Η KTM S.E.E. διοργάνωσε μια παρουσίαση στην πίστα των Σερρών με απόλυτο σεβασμό στο πνεύμα Ready to Race της αυστριακής εταιρείας. Βασίλισσα της ημέρας ήταν φυσικά η ολοκαίνουρια 790 Duke, που είχαμε οδηγήσει αποκλειστικά για εσάς στα Gran Canaria και έκανε το ντεμπούτο της στην Ελλάδα στην έκθεση μοτοσυκλέτας στο Ελληνικό. Μαζί της ήταν το 390 Duke, ένα 390 RC με το αγωνιστικό κιτ που έχουν οι μοτοσυκλέτες που συμμετέχουν στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας και το 1290 Superduke GT.
Όλα αυτά τα λαχταριστά μοντέλα, μας περίμεναν στην αγαπημένη μας πίστα των Σερρών για να τα οδηγήσουμε όπως πραγματικά τους αξίζει.
790 Duke: Η Ελλάδα της ταιριάζει
Οι διεθνείς παρουσιάσεις στο εξωτερικό είναι πάντα σημαντικές για εμάς τους δημοσιογράφους, διότι έχουμε την μοναδική ευκαιρία να μιλήσουμε απευθείας με τους ανθρώπους που σχεδίασαν και κατασκεύασαν το κάθε νέο μοντέλο και είναι οι μόνοι που μπορούν να μας δώσουν να καταλάβουμε ποιοι ήταν οι στόχοι και ποιες είναι οι προσδοκίες τους. Όμως αυτό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μειώσει την αξία που έχει η δοκιμή ενός νέου μοντέλου επί ελληνικού εδάφους. Σε αυτή τη χώρα ζούμε, σε αυτούς τους δρόμους και σε αυτές τις συνθήκες οδηγάμε τις μοτοσυκλέτες μας, όχι στις γερμανικές Autobahn, ούτε στις Αυστριακές Άλπεις, ούτε στις ιταλικές πίστες. Οπότε η πρόσκληση να οδηγήσουμε την 790 Duke στην πίστα των Σερρών είχε την ίδια βαρύτητα για εμάς με εκείνη για την διεθνή δημοσιογραφική παρουσίαση στα κανάρια Νησιά δύο μήνες πριν.
Πέρα όμως από την δημοσιογραφική αξία αυτής της παρουσίασης, η οδήγηση του 790 Duke είναι πάντα μια απόλαυση που δεν μπορείς να αρνηθείς. Ειδικά μέσα στην πίστα των Σερρών που είναι μία από τις καλύτερες πίστες της Ευρώπης για να ευχαριστηθείς την οδήγηση μιας σπορ μοτοσυκλέτας. Κι αυτό το λένε άνθρωποι που έχουν οδηγήσει στις πιο διάσημες πίστες του κόσμου!
Για άλλη μια φορά, το 790 Duke επιβεβαίωσε όλα όσα είχαμε γράψει στο τεύχος 581 του ΜΟΤΟ. Το καβαλάς στα πιτς και μέχρι να φτάσεις στην Κ1 σε έχει κάνει να πιστέψεις ότι ξέρεις τα πάντα γι΄αυτό και νοιώθεις σαν να το οδηγούσες χρόνια. Τα πάντα πάνω της είναι εκεί που πρέπει και τα μηχανικά μέρη αντιδρούν στις εντολές σου όπως ακριβώς περιμένεις να κάνουν. Ο χρόνος εξοικείωσης μαζί του είναι μηδενικός στην κυριολεξία.
Τα τρία 790 Duke που είχαμε στη διάθεσή μας (δύο μαύρα και ένα πορτοκαλί) ήταν εντελώς νορμάλ, ακριβώς όπως πωλούνται στα καταστήματα και δεν είχαν καν ειδικά λάστιχα για πίστα. Τα Maxxis που φοράνε από το εργοστάσιο και έχουν γίνει αιτία να συζητηθεί αυτή η επιλογή της KTM στα “πηγαδάκια” των social media, αποδείχτηκαν αξιοπρεπέστατα σε επίπεδο πρόσφυσης μέσα στην πίστα. Παρά το γεγονός ότι είναι ελαστικά δρόμου, το κράτημά τους παρέμενε σταθερό ακόμα κι όταν έκανες πάνω από πέντε συνεχόμενους γρήγορους γύρους και δεν “σαπούνιαζαν” από την υπερθέρμανση.
Φυσικά το σχήμα της κορόνας τους είναι προοδευτικό, όπως στα περισσότερα ελαστικά δρόμου, κάτι μέσα στην πίστα που έχει ως αποτέλεσμα να ανοίγει τις γραμμές σου στις γρήγορες παρατεταμένες με ανοιχτό το γκάζι, όπως είναι η Κ4. Καθώς εγώ ζυγίζω περίπου 70 κιλά μαζί με την φόρμα, δεν είχα κάποιο ιδιαίτερο παράπονο από τις αναρτήσεις. Για την ακρίβεια το πιρούνι μου άρεσε πάρα πολύ. Φαντάζομαι όμως ότι αν κάποιος βάλει ελαστικά για οδήγηση σε πίστα και το επίπεδο του κρατήματος αυξηθεί, τότε ένα πίσω αμορτισέρ με πλήρεις ρυθμίσεις να είναι μια καλή ιδέα.
Σε κάθε περίπτωση, το 790 Duke είναι μια φανταστική μοτοσυκλέτα για όσους θέλουν να κάνουν track day. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της είναι ότι σε αφήνει από τον πρώτο κιόλας γύρο να ασχοληθείς με τις γραμμές σου. Δεν χρειάζεται την βοήθειά σου σε τίποτα, οπότε όλη σου η προσοχή στρέφεται στο πως θα βελτιωθείς εσύ. Το δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημά της είναι ότι δεν σε κουράζει ποτέ, όσους γύρους κι αν κάνεις. Η θέση οδήγησης και η ομαλή απόδοση της δύναμης σε όλο το φάσμα των στροφών, χωρίς κενά και ξεσπάσματα, σε βοηθούν να μην σπαταλάς σωματική δύναμη. Κι όπως όλοι ξέρουν πλέον, η No1 αιτία πτώσεων στα track day είναι η κόπωση, που με τη σειρά της προκαλεί απώλεια συγκέντρωσης και κακή εκτίμηση των καταστάσεων.
390 Duke: Μικρός γίγαντας
Αυτό ήταν η έκπληξη της ημέρας. To 790 Duke απλώς επιβεβαίωσε μέσα στην πίστα των Σερρών όλα όσα είχαμε ήδη γράψει έως σήμερα. Όμως το 390 Duke συνεχίζει να μας εκπλήσσει κάθε φορά που το οδηγάμε σε διαφορετικό περιβάλλον. Έχουμε κάνει μαζί του ταξίδι 800 χιλιομέτρων σερί (αυθημερόν Αθήνα-Μετέωρα-Αθήνα) και μας εντυπωσίασε η άνεση της σέλας του. Το οδηγήσαμε στην πόλη και μας εντυπωσίασε η ευελιξία, η οικονομία στην κατανάλωση βενζίνης και φυσικά ο κεφάτος χαρακτήρας του. Το οδηγήσαμε σε πίστα καρτ και ήταν μακράν καλύτερο του άμεσου ανταγωνισμού.
Όμως τώρα μέσα στη μεγάλη πίστα των Σερρών μας άφησε με τον στόμα ανοιχτό. Γενικά οι πίστες κάνουν τους κινητήρες να δείχνουν πιο αδύναμοι απ’ ότι στο δρόμο, γιατί σου επιτρέπουν να χουφτώνεις το γκάζι πιο εύκολα. Ως εκ τούτου, περιμέναμε ότι ο μικρός μονοκύλινδρος κινητήρας του 390 Duke θα λιγοψυχούσε και το γεγονός ότι θα το οδηγούσαμε μετά από το 790 Duke και το 1290 Superduke GT, έκανε την δύναμή του να φαίνεται ανεπαρκής. Όμως ο μικρός Δούκας είναι μια πραγματικά πολυτάλαντη μοτοσυκλέτα. Όχι μόνο δεν ξενερώνεις όταν την οδηγείς στις Σέρρες, αλλά μπορεί να σου ζωγραφίσει ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Από την Κ5 έως την Κ9 οποιαδήποτε μεγάλη μοτοσυκλέτα είναι μπροστά σου αποτελεί εμπόδιο! Το ίδιο και από την Κ11 έως την έξοδο για την ευθεία που κουτουλάς πάνω τους. Είναι λίγο άδικο που σε ξαναπερνάνε στη μεγάλη ευθεία, όμως η Κ1 δεν αργεί να έρθει και με το 390 Duke τους έχεις ξαναπεράσει έως την Κ4. Μέσα στο τριπλό εσάκι κάνει όργια και το κόβει στη μέση σαν ξυράφι. Απίστευτα διασκεδαστικό για έναν έμπειρο αναβάτη, απόλυτα ασφαλές και πραγματικό σχολείο οδήγησης για όποιον θέλει να μάθει να οδηγά μέσα σε πίστα.
390 RC Race Kit: Νεανικό θράσος
Σε αντίθεση με το 390 Duke που είναι παιχνίδι διασκέδασης για όλους, το 390 RC με το αγωνιστικό κιτ είναι μια μικρή μοτοσυκλέτα που θέλει γνώσεις και πολύ θάρρος για να πάει γρήγορα. Είναι μεν εύκολη και πολύ φιλική για να ευχαριστηθείς οδήγηση μέσα σε μια πίστα, όμως όταν στην κουβέντα αρχίζεις και μιλάς για χρόνους, τότε τα πράγματα σοβαρεύουν πολύ. Τα “υπερφυσικά μωρά” που έχει η αγωνιστική ομάδα του Σάκη Σκούρτα γυρίζουν στις Σέρρες στο 1:29 με αυτό το πυραυλάκι. Μέχρι το 1:34 τα πράγματα είναι εύκολα πάνω στη σέλα του και το μόνο που χρειάζεται είναι να έχεις την σωστή γραμμή και την σωστή σχέση στο κιβώτιο. Όμως για να κατέβεις κάτω από το 1:34 χρειάζεται πολύ μεγάλη ψυχική και σωματική ενέργεια.
Αυτή η μοτοσυκλέτα με κούρασε περισσότερο από το 790 Duke, αφού έπρεπε διαρκώς να την βοηθάω με το σώμα μου, πιέζοντας τα μαρσπιέ και αλλάζοντας στάση πάνω στη σέλα. Ακόμα και το σημείο που θα την σηκώσεις όρθια μετά την κορυφή της στροφής, έχει δραματική επίπτωση στο χρόνο.
Κυρίως όμως απαιτεί θάρρος και νεανικό θράσος στην είσοδο της στροφής για να πάει γρήγορα, κάτι που με τη σειρά του απαιτεί πολλές ώρες προπόνησης για να το αποκτήσεις.
1290 Superduke GT: Αγωνιστικός τουρισμός
Αν θέλεις μια μοτοσυκλέτα να πας δικάβαλος και με άνεση οδικώς από την Αθήνα στις Σέρρες και με την ίδια μοτοσυκλέτα να μπεις στην πίστα και να την οδηγήσεις σαν Superbike, τότε αυτή είναι η 1290 Superduke GT. Το μεγάλο σταθερό φαίρινγκ προσφέρει προστασία από τον αέρα και οπτικά προσθέτει “τουριστικό” όγκο όμως κάτω από αυτό το περιτύλιγμα ζει ένα Superduke. Από τη στιγμή που θα μπεις μέσα στην πίστα δεν υπάρχει καμία διαφορά από το streetfighter αδερφάκι του, οπότε είτε οδηγάς το GT, είτε οδηγάς το R είναι το ίδιο πράγματα. Εμείς βέβαια στο MOTO έχουμε την πρόσθετη εμπειρία μαζί στην πίστα των Μεγάρων, όπου την επισκεφτήκαμε όταν πραγματοποιούσαμε την δοκιμή του, ακριβώς για να δούμε πόσο κοντά βρίσκεται στην ψυχολογία του αδελφού του. Είναι που οι ανάγκες των δοκιμών στο MOTO δημιουργούν τεράστιες απαιτήσεις...
Πολύ ελαφριά μοτοσυκλέτα στις απότομες αλλαγές πορείας, σχεδόν εντυπωσιακή μέσα στο εσάκι και με μεγάλα περιθώρια κλίσης για να στρίβεις με υψηλές ταχύτητες. Το μόνο πράγμα που μπορεί να επιρρεάσει τους χρόνους του Superduke GT στις Σέρρες είναι τα ελαστικά που θα επιλέξεις να του βάλεις.
BMW M1000R 2023: Την οδηγούμε αποκλειστικά στην Αλμερία! Γυμνή με 210 άλογα!
Το δυνατότερο γυμνό με 210hp!
Έρχεται αποκλειστικά στο MOTO!
Από τον
Θάνο Αμβρ. Φελούκα
16/12/2022
Ο πόλεμος της ιπποδύναμης επανέρχεται στην sport κατηγορία, έχοντας τα τελευταία χρόνια μεταφερθεί στα μεγάλα Adventure, χωρίς βέβαια να έχουν κοπάσει οι αψιμαχίες εκεί καθώς η Ducati επέλεξε με το Multistrada V4 να αναθερμάνει την διαμάχη. Είτε εκεί στα Adventure, είτε στα Hyper Naked και στην υποκατηγορία των “streetfighter” όπως την ονομάζουμε εμείς πολύ πριν η Ducati βγάλει μοντέλο με αυτό το όνομα, η μάχη της ιπποδύναμης είναι στην πράξη ανούσια.
Ιδιαίτερα σε μία εποχή όπως η σημερινή που το να αναφέρεσαι σε υψηλές ταχύτητες μπορεί να σε βάλει σε μπελάδες.
Υπάρχει λοιπόν νόημα στο ποια γυμνή είναι η πιο δυνατή; Κανένα πρακτικό, για να είμαι ξεκάθαρος.
Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να κάνεις με μία μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα δεκαπενταετίας με μείον 100 άλογα και πολλές χιλιάδες Ευρώ σε κόστος απόκτησης, σε έναν στενό επαρχιακό δρόμο απέναντι στο νέο M1000R.
Για να είμαι ακόμη πιο δεικτικός και απόλυτα ξεκάθαρος, η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση του νέου M1000R στην οποία οδηγήσαμε κατά αποκλειστικότητα την νέα extreme γυμνή μοτοσυκλέτα, έγινε σε δρόμους που έχουμε περάσει με την σειρά F900 της BMW - Ενώ αποτελούν και ένα χαρακτηριστικό σημείο για οδήγηση μοτοσυκλέτας στην περιοχή της Αλμερίας και έχουμε περάσει από εκεί με δεκάδες διαφορετικά μοντέλα. Για να δω 53ο στο κλισιόμετρο του M1000R έπρεπε να μπούμε σε ένα συγκεκριμένο κλειστό στην κυκλοφορία σημείο όπου φωτογραφίζαμε, την ίδια στιγμή που με το F900R η ένδειξη των +50ο ήταν εύκολη σχεδόν παντού μέσα σε αυτή την διαδρομή! Χώρια που ο ρυθμός ήταν ο ίδιος και κάλλιστα το F900R και το M1000R που απέχουν μερικές χιλιάδες Ευρώ θα μπορούσαν να ήταν το ένα πίσω από το άλλο χωρίς αποστάσεις.
Στον ανοικτό δρόμο η τελική ταχύτητα του M1000R που ηλεκτρονικά περιορίζεται στα 280χαω με έναν ήπιο κόφτη, δεν προβληματίζει από πλευράς αέρα όταν αυτή την πιάνεις για μερικά κλάσματα, πχ στο τέλος της ευθείας σε πίστα, ντυμένος με ένα κράνος που η αεροδυναμική του είναι φτιαγμένη για αυτό τον σκοπό, από εκείνα δηλαδή που δεν είναι πρακτικά στην καθημερινή χρήση και με δερμάτινη στολή κολλημένη επάνω σου αντί για μπουφάν-μπαλόνι. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει βέβαια να μας λένε για κάλυψη αέρα άνθρωποι που μετά την κουβέντα καβαλάνε χωρίς κράνος, γιατί το κεφάλι είναι πιο αεροδυναμικό και για δέρμα έχουν το δικό τους και μόνο, οπότε δεν χρειάζεται να το επεκτείνουμε περισσότερο. Με σωστό εξοπλισμό η κάλυψη από τον αέρα αποκτά διαφορετικό ελάχιστο αποδεκτό και πάντα για τα κλάσματα χρόνου που θα την δεις στο τέλος μιας ευθείας σε πίστα και δεν μιλάμε για τον ανοικτό δρόμο. Βέβαια σε κάθε περίπτωση δεν χρειάζεσαι 210 άλογα για να τα κάνεις όλα αυτά. Το επαναλαμβάνω άλλη μία τρίτη φορά να το εμπεδώσουμε όσο πιο καλά γίνεται. Η οδηγίκη ευχαρίστηση και η αδρεναλίνη μπορούν να έρθουν πολύ πιο απλά, πολύ πιο οικονομικά επίσης. Τώρα που αυτό το έχουμε απόλυτα ξεκαθαρίσει από την αρχή – αρχή, πάμε να δούμε γιατί το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του νέου M1000R δεν είναι η απάντηση στον ανταγωνισμό βγάζοντας 210 άλογα, αλλά ο βασικός εξοπλισμός του και η τεχνολογία στην οποία βασίστηκε ώστε μετά από 3,5 χρόνια εντατικής εξέλιξης με μία από τις πιο ακριβοπληρωμένες ομάδες μηχανικών, προσωπική έρευνα αυτή, να φτάσει σε αυτό που μόλις οδηγήσαμε.
Σε αυτό εδώ το άρθρο υπάρχει η αναλυτική παρουσίαση της νέας μοτοσυκλέτας που αυτή την στιγμή είναι η πιο δυνατή γυμνή, αν και αρκετά ντυμένη με ένα πέπλο αεροδυναμικών βοηθημάτων που στο μάτι ξεχωρίζουν μόνο όταν την βλέπεις από μπροστά και όχι από το πλάι, ενώ κάνουν απίστευτα μεγάλη διαφορά στην πράξη. Κρυμμένη εδώ μόλις πεντακόσιες λέξεις από τον τίτλο του άρθρου αλλά αρκετά μακριά για εκείνη την μερίδα των σχολιαστών που είναι έτοιμοι να πουν το δικό τους έχοντας δει μόνο φωτογραφίες και τίτλους, παραμένει η πραγματικότητα: Τα αεροδυναμικά βοηθήματα κάνουν απίστευτη δουλειά, είναι τελείως απαραίτητα, μόλις τα δοκιμάσεις λες μακάρι να υπήρχαν από χρόνια και όλα αυτά θα τα καταλάβεις κι από μόνος σου την πρώτη στιγμή που θα ανοίξεις το γκάζι. Θα έχεις τότε μία απόλυτα σταθερή μοτοσυκλέτα, πριν ακόμη αρχίσει να επεμβαίνει το stabilizer ή τα ηλεκτρονικά. Θα σας θυμίσω εδώ πως αντίστοιχα μόλις είχε παρουσιαστεί το Ducati Streetfighter V4, γράφαμε πως η μοτοσυκλέτα έχει πάρει έγκριση τύπου με αυτά τοποθετημένα, κι έτσι σε περίπτωση ατυχήματος ένας πραγματογνώμονας μπορεί να ισχυριστεί παραποίηση αν αποδειχθεί πως είχαν αφαιρεθεί από πριν. Επίσης η Ducati είχε κάνει πρόβλεψη κόστους στατικής πτώσης από το σταντ και τα είχε άβαφα για να αντικαθίστανται εύκολα και οικονομικά. Η BMW δεν έχει κάνει αντίστοιχη πρόβλεψη κόστους για αντικατάσταση των αεροδυναμικών βοηθημάτων, τους ρώτησα συγκεκριμένα και αυτή την στιγμή δεν υπάρχει γνωστός τιμοκατάλογος πτώσης από το σταντ. Βέβαια εδώ τα αεροδυναμικά ακολουθούν και τελείως διαφορετική φιλοσοφία, δηλαδή αναμένεται να αντέχουν τέτοιες πτώσεις. Δυστυχώς δεν μου επέτρεψαν να το εξακριβώσω.
Από την άλλη και η Ducati έμαθε το μάθημα «μελέτη κόστους στατικής πτώσης» μετά από έντονη κριτική για το Multistrada Enduro, θυμηθείτε τι είχε γράψει το ΜΟΤΟ σχετικά. Επιστρέφουμε όμως στην χρησιμότητά τους και αφήνουμε στην άκρη το επιφανειακό: Φέρτε στο μυαλό σας τον όγκο και το βάρος που έχει μία εξάδα με φιάλες 1,5 λίτρου εμφιαλωμένου νερού και φανταστείτε την στερεωμένη πάνω στο εμπρός φτερό. Το νερό επιτρέπει να σχηματίσει κανείς πιο εύκολα νοητά, την σχέση όγκου και βάρους οπότε ας συνεχίσουμε με το παράδειγμα. Έστω ότι καταφέρνετε να τα στηρίξετε με ευκολία και με αρκετή ασφάλεια για να πάτε με 220 χιλιόμετρα, πιστεύετε ότι η μοτοσυκλέτα αυτή σε αυτά τα χιλιόμετρα είναι έστω και λίγο ίδια σε συμπεριφορά με εκείνη που είχατε πριν αρχίσετε να παίζετε με τις πιθανότητες μπουγέλου στα 220; Σίγουρα όχι, κι αυτή είναι λοιπόν η λειτουργία τους: 11 κιλά βάρους στον εμπρός τροχό περισσότερα δηλαδή κι από το βάρος που τοποθετήσατε νοερά χωρίς όμως τον όγκο. Χωρίς επίσης την ίδια οπισθέλκουσα και χωρίς ο αέρας να είναι εμπόδιο στις αλλαγές κατεύθυνσης της μοτοσυκλέτας γιατί πολύ απλά η ανθρωπότητα ξέρει καιρό τώρα να σχεδιάζει πτερύγια. Το κάνει στην αυτοκίνηση χρόνια κάποια στιγμή θα ερχόταν και στις μοτοσυκλέτες. Κι ένα τελευταίο: Φαντάζεστε κάποιον να λέει για την F1 ότι είναι «παραμύθι» οι πτέρυγες και πως δεν χρειάζονται; Προφανώς και όχι, αυτά μόνο με τις μοτοσυκλέτες συμβαίνουν. Απόλυτα δεκτή όμως η όποια συζήτηση για το αν είναι όμορφα τα αεροδυναμικά πτερύγια του M1000R ή όχι. Εκεί τα κριτήρια δεν γίνεται να είναι αντικειμενικά. Απλά να θυμάστε πως στις φωτογραφίες έχει κανείς τον χρόνο να εστιάσει για πολύ ώρα, κάτι που δεν συμβαίνει στον δρόμο και σίγουρα όχι σε κίνηση, ενώ ισχύει ακόμη και με την μοτοσυκλέτα παρκαρισμένη. Διότι λίγοι παρατηρούν αλλά όλοι βλέπουν.
Στο θέμα της σταθερότητας λοιπόν το M1000R κερδίζει από τα αποδυτήρια τουλάχιστον μέχρι τα 265 που είχα την ευκαιρία να δω πριν τα φρένα για το τελευταίο εσάκι στην πίστα της Αλμερίας, εκεί που οδηγήσαμε και τον δίδυμο αδερφό του, το S1000RR. Διότι πλέον το γυμνό και το superbike δεν είναι απλώς αδέρφια, αλλά δίδυμα που νιώθουν απόλυτα το ένα, το άλλο. Μπορεί να μην ανήκουν στα ζυγωματικά αλλά καθώς σχεδιάστηκαν μαζί, εξελίχθηκαν και παράλληλα με την σχέση τους να είναι σχέση διδύμων.
Την ίδια ώρα που είναι σταθερό και μπορείς να χουφτώσεις τα φρένα δυνατά σε αυτά τα χιλιόμετρα, το M1000R είναι και εξαιρετικά ευέλικτο ενώ η κατευθυντικότητα που σου δίνει από τον εμπρός τροχό έχει την αίσθηση μοτοσυκλέτας με λιγότερα κυβικά και σίγουρα κάποιας που δεν έχει στόχο την σταθερότητα στα 280. Αυτός ο συνδυασμός έχει πετύχει κι άλλες φορές στο παρελθόν, δεν είναι η πρώτη φορά, αλλά οι παραχωρήσεις προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση ποτέ δεν έπεφταν στην μέση. Κάτι έχει θυσιαστεί περισσότερο. Η πρώτη εντύπωση που μου έδωσε το M1000R είναι πως έφτασε τώρα στο καλύτερο έως τώρα πάντρεμα των δύο αντικρουόμενων καταστάσεων, της ευελιξίας και της σταθερότητας, κι έτσι έχεις μία μοτοσυκλέτα με την οποία μπορείς να πετύχεις πολύ υψηλές ταχύτητες και ταυτόχρονα να παραμένει εύκολη στην οδήγηση και με αμεσότητα στην απόκριση σε σφιχτό επαρχιακό.
Αυτό το τελευταίο ισχύει και για τον κινητήρα και είναι ένα κομβικό σημείο καθώς τα “screamer” τετρακύλινδρα μοτέρ είναι συνήθως κλειστοφοβικά και δεν γουστάρουν περιορισμούς χώρου, όπου δεν μπορούν να ξεδιπλώσουν το φάσμα των στροφών τους όπως συμβαίνει στους επαρχιακούς. Η ShiftCam τεχνολογία είναι εδώ ο βασικός υπαίτιος που το M1000R δεν έχει πρόβλημα να στριμώχνεται σε απανωτές στροφές, ωστόσο μην θεωρήσετε πως θα έχετε ένα δικύλινδρο στις χαμηλομεσαίες και ένα τετρακύλινδρο στις ψηλές παρόλο που σίγουρα θα υπάρχουν “reviews” που θα πουν κάτι τέτοιο. Θα πρέπει να σκαρφαλώσεις πάνω από τις 8.000 στροφές για να πάρεις όλη την δύναμη του κινητήρα πράγμα που δεν μπορεί να συμβαίνει συνέχεια και πάντα στους δρόμους, ακόμη και στην Ισπανία που η πρόσφυση είναι κορυφαία και μπορείς να πάρεις φόρα και να μπεις με περισσότερα χιλιόμετρα. Σε μία τέτοια συνθήκη όμως εκτιμά κανείς και τα φρένα, ωστόσο χρειάζεται να μείνουμε για λίγο ακόμη στο θέμα της απόκρισης του κινητήρα που φυσικά πολύ πιο αναλυτικά θα δούμε στο επόμενο τεύχος. Το θέμα δεν είναι πως συμπεριφέρεται μετά τις 8.000 στροφές και που ξεδιπλώνονται τα 210 άλογα, αλλά πόσο εύκολη και ασφαλής είναι αυτή η μοτοσυκλέτα στις χαμηλές ταχύτητες και πόσο άνετα κάνεις βόλτα μαζί της χωρίς να σε αισθάνεσαι πως βγάζεις σε άσπαρτο χωράφι, ένα άλογο που κάνει μόνο για ιππόδρομο. Στην συγκεκριμένη υποκατηγορία των γυμνών μοτοσυκλετών, υπάρχει μία ανοχή απέναντι στο πόσο εύχρηστη μπορεί να είναι κάποια από αυτές, καθώς η βασική τους δουλειά, είναι να γίνονται όσο πιο σπορ μπορούν. Η BMW μας λέει τώρα κάτι καινούριο για μία υποκατηγορία που βαδίζει ολοένα και σε ποιο απόλυτα μονοπάτια: Μας λέει πως μπορούμε να βολτάρουμε χωρίς άγχος και με εξαιρετικά ήπιο ρυθμό, ακόμη και να ανοίξουμε το γκάζι από 40χαω με έκτη στο κιβώτιο χωρίς σκορτσαρίσματα και πράγματι αυτό συμβαίνει και στην πράξη.
Στο μεταξύ οι αλλαγές ταχυτήτων με το quickshifter είναι -για πρώτη φορά σε BMW- ένα παιχνίδι όπως και θα έπρεπε. Έχουμε κατακρίνει το quickshifter της BMW πολλές φορές στο παρελθόν σε σημείο που έχω γράψει πως αν το έδιναν τσάμπα θα μπορούσα να το δεχτώ αλλά είναι ντροπή να το χρεώνουν και να δουλεύει χειρότερα από κάθε άλλο παράδειγμα του ανταγωνισμού. Δείτε και σχετική αλληλογραφία τεύχους #635. Επιτέλους ανοίγει και εδώ ένα νέο κεφάλαιο διότι το quickshifter κάνει αυτό που υπόσχεται, αλλάζει δηλαδή τις σχέσεις γρήγορα και άμεσα αλλά σε όλο το φάσμα των στροφών και όχι μόνο στην κόκκινη περιοχή. Κι έτσι αντίθετα με το παρελθόν, δουλεύει τώρα είτε οδηγείς για βόλτα είτε πηγαίνεις σε track-day. Είναι τόσο μεγάλη η διαφορά εδώ που είναι σαν να το έφτιαξε η Ducati ή η KTM, δεν θυμίζει quickshifter της BMW κι αυτό είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που θα μπορούσα να κάνω στον άνθρωπο που ασχολήθηκε με την εξέλιξή του στα νέα M1000R και S1000RR.
Στην θέση ρυθμίσεων “RACE” η απόκριση του γκαζιού αλλάζει και μαζί και τα μαγευτικά σκασίματα της εξάτμισης. Η BMW πρωτοστατεί στην ηλεκτρική μετάβαση, αλλά δυστυχώς για εκείνη δίνει και ένα φοβερό παράδειγμα πως ορισμένα πράγματα είναι αναντικατάστατα. Μέχρι και στο "DYNAMIC" ο ήχος του τελικού είναι αυτός ακριβώς που πρέπει να έχετε εντός αστικού ιστού για να μην ξυπνάτε μωρά στην κούνια και γέρους από την καρέκλα που ανοίγοντας τα μάτια απότομα μπορεί να πάθουν καρδιακή προσβολή με τους χτύπους της καρδιάς να αυξάνουν απότομα. Δυστυχώς ο "πράου-πράου" πιτσιρικάς δεν φέρνει τέτοιες εικόνες στο μυαλό του όταν του λες πως ενοχλεί, αλλά ενός εξίσου νέου τύπου που έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να γουστάρει μαζί του. Είναι άλλο, μεγάλο θέμα κι αυτό. Πάντως τα χαμηλά σε ένταση σκασίματα που μπορεί να γίνουν ακόμη και με κλείσιμο του γκαζιού με δευτερα στο κιβώτιο και κάτω από τις 6.000 στροφές, άρα κάτω και από την αλλαγή του shiftcam,, επαναλαμβάνω μόνο στην RACE χαρτογράφηση έρχονται, πρώτα τα νιώθεις με την καρδιά και μετά με το αυτί. Σε κάθε περίπτωση μέσα σε πίστα ή μακριά από κάθε μορφή πολιτισμού η αλλαγή του ήχου του κινητήρα έρχεται με το πάτημα ενός κουμπιού και είναι μεθυστική. Είναι αρκετά αγωνιστικός ο ήχος και πριν παίξεις με τις χαρτογραφήσεις, αλλά στην “RACE” απελευθερώνεται όλη η ορχήστρα.
Αντίστοιχα φυσικά συμβαίνει και με την επιτάχυνση αν δεν το έχετε ήδη καταλάβει. Το superbike πλαίσιο δεν έχει άνω όριο και τα Bridgestone RS11 μπορούν να αντέξουν την δύναμη αυτή, παρόλο που αποδείχτηκαν καλύτερη επιλογή για τους γύρους στην πίστα και όχι τόσο για τον δρόμο. Ιδιαίτερα κατά την πρωινή παγωμένη υγρασία που είχε σκεπάσει τα πάντα εμποδίζοντάς τα να ξυπνήσουν και να ζεσταθούν γρήγορα. Αν ρωτήσεις κάποιον ντόπιο βέβαια, αυτή είναι βασική πηγή νερού για τα ελάχιστα δέντρα της ημι-έρημης περιοχής, οπότε την χρειάζονται και με το παραπάνω.
Τα φρένα είναι της Nissin και χωρίς να θέλει κανείς να μειώσει την προσπάθειά τους, όταν δεν βλέπεις Brembo σε μία μοτοσυκλέτα τόσων χιλιάδων Ευρώ κατευθείαν το πρόσωπο κάνει γκριμάτσα. Δικαιολογημένα. Βέβαια τα φρένα σηματοδοτούν και μία μικρή αλλαγή για την BMW όπου ξεκινά να αλλάζει συμφωνίες των μέχρι τώρα σταθερών προμηθευτών, όπως ήταν η Continental για τις μονάδες των ηλεκτρονικών. Συνεχίζει βέβαια να παραμένει περισσότερο με το μέρος της Conti παρά στο αντίπαλο δέος, την Bosch καθώς οι λύσεις που προτείνει εκείνη είναι ακριβότερες. Ταυτόχρονα και καλύτερες σε απόδοση. Μικρή παρένθεση πως ούτε η Continental είναι καμία μικρή εταιρεία μπροστά στην Bosch. Η Continental είναι μάλιστα ακόμη πιο εξειδικευμένη και πρωτοστατεί στον τομέα των ηλεκτρονικών, ιδιαίτερα σε αυτοκίνητα και φορτηγά. Για την ιστορία αυτή έφτιαξε το πρώτο Hill Assist σε αυτοκίνητο παραγωγής. Χωρίς την Bosch όμως το ABS για τις μοτοσυκλέτες θα είχε μείνει πολλά βήματα πίσω καθώς είναι η εταιρεία που πήγε στους Ιάπωνες την δεκαετία του ’80 για να στήσει ερευνητικό κέντρο εκεί, στο Τόκυο, μιας και εκείνοι ήταν τότε οι πρωτομάστορες της Ευρωπαϊκής αγοράς μοτοσυκλέτας. Τους πήρε πολλά χρόνια σε επένδυση μέχρι να βγάλουν το πρώτο σύστημα ABS σε παραγωγή και φυσικά ήταν απαράδεκτο, τόσο με τα σημερινά δεδομένα, όσο και της εποχής εκείνης. Λέγαμε τότε πως με το ABS ενεργοποιημένο φρενάρεις χειρότερα. Η Honda ακόμη θυμάται όσα τράβηξε εκείνη την εποχή. Βασικά όλοι οι Ιάπωνες το θυμούνται για αυτό και κανείς δεν ήθελε να συνδράμει την Bosch το 2011, όταν συζήτησε μαζί τους για το ποιος από όλους θα τους βοηθήσει στην ανάπτυξη του cornering ABS και θα είναι και ο πρώτος που θα το βγάλει στην παραγωγή. Τελικά ήταν η KTM που δέχτηκε να είναι η πρώτη και παρόλο που το εργοστάσιο των Αυστριακών με το υπερσύγχρονο κέντρο δοκιμών της Bosch απέχουν περίπου δύο ώρες, έδωσαν ραντεβού και πραγματοποιήσαν την εξέλιξη στο Τόκυο γιατί εκεί είχε μείνει όλα αυτά τα χρόνια το R&D του ABS για την μοτοσυκλέτα. Αμέσως μετά βέβαια μετακόμισε και στην Γερμανία. Πίσω τώρα στα φρένα του M1000R, η BMW αποφάσισε να κάνει πιο εκτεταμένα κάτι που έτσι κι αλλιώς έχει δοκιμάσει και στο παρελθόν πολλές φορές, ιδιαίτερα στο αυτοκίνητο. Εξέλιξε εκείνη τα φρένα που ήθελε, σχεδίασε από το μηδέν τις δαγκάνες και πήρε προσφορές από τους κατασκευαστές, επιλέγοντας στο τέλος την Nissin. Είναι ασύμφορο οικονομικά να κατασκευάσεις τις εργαλειομηχανές και να στήσεις μία γραμμή παραγωγής για λίγες δαγκάνες φρένων αλλά αν μεταφέρεις την δική σου παραγωγή σε κάποιον άλλο τότε μπορείς να έχεις κάτι δικό σου, χωρίς να σου κοστίσει και αντίστοιχα ακριβά. Ή μπορείς να βάλεις απλά Brembo Stylema, να μία ακόμα πιο γρήγορη λύση. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί κανείς ιδιώτης ή ανταγωνιστής, να πάρει από την Nissin ή την ελεύθερη αγορά τα φρένα του M1000R παρά μόνο μέσα από την BMW και πιστέψτε με όταν σας λέω πως δουλεύουν εξαιρετικά. Συμπληρωματικά της απόδοσής των φρένων, η επιβράδυνση ενισχύεται από την δουλειά που κάνουν οι αναρτήσεις φορτίζοντας όσο πρέπει τον εμπρός τροχό και με σωστή επίδραση στην γεωμετρία της μοτοσυκλέτας ενώ από μόνη της η μονάδα ABS της Continental έχει κάνει άλματα μπροστά.
Μία σημαντική λεπτομέρεια εδώ, είναι πως το M1000R δεν έχει την λειτουργία ελέγχου ντριφταρίσματος που έχει και το S1000RR που θα δούμε σε επόμενο άρθρο και είναι κάτι νέο και εξωπραγματικό. Το σύστημα έχει έρθει στο S1000RR απευθείας από τους αγώνες Endurance, το δοκιμάσαμε μαζί με τους εργοστασιακούς αγωνιζόμενους, και στόχο έχει να συνδράμει τους ήδη γρήγορους αναβάτες και όχι να βοηθήσει τους πιο αργούς να γίνουν άμεσα πιο γρήγοροι. Δυστυχώς δεν υπάρχουν “cheat codes” όπως αρκετοί πιστεύουν ότι φέρνουν τα εξελιγμένα ηλεκτρονικά. Στο επόμενο τεύχος του ΜΟΤΟ αποκρυπτογραφούμε ακόμη περισσότερα για το εξωπραγματικό γυμνό της BMW με τα 210 άλογα!