Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο

Για όλο το 2025 θα γίνουν χαριστικά δύο track-day με μοτοσυκλέτες
Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
Από τον

Θάνο Αμβρ. Φελούκα

20/2/2025

Η κλασσική διαδρομή του Nürburgring που ήταν ανοικτό με σύστημα διοδίων και έμπαινε όποιος ήθελε πληρώνοντας τον γύρο, κλείνει για τις μοτοσυκλέτες μετά από μία συζήτηση που κρατά χρόνια αλλά ποτέ δεν είχε οδηγήσει σε αποτέλεσμα.

Οι μοτοσυκλέτες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην βιωσιμότητα του Nürburgring, ειδικά κατά την περίοδο της χρεοκοπίας του έως την εξεύρεση χρηματοδότησης, όπως και στα χρόνια της πανδημίας. Ωστόσο την τελευταία τριετία έχουν αυξηθεί τα supercar και η παραδοσιακή διαδρομή της πίστας έχει περάσει σε ένα νέο επίπεδο όπου πλέον αντί για φτιαγμένα αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες, βλέπεις νέα supercar με επίσης νέο κόσμο στο τιμόνι τους. Έχουν αυξηθεί και τα ατυχήματα και έχει ανέβει κατακόρυφα και η επικινδυνότητα, την ίδια στιγμή που οι μοτοσυκλέτες συνεχίζουν να αποτελούν συντριπτική μειοψηφία.

Το MOTO είναι το μόνο ελληνικό μέσο με μεγάλη εμπειρία στην κλασσική, μεγάλη διαδρομή του Nürburgring, καθώς υπάρχει και μία κανονική πίστα στην οποία οι μοτοσυκλέτες θα μπορούν να λάβουν μέρος πιο συχνά. Η πίστα αγώνων θα ανοίξει 38 φορές μέσα στο 2025 και ορισμένες ώρες από αυτές τις ημέρες θα αφοσιωθούν στις μοτοσυκλέτες χωρίς όμως σταθερό και γνωστό πρόγραμμα. Αν συγκεντρώσουν συμμετοχές, τότε θα δημιουργούν ενότητες μοτοσυκλετών, μέσα στην ημέρα.

Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο
Ο μοτοσυκλετιστής είχε πάντα ένα γρήγορο αυτοκίνητο να τον καταδιώκει στην είσοδο των στροφών (φωτό: Από συγκριτικό του ΜΟΤΟ)

Στην παραδοσιακή διαδρομή όμως, εκείνη που κυρίως επισκέπτονται όσοι πηγαίνουν στο Nürburgring και ήταν ανοικτή όλα τα απογεύματα εκτός των ημερών που υπήρχαν track day ή δοκιμές πρωτότυπων και αγωνιστικών αυτοκινήτων, θα μπορούν να μπουν μόνο αυτοκίνητα!

Τα εξαιρετικά δημοφιλή «tourist rides» όπου απλά πήγαινες με το όχημά σου, οποιοδήποτε και αν ήταν αυτό, ακόμη και το βανάκι της εταιρείας που εργάζεσαι φορτωμένο με εργαλεία, κι έμπαινες αγοράζοντας γύρους, τώρα θα συνεχίσουν χωρίς τις μοτοσυκλέτες!

Για αυτές θα δεσμευτούν μόνο δύο ημερομηνίες, 30-31 Ιουλίου και 13-14 Αυγούστου με συγκεκριμένα track-day με πλοηγούς και κατάταξη σε γκρουπ βάση ικανότητας, όπου θα κινούνται μόνο μοτοσυκλέτες!

Καταρχάς να αποσαφηνίσουμε πως το Nürburgring ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα σημεία για μοτοσυκλετιστές και τα τελευταία χρόνια γινόταν ακόμη πιο επικίνδυνο για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω.

Προσωπικά εγώ, έχω βρεθεί στο Nürburgring πέντε φορές μέσα σε μία δεκαετία και συνολικά το ΜΟΤΟ έχει βρεθεί τις διπλάσιες σε μία περίοδο που ξεπερνά τις δύο δεκαετίες. Τις δύο από τις πέντε φορές βρέθηκα σε πολύ επικίνδυνη αναμέτρηση με supercar, όπως έγινα και μάρτυρας ατυχημάτων μεταξύ αυτοκινήτων και μοτοσυκλετών. Όπως έχουμε περιγράψει λοιπόν μέσα από την αρθρογραφία στο ΜΟΤΟ για τις δοκιμές και τα συγκριτικά που έχουμε πραγματοποιήσει στο Nürburgring, η συνύπαρξη αυτοκινήτων και μοτοσυκλετιστών με μία τεράστια απόκλιση σε εμπειρία αναβατών και οδηγών, καθώς και η επικινδυνότητα της πίστας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για λάθος, συνθέτουν ένα εξαιρετικά αφιλόξενο περιβάλλον για τις μοτοσυκλέτες!

Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο
Ο φόβος στα φρένα είναι πάντα πίσω σου στο Nürburgring!

Η λύση όμως που είχαμε προτείνει στους υπεύθυνους ασφαλείας του Nürburgring, όλοι όσοι φτάσαμε να συζητάμε μαζί τους και ιδιαίτερα οι Γερμανοί συνάδελφοι, κρατώντας ένα κοινό μέτωπο, ήταν να μπαίνουν οι μοτοσυκλέτες όλες μαζί με απλώς ένα πεντάλεπτο διακοπής για τα αυτοκίνητα! Έτσι και αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις δεύτερο γύρο στα “tourist rides” είναι αναγκαστικό να βγεις στο μέσο της μεγάλης ευθείας. Γκρουπάροντας λοιπόν τις μοτοσυκλέτες που πηγαίνουν κάθε φορά εκεί και με ένα κατά ελάχιστο αριθμό συμμετοχής που θα προκύπτει κάθε φορά από το πόσοι θα βρίσκονται εκεί, θα μπορούσαν οι μοτοσυκλέτες να μπαίνουν μόνες τους σε ένα παράθυρο χρόνου με τα αυτοκίνητα αμολημένα πίσω τους, απλά περιμένοντας περισσότερο από το συνηθισμένο.

Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο
Αυτές οι εικόνες θα είναι πλέον συλλεκτικές...

Αυτή η λύση δεν είχε προταθεί για να εξαλείψει τον κίνδυνο αλλά για να τον περιορίσει κρατώντας τους γρήγορους με μοτοσυκλέτες μακριά από τον κίνδυνο των αυτοκινήτων.

Μην ξεχνάτε πως το Nürburgring δεν είναι μία κανονική πίστα αλλά λογίζεται ως ένας ιδιωτικός δρόμος με διόδια όπου την ώρα των “tourist rides” ισχύουν βασικές έννοιες του ΚΟΚ για την προσπέραση και την προτεραιότητα, όχι όμως και το όριο ταχύτητας.

Από τεχνικής πλευράς η διοίκηση του Nürburgring μπορεί να πραγματοποιήσει την λύση αυτή με ευκολία καθώς έχει πλήρη εικόνα του τι συμβαίνει στην τεράστια διαδρομή που ξεπερνά τα είκοσι χιλιόμετρα (20.832μ) καθώς και σημάνσεις έτοιμες για απαγόρευση ή όχι των μοτοσυκλετών, καθότι ήδη περιόριζε την κίνησή τους μαζί με τα αυτοκίνητα όταν υπήρχε μεγάλη αναμονή και άσχημες καιρικές συνθήκες με ομίχλη, ή/και χιόνι. Δεν είναι δύσκολο να πας στο Nürburgring και στην είσοδο να έχει απλά μουντό καιρό αλλά να χιονίζει στα μισά της διαδρομής!

Απαγόρευση μοτοσυκλετών στο Nürburgring! Χάσαμε άλλο ένα κάστρο
Από τεχνικής πλευράς υπάρχουν ήδη όλα όσα χρειάζονται για να δημιουργηθεί ένα μικρό παράθυρο για τις μοτοσυκλέτες, θέληση δεν υπάρχει

Ωστόσο με την άνοδο των συμμετοχών και την μεγάλη αναμονή στα “tourist rides” η πίστα επέλεξε απλά να ξεμπερδεύει με τον «βραχνά» των μοτοσυκλετών προς μεγάλη χαρά των οδηγών αυτοκινήτων.

Μπορεί τώρα όλο αυτό να μοιάζει μακρινό για εμάς εδώ στην Ελλάδα αλλά δεν μας αφήνει τελείως ανεπηρέαστους ως πολίτες της Ε.Ε. Για αρχή δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που επισκέπτονταν το Nürburgring και άλλοι τόσοι που είχαν όνειρο να το κάνουν αυτό κάποια στιγμή. Ένα όνειρο που δεν έχει σβήσει τελείως αλλά θα πρέπει να γίνει συγκριμένη ημέρα του χρόνου κι αυτό αν βρεθεί διαθεσιμότητα στις ορδές των Γερμανών αναβατών που θα δεσμεύσουν θέση.

Κι έπειτα είναι άλλο ένα κάστρο που χάνεται, άλλο ένα σημείο του χάρτη που οι μοτοσυκλετιστές περνούν σε 2η μοίρα με την πρώτη ευκαιρία. Όταν η πίστα είχε οικονομικά προβλήματα, προσκαλούσε τους αναβάτες να την επισκεφτούν και διαφήμιζε και τις γεμάτες με στροφές διαδρομές γύρω από το Nürburgring, θέλοντας να το δούμε ως μία εκδρομή, συνδυάζοντας την κλασσική διαδρομή με την επίσκεψη στην περιοχή!

Τώρα που γεμίζουν όμως οι ημέρες με supercar, οι μοτοσυκλέτες περνούν σε δεύτερη μοίρα…

Η γένεση της αξιόπιστης ιαπωνικής πολυπλοκότητας

Με το πλεονέκτημα της επιλεκτικής "αντιγραφής"
Μπάμπη Μέντη
Από τον

Μπάμπη Μέντη

25/7/2022

Από το 1900 τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες είχαν ξεπεράσει το στάδιο της “πατέντας” και του “πρωτότυπου” και είχαν γίνει πλέον “βιομηχανικά προϊόντα”. Έως το 1940 οι μηχανολόγοι είχαν ανακαλύψει και είχαν δοκιμάσει τα πάντα σε ό,τι είχε σχέση με τους κινητήρες εσωτερικής καύσης. ΤΑ ΠΑΝΤΑ.

Υπερσυμπιεστές, ψεκασμοί, δεσμοδρομικά συστήματα κίνησης βαλβίδων, υγρόψυκτοι δίχρονοι, δίχρονοι με υπερσυμπιεστή, τετραβάλβιδοι θάλαμοι καύσης, εκκεντροφόροι επικεφαλής, ξηρά κάρτερ, κράματα μαγνησίου και αλουμινίου, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τετρακύλινδρες εν σειρά μοτοσυκλέτες, V12 και V16 αυτοκίνητα, αυτοφερόμενα πλαίσια monocoque, αναρτήσεις μοχλισμού, υδραυλικά αμορτισέρ, υδραυλικά φρένα, περιστροφικά αμορτισέρ… You name it!

 

Τετρακύλινδρη εν σειρά του 1912

Οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα και αυτοκίνητο έχει κατασκευαστεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχει “αντιγράψει” μία ή περισσότερες τεχνολογικές λύσεις που ήδη υπήρχαν από το 1930 (οι περισσότερες από αυτές από το 1915). Οπότε όποιος κατηγορεί οποιονδήποτε για αντιγραφή βλέπει τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα του δωματίου του, διότι στην πραγματικότητα θα πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο “επιλογή” και όχι “αντιγραφή”.

 

Μέχρι το 1950 που οι Αμερικάνοι και οι Ρώσοι άρχισαν να χρησιμοποιούν μαζικά την τεχνολογία των κινητήρων Jet και των πυραύλων που είχαν πάρει από τους Ναζί, ξεκινώντας τον σκληρό ανταγωνισμό τους για την κατάκτηση του διαστήματος, τα μαχητικά αεροπλάνα χρησιμοποιούσαν κινητήρες εσωτερικής καύσης με έμβολα. Διαθέτοντας άφθονο χρήμα και τους καλύτερους μηχανολόγους του κόσμου, οι πολεμικοί αεροπορικοί κινητήρες της κάθε χώρας αποτελούσαν την τεχνολογική αφρόκρεμα, καθώς η απόδοση και η αξιοπιστία τους έκρινε το αποτέλεσμα της μάχης. Την ίδια στιγμή, τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες απευθύνονταν αποκλειστικά στους βαθύπλουτους και την πολύ υψηλή κοινωνία, αποτελώντας αντικείμενα επίδειξης οικονομικής δύναμης και όχι μεταφορικά μέσα. Αυτό σημαίνει πως ο βασικός στόχος των κατασκευαστών τους ήταν να εντυπωσιάσουν τους πελάτες με τις επιδόσεις και την “ανώτερη” τεχνολογία τους, υιοθετώντας κάθε τι που είχε σχέση με τα πολεμικά αεροπλάνα και δεν είναι καθόλου τυχαίο που πολλά αυτοκίνητα της εποχής είχαν στον πίνακα οργάνων τους δείκτη υψόμετρου! 

 

Κινητήρας Peugeot με δεσμοδρομικό σύστημα κίνησης βαλβίδων του 1916

Η μέγαλη διαφορά του τότε με το σήμερα είναι πως δεν υπήρχε εύκολος τρόπος να αντιγράψεις τις τεχνολογικές λύσεις μιας άλλης χώρας.

Τα ταξίδια από τη μία χώρα στην άλλη διαρκούσαν μήνες, τα πανεπιστήμια δεν είχαν internet και η επικοινωνία γινόταν με… ταχυδρομικά περιστέρια.

Το τί έκαναν οι υπόλοιποι μηχανολόγοι στις άλλες χώρες το μάθαινες και το έβλεπες στους αγώνες ταχύτητας και στο πεδίο της μάχης. Προφανώς στις μάχες δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει ο πιλότος της αντίπαλης χώρας για την τεχνολογία του αεροπλάνου του, ούτε φυσικά στους αγώνες σου έλεγαν τί είχαν τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες τους, αφού έτρεχαν ως εθνικές ομάδες και τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες ήταν βαμμένα στα εθνικά χρώματα (μπλε τα γαλλικά, πράσινα τα βρετανικά, ασημί τα γερμανικά, κόκκινα τα ιταλικά κ.ο.κ.). Η κατασκοπία και η “κλοπή” σχεδίων, ακόμα και οι δολοφονίες μηχανολόγων ήταν πολύ συνηθισμένη πρακτική.

 

Δίχρονος DKW με υπερσυμπίεστη του 1935

Σήμερα βέβαια, η πρόσβαση στην υψηλή τεχνολογία είναι μόνο θέμα χρημάτων. Με ένα κλικ στο ποντίκι του ηλεκτρονικού σου υπολογιστή μπορείς να φτιάξεις τη δική σου εταιρεία μοτοσυκλετών ή αυτοκινήτων, χωρίς να χρειάζεται να έχεις δικό σου εργοστάσιο. Ούτε καν δικές σου αποθήκες δεν χρειάζεσαι. Εννοείται πως δεν υπάρχουν εθνικοί φραγμοί και είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις που η εθνική ταυτότητα του αγοραστή αποτελεί πρόβλημα για την πώληση τεχνολογίας από την μία χώρα στην άλλη.

Όμως μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και η βιομηχανία των μοτοσυκλετών δεν είχε καμία σχέση με το παρόν.

Κάθε χώρα είχε τα δικά της προβλήματα και η εθνική οικονομία καθόριζε την στρατηγική των εταιρειών. Η Βρετανία ήταν από τους νικητές του πολέμου και ως σύγχρονη αυτοκρατορία της εποχής (Ινδία, Χονγκ Κονγκ, Μακάο, Αυστραλία, Καναδάς και πολλές αφρικανικές χώρες ήταν και παραμένουν…. υπό την πολιτική και επιχειρηματική επιρροή της) έπρεπε η εθνική βιομηχανία της να τροφοδοτήσει με οχήματα τις αποικίες της. Σε αυτή τη μεγάλη προστατευμένη αγορά, δεν είχε κανέναν σοβαρό ανταγωνιστή και η βιομηχανία της δεν χρειαζόταν να κοπιάσει ιδιαίτερα για να πουλήσει. Το ζητούμενο ήταν να φτιάξει όσα περισσότερο οχήματα μπορούσε, το συντομότερο χρονικό διάστημα. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που οι Βρετανοί άφησαν στην άκρη τους μεγάλους, πανάκριβους και περίπλοκους V2 κινητήρες των 1000 κυβικών και στράφηκαν στους μονοκύλινδρους και στην πιο απλή μορφή των δικύλινδρων εν σειρά.

Βρετανικός V2 κινητήρας JAP με 980 κυβικά του 1928

Την ίδια στιγμή η αποδεκατισμένη από επιστήμονες και κουτσή από εγκαταστάσεις εθνική βιομηχανία της Γερμανίας και της Ιταλίας, δηλαδή των χαμένων του πολέμου, έπρεπε να κατασκευάζει πολλά, μικρά-φτηνά οχήματα για να προσφέρουν οικονομική μετακίνηση στους κατοίκους τους, υπό τους αυστηρούς περιορισμούς στην πρόσβαση πρώτων υλών που τους είχαν θέσει οι νικητές του πολέμου.

Στη Γαλλία, τη χώρα που γεννήθηκαν οι πιο νεωτεριστικές μηχανολογικές ιδέες (στα όρια του σουρεαλισμού κάποιες φορές) η φορολογική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων στραγγάλισε την εθνική βιομηχανία της και την οδήγησε στην εσωστρέφεια. 

Στις ΗΠΑ από την άλλη μεριά, τα δολάρια και τα πετρέλαια “έτρεχαν” στους ολοκαίνουριους δρόμους με τις τέσσερεις λωρίδες κυκλοφορίας και οι Αμερικάνοι κατανάλωναν σε τεράστιες ποσότητες τα πάντα. Η εθνική βιομηχανία τους επικεντρώθηκε στην ποσότητα και τον εντυπωσιασμό, οπότε από τις Duesenberg με τους δύο επικεφαλής εκκεντροφόρους και τους υπερσυμπιεστές του 1931 και τις V12 Packard και V16 Cadillac  του 1912 και του 1921 , κατάντησαν να κατασκευάζουν V8 αυτοκίνητα με ωστήρια και από τις τετρακύλινδρες Henderson έμειναν κολλημένοι για πάντα στις V2 με περιεχόμενη γωνία της 45⁰ και ξεχωριστό κιβώτιο ταχυτήτων που έπαιρνε κίνηση με αλυσίδα.  Άφθονα κυβικά και γρήγορη διαδικασία παραγωγής, με ευκολία επισκευής από ανειδίκευτους μηχανικούς. “Bigger – Looonger – Looower” και “You can fix it with a hammer” ήταν η συνταγή της επιτυχίας στις ΗΠΑ.

 

Αμερικάνικος οκτακύλινδρος εν σειρά με 2ΕΕΚ και υπερσυμπιεστή των αδερφών Duesemberg του 1931

Σε όλη αυτή την ιδιόμορφη μεταπολιτική κατάσταση στον κόσμο, η Ιαπωνική εθνική βαριά βιομηχανία δεν είχε απολύτως τίποτα! Η τοπική αγορά ήταν πολύ μικρή και κυρίως πολύ φτωχή για να καταναλώσει τα προϊόντας της σε ποσότητες που θα της επέτρεπαν να επιβιώσει. Την ίδια στιγμή το τεχνολογικό επίπεδο και οι βιομηχανικές υποδομές της ήταν αστείες για να κατασκευάσει προϊόντα προς εξαγωγή.

Τα αυτοκίνητα και οι μοτοσυκλέτες που κατασκεύαζαν ήταν αντίγραφα προπολεμικών βρετανικών σχεδίων (όχι κλεμμένα, κανονικά αγορασμένα blue-print) και οι εγκαταστάσεις των εργοστασίων τους είχαν υποστεί ολική καταστροφή. Η βιομηχανική τεχνολογία/τεχνογνωσία τους (το know-how δηλαδή) ήταν υποτυπώδης και ο ισχυρισμός πως οι καμικάζι έριχναν τα αεροπλάνα στο στόχο τους (θυσιάζοντας τη ζωή τους προφανώς) γιατί ήταν τόσο κακά που δεν είχαν καμία άλλη επιχειρησιακή/επιθετική δυνατότητα έναντι των αντιπάλων τους, δεν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της Ιαπωνικής εθνικής βιομηχανίας οχημάτων ήταν οι μαζικές εξαγωγές στην υπερκαταναλωτική αγορά των ΗΠΑ και ο μόνος τρόπος για να τα κατασκευάσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι να πάρουν έτοιμη τεχνογνωσία.

Το γεγονός όμως πως δεν είχαν “παράδοση” στην κατασκευή οχημάτων και τα εργοστάσια τους είχαν ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς είχε και ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ πλεονέκτημα.

Το πλεονέκτημα ήταν πως ξεκινούσαν από ένα λευκό χαρτί και μπορούσαν να διαλέξουν τα καλύτερα στοιχεία από τις εθνικές βιομηχανίες των υπόλοιπων χωρών. Επίσης, τα καινούρια εργοστάσια που έφτιαξαν διέθεταν σύγχρονο εξοπλισμό και ήταν έτοιμα να εφαρμόσουν στην παραγωγή τις νέες μεθόδους κατασκευής που είχαν ανακαλυφθεί από την πολεμική βιομηχανία κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (κυρίως τη γερμανική).

Έχοντας ήδη δεσμούς με την βρετανική βιομηχανία οχημάτων πριν τον πόλεμο, αλλά και με τους μηχανολόγους της Ανατολικής Γερμανίας να έχουν “τάσεις φυγής” από τη Σοβιετική Ένωση στην οποία είχε περιέλθει πλέον η μισή Γερμανία, τα Ιαπωνικά εργοστάσια ξεκίνησαν ένα σαφάρι συλλογής βιομηχανικής τεχνογνωσίας, κυρίως από αυτές τις δύο χώρες. Από τους Βρετανούς πήραν μόνο την εμφάνιση των μοτοσυκλετών τους, ενώ από τους Γερμανούς πήραν τις μεθόδους κατασκευής και την “στρατιωτικών προδιαγραφών” ποιότητα κατασκευής (μαζί με την τεχνολογία των δίχρονων και Wankel κινητήρων). Οι περισσότερες γερμανικές μοτοσυκλέτες εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και είχαν πολύ καλή στεγανοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος .

 

Zundapp K 800, τετρακύλινδρη boxer του 1938

Επίσης οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα καλύτερα συστήματα τροφοδοσίας για μοτοσυκλέτες (τα γαλλικά καρμπιρατέρ της SOLEX, τα σχέδια των οποίων το 1960 αγόρασαν οι Ιάπωνες ιδρύοντας την Mikuni) ώστε να αντέχουν σε όλες τις καιρικές συνθήκες του πολέμου.

Επίσης από τις γερμανικές μοτοσυκλέτες εμπνεύστηκαν τη στρατιωτική (κυρίως αεροπορική) φιλοσοφία σχεδιασμού των κινητήρων τους, η οποία θέλει κάθε εξάρτημα να κάνει μόνο μία δουλειά και έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αξιοπιστία τους.

Οι βρετανοί ήταν οπαδοί της σχεδιαστικής και κατασκευαστικής απλότητας και οι περισσότεροι κινητήρες τους χρησιμοποιούσαν απλοϊκά συστήματα λίπανσης και ηλεκτρικά συστήματα με αμφισβητούμενη αντοχή στο χρόνο (LUCAS…. The Prince Of Darkness…).

Όταν χρησιμοποιείς ένα εξάρτημα για να κάνει δύο ή τρεις δουλειές (π.χ. η καδένα κίνησης του εκκεντροφόρου να πρέπει ταυτόχρονα να μεταφέρει από τα κάρτερ το λάδι στην κεφαλή για λίπανση του συστήματος κίνησης των βαλβίδων ή η λίπανση να γίνεται με το λάδι που πλατσουρίζει ο στρόφαλος όταν περιστρέφεται, τότε το πιθανότερο είναι να κάνει και τις δύο δουλειές λάθος.

Αντιθέτως, όταν το κάθε εξάρτημα κάνει μόνο μία δουλειά μπορεί να την κάνει άριστα και οι πιθανότητες να χαλάσει είναι πολύ μικρότερες αφού κάνει μόνο τη δουλειά για την οποία έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί.

Αυτό λοιπόν που εκ πρώτης όψεως φαίνεται περίπλοκο και σε κάνει να πιστεύεις ότι έχει πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να χαλάσουν, στην πραγματικότητα ήταν το μυστικό της αξιοπιστίας των ιαπωνικών και γερμανικών κινητήρων, εκείνες τις πρώτες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι πρώτες Ιαπωνικές μοτοσυκλέτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μοιάζουν πολύ με τις βρετανικές στα χαρτιά, όμως κατασκευαστικά είχαν πολύ πιο στενή σχέση με τη γερμανική βιομηχανία.

Έχοντας στα χέρια τους ό,τι χρειάζονταν για να κατασκευάσουν αξιόπιστες μοτοσυκλέτες και να τις πουλήσουν σε μεγάλες ποσότητες στις ΗΠΑ, το επόμενο βήμα που έπρεπε να κάνουν τα ιαπωνικά εργοστάσια για να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν να μπουν στα μεγάλα σαλόνια της Ευρώπης συμμετέχοντας στα Grand Prix…

Μόνο που εκεί θα έβρισκαν μπροστά τους ένα ανορθόδοξο βιομηχανικό “γαλατικό χωριό”… τους Ιταλούς!