Αφιέρωμα: Οι μεγαλύτερες ευθείες του κόσμου και της Ελλάδας

Οδηγίες για την οδήγηση χωρίς εναλλαγές κλίσης
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

11/12/2019

Το πρώτο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι δρόμοι όπως στην Ν. Σαρδηνία με 60-70 χιλιόμετρα δίχως ούτε εκατό μέτρα ευθείας, σε μία απόλυτη συνέχεια στροφών που μπορούν να οδηγήσουν ορισμένους αναβάτες ακόμη και σε ναυτία, τελευταίο πράγμα που θέλουμε ως μοτοσυκλετιστές, είναι οι ατελείωτες ευθείες.

Η Ελλάδα είναι ευλογημένη για τους γεμάτους στροφές επαρχιακούς με το καλύτερο τοπίο του κόσμου -προσωπική άποψη- κι ας μην έχουμε την καλύτερη άσφαλτο και μακράν την χειρότερη χάραξη. Δεν παύει να είναι πραγματική απόλαυση να οδηγείς στην χώρας με προσεκτική όμως οδήγηση και είναι λιγοστές οι τεράστιες ευθείες που το μήκος τους να μετριέται με διψήφιο αριθμό χιλιομέτρων.

Μία τέτοια ευθεία βρίσκεται στην Εθνική Οδό 6 που αποτελεί μέρος της Ευρωπαϊκής Οδού 92, ανάμεσα στην Καλαμπάκα και τα Τρίκαλα. Η απόλυτη ευθεία έχει μήκος λίγο παραπάνω από τα 14 χιλιόμετρα ενώ φτάνουμε τα 18 χιλιόμετρα αν συμπεριληφθούν και οι απειροελάχιστες καμπές που υπάρχουν, στο συνολικό μήκος. Εκτός από την μεγαλύτερη ευθεία της Ελλάδας, προσφέρει και με βεβαιότητα την καλύτερη θέα με κατεύθυνση προς Καλαμπάκα, από την στιγμή που αντικρύζεις τα μοναδικά Μετέωρα. Πολύ κοντά σε μήκος, και μεγαλύτερη πρακτικά, αν δεν μετρήσει κανείς κάθε απειροελάχιστη καμπή, είναι η ευθεία του Α2 από Κομοτηνή προς Μεστή, όπου μετά τον Φύλακα οδηγείς σε μία τεράστια ευθεία δύο λωρίδων ανά κατεύθυνση για 11 χιλιόμετρα που ξεπερνούν την ευθεία της Καλαμπάκας αν εξαιρέσεις την πολύ ανοικτή στροφή πριν την Μέστη αλλά και την καμπή πριν τον Φύλακα.

Από τα Τρίκαλα έως και την Καρδίτσα θα βρει κανείς ακόμη περισσότερες ευθείες, που αγγίζουν και τα δέκα χιλιόμετρα σε μήκος, στην μεγαλύτερη πυκνότητα ευθειών που υπάρχουν στην χώρα μας. Από εκεί και πέρα κοντά στην Αθήνα μία αρκετά μεγάλη ευθεία είναι στις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας, στην παλιά έδρα του Δήμου Δερβενοχωρίων, στην Πύλη, ενώ αντίστοιχες ευθείες έως δέκα χιλιόμετρα υπάρχουν αρκετές στην Ελλάδα, σε καμία περίπτωση όμως δεν αφθονούν, ούτε και συγκρινόμαστε με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα βορειοδυτικά όπου το πρόβλημα είναι αντίστροφο, αναζητούνται οι στροφές.

Παγκοσμίως οι μεγαλύτερες ευθείες που υπάρχουν σε ασφαλτοστρωμένος δρόμους, έως και σε 3Α επίστρωση, είναι τόσο μεγάλες που απαιτούν ειδική εξάσκηση από τους οδηγούς για να μην κοιμηθούν στην σέλα, ή ζαλιστούν από το επίπεδο τοπίο και τις αντανακλάσεις.

Στις περισσότερες ιντερνετικές λίστες που θα βρει κανείς, δεσπόζει η θέση της Αυστραλίας που στον “Eyre Highway” υπάρχει ένα τμήμα μήκους 145.6 χιλιομέτρων σε απόλυτη ευθεία, δίχως καμπή, δίχως καμία απόκλιση. Η Αυστραλία θα μπορούσε να έχει με άνεση τις πιο εξουθενωτικές ευθείες του κόσμου, στους ήδη πιο αφιλόξενους δρόμους που διασχίζοντας την ενδοχώρα απαιτούν από εσένα να κουβαλάς πρόσθετο καύσιμο για να καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό σου. Δεν έχουν όμως οι δρόμοι που διασχίζουν την ενδοχώρα, τόσο απόλυτες ευθείες όσο αυτή στον παραλιακό δρόμο ανάμεσα σε Αδελαϊδα και Πέρθ, ένας εξαιρετικά μοναχικός δρόμος, με μία απόλυτη ευθεία στο κέντρο που σε καλεί να μην κοιμηθείς…

Παρά το εντυπωσιακό μήκος και το γεγονός πως κάθε site εκεί έξω έχει την Αυστραλία ως την χώρα με την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Σαουδική Αραβία έχουν ευθείες που αγγίζουν τα 200 χιλιόμετρα!! 193 συγκεκριμένα που γίνονται  257 αν συμπεριληφθεί μία απειροελάχιστη καμπή στην περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας. Πριν τους δούμε αναλυτικά, ας βάλουμε πρώτο στην λίστα έναν δρόμο μήκους 1.120 χιλιομέτρων που χωρίς στροφές και μονάχα με καμπές, σε αναγκάζει να οδηγείς πρακτικά σε ευθεία γραμμή.

Ως μοτοσυκλετιστές θα θεωρήσουμε αυτή την μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, από την στιγμή που οι καμπές αυτές δεν σε αναγκάζουν να πάρεις κλίση. Με σχεδόν εννιά ώρες οδήγησης πατώντας μονάχα στο κεντρικό μίγμα γόμας σε κάποιο δίγομο πίσω ελαστικό μέσα στην έρημο, πηγαίνοντας από τον Περσικό Κόλπο στα σύνορα της Ιορδανίας και συγκεκριμένα στην μικρή πόλη Turaif. Ο αυτοκινητόδρομος 85 της Σαουδικής Αραβίας, είναι πρακτικά μία ευθεία με δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση για όλη αυτή την τεράστια διαδρομή μέσα στην έρημο, μέχρι την Turaif που με σχεδόν 90ο στροφή, συνεχίζει για την «μύτη» των συνόρων με την Ιορδανία και την ένωσή του με τον άλλο μεγάλο αυτοκινητόδρομο της Σαουδικής Αραβίας, τον 65.

Αυτή είναι με κάθε επισημότητα η μεγαλύτερη ευθεία του κόσμου, για κάθε μοτοσυκλετιστή, κι ας περιέχει καμπές!

Στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Β. Ντακότα των ΗΠΑ, ξεκινώντας από τα διοικητικά σύνορα με την Μινεσότα, συναντάμε μία απόλυτη ευθεία 193 χιλιομέτρων που κάνει ακριβώς δύο «σπασίματα» σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα. Παρά το μικρό πλάτος, με δεδομένο πως είναι ένα ρεύμα ανά κατεύθυνση, και πάλι ένας μοτοσυκλετιστής δεν θα χρειαστεί να πλαγιάσει σε αυτό τον δρόμο την ίδια στιγμή που ένα αυτοκίνητο θα αναγκαστεί να στρίψει ελάχιστα το τιμόνι. Για μοτοσυκλέτες λοιπόν, υπάρχει εκεί μέσα στην ερημιά των ατελείωτων χωραφιών, που κάποτε ήταν τα εύφορα λιβάδια μίας μεγάλης λίστας αυτόχθονων φυλών της Αμερικής. Τα λιβάδια που διασχίζει αυτός ο δρόμος είναι το βόρειο τμήμα των Great Plains, μίας δίχως πολλά δέντρα τεράστιας περιοχής που συμπεριλαμβάνει σχεδόν το ένα τρίτο των ΗΠΑ… Απίστευτη ζέστη το καλοκαίρι και εξαιρετικό κρύο το χειμώνα, ο δρόμος αυτός, και γενικότερα η περιοχή, είναι μαγευτική την Άνοιξη για να αδειάζει το μυαλό σου οδηγώντας. Φτάνει να μην υπάρχει λόγος να σε σταματήσει Σερίφης της περιοχής. Μιλάμε εκ πείρας και αυτή την φορά…

Επιστρέφουμε στην Σαουδική Αραβία, λίγο πιο νότια από εκεί που πιάσαμε τον 85 και κοντά στα σύνορα με το Εμιράτο του Κατάρ. Εκεί βρίσκεται η απόλυτη ευθεία του αυτοκινητόδρομου 10! Συχνά αντιμετωπίζοντας πρόβλημα από την άμμο που εξαιτίας του αέρα απλώνεται στην άσφαλτο, δίχως καμπές όπως στην περίπτωση της Β. Ντακότα, η ευθεία σε αυτή την περίπτωση φτάνει σε μήκος τα 256 χιλιόμετρα χωρίς αλλαγή κλίσης για μία μοτοσυκλέτα!

Με την πρόσφατη ολοκλήρωσή του πάνω σε αρχαίο μονοπάτι καμηλών μέσα από την έρημο Rub Al-Khali, αυτός είναι και επίσημα ο δρόμος με την μεγαλύτερη απόλυτη ευθεία του κόσμου, προσπερνώντας τον Eyre Highwasy. Αρχικά υπήρχαν και εδώ καμπές, που λειτουργούσαν ως παρακάμψεις, πριν βρεθεί τρόπος στο ασταθές έδαφος να ολοκληρωθούν οι εργασίες κατασκευής. Πλέον αυτή είναι η απολύτως μεγαλύτερη ασφάλτινη ευθεία στον κόσμο, και για μία μοτοσυκλέτα θα είναι πάντοτε περισσότερο επικίνδυνη η διάσχισή της από ένα αυτοκίνητο. Παρά την απομονωμένη της τοποθεσία η ευθεία αυτή διασχίζεται συχνά και καθημερινά από αυτοκίνητα και πολύ σπανιότερα έως πρακτικά καθόλου από μοτοσυκλέτες

Πάμε ξανά πίσω στις ΗΠΑ ανοίγοντας και πάλι την κατηγοριοποίηση για δρόμους χωρίς στροφές που έχουν όμως κάποιες καμπές. Σε αυτή την περίπτωση ένας δρόμος που διέρχεται από το Τεξας, το Κάνσας και την Οκλαχώμα είναι μία ευθεία 173 χιλιομέτρων ξεκινώντας από την πόλη Dalhart!

Στην ίδια Ήπειρο και όχι πολύ πιο νότια, υπάρχει μία ελάχιστα γνωστή ευθεία για τους περισσότερους στον κόσμο. Στην Μπάχα Καλιφόρνια στο Μεξικό, την «Κάτω» Καλιφόρνια δηλαδή, μιας κι αυτό σημαίνει Μπάχα, στην τεράστια αυτή χερσόνησο υπάρχει ένας και μόνο δρόμος που την διατρέχει κατά μήκος στην δυτική της πλευρά. Αυτό σημαίνει πως η ανατολική πλευρά της χερσονήσου είναι μία από τις πιο απομονωμένες περιοχές του πλανήτη και ελάχιστα γνωστή με αυτή την ιδιότητα. Και ο δρόμος όμως Carretera Transpeninsular, που περιλαμβάνει μία ευθεία 168 χιλιομέτρων, δεν είναι λιγότερο μοναχικός! Περνά από τέσσερις μικρές πόλεις που εκεί υπάρχουν και φανάρια. Δίχως ψηλά κτήρια και με ελάχιστη χαμηλή βλάστηση, πέρα από τους κάκτους, το μόνο που σπάει το μάτι είναι οι πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος που διατρέχουν παράλληλα με αυτόν την χερσόνησο.

Στην Βολιβία πρέπει να συμπεριλάβουμε έναν δρόμο που αν και χωρίς ακόμη άσφαλτο, αποτελεί συνδετικό κρίκο για τρεις χώρες σε μία απόλυτη ευθεία 160 χιλιομέτρων!

Πίσω στην Σαουδική Αραβία υπάρχει άλλη μία ευθεία που αγγίζει τα 149 χιλιόμετρα στον αυτοκινητόδρομο 50.

Σε αυτό το σημείο της λίστας θα βρούμε και τον Eyre Highway που οι περισσότεροι τον κατατάσσουν ως την μεγαλύτερη ευθεία, όπως λέγαμε παραπάνω.

Στα 149 χιλιόμετρα, αρχίζοντας να θυμίζει πινκ-πονκ, γυρνάμε ξανά στα Great Plains, καθώς κάθετα αυτή τη φορά από την Νότια Ντακότα μέχρι τον Καναδά, συναντάς τον 83 με λίγες καμπές μέχρι και τα σύνορα με τον Καναδά, εκεί που τελειώνει πάνω στην ευθεία του 251, η οποία όμως δεν έχει το κατάλληλο μήκος για να συμπεριληφθεί σε αυτή την λίστα με τις τεράστιες ευθείες…

Πίσω στην Καλιφόρνια, των Ην. Πολιτειών αυτή την φορά, βάζουμε στην λίστα τον Interstate 10 γιατί σε ένα σημείο του λίγο πριν φτάσει στο Φοίνιξ της Αριζόνα ερχόμενοι από Los Angeles, έχουμε μία ευθεία 143 χιλιομέτρων μέσα στην έρημο. Ανά χιλιόμετρο, ο δρόμος αυτός συγκεντρώνει και ρεκόρ θανάτων που οφείλονται κυρίως σε μειωμένα αντανακλαστικά και πραγματική ύπνωση των οδηγών. Κι αυτό γιατί έχει συχνότερη διέλευση από τις υπόλοιπες υπερ-ευθείες και με εξαίρεση δύο μικρές καμπές, είναι μία τεράστια ευθεία που κοιμίζει τους οδηγούς. Παρόλο που υπάρχει διαγράμμιση για να ξυπνήσει κανείς από τον λήθαργο, πριν φύγει εκτός δρόμου, δεξιά και αριστερά η έρημος είναι χαμηλότερα, ώστε να προστατεύεται ο δρόμος από την έρημο και αρκετά αυτοκίνητα καταλήγουν που θα βγουν έξω, καταλήγουν με τούμπες στην χαμηλή βλάστηση.

Στο Illinois υπάρχει μία ευθεία 137 χιλιομέτρων, όπου πρακτικά μιλάμε και πάλι για τα Great Plains, και είναι ένας στενός δρόμος με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση. Υπάρχει και εδώ ειδική διαγράμμιση για να αποτρέπει τον λήθαργο πατώντας εκτός, όμως στην περίπτωση που δεν βγει ο κοιμισμένος οδηγός στο αντίθετο ρεύμα, αλλά εκτός δρόμου, απλά θα βρεθεί σε κάποιο τεράστιο χωράφι. Εκτός κι αν έχει δυτική κατεύθυνση, από την μεριά δηλαδή των κολώνων ηλεκτρικού ρεύματος…

Λίγο πιο βόρεια περνάμε στον Καναδά και στο Saskatchewan, ένα απίστευτο μέρος με αναρίθμητες λίμνες, περισσότερες από 100.000 αν υπολογίσεις και τα “ponds” που μαζί με τα ποτάμια καθιστούν το τεράστιο μέρος να έχει περισσότερο νερό και… από την θαλασσινή Ελλάδα! Εξαπλάσιο σε έκταση από την χώρα μας, το Saskatchewan κρύβει απίστευτη ομορφιά και πολλά σημεία που μπορείς να είσαι ολότελα μόνος σου! Στο καναδικό μέρος των Great Plains, σχετικά κοντά στα σύνορα και με την Β. Ντακότα, και με εκκίνηση στην πόλη που το βράδυ βλέπεις τα άστρα, γιατί τα φώτα δεν σε τυφλώνουν, το Stoughton, ξεκινά μία ευθεία 138 χιλιομέτρων μέχρι την πρωτεύουσα της Νομαρχίας, την Regina.

Στην Αργεντινή, στην επαρχία La Pampa, βρίσκεται μία ευθεία 133 χιλιομέτρων που πλέον αποτελείται -και- από άσφαλτο. Δεν έχει στρωθεί σε όλο το μήκος, αλλά οδηγείς άφοβα καθώς επί δεκαετίες χρησιμοποιείται και είναι στρωμένη με 3Α – το άφοβα είναι σχετικό, γιατί πέφτουν πολλοί κεραυνοί σε περίπτωση καταιγίδας και μάλιστα πάνω στα οχήματα…

Στα 125 χιλιόμετρα μήκους, βρίσκουμε με διαφορά την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη τεράστια ευθεία, την ευθεία που έχει συνέχεια κίνηση! Νοτιοδυτικά της Ομάχα, συνδέοντας το Lincoln με το Grand Island η οδός «Χριστόφορου Κολόμβου» έχει δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση και παρά την συχνή διέλευση δεν κινδυνεύεις τόσο από κοιμισμένους οδηγούς. Ούτε εδώ υπάρχει κάτι να δεις δεξιά και αριστερά, οπότε το γεγονός πως δεν είσαι μόνος σου αλλά με πολλά αυτοκίνητα, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το επιχείρημα πως και ο άδεις δρόμος κοιμίζει από μόνος του, είναι δεν είναι βαρετός.

Ξανά στην Αυστραλία, κρατιόμαστε για λίγο ακόμη πάνω από τα εκατό χιλιόμετρα. Με μήκος 120 χιλιομέτρων, συναντάμε έναν καταπράσινο δρόμο με αρκετά δέντρα κατά μήκος! Στην Νέα Νότια Ουαλία, διασχίζοντας λιβάδια και όχι δάση, αλλά με αρκετό νερό στο υπέδαφος, ο Mitchell Highway έχει δεξιά και αριστερά δέντρα ενώ πίσω από αυτά, το απόλυτο κενό για άλλη μία φορά. Λιβάδια, και πάλι λιβάδια.

Μέχρι στιγμής πηγαινοερχόμαστε μεταξύ Αμερικής, Αυστραλίας και Σαουδικής Αραβίας και έτσι θα παραμείνουμε περιορίζοντας την λίστα για έως 100 χιλιόμετρα μήκος. Στην υπόλοιπη Αφρική υπάρχουν επίσης τεράστιες ευθείες, όχι όμως σε καινούριους δρόμους, με πρόσφατη χάραξη όπως στην Σαουδική Αραβία. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν στροφές ή καμπές πιο έντονες από εκείνες που θα ήθελε κανείς να παραβλέψει. Στην ενδοχώρα της Νότιας Αφρικής, οι ευθείες αυτές διακόπτονται από παρακάμψεις, όπως και στην υπόλοιπη Αφρική. Παρακάμψεις για ένα σωρό λόγους, από το γεγονός πως κάποια περιοχή είναι ιερή έως διαφορές φυλών και άλλων παραγόντων που απαγορεύουν την διέλευση. Παρόλο που υπάρχουν λοιπόν τεράστιες ευθείες, δεν είναι κάποια από αυτές πάνω από 100 χιλιόμετρα, τουλάχιστον όχι ακόμη. Ξανά στην Σαουδική Αραβία λοιπόν, κι εκεί στον 95 αυτή την φορά, όπου μία ευθεία 110 χιλιομέτρων περνά μέσα από την έρημο. Να γιατί οι Άραβες εκεί, επιδίδονται στο άγριο σπορ του ντιφταρίσματος με πολλά χιλιόμετρα… φτιάχνουν στροφές στις απόλυτες ευθείες τους.

Τελευταίο στην λίστα των «πάνω από 100» ξανά το ονειρεμένο Saskatchewan (μονάχα για 20 ημέρες το χρόνο είναι όνειρο) που με 104 χιλιόμετρα σε μία ευθεία οριζόντια στο χάρτη, κάνει εντονότερο το θέμα των λιμνών που λέγαμε παραπάνω. Εδώ αν βγεις εκτός δρόμου μπορεί να καταλήξεις σε κάποια λίμνη χωρίς καμία επιβράδυνση! Από το επίπεδο του δρόμου οι λίμνες δεν ξεχωρίζουν παρά μονάχα για τους ντόπιους που γνωρίζουν πώς να καταλάβουν τις συστοιχίες των θάμνων τριγύρω των λιμνών.

Να βάλουμε τέλος στην λίστα και μία ευθεία κάτω των εκατό, μία ευθεία της καρδιάς μας, στο Colorado που μπορεί να είναι «μόλις» 77 χιλιόμετρα αλλά περίπου στο κέντρο της έχει ένα φοβερό κέντρο ερπετών, που περιλαμβάνει κροκόδειλους και αλιγάτορες, καθώς και τεράστια φίδια. Με εκατοντάδες εκτάρια σε γη, έχουν το χώρο που χρειάζονται ενώ, η ευθεία αυτή διέρχεται και από ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κυκλικής σποράς. Όπως και στην έρημο, έτσι κι εδώ, η πληθώρα γης και τα παραπανίσια εκτάρια, επιτρέπουν στους αγρότες να θυσιάζουν χώρο για να εξοικονομήσουν πόρους και κυρίως νερό. Για αυτό και η καλλιέργεια γίνεται σε κυκλικά χωράφια…

Σε κάθε βαρετό δρόμο, όπως ακριβώς αυτοί στην λίστα μας, με τίποτα σημαντικό να δεις δεξιά και αριστερά - δεν είναι η ταχύτητα εκείνη που θα σε κρατήσει σε εγρήγορση.

άποψη από τις ευθείες στο Saskatchewan , δεξιά και αριστερά υπάρχουν αναρίθμητες λίμνες που δεν τις καταλαβαίνεις από το επίπεδο του δρόμου...

Άλλωστε δεν είναι λίγα τα παραδείγματα, όπου κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, σε περιμένει κάποιος σερίφης να κάνεις το λάθος… Κάνοντας εκούσιες συσπάσεις σε κάποιον μεγάλο μυ, όπως ο τετρακέφαλος, διατηρώντας μία ταχύτητα που δεν θα καταστρέψει το πίσω ελαστικό από την υπερθέρμανση, όπως μπορεί να συμβεί στην έρημο, και έτοιμος να σταματήσεις μόλις βαρύνει το βλέφαρο, οι μεγάλες ευθείες μπορούν να φύγουν κάτω από τις ρόδες σου με ασφάλεια. Προσωπικά σε μία τέτοια αγάπησα τις Harley για τις οποίες ως τότε, πολλά χρόνια πριν και δίχως την τωρινή εμπειρία, θεωρούσα μοτοσυκλέτες που δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά. Με λιγότερο από 120χμαω, και με το τοπίο να έχει από ώρα τελειώσει να προσφέρει εναλλαγές ανάμεσα σε κάκτους και λόφους άμμου, το μόνο εκείνη την ώρα σου έλεγε πως κάτι συμβαίνει, ήταν η Harley… Προφανώς και μία superbike με dragster ψαλίδι και κάποιον να σε ακολουθεί με μπιτόνια βενζίνης για τον απαραίτητο ανεφοδιασμό την μέση του πουθενά, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό. Όμως όταν θα εμφανιστεί έλεγχος ταχύτητας εκεί που δεν μπορείς να ξεφύγεις κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά, μία μοτοσυκλέτα που στα 120χμαω σου κινεί το ενδιαφέρον, είναι η καλύτερη επιλογή…

άποψη της ευθείας στην Νέα Νότια Ουαλία, με δέντρα δεξιά και αριστερά, από τα λίγα στην ευρύτερη αχανή περιοχή... 

Αφιέρωμα ΜΟΤΟ: Η ιστορία των V4 κινητήρων της Honda και η εξέλιξή τους

Η πορεία προς την εδραίωση των τετράχρονων V4
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

31/8/2020

Η σχέση της Honda με τους V4 κινητήρες χαρακτηρίζεται άνετα ως μία σχέση ερωτική που κρατάει πολλά χρόνια. Ξεκίνησε με πείσμα κόντρα στις προβλέψεις και τις προκαταλήψεις, κι όπως κάθε έντονο πάθος είχε στην αρχή του πολλές περιπέτειες, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Καρπός αυτού του έρωτα είναι μερικές μοτοσυκλέτες που έπαιξαν ενεργό ρόλο για την εξέλιξη ολόκληρου του είδους και ενέπνευσαν άλλους κατασκευαστές, τόσο μηχανολογικά όσο και με την εξωτερική τους εμφάνιση, όπως η θρυλική NR 750.

Εδώ και χρόνια οι V4 κινητήρες επικρατούν στα MotoGP και η Honda έχει σημαντικό μερίδιο για την αγωνιστική τους καταξίωση. Και είτε το εναποθέσεις αυτό ολότελα στην πλάτες του Marquez, είτε απλά του δώσεις την βαρύτητα που έχει στην πράξη, το γεγονός παραμένει πως οι V4 κινητήρες της Honda έχουν μία αξιοσημείωτη παρουσία που γεννήθηκε πρώτα στους αγώνες και μόνο μέσα από τους αγώνες εξελίσσονται!

Η αγωνιστική αυτή εξέλιξη των V4 κινητήρων της Honda είναι ο λόγος που πριν ακόμη παρουσιαστούν τα VF μοντέλα, σε μία εποχή που δεν υπήρχε internet και η πληροφορία διακινούνταν με άλλους ρυθμούς, είχαν ήδη χτίσει έναν μύθο που ακόμα και σήμερα συντροφεύει όλα τα VFR!

Το 1977 η Honda ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στο παγκόσμιο GP σε δύο χρόνια, σταματώντας τα δεκαετή "μούτρα" στην διοργάνωση, που ξεκίνησαν το 1968 όταν και αποχώρησε από τους αγώνες. Το ‘68 οι κανονισμοί άλλαξαν περιορίζοντας τους κυλίνδρους σε τέσσερις, δίνοντας έτσι ένα σοβαρό πλεονέκτημα στις δίχρονες μοτοσυκλέτες. Οπότε η Honda, ως παραδοσιακός υποστηρικτής των τετράχρονων κινητήρων, αποφάσισε να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενη.

Σχέδιο: «New Racing»

Δεν ήταν άλλωστε και λίγο αυτό για τον Soichiro Honda, που είχε αποκαλέσει τις δίχρονες μοτοσυκλέτες "βρώμικες" και είχε εστιάσει στην εξέλιξη των τετράχρονων κινητήρων, κυρίως για την καλύτερη ενεργειακή τους απόδοση. Από την άλλη αυτή η χαμένη δεκαετία στέρησε από τη Honda ένα τεράστιο πεδίο δοκιμών, κινδυνεύοντας να γίνει η αιτία της αποκαθήλωσης από το βωμό του τεχνολογικά πιο προηγμένου κατασκευαστή. Η εταιρία βλέποντας τον κίνδυνο αυτό, κατέφυγε σ’ ένα μάλλον απλοϊκό πλάνο. Έδωσαν τρία δισεκατομμύρια Γεν στον κ. Koichi Yanase, έναν από τους manager του εργοστασίου της Suzuka, και μια άδεια να οργανώσει από το μηδέν μια εκατονταμελή ομάδα με σκοπό να κερδίσει τον πρώτο τίτλο μέσα σε τρία χρόνια.

Ο Yanase ονόμασε το project "κερδίζω τίτλο σε τρία χρόνια" με την κωδική ονομασία NR, συντομογραφία του "New Racing", και αποφάσισε επίσης να μην αντιμετωπίσει με ίσους όρους τα δίχρονα των υπόλοιπων κατασκευαστών. Πιστός στους λόγους που έκαναν την Honda να αποχωρήσει πριν από δέκα χρόνια, διάλεξε να φτιάξει έναν τετράχρονο κινητήρα, και ξεκίνησε συγκρίνοντας τα όρια των τετράχρονων και των δίχρονων. Γρήγορα υπολόγισε ότι για να είναι ανταγωνιστικός χρειαζόταν έναν κινητήρα που θα ανέβαζε 23.000 στροφές, με απόδοση περίπου 130 ίππων. Κι αυτό για έναν τετράχρονο με τα δεδομένα της εποχής, σήμαινε τεράστιες ανάγκες σε τροφοδοσία καυσίμου και αέρα, κατά συνέπεια περισσότερες βαλβίδες, κάτι όμως πρακτικά αδύνατο χωροταξικά σε έναν τετρακύλινδρο, ιδιαίτερα για μια κεφαλή σε κινητήρα πεντακοσίων κυβικών. Στα χαρτιά όλα αυτά φαινόντουσαν εύκολη υπόθεση για έναν V8, ωστόσο ίσχυε ακόμη ο περιορισμός των τεσσάρων κυλίνδρων. Η διάταξη V κέρδιζε εκείνη την εποχή ολοένα και περισσότερο έδαφος και χρόνια μετά, το 1982, άφησε εποχή το δίχρονο YZR500 της Yamaha που κέρδιζε τα πρωταθλήματα. Ίσως εξαιτίας αυτής της φήμης του, να διαβάζετε λανθασμένα στην Wikipedia ότι υπήρξε γενικώς το πρώτο V στα GP...

Τα οβάλ πιστόνια!

Η ομάδα λοιπόν σκαρφίστηκε την ιδιοφυή λύση να φτιάξει πράγματι κάτι σαν V8, με 32 βαλβίδες και οκτώ μπιέλες, και απλά να "ενώσει" τα πιστόνια, ώστε να είναι εντός του κανονισμού για αυστηρά τετρακύλινδρο κινητήρα, φτιάχνοντας έτσι την πρώτη μοτοσυκλέτα με οβάλ πιστόνια. Έχοντας να λύσουν άπειρα κατασκευαστικά θέματα σ’ έναν τέτοιο κινητήρα που απαιτούσε πρωτόγνωρη μηχανολογική ακρίβεια, όταν παράλληλα ο όγκος και το βάρος του έπρεπε να είναι τα ελάχιστα δυνατά, οι μηχανικοί της Honda δούλευαν χωρίς ωράριο και με την γκιλοτίνα της έναρξης του πρωταθλήματος να γυαλίζει πάνω από το λαιμό τους. Τελικά πρόλαβαν με το ζόρι το πρωτάθλημα του ΄79 αντιμετωπίζοντας όμως πολλά προβλήματα, τα οποία και συνεχίστηκαν αμείωτα τις επόμενες χρονιές χωρίς να καταφέρνουν κάποια νίκη στα GP. Όμως αυτό δεν οφειλόταν τόσο στην NR500 που είχε καταφέρει την τρίτη χρονιά να φτάσει την απόδοση και το επίπεδο αξιοπιστίας που χρειαζόταν, όσο στην απειρία της ομάδας που τότε αποκτούσε στρατηγική πρωταθλήματος και αγωνιστική εμπειρία. Η απουσία μιας δεκαετίας είχε σημαντικό αντίκτυπο, ένα καλό παράδειγμα είναι ότι αρχικά είχαν την λανθασμένη εντύπωση πως το έντονο φρένο κινητήρα της NR500, σε σχέση με τους δίχρονους ανταγωνιστές της, θα προσφέρει αυξημένο έλεγχο στην είσοδο των στροφών!

Επειδή όμως πέρα από τις όποιες τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε ταυτόχρονα να μείνουν πιστοί στο αρχικό πλάνο: "πρωτάθλημα σε τρία χρόνια", το νεοδημιούργητο τότε HRC, αποφάσισε να παρατήσει τα πρωτοποριακά προγράμματα και να ακολουθήσει τους υπόλοιπους. Μέσα σε σχεδόν μίση σεζόν, έφτιαξε μια ολοκαίνουρια δίχρονη μοτοσυκλέτα, την NS500, με τον V3 κινητήρα (και όχι το V3 δεν είναι ορθογραφικό λάθος) πετυχαίνοντας τελικά το στόχο στα πέντε, αντί για τα τρία χρόνια. Οπότε η διάταξη V δεν έφυγε ποτέ, η NS500 έδωσε τη θέση της στο θρύλο της Honda, την NSR500 με τον δίχρονο V4, ακολούθησαν τα πρώτα MotoGP με την RC211V αρχικά που είχε V5 990 κυβικών, ενώ με την μείωση του κυβισμού επέστρεψε και εκεί ο V4.

Ο πρώτος εκείνος τετράχρονος V4 με τα οβάλ πιστόνια δεν πέτυχε τον στόχο του να επικρατήσει των δίχρονων διότι και η ομάδα η ίδια δεν ήταν έτοιμη ακόμη να το πετύχει. Ούτε υπήρχε αναβάτης τότε που να έχει προσαρμόσει το αγωνιστικό του στυλ σε έναν κινητήρα με οβάλ πιστόνια. Επιπρόσθετα οι αγώνες εκείνη την εποχή χρειαζόντουσαν κατασκευαστική απλότητα, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχύει τώρα με τα seamless κιβώτια και τα οργανωμένα τμήματα μηχανικών στην Ιαπωνία να περιμένουν παραγγελία για να κατασκευάσουν κατά παραγγελία κάποιο νέο εξωτικό κομμάτι που έχει προκύψει από αμέτρητες ώρες δοκιμών ενός αναβάτη που όλη του την ζωή οδηγεί. Δεν το κάνει ως δεύτερη εργασία, αλλά είναι στην διάθεση των μηχανικών καθημερινά.

Η επιστροφή στα δίχρονα

Οι αγώνες τότε ήταν ο λόγος που ένας κατασκευαστής πουλούσε μοτοσυκλέτες στο κοινό και κάποιος άλλος όχι, οπότε για τον μεγαλύτερο και πιο προηγμένο κατασκευαστή του κόσμου, την μοναδική Honda, δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί κάτι λιγότερο από την πρώτη θέση. Είχαν κατασκευάσει κάτι απίστευτο, κάτι μοναδικό στην ιστορία της μοτοσυκλέτας που το μόνο που χρειαζόταν ήταν να «ψηθεί» στους αγώνες και να δέσει η ομάδα, μηχανικοί και αναβάτες με τον τρόπο που χρειάζεται να οδηγηθεί. Τα όποια προβλήματα αντιμετώπιζε θα πρέπει να θεωρηθούν μικρά με βάση αυτά που βλέπουμε σήμερα να συμβαίνουν, κι απόλυτα λογικό να παρουσιάζονται στην αγωνιστική χρήση. Η εποχή όμως δεν έδινε την πολυτέλεια του χρόνου, ώστε να συνεχίσει η Honda να επενδύει σε κάτι κατασκευαστικά ριζοσπαστικό και ιδιότροπο. Ο Mick Grand και ο Katazumi Katayama είχαν μόλις έναν πόντο ολόκληρο το ’79. Το 1980 ήταν μία χρονιά που ξεκίνησε καλύτερα αλλά πολύ μακριά από την κορυφή για να καταφέρουν να συντηρήσουν το αυστηρό όριο χρόνου που τους είχαν δώσει. Ο Fast Freddie κατάφερε μία πέμπτη θέση στο βρετανικό πρωτάθλημα το ΄81 αλλά δεν ήταν αρκετό για να δώσει παράταση στον τετράχρονο V4. Ο V3 δίχρονος κινητήρας ετοιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ και με την εμπειρία που είχε ήδη αποκτήσει η ομάδα απέφερε αμέσως αποτέλεσμα.

Το 1984 η Honda επέστρεψε στην διάταξη V4 και κυριάρχησε με την NSR ως μία από τις κορυφαίες δίχρονες μοτοσυκλέτες της ιστορίας των δύο τροχών. Από το 1994 έως το 1999 κέρδισε έξι συνεχόμενους τίτλους και συνολικά δέκα έως και το 2002 που εξαφανίστηκαν τα δίχρονα. Πήρε και τον τελευταίο δίχρονο τίτλο με τον έναν και μοναδικό -ποιον άλλο- Valentino Rossi. Η απόδοσή της ήταν κορυφαία σε σημείο που η χωρητικότητα των MotoGP έπρεπε τότε να φτάσει τα 990 κυβικά για να καταφέρει να αποδώσει όπως οι δίχρονες, κορυφαίο παράδειγμα των οποίων ήταν η NSR. Η μετάβαση από την τρικύλινδρη NS500 δεν ήταν εύκολη γιατί εκείνη η μοτοσυκλέτα ήταν το ακριβώς αντίθετο από το συμβατικό σχεδιασμό με μία μίξη πλαισίου δύο δοκών με χωροδικτύωμα και ένα ρεζερβουάρ πολύ χαμηλά τοποθετημένο. Η Honda γρήγορα άλλαξε σκεπτικό για την κατανομή βάρους στις superbike και από πολύ χαμηλά το ανέβασε στα τωρινά επίπεδα που εξυπηρετούν καλύτερα τις ακραίες κλίσεις.

Αρχικά ο V4 ήταν μάλιστα ελαφρύτερος από τον V3 και είχε μικρότερη αδράνεια παρά τον ένα πρόσθετο κύλινδρο γιατί η κίνηση στο κιβώτιο μεταφερόταν πιο άμεσα. Η γωνία των κυλίνδρων έφτασε το 1987 τις 112 μοίρες ώστε να χωρούν τέσσερα Keihin των 36mm και τους κατάλληλους αυλούς εισαγωγής, με καλύτερη απορροή των καυσαερίων. Στο αποκορύφωμά της η μοτοσυκλέτα αυτή ήταν τρομακτικά δυνατή, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα, και σύμφωνα με την Honda αδύνατο να οδηγηθεί. Θα αναγκαζόντουσαν σε πισωγύρισμα, αν δεν ήταν ο Mick Doohan να δαμάσει το τέρας κερδίζοντας! Η NSR δέχτηκε τεράστια εξέλιξη και κάθε χρόνο ήταν διαφορετική κερδίζοντας τους τίτλους, όπως δεν είχε καταφέρει ο τετράχρονος πρόγονος.

Η NR του κόσμου

Ωστόσο δεν πήγε άδοξα όλη η προγενέστερη πορεία για το εργοστάσιο, από την στιγμή που την εκμεταλλεύτηκε εμπορικά, και δεν μιλάμε μόνο για την μοναδική NR 750, κάποτε την πιο ακριβή μοτοσυκλέτα παραγωγής που το MOTO ως περιοδικό έχει κομμάτι της ιστορίας της για δικό του. Να θυμίσουμε στους νεότερους πως η πρώτη NR 750 που ήρθε στην Ευρώπη ήταν του περιοδικού ΜΟΤΟ, τοποθετώντας μας έτσι στον χάρτη εκείνη την εποχή, και δείχνοντας στους ξένους την δυναμική μίας ανεξάρτητης ομάδας παθιασμένων μοτοσυκλετών που «κάνουν τα πράγματα να συμβαίνουν», κι ας βρίσκεται σε μία χώρα με μικρές δυνατότητες στην μηχανοκίνηση! Η δυναμομέτρηση που κάναμε στην NR με αριθμό πλαισίου 0044 ήταν η πρώτη ανεξάρτητη κι αφού την δοκιμάσαμε και την κυκλοφορήσαμε, βγήκε σε πλειστηριασμό στην Αγγλία. Η NR750 έκανε το ντεπούτο της στο Le Man το 1987, και τον Μάιο του 1992, έχοντας λύσει τα προβλήματα που απαιτεί η μαζική παραγωγή, η NR "βγήκε στις αγορές", με την πρώτη ευρωπαϊκή να είναι η δική μας…

Η Honda αξιοποίησε πιο μαζικά εμπορικά την δυναμική που απέκτησε με τους V4 στην σειρά VFR, που τώρα βρισκόμαστε στην έβδομη γενιά της. Η ιστορία των VFR ξεκινά το 1986 μ’ ένα μοντέλο που εισάγει σε καθημερινή μοτοσυκλέτα, την οδήγηση των εκκεντροφόρων με γρανάζια και την τεχνολογία TRAC (Torque Reactive Anti-dive Control) στο πιρούνι, και γίνεται έτσι απευθείας μια από τις σημαντικότερες μοτοσυκλέτες της εποχής. Η αναφορά στις ημερομηνίες, προς αποφυγή παρεξηγήσεως των απανταχού "βηεφερόφιλων" είναι αυτή των παγκόσμιων παρουσιάσων. Το πότε ήρθε στην Ελλάδα, δεν έχει ιστορική σημασία... Επίσης πολλοί μπορούν να βλέπουν στο μοντέλο του ’86 μια συνέχεια από το VF750 του 1982. Πράγματι η Honda έχοντας αρχίσει να εξαργυρώνει τεχνογνωσία από τα GP, όχι και φήμη όμως αφού απουσίαζε ακόμα από το βάθρο, παρουσίασε το 1982 μια σειρά V4 μοτοσυκλετών με έναν κινητήρα που αργότερα βρέθηκε στις αγωνιστικές μοτοσυκλέτες των WSBK. Είναι όμως ο νεότερος V4 κινητήρας και ένα καινούριο αλουμινένιο πλαίσιο που αποτέλεσαν τη βάση για το πρώτο VFR του 1986. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει μια μικρή διαφορά στην ονομασία από το VF750 του 1982 (το R έρχεται από το Road), και να έχουν και οι δύο V4 κινητήρα, αλλά στην πράξη μιλάμε για τελείως διαφορετικές μοτοσυκλέτες. Το VFR750 ξεχώριζε επίσης από τη σειρά VF, γιατί καθιέρωσε ότι τα VFR θα είναι η πλατφόρμα της Honda για την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Αυτή η πρακτική ακολουθούταν έως και πρόσφατα με παράδειγμα το VFR1200 που μας συνέστησε για πρώτη φορά το DCT, το αυτόματο κιβώτιο διπλού συμπλέκτη. Το οποίο μάλιστα γιορτάζει τώρα την πρώτη δεκαετία της ζωής του, όπως σας θυμίσαμε τον Αύγουστο, πριν από τον υπόλοιπο ελληνικό Τύπο.

Τα VFR, ο ζωντανός θρύλος

Η επόμενη γενιά VFR έρχεται το 1990 με κινητήρα που έχει ως βάση τον αγωνιστικό της RC30, μονόμπρατσο ψαλίδι και ram air. Ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά, το 1994, η τρίτη γενιά του VFR, έκανε την μεγαλύτερη αίσθηση στο κοινό γιατί υιοθέτησε την εμφάνιση της NR, της ακριβότερης μοτοσυκλέτας παραγωγής. Πέρα όμως από το χαμηλότερο βάρος και την εμφάνιση, δεν την διαφοροποιούσε τίποτα το σημαντικό από την δεύτερη γενιά. Αυτό έγινε στην τέταρτη γενιά, το 1998, για πολλούς το πιο όμορφο VFR και ένα από τα καλύτερα σε συμπεριφορά. Εκείνο το VFR εισήγαγε το pivotless πλαίσιο, είχε τον κινητήρα των 781 κυβικών της RC-45, ψεκασμό και συνδυαζόμενο ABS. Παράλληλα άλλαξε ελάχιστα σε εμφάνιση, παραμένοντας πιστό στην NR και κράτησε το μονόμπρατσο ψαλίδι. Με ποιότητα κατασκευής πρωτόγνωρη σε μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής και κουβαλώντας όλη αυτή την ιστορία, έγινε εμπορική επιτυχία στην Ευρώπη σε μια εποχή που όλα αυτά έχαναν ως προτεραιότητες στην επιλογή νέας μοτοσυκλέτας, και βασικό ρόλο έπαιζε η ιπποδύναμη.

Άλλη μία ανανέωση ήρθε το 2002, και από τότε έσπασε η αλυσίδα των ανανεώσεων ανά τετραετία. Το VFR800 άλλαξε τελευταία φορά το 2014 φέρνοντας μάλιστα βελτιώσεις και όχι ριζικές αλλαγές. Το 2002 ήταν εμπορικά η καλύτερη χρονιά των VFR, και ο βασικότερος λόγος για αυτό ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας VTEC. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί τα VFR ως την πλατφόρμα παρουσίασης νέων τεχνολογιών, η Honda έφερε στη μοτοσυκλέτα τον μεταβλητό χρονισμό βαλβίδων, απευθείας από τον κλάδο των αυτοκινήτων. Είχε ξεκινήσει να ασχολείται μ’ αυτό το 1984 μ’ ένα πρόγραμμα που το ονόμασε NCE (New Concept Engine) κατασκευάζοντας το 1985 μια σειρά Civic και Integra, ωστόσο ο κόσμος γνώρισε πραγματικά το VTEC στο Integra του 1989. Για άλλη μια φορά λοιπόν τα VFR κέρδιζαν τη φήμη τους, επάξια όμως, μέσα από ήδη γνωστά και αναγνωρίσιμα ακρωνύμια πρωτοποριακών τεχνολογιών. Ανάμεσα σε εκείνο το VFR και το τελευταίο μπορεί να έχουν μεσολαβήσει δώδεκα χρόνια, αλλά στην πράξη δεν υπήρξε στασιμότητα. Παρουσιάστηκε το Crossrunner, ένα VFR με ψηλό τιμόνι και όρθια θέση οδήγησης, που προέκυψε ως μοντέλο έπειτα από την τρέλα που έπιασε τους Ιάπωνες με τις μοτοσυκλέτες της αστυνομίας τους. Αυτές ήταν αρχικά κανονικά VFR που οι αστυνομικοί άρχισαν να τους προσαρμόζουν ψηλά τιμόνια για να κερδίσουν σε ευελιξία μέσα στην πόλη. Ήρθε στη συνέχεια μια σειρά από επιτυχίες σε τοπικά πρωταθλήματα Gymkhana, κάποια video έγιναν "viral" σε Ιαπωνικά site αντίστοιχα του Youtube και ουσιαστικά η Honda αναγκάστηκε να ακούσει, και όχι να δημιουργήσει τον παλμό της αγοράς, αναπαράγωντας αυτό που ήδη κυκλοφορούσε σαν «customια» στους δρόμους. Ίσως και για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, από τότε το κάνει πιο συχνά. Το Crossruner είναι επίσης η αιτία που στον πρόσθετο εξοπλισμό του VFR800 μπορείτε να βρείτε ένα νέο ψηλότερο τιμόνι. Στο Crossruner επίσης έγινε και η πρώτη προσπάθεια εξομάλυνσης της ενεργοποίησης του VTEC, και βελτίωσης της κατανάλωσης. Ο αντίκτυπος που έκανε η επεισοδιακή αυτή γέννηση του V4 της Honda στην αγωνιστική σειρά, συνόδευε τα VFR που τα κάλυπτε πάντα η αύρα της μοτοσυκλέτας με τα οβάλ πιστόνια, στη συνείδηση του κόσμου. Η πραγματική εξαργύρωση για τη Honda έρχεται όμως το 1994 στην τρίτη γενιά του VFR, το οποίο αντέγραψε το στυλ και την εμφάνιση της NR, και έγινε ούτε λίγο ούτε πολύ, η εξωτική μοτοσυκλέτα που ο καθένας μπορούσε να αποκτήσει!

V ForeVer

Από την αρχή της δεύτερης περιόδου ενασχόλησης της Honda με τα GP, σχεδόν 35 χρόνια τώρα, η διάταξη V δεν εγκαταλείφτηκε ποτέ, εξαιτίας των χωροταξικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει και του συνδυασμού αποθεμάτων ροπής και ευστροφίας. Από το 2002 έως και το 2006 η Honda είχε έναν V5 κινητήρα με περιεχόμενη γωνία 75,5ο και είκοσι βαλβίδες στα 990 κυβικά με τον οποίο κέρδισε σχεδόν το 60% των αγώνων που συμμετείχε και τρία πρωταθλήματα, δύο με τον Rossi και ένα με τον Hayden.

Το 2007 οι κανονισμοί αλλάζουν, τα κυβικά περιορίζονται στα 800σια και η Honda επιστρέφει χωρίς δεύτερη σκέψη στην V4 διάταξη κρατώντας μάλιστα την περιεχόμενη γωνία στις 75,5ο με τις στροφές να φτάνουν την επόμενη χρονιά, τις 19.000!

Το 2011 έρχεται η μεγάλη αλλαγή, το seamless κιβώτιο που μειώνει δραματικά τον χρόνο των αλλαγών σε μόλις -κρατηθείτε- 0.009 δευτερόλεπτα από τα -εξίσου μόλις- 0,04 που είχα φτάσει τα αγωνιστικά κιβώτια! Το seamless κιβώτιο έφερε μία ριζική αλλαγή στους αγώνες και συγκέντρωσε επάνω του ένα σημαντικό μερίδιο από τον απαιτούμενο χρόνο εξέλιξης για πολλά χρόνια καθώς συμπαρέσυρε και τους υπόλοιπους κατασκευαστές! Συνομιλώντας με τον άνθρωπο που υπέγραψε τον αρχικό σχεδιασμό μου είπε -πριν από χρόνια- πως ένα τέτοιο κιβώτιο κοστίζει στην Honda κάτι παραπάνω από €120.000 σαν κατασκευή, χωρίς όμως να υπολογίζεται η αναλογία του κόστους εξέλιξης. Στις μοτοσυκλέτες παραγωγής για παράδειγμα, το κόστος εξέλιξης διαιρείται με τον αριθμό των πωλήσεων κι έτσι μερικές φορές ακόμη και οι πιο κοστοβόρες διαδικασίες μπορούν να δικαιολογηθούν, όταν παρουσιάζονται στα στελέχη που θα πάρουν την απόφαση της υλοποίησης. Αν διαιρούσαμε το κόστος εξέλιξης με τον αριθμό των seamless κιβωτίων που έχουν κατασκευαστεί, τότε το κάθε ένα θα κόστιζε εκατομμύρια, πράγμα που αντιπροσωπεύει καλύτερα και το πραγματικό κόστος αυτής της τεχνολογικής λύσης που ανέπτυξε η Honda. Η τεχνογνωσία -σύμφωνα με τον ίδιο άνθρωπο- που έχει κερδηθεί από αυτή την διαδικασία είναι πολύτιμη και έχει επενδυθεί κατάλληλα, όμως τότε το πρώτο βήμα ήταν εξαιρετικά δαπανηρό…

Το 2012 οι κανονισμοί των MotoGP αλλάζουν και πάλι, επιτρέποντας 1.000 κυβικά και μέγιστο τους τέσσερις κυλίνδρους. Η Honda αλλάζει τον κινητήρας της ολοκληρωτικά και φτιάχνει έναν V4 με 90ο περιεχόμενη γωνία, συγκεντρώνοντας το βάρος κοντά στο γεωμετρικό κέντρο και διατηρώντας το κέντρο βάρους χαμηλά, όπως το ήθελε πάντα στις τετράχρονες… Ο κινητήρας είναι screamer και την επόμενη χρονιά βρίσκει τον άνθρωπο που θα τον αξιοποιούσε όπως κανείς άλλος, ο Marquez ξεκινά την κοινή του πορεία με την Honda. Από τότε η βασική αλλαγή έρχεται το 2017 που ο κινητήρας επιστρέφει στην ανάφλεξη big bang που έδωσε στην Honda την επιτάχυνση που ήθελε στις εξόδους καθώς και το φρένο κινητήρα που χρειάζεται στην είσοδο. Η ιπποδύναμη φτάνει τους 250 ίππους και η εξέλιξη των ελαστικών είναι ένας βασικός λόγος που η Honda κατάφερε να επιστρέψει στην big bang ανάφλεξη.

Όλα αυτά τα χρόνια, η πορεία των V4 που εδώ καλύψαμε περισσότερο από την ιστορική και χρονολογική της πλευρά, βασίζεται στην αγωνιστική ενασχόληση και βρίσκει κυρίως εκεί εφαρμογή. Η ακριβή RC213V-S, μία πολιτική πανάκριβη MotoGP μοτοσυκλέτα που έβγαλε η Honda σε περιορισμένη παραγωγή το 2015, δεν φτιάχτηκε για να εξαργυρώσει εμπορικά το τεράστιο κόστος της επένδυσης σε όλη αυτή την πορεία, αλλά για να ικανοποιήσει το κοινό που ζητούσε επίμονα μία εξωτική μοτοσυκλέτα με τον θαυμαστό V4 κινητήρα. Από τότε η αναμονή για μία εμπορική V4 καλά κρατεί…

Η V4 πλευρά της Honda στην νέα εποχή θα είναι και μία από τις καλύτερες της ιστορίας της και αναμένεται να την δούμε στο μέλλον…

 

Ετικέτες