσουν το πλαίσιο κάνοντάς το περισσότερο άκαμπτο και εξαλείφοντας τους συμβιβασμούς της μαζικής παραγωγής. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και η ρύθμιση του μπροστινού που μπορεί να χάνει μέχρι και 15 mm στην ευθυγράμμισή του, τοποθετώντας καλύτερης ποιότητας ρουλεμάν. Συμβαίνει το ίδιο με οτιδήποτε δουλεύεις πολύ – μαθαίνεις πώς να το βελτιώνεις”.

Αναπόφευκτα δημιουργήθηκε η ανάγκη να μεγιστοποιηθεί η απόδοση του V-Max, που έτσι κι αλλιώς είναι μεγάλη, όμως αντίθετα απ’ ό,τι συνέβαινε με πολλούς γιαπωνέζικους κινητήρες, όταν ο Egli δοκίμασε στην αρχή να βελτιώσει τον V4, έπαθε την πλάκα του. “Έχοντας δουλέψει πάνω σε τόσους πολλούς γιαπωνέζικους τετρακύλινδρους κινητήρες, στους οποίους έχουμε βγάλει πάνω από 200 άλογα για χρήση δρόμου, περιμέναμε ότι θα ήταν εύκολο να βγάλουμε κάτι παραπάνω από το V-Max. Όμως, παρόλο που θα ήθελα να σας περιγράψω τα θαυμάσια πράγματα που κάναμε στο εσωτερικό του κινητήρα, βασισμένα στην προηγούμενη πείρα μας, η αλήθεια είναι ότι, έτσι που τον έχει φτιάξει η Yamaha, είναι δύσκολο να καταφέρεις κάτι παραπάνω! Κερδίσαμε λίγο προσέχοντας τις εισαγωγές και εξαγωγές, τοποθετώντας εκκεντροφόρους Honda, αλλά αυτό γινόταν εις βάρος της απόδοσης στις μεσαίες στροφές και της ροπής. Η μόνη βελτίωση που μπορέσαμε να βρούμε ήταν να μεγαλώσουμε τις βαλβίδες κατά 1,5mm, τροποποιώντας τις έδρες των βαλβίδων για να ταιριάζουν καλύτερα με την κεφαλή. Έχοντας πειραματισθεί ακόμα και με όλα τα είδη των καρμπιρατέρ, αναγκαστήκαμε να παραδεχτούμε ότι τα στάνταρ Mikuni όταν ρυθμιστούν σωστά είναι η καλύτερη επιλογή!

Επίσης αφιερώσαμε πολύ χρόνο στο να βελτιώσουμε το σχήμα των θαλάμων καύσης, αλλά και πάλι αναγκαστήκαμε να αποδεχτούμε την ήττα μας, ενώ ακόμα και το σύστημα της εξάτμισης είναι πολύ καλό. Δοκιμάσαμε όλες τις εξατμίσεις που κυκλοφορούν στην αγορά, μέχρι που φτιάξαμε και τη δικιά μας – αλλά ενώ κερδίσαμε σε θόρυβο, χάσαμε σε απόδοση. Πολύ σπάσιμο! Στο τέλος, το μόνο που κάνουμε είναι να διατηρούμε τους αυλούς εξαγωγής και να μετατρέπουμε λίγο τα τελικά, ανοίγοντάς τα για να βγάλουμε τον έναν από τους τρεις θαλάμους και να βελτιωθεί η ροή. Όμως οι μηχανικοί της Yamaha που σχεδίασαν αυτή τη μοτοσυκλέτα ήταν πολύ έξυπνοι άνθρωποι, και το ότι το V-Max έχει τόσο μακροχρόνια ζωή το χρωστάει απλώς και μόνο στο ότι το σχεδίασαν τόσο καλά!”

Μεγάλη με τα όλα της

Έτσι, αν και ο Egli έχει φτιάξει και ένα υπερτροφοδοτούμενο V-Max με Roots κομπρέσορα που αποδίδει πάνω από 200 άλογα, αυτή ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Αντίθετα, υπάρχουν πολλά V-Max 1500, “μεγάλα και με τα όλα τους”, που φοράνε τις μετατροπές του Egli για να κάνουν το κομμάτι τους στα φανάρια της κεντρικής Ευρώπης. Όπως αυτό με το οποίο βγήκα να κυνηγήσω Porsche κοντά στη Ζυρίχη, επίσης με ρουχαλάκια σχεδιασμένα από τον Egli.

“Οι πελάτες πολύ συχνά ζητάνε βελτιώσεις για να κάνουν το καλό καλύτερο”, λέει ο Fritz, “αλλά όταν σκεφτόμουν να φτιάξω ένα κιτ για εκκεντροφόρους ή για κεφαλές υψηλής συμπίεσης, κατέληξα ότι ήταν λάθος επιλογή: το V-Max είναι μόνο για χρήση δρόμου και όχι για πίστες, οπότε πρέπει να έχει πολλή ροπή και δύναμη στις μεσαίες στροφές, χωρίς να θυσιάζει τη δύναμη χαμηλά για να πετύχει εντυπωσιακά νούμερα ψηλά. Ο δρόμος των πολλών κυβικών ήταν η λογική επιλογή για μια τέτοια μοτοσυκλέτα δρόμου, οπότε πριν από τέσσερα χρόνια αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε ένα κιτ για να γίνει ο 1.500άρης που έχουμε τώρα σε παραγωγή. Είναι η μοναδική μετατροπή που έχει νόημα σε αυτόν τον κινητήρα”. Βέβαια, δεν ήταν εύκολο να φτάσουν μέχρι εκεί. “Η κεφαλή δεν πατάει απόλυτα σωστά στο μπλοκ των κυλίνδρων, οπότε είχαμε καμένες φλάντζες. Χρησιμοποιήσαμε ειδική φλάντζα που διαθέτει O-ring για να πιέζεται μέσα στο μπλοκ και να παραμένει σίγουρα σφραγισμένο, όμως μετά είχαμε δυσκολία να βρούμε πιστόνια μεγάλης διαμέτρου που να μην είναι τόσο βαριά και να προκαλούν πρόβλημα στις μπιέλες. Ύστερα από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, απορρίψαμε την αύξηση της διαδρομής και καταλήξαμε να αυξήσουμε τη χωρητικότητα χρησιμοποιώντας πιστόνια Venolia με 9mm μεγαλύτερη διάμετρο και μπιέλες Carrillo, που είναι πολύ αξιόπιστα και καλοφτιαγμένα”.

Έτσι η χωρητικότητα του υδρόψυκτου V4 70 μοιρών αυξήθηκε κατά 25% και έφτασε στα 1.498cc. Τα πιστόνια χρησιμοποιούν δύο ελατήρια αντί για τρία του στοκ κινητήρα, ώστε να μειωθούν οι τριβές χωρίς όμως να παρουσιαστούν προβλήματα με το λάδι να περνάει στο θάλαμο καύσης, σύμφωνα με τον Fritz, ενώ ο στοκ στρόφαλος διατηρεί το ίδιο ζύγισμα αν και χρησιμοποιούνται βαρύτερα πιστόνια. Το εργοστασιακό κιβώτιο πέντε ταχυτήτων με τη μετάδοση με άξονα διατηρείται, αλλά με τροποποιημένο συμπλέκτη για να μπορεί να αντιμετωπίσει τη μεγάλη αύξηση της δύναμης: 174 ίπποι στις 8.200 μετρημένα στον συμπλέκτη από τα 138 στις 8.500 της εργοστασιακής μοτοσυκλέτας. Αυτό αντιστοιχεί με όχι περισσότερα από 120 στον τροχό, πράγμα που σημαίνει ότι μετά από 18 χρόνια το V-Max χωρίς μετατροπές είναι εύκολο θήραμα για ένα σωστά οδηγημένο supersport 600.

Σίγουρα τα πράγματα είναι διαφορετικά με την ενάμισι λίτρου maxi-rod του Egli, ειδικά χάρη στην πλούσια ροπή της, η οποία με 17 kg.m στις 5.000 θυμίζει μάλλον τρακτέρ αν συγκριθεί με τα έτσι κι αλλιώς εντυπωσιακά 10 kg.m στις 3.000 που βγάζει όπως έρχεται από τη Yamaha. Το ιδεώδες θα ήταν να χρησιμοποιούσε τον φυγοκεντρικό συμπλέκτη από την Αμερική που ο Fritz έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα στις άλλες μοτοσυκλέτες που έχει φτιάξει, όπως το Egli-Kawasaki 1200 turbo και το GSX 1400 Egli-Suzuki. Αυτό δουλεύει καλύτερα χωρίς να βαρύνει πολύ η μανέτα, βεβαιώνει ο Fritz, αλλά επειδή δυσκολευόταν να τα προμηθευτεί, αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να βάλει έναν ακόμα δίσκο και σκληρότερα ελατήρια στο στοκ συμπλέκτη. “Θα προτιμούσα να είναι ελαφρύτερη η μανέτα του συμπλέκτη, αλλά και έτσι νομίζω ότι είναι αποδεκτή. Δεν είναι τόσο βαριά όσο της Ducati!”

Οδηγώντας το “Μad Max” όπως το έχει βελτιώσει ο Egli, απορείς γιατί δεν διαθέτει επιλογέα Hurst στο πεντάρι κιβώτιο κάτω από το πόδι σου, όπως είθισται στα αμερικάνικα μηχανήματα για κόντρες – αν και κυκλοφορώντας στο δρόμο με αυτή τη μοτοσυκλέτα οι αλλαγές είναι περιττές με τέτοια περίσσεια δύναμης σε όλες τις ταχύτητες. Η ρεπρίζ με πέμπτη είναι φοβερή, όμως αν δουλεύεις λίγο το κιβώτιο και πολύ περισσότερο το γκάζι, θα είσαι ευγνώμων που το V-Max έχει τόσο μακρύ μεταξόνιο για να ελαχιστοποιεί τις σούζες. Επίσης, το ότι διαθέτει άξονα σημαίνει ότι δεν θα χρειάζεται να σταματάς για να σφίγγεις την ξεχειλωμένη αλυσίδα μετά από μερικές εκτοξεύσεις. Σεβασμός.

Ο δρόμος των πολλών κυβικών ήταν η λογική επιλογή για μια τέτοια μοτοσυκλέτα δρόμου

Ακάλυπτες επιταγές

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άξιζε να χρησιμοποιώ το κιβώτιο, από τη στιγμή μάλιστα που συνήθισα τις πολύ γλυκές αλλαγές με συμπλέκτη, οι οποίες είναι πιο προοδευτικές και με λιγότερα σκορτσαρίσματα σε σχέση με το στοκ V-Max. Χρησιμοποιήστε το κιβώτιο και θα εντυπωσιαστείτε σίγουρα από τις επιδόσεις με πέμπτη, ειδικά για κάτι που διαθέτει την αεροδυναμική ενός τούβλου. Είδα 220 στο μεγάλο άσπρο ταχύμετρο και 8.000 στο στροφόμετρο που είναι πάνω στο ρεζερβουάρ, μια “πονηριά” που ευτυχώς κανείς δεν μιμήθηκε, γιατί το να πάρεις τα μάτια σου από τον δρόμο για να κοιτάξεις το στροφόμετρο πάνω σε μια τόσο γρήγορη μοτοσυκλέτα είναι σαν να πας γυρεύοντας να στουκάρεις. Αλλά αν, αντί να ψάχνεις για τον κόφτη που μπαίνει στις 9.000, αλλάζεις χαμηλότερα στις 7.000 για να την κρατάς πάνω στη χοντρή ροπή ενώ κρατιέσαι καλά από το φαρδύ και ίσιο τιμόνι, είναι ο καλύτερος τρόπος. Λίγες είναι οι μοτοσυκλέτες που έχω οδηγήσει με τόση δύναμη στις μεσαίες στροφές, συνοδευόμενη από τόσο ωραίο μπάσο ήχο από τις κάπως ελεύθερες εξατμίσεις.

Οι τροχοί είναι 17 ιντσών για να επιτρέπουν την τοποθέτηση καλύτερων ελαστικών από αυτά που της φοράει η Yamaha. Είναι μια βελτίωση που σου επιτρέπει να στρίβεις με περισσότερη αξιοπρέπεια πάνω σ’ αυτό το ειδικό για ευθείες V-Max απ’ ότι στην έκδοση του εργοστασίου που σαφώς σε τρομοκρατεί και που ένα καλιφορνέζικο περιοδικό την έχει περιγράψει ως μια μοτοσυκλέτα με“έναν κινητήρα που εκδίδει επιταγές τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει ο σκελετός”. Πες τα χρυσόστομε!

Αυτή είναι μία από τις πολλές βελτιώσεις του Ελβετοφινλανδού Egli, που δεν αφορούν μόνο στη βελτίωση της γεωμετρίας. Τοποθετεί επίσης μακρύτερα καλάμια στο στάνταρ πιρούνι της Yamaha με διάμετρο 43mm. Συγκεκριμένα είναι 80mm μακρύτερα, για να δώσουν μεγαλύτερη στιβαρότητα στο μπροστινό χωρίς να αλλάξει τη διαδρομή της ανάρτησης, γιατί, όπως λέει ο Fritz, “είναι εντελώς ανεπαρκείς στη στάνταρ έκδοση”. Εμένα ωστόσο εξακολουθεί να μη μ’ αρέσει το κράτημα του V-Max, το πιρούνι μοιάζει να έχει φτωχή απόσβεση, καθώς χοροπηδάει στις ανωμαλίες και βυθίζεται πολύ όταν ζορίζεις τις οκταπίστονες Spiegler δαγκάνες που ενεργούν σε δύο δίσκους 320mm. Πάλι καλά βέβαια, γιατί αντίθετα με τα ίδια ακριβώς φρένα που είχε το τευτονικό ultrabike που οδήγησα τελευταία, το πολύ βαρύτερο και με πολύ καλύτερη επιτάχυνση Munch Mammut 2000, τα φρένα του V-Max δεν ήταν τόσο δυνατά, γεγονός που σε ανάγκαζε να υπολογίζεις εγκαίρως πότε θα φρενάρεις και να βάζεις πολλή δύναμη μπρος-πίσω για να κόψεις ταχύτητα πριν τη στροφή, ώστε να μπορέσεις να βγεις όρθιος και να γκαζώσεις στην ευθεία. Όμως η ποιότητα κύλισης από τα δύο αμορτισέρ Koni ήταν πολύ καλή.

“Το V-Max είναι μια εντελώς ξεχωριστή μοτοσυκλέτα, την οποία ευχαριστιούνται να οδηγούν τόσοι πολλοί διαφορετικοί αναβάτες με τόσες πολλούς διαφορετικούς τρόπους”, λέει ο Fritz Egli. “Πάντα ήταν απόλυτα αξιόπιστη – έχουμε έναν πελάτη που αγόρασε μια μηχανή από μας και έχει κάνει πάνω από 60.000 χιλιόμετρα χωρίς κανένα πρόβλημα και χωρίς κανένα service προτού μας τη φέρει για αλλαγή λαδιών!”. Με τέτοια αξιοπιστία, το V-Max σίγουρα θα πρωταγωνιστεί στις κόντρες των φαναριών σε όλο τον κόσμο για αρκετά χρόνια ακόμη, κάνοντας το κιτ του Egli με τα μεγάλα πιστόνια μια καλή επιλογή για όποιον θέλει να κρατήσει το γιαπωνέζικο streetrod ανταγωνιστικό απέναντι στους πιο σύγχρονους αντιπάλους. Πράγματι, χάρη στους μηχανικούς της Yamaha, τους στυλίστες της GK Design και την ενθάρρυνση της Yamaha USA, είναι η μοτοσυκλέτα που αναμφίβολα επινόησε το είδος των naked.

Κι όμως είναι πολύ παράξενο που, παρά τις κατά καιρούς φήμες, η Yamaha χρειάστηκε πάνω από 18 χρόνια για να ΜΗΝ εξελίξει μια τόσο φανερά επιτυχημένη ιδέα σε ένα mega-Max του 21ου αιώνα. Οπωσδήποτε, εάν αποδειχτεί αληθινή η πιθανότητα ότι η Yamaha στα εικοστά γενέθλια του V-Max θα παρουσιάσει έναν ξανασχεδιασμένο κινητήρα με EFI και μεγαλωμένο στα 1.700cc ώστε να βγάζει πάνω από 160 άλογα στον τροχό με αρκετή ροπή για να ανελκύσει τον Τιτανικό, τότε το δημιούργημα του Egli μάς δίνει μια ιδέα πώς θα είναι να οδηγείς εκείνη τη μοτοσυκλέτα. Τώρα μου έρχεται στο μυαλό ένας Ιταλός με μια Porsche που δεν θα χαρεί με την εμφάνισή της.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Κατασκευαστής / Μοντέλο: Egli Yamaha V-Max 1500

Κινητήρας: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος V 70ο, 2ΕΕΚ, 4 Β/Κ

Ισχύς (hp/rpm): 174 / 8.200

Ροπή (kgm/rpm): 17 / 5.000

Διάμετρος x Διαδρομή (mm): 85 x 66

Χωρητικότητα (cc): 1.498

Τροφοδοσία: 4 καρμπιρατέρ Mikuni 35mm

Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 2

Σύστημα εκκίνησης: Μίζα

Τύπος συμπλέκτη: Υγρός πολύδισκος

Τελική μετάδοση: Κιβώτιο 5 σχέσεων, άξονας

Πλαίσιο: Ατσάλινο, διπλό, κλειστό

Γωνία κάστερ (ο): 29

Μεταξόνιο (mm): 1.590

Μήκος (mm): 2.300

Πλάτος (mm): 765

Ανάρτηση εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι

Διάμετρος (mm): 43

Ανάρτηση πίσω: Δύο αμορτισέρ Koni

Φρένο εμπρός: Δύο δίσκοι 320mm με δαγκάνες οκτώ εμβόλων Spiegler

Φρένο πίσω: Δίσκος 320mm με δαγκάνα οκτώ εμβόλων Spiegler

 

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους

Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/8/2020

Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.

Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!

Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!

Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.

Σχέδιο: «New Racing»

Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.

Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Τα οβάλ πιστόνια!

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.

Η επιστροφή στα δίχρονα

Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.

Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.

Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.

Η NR του κόσμου

Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…

Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.

Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος

Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.

Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

V ForeVer

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.

Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!

Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…

Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…

Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…

 

Ετικέτες