Ταξίδι με Suzuki SV 650

Μια ταξιδιωτική "παράσταση"
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

4/10/2019

Του Μάκη Παπαδημητρίου*

 

(S)imple & (V)aliant

 

Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί όταν είσαι προετοιμασμένος για κάτι πολύ ωραίο είναι να βρέξει. Η αναπάντεχη βροχή είναι μια παγκόσμια σταθερά όπως και άλλες παγκόσμιες σταθερές, όπως για παράδειγμα η ταχύτητα του φωτός, η μάζα του ηλεκτρονίου, ο αριθμός Avogadro, ο αριθμός 14, η βλακεία, ο σωστός καφές και το σάντουιτς από τη Βούτα. Προφανώς και δεν με ανησύχησε τίποτα από τα παραπάνω παρά μονάχα μια βροχή στα μέσα Ιουλίου, στην εθνική οδό Αθηνών - Θεσσαλονίκης, που είχε χιλιομετρική και ουχί χρονική διάρκεια.

Μερικές φορές η αντίληψη του χρόνου, κάτω από ειδικές συνθήκες, δεν έχει νόημα να απεικονίζεται στο σωστό σύστημα μέτρησης. Οδηγούσα το SV 650 μοντέλο του 2019 και ήμουν τόσο χαρούμενος και ευχαριστημένος με τη μοτοσυκλέτα που προφανώς… έπρεπε να βρέξει. Και έβρεξε για 185 χιλιόμετρα. Ξεκίνησε κάπου πριν τη Θήβα και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι το νερό είχε φτάσει σε σημεία που σε άλλη περίπτωση θα θεωρούνταν είτε σεξουαλική παρενόχληση είτε ιατρική επέμβαση.

Την προηγούμενη μέρα είχα παραλάβει το SV από τον Λεωνίδα της Suzuki (έτσι τον λέω πια… ο Λεωνίδας της Suzuki) με τις ευχές για καλό ταξίδι, μιας και θα στερούσα το μηχανάκι από την αντιπροσωπεία για περίπου 15 μέρες και για λίγο λιγότερα από 3.000 χιλιόμετρα. Η θεατρική περιοδεία ξεκινούσε κι εγώ - ο μόνος που ήμουν μόνος, οι υπόλοιποι στο πούλμαν - αποφάσισα όπως και την προηγούμενη χρονιά να ακολουθήσω τον θίασο με μοτοσυκλέτα. Με γυμνή μοτοσυκλέτα. Για κάποια δευτερόλεπτα, όταν ο Λάζαρος από το περιοδικό με πληροφόρησε ότι θα μου παραχωρούσαν ένα SV για την περιοδεία, σάστισα και σκέφτηκα ότι δεν γίνεται να κάνω τόσα χιλιόμετρα με γυμνό μηχανάκι. Και μόνο με 650 κυβικά. Και μετά, καθώς η απορία στο βλέμμα μου συναντούσε το πρόσωπό μου στον καθρέφτη όσο μιλούσα στον Λάζαρο, σκέφτηκα… μεγάλωσες φίλε. Θέλεις ανέσεις, όχι γιατί είσαι των ανέσεων αλλά επειδή δεν αντέχεις. Και είπα: φυσικά και θα πάρω το SV τι είμαι, κανένας πουρόγερος; Προτρέχω να πω εδώ ότι όχι μόνο δεν το μετάνιωσα, αλλά έχω πολλές απορίες σχετικά με το τι παραπάνω προσφέρουν οι ταξιδιάρικες μοτοσυκλέτες και θα εξηγηθώ παρακάτω πρωτού αρχίσουν οι αντιρρήσεις.

Ο περισσότερος κόσμος που ξέρω και χρησιμοποιεί τη μοτοσυκλέτα ως μέσω αναψυχής και ταξιδιών, προτιμάει -και πολύ σωστά- μια ταξιδιάρα μοτοσυκλέτα. Αν έχεις δεύτερο άτομο μάλλον η επιλογή αυτή είναι μονόδρομος. Αν όμως είσαι μόνος τότε…

Το μακρινό -τώρα πια- 2003, μετά από οικονομίες και μια δύσκολη σχέση πρώτα με ένα παπί και μετά με ένα XT125 (αφού είχα πουλήσει λίγο πριν το XR250… ουφφφ) αγόρασα ένα SV650. Ήταν η πρώτη ανανέωση του μοντέλου από τότε που παρουσιάστηκε (1999) και η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν το πλαίσιο. Το είχα σε μαύρο. Το πλαίσιο αλουμινένιο. Ήταν μάλλον από τα πιο ωραία, διασκεδαστικά, εύκολα και χρηστικά μηχανάκια που είχα. Και έχω αλλάξει 18 μέχρι τώρα. Το SV είναι (μαζί με το DRZ400) το μόνο που κράτησα για δύο χρόνια. Τότε συνέβη και το παράδοξο.

Στο εξωτερικό και ειδικά στην Αγγλία, το SV ευημερούσε (αν δεν κάνω λάθος είχαν και αγώνες ενιαίου με SV). Έδειχνε ότι είχε όλα τα απαραίτητα, για να είναι μια ολοκληρωμένη μοτοσυκλέτα σε μια πολύ καλή τιμή και με ένα υπέροχο μοτέρ. (Όπως ήταν και το 1000 αλλά και το TL εκείνης της εποχής που ατύχησε εμπορικά).

Φαίνεται όμως ότι εδώ είμαστε περισσότερο παραδοσιακοί αγοραστές και δεν κάνουμε εύκολα την κίνηση να αλλάξουμε νοοτροπία, θεωρώντας ότι πηγαίνοντας στα σίγουρα είμαστε πιο εξασφαλισμένοι.

Όπως και να 'χει. Ανέβαινα σε SV μετά από πολλά χρόνια. Η αναβάθμιση του σε Gladius (το 2009) δεν με είχε ψήσει τότε και πολύ. Όταν είδα το καινούριο SV όμως κάτι μέσα μου κλότσησε, όπως μια συνάντηση που γίνεται χρόνια μετά, και η αμηχανία είναι τόσο έκδηλη που δύσκολα κρύβεται. Στην περίπτωση του SV όμως καμία α-μηχανία (!).

Το ωραιότερο μοτέρ της Suzuki και το καλύτερο νομίζω για τους ελληνικούς δρόμους. Τι να τα κάνω τα 150 άλογα; Πάλι με 150 θα πάω. Και με γυμνό και καμαρωτός. Όχι, θα φωνάξουν, πας πιο άνετα με το άλλο. Ναι, θα πω εγώ. Και καις ένα σκασμό βενζίνη και έχεις δώσει μια περιουσία. Και τους έντεκα μήνες που κυκλοφορείς στο κέντρο σου φταίει η κίνηση.

Και θες να πας στο περίπτερο και σκέφτεσαι πώς θα καβαλήσεις. Και το πας για σέρβις και κλαις.

Ταξιδεύω με τσάντα στην πλάτη (αυτή την ίδια κόκκινη Marlboro που είχα πάρει από το ΜΟΤΟ πριν 20 χρόνια). Δεν κουνάει πουθενά. Το SV όχι η τσάντα… Βρέχει αλλά δεν το νοιάζει καθόλου. Πάλι το SV, η τσάντα μούσκεμα. Κρατάει γερά στους πλάγιους ανέμους και ταξιδεύει καμαρωτό κοιτώντας με ειρωνεία και μια δόση περηφάνιας τα διαφόρων τύπου adventure, on-off, touring, sport touring και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Στρίβει υποδειγματικά ακόμα και στο βρεγμένο και το ABS μπήκε μόνο μια φορά. Πίσω. Για να μπει μπροστά δεν ξέρω τι πρέπει να κάνεις. Οι αναρτήσεις αρκετά μαλακές και σίγουρα για ταξίδι ιδανικές. Και η σέλα. Την προηγούμενη χρονιά είχα πάρει ένα V-Strom για την ίδια δουλειά. Περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Η σέλα του SV μου άρεσε περισσότερο.

Αυτοί οι γνωστοί “φίλοι” μου λέγαν ότι σε μεγάλα ταξίδια με αυτές τις ταξιδιάρικες μοτοσυκλέτες τους έκαναν μέχρι 300 χιλιόμετρα την ημέρα. Παραπάνω λέει δεν αντέχεις. Συμφωνώ, ειδικά αν πας διακοπές και δεν σε κυνηγάνε, δεν υπάρχει και λόγος να λιώνεις στο δρόμο. Αλλά για 300 χιλιόμετρα την ημέρα το SV είναι… μονόδρομος. Έκανα μέχρι και 500. Αθήνα - Θεσσαλονίκη σε τέσσερις ώρες με στάσεις για βενζίνη. Και στο πήγαινε και στο έλα. (Στην επιστροφή ευτυχώς δεν έβρεχε).

Μια μοτοσυκλέτα που την οδηγείς και χαμογελάς

Και η κατανάλωση από 4.7lt/100km έως 5.0lt/100km με 150-160 σταθερά. Το μόνο αρνητικό είναι το μικρό ντεπόζιτο. Και έφτασα και ξεκούραστος. Τα χέρια βρίσκονται σε πολύ εργονομική θέση και το τιμόνι αν και στενό δεν κουράζει καθόλου. Αθήνα, Λάρισα, Τρίκαλα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Καλαμάτα, Ζάκυνθος, Γιάννενα, Λευκάδα, Κέρκυρα, Ξυλόκαστρο. 10 πόλεις σε 15 μέρες. Ναι, με ένα naked. Αλλαγή νοοτροπίας. Μια μοτοσυκλέτα που χρησιμοποιείς 365 μέρες το χρόνο. Και πας και στο περίπτερο και πας και στην άκρη του κόσμου και δεν κοστίζει μια περιουσία και δεν αναγκάζεσαι να έχεις κι ένα δεύτερο “μικρό” για κάθε μέρα. 

Θυμήθηκα τον εαυτό μου 20 χρόνια πριν. Γιατί αγόρασα το SV όταν στην αγορά τότε κυκλοφορούσαν τετρακύλινδρα των 100 και πλέον ίππων. Καβάλησα το νέο SV μετά από πολλά χρόνια και σκέφτομαι ότι τότε όπως και τώρα χάρισα στον εαυτό μου μια οδηγική εμπειρία, μια εμπειρία “μοτοσυκλετιστικής" λογικής και όχι μιας υστερόβουλης επιλογής “ορθής” μετακίνησης. Μια μοτοσυκλέτα που την οδηγείς και χαμογελάς. Που θα βρέχει και δεν θα σκέφτεσαι ότι θα βραχείς αλλά ότι θα οδηγήσεις στο βρεγμένο. Μια μοτοσυκλέτα που δεν θα σκεφτείς πόσο θα κουραστείς αλλά πόσο θα οδηγήσεις. Η απλότητα. Η δική μου εκδοχή για το SV: Simple & Valiant.

 

* Ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ένας από τους πλέον ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς μας. Πριν αποφασίσει να ασχοληθεί με την δραματική τέχνη, ο Μάκης φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα Φυσικής, αλλά τελικά τον κέρδισε η τέχνη εις βάρος της επιστήμης, καθώς αποφοίτησε από την δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στο ενεργητικό του έχει πολλές επιτυχίες και διακρίσεις στην τηλεόραση, στο θέατρο και στον κινηματογράφο, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το βραβείο Χορν.

Είναι ένας από τους ταχύτερους στην Ελλάδα στο να λύνει τον κύβο του Rubik, ενώ το σημαντικότερο στοιχείο στο βιογραφικό του (για εμάς τουλάχιστον…) είναι το ότι ανήκε στην συντακτική ομάδα του περιοδικού πριν από 20 χρόνια! Το ταξίδι του με το SV650 δεν είναι το πρώτο που γράφει για λογαριασμό του motomag.gr, καθώς εδώ μπορείτε να διαβάσετε για τις προηγούμενες περιπέτειές του πάνω σε ένα Ducati Scrambler αλλά και για το περσινό του ταξίδι πάνω σε ένα Suzuki V-Strom 650!

RIDE THE CLASSIC WAY, μέρος Β - Λίχτενστάιν, Γερμανία

Ταξίδι στην Κέντρική Ευρώπη με BMW R 18 CLASSIC FIRST EDITION
Από τον

Κωνσταντίνο Μητσάκη

12/10/2022

Κάτω από ένα βαρύ, συννεφιασμένο ουρανό που με απειλούσε με βροχή,  προσέγγισα τα ελβετικά σύνορα, που απέιχαν μόλις 21 χλμ. από τις όχθες της Como –

Goodbye Italy, Welcome to Switzerland! Mε την απαραίτητη βινιέτα κολλημένη στον ανεμοθώρακα της BMW R 18 Classic, ξεκίνησα αμέσως μετά την διάσχιση της Ελβετίας με προορισμό το λιλιπούτειο πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν.

Ακολουθώντας την διαδρομή Lugano, Bellinzona, San Bernardino, Splugen, Bad Ragaz, Vaduz (190 χλμ.), βρέθηκα να ταξιδεύω μέσα στον καταπράσινο κόσμο των Άλπεων, με σημείο αναφοράς το ορεινό πέρασμα San Bernardino (2.066 μ.). Παρατεταμένες ανηφόρες, κατηφόρες, κλειστές και ανοικτές στροφές, αυστηρά όρια ταχύτητας, η BMW R 18 Classic ανταποκρίθηκε επάξια στις ποικίλλες προκλήσεις της διαδρομής και μου χάρισε μια ανεπανάληπτη εμπειρία οδηγικής απόλαυσης.  

Με έκταση μόλις 160 τετρ. χλμ., το λιλιπούτειο πριγκηπάτο του Λιχτενστάιν είναι το τέταρτο μικρότερο ευρωπαϊκό κράτος (μετά το Βατικανό, το Μονακό και τον Άγιο Μαρίνο) και το έκτο μικρότερο στον κόσμο. Τόσο μικρό είναι το μέγεθος του Λιχτενστάιν, που οι 35.000 κάτοικοί του χαριτολογώντας αναφέρουν ότι «μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, το έχεις χάσεις»! Και δεν έχουν άδικο, αφού η απόσταση από την Ανατολή στη Δύση είναι κατά μέσο όρο 6,5 χλμ. και από τον Βορρά στο Νότο 25 χλμ.    

Φυσικά, ανάλογη σε έκταση –αλλά και πληθυσμό– ήταν η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου. Κτισμένη στο γεωγραφικό κέντρο της χώρας, κοντά στη δεξιά όχθη του Ρήνου, η μικρή Vaduz  φιλοξενούσε μόλις 5.000 κατοίκους. Στη γνωριμία μου με την πρωτεύουσα του Λιχτενστάιν, μού δόθηκε η εντύπωση πως είχα προσεγγίσει μια τυπική ελβετική ή αυστριακή κωμόπολη.

Το μεσαιωνικό κάστρο, ο κεντρικός πεζόδρομος Stadtle, το Ταχυδρομικό Μουσείο Γραμματοσήμων, οι Αμπελώνες & τα Δοκιμαστήρια κρασιών «Hofkellerei des Fürsten von Liechtenstein», ο νέο-γοτθικού ρυθμού Καθεδρικός ναός (1873) και το Κυβερνητικό κτήριο (1905) υπήρξαν τα σημεία ενδιαφέροντος που τράβηξαν εδώ την προσοχή μου. 

Και μετά το Λιχτενστάιν, σειρά είχε η Γερμανία να φιλοξενήσει την πορεία του RIDE THE CLASSIC WAY” -η πόλη Fussen της Βαυαρίας ήταν ο επόμενος σταθμός μου. Ο φιδίσιος επαρχιακός οδικός άξονας που επέλεξα για να προσεγγίσω την Fussen (158 χλμ.) διέσχιζε χαμηλούς λόφους και κατάφυτες πεδιάδες, ενώ  γραφικές κωμοπόλεις, χαριτωμένα χωριά με παραδοσιακά ξύλινα αγροτόσπιτα, μικρές εκκλησίες και περίτεχνα διακοσμημένα πανδοχεία -όλα εναρμονισμένα με το τοπικό οικοσύστημα της γερμανικής υπαίθρου- «παρέλασαν» μπροστά στα μάτια μου.

Ο λόγος που επέλεξα να διανυκτερεύσω στην κοσμοπολίτικη Fussen είχε σχέση με τα δυο διάσημα αξιοθέατά της. Σε απόσταση αναπνοής από το ιστορικό κέντρο της Fussen, τα βασιλικά κάστρα Neuschwanstein (κτίστηκε το 1886 από το βασιλιά Λουδοβίκο B΄) και Hohenschwangau (κτισμένο από το βασιλιά Μαξιμιλιανό Β΄ το 1832) ύψωναν τα αγέρωχα τείχη τους μέσα στην καταπράσινη αγκαλιά των Βαυαρικών Άλπεων. Κτισμένα σε  κοντινή απόσταση από τα γερμανο-αυστριακά σύνορα, τα δύο επιβλητικά κάστρα της Βαυαρίας έμοιαζαν να ξεπηδούν μέσα από ένα γοητευτικό παραμύθι αλλοτινών εποχών και μού χάρισαν μια συναρπαστική περιπλάνηση στα μονοπάτια της γερμανικής ιστορίας.