Honda VFR 800 V-TEC 2006

Από το

Μαύρο Σκύλο

23/8/2010

Δεν είναι μόνο η έλευση του VFR 1200 που φέρνει ξανά στο επίκεντρο της συζήτησης τους V4. Η διάταξη αυτή κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος τον τελευταίο καιρό, τη βλέπουμε σε superbike, την περιμένουμε σε on/off, όμως αυτός που την ανέδειξε είναι ακόμα παρόν. Το VFR 800 συνεχίζει την μοναχική πορεία του χωρίς άμεσο ανταγωνιστή.
[blockquote]Ναι...
Γιατί είναι μια μοναδική μοτοσυκλέτα πλούσια σε τεχνολογικές λύσεις και ταυτόχρονα αξιόπιστη
Όχι...
Για την μέτρια επίδοση της στην οδήγηση στο όριο και την υψηλή τιμή αγοράς που διατηρεί
Γιατί...
Είναι μια μοτοσυκλέτα που τα κάνει όλα ικανοποιητικά χωρίς να είναι αλλά ούτε και να δείχνει ξεπερασμένη
ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ
Το πρόβλημα των VFR όπως μας είπαν και στα συνεργεία, ήταν ότι δεν βγάζαν προβλήματα. Είναι από τις μοτοσυκλέτες που μισούν οι μηχανικοί γιατί δεν συνεισφέρουν στον τζίρο τους, ωστόσο έχουν ακουστεί μεμονωμένα προβλήματα από ιδιοκτήτες. Στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημα ήταν η ελλιπής συντήρηση. Η Honda δίνει για τον V4 του VFR 12.000 χιλιόμετρα για αλλαγή λαδιών και τα περισσότερα συνεργεία πρότειναν μικρότερα διαστήματα σε περίπτωση καθημερινής χρήσης. Αν η μοτοσυκλέτα δεν έχει πέσει ρωτήστε για τα διαστήματα συντήρησης και αν σας πουν λιγότερο από 12.000 χιλιόμετρα είστε σε καλό δρόμο, οι πιο σκληροπυρηνικοί άλλαζαν λάδια κάθε 6.000. Ένας έμπειρος μηχανικός μπορεί να καταλάβει από τον ήχο του V4 αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα καθώς πρόκειται για μια ιδιαίτερη χροιά που ξεχωρίζει και μένει στη μνήμη.[/blockquote]
Ακόμα και πριν την πρώτη ριζική αλλαγή του 2002, το VFR δεν είχε ουσιαστικούς ανταγωνιστές. Ο κυβισμός του δεν ήταν ο πραγματικός λόγος, ο τετρακύλινδρος σε διάταξη V και η τεχνολογία που έχει το έκαναν να βρίσκεται σε μια κατηγορία που μπορεί να παρουσιάζει αλληλοτομίες με άλλες κατηγορίες, αλλά είναι ουσιαστικά μοναδική. Με την έλευση του VFR 1200 αυτή η μυστήρια κατηγορία απέκτησε και όνομα βάζοντας τέλος στους γρίφους μερικών δεκαετιών, από το 1986 δηλαδή που βγήκε στην παραγωγή με χωρητικότητα 750 κυβικών. Η Road Sport είναι αυτό που ζητούν όσοι θέλουν να πηγαίνουν γρήγορα σε οποιοδήποτε δρόμο με οσοδήποτε φορτίο χωρίς να πρέπει να περιορίζονται σε ιδανικές και ειδικές συνθήκες. Για αυτή τη χρήση το VFR ήταν η μοναδική και η καλύτερη πρόταση μέχρι που ήρθε βέβαια το 1200. Ο κινητήρας, που για το 2006 απλώς απέκτησε νέο χρονισμό στο σύστημα βαλβίδων V-TEC και συμμορφώθηκε με τους Euro III κανονισμούς, είχε αποδείξει την αξιοπιστία του και αυτό που χρειαζόταν ήταν ομαλότερη μετάβαση από τη λειτουργία με δύο βαλβίδες σε αυτή με τέσσερις. Το πλεονέκτημα του V-TEC είναι ότι υπάρχει αρκετή δύναμη χαμηλά χωρίς να θυσιάζεται η απόκριση ψηλά και όλο αυτό γίνεται κρατώντας την κατανάλωση σε λογικά επίπεδα. Μέχρι τις 6.800 στροφές που είναι ρυθμισμένο το V-TEC να μπαίνει σε λειτουργία ανοίγουν μόνο οι δύο βαλβίδες και ο τετρακύλινδρος V-90ο κινητήρας ανεβάζει σβέλτα και γραμμικά χωρίς κομπιάσματα ακόμα και από τις 2.000 στροφές. Μπορείς έτσι να φτάσεις ακόμα και τα 160 χιλιόμετρα στο κοντέρ, με έκτη, διατηρώντας δηλαδή υψηλές ταχύτητες ταξιδιού χωρίς να θέσεις σε λειτουργία το σύστημα. Ξεπερνώντας το όριο των στροφών η κατανάλωση θα ανέβει ακόμα και μέχρι 40% παραπάνω όμως ο αναβάτης θα νιώσει μια έντονη επιτάχυνση αφού θα "ξυπνήσουν" 15 άλογα που έπαιρναν έναν υπνάκο ξεκούρασης. Οι δύο επιπλέον βαλβίδες που ανοίγουν ανά κύλινδρο μεταμορφώνουν τη μοτοσυκλέτα κυριολεκτικά. Διατηρώντας τα ίδια επίπεδα άνεσης και ευελιξίας το φρένο του κινητήρα γίνεται μικρότερο, η αδράνεια στο εσωτερικό της στροφής μειώνεται και ο ήχος γίνεται αμέτρητες φορές καλύτερος και πιο μπάσος. Η τεχνολογική υπεροχή του VFR αντανακλάται και στο σύστημα συνδυασμένων φρένων CBS που η Honda έχει στην γκάμα της πολλά χρόνια και η εξέλιξη του έχει κατά πολύ ξεπεράσει το πρώιμο στάδιο. Στην περίπτωση του VFR του 2006, το σύστημα ήταν ήδη στην τρίτη γενιά και η λειτουργία του αν και απροβλημάτιστη χρειάζεται κάποιο χρόνο για να τη συνηθίσει ο αναβάτης. Αυτό που απαιτεί τον επαναπρογραμματισμό σε όσα ξέρει ο αναβάτης είναι ότι το πίσω φρένο ενεργοποιεί και το εμπρός αρκετά δυνατά οπότε σε απότομα φρεναρίσματα και σε κλίση χρειάζεται προσοχή. Έτσι και αλλιώς το VFR δεν είναι η μοτοσυκλέτα που την αγοράζει κάποιος για να ντριφτάρει σε κάθε στροφή, η οδήγηση στο όριο δεν είναι το καλύτερό της, εκτός και αν μιλάμε για όρια αντοχής, αφού το VFR είναι σε θέση να καταπίνει χιλιόμετρα για ώρες. Στο ταξίδι οι αναρτήσεις κάνουν εξαιρετική δουλειά ενώ ταυτόχρονα είναι αρκετά σκληρές για γρήγορη οδήγηση και το πλαίσιο μπορεί να μην είναι αρκετά άκαμπτο αλλά σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει τρομακτική ενδοτικότητα. Για αυτή τη χρήση, αλλά και για κάθε μέρα, η θέση οδήγησης είναι από τις ιδανικές και όπως στα περισσότερα Honda οι περισσότεροι αναβάτες βολεύονται ανεξαρτήτως ύψους. Τα κλιπόν βρίσκονται ψηλά και τα μαρσπιέ σε κάτι ενδιάμεσο σε sport και touring, sport-touring δηλαδή που είναι και η κατηγορία που η Honda ταξινομούσε το VFR πριν ανακαλύψει τη Road Sport. Η τεχνολογική υπεροχή του VFR τόσο με το V-TEC, όσο και με το CBS και τον κινητήρα V4 είναι αναμφίβολη, ωστόσο ακόμα και έτσι μιλάμε για συστήματα που υπήρχαν στη Honda τόσο στα αυτοκίνητα όσο και σε προηγούμενα μοντέλα μοτοσυκλετών με την εξέλιξη τους να έχει αποσβεστεί, οπότε η τιμή του κρίνεται αρκετά υψηλή. Δικαιολογείται μόνο από τη μοναδικότητα που του χαρίζει ο V4 και την αποδεδειγμένη αξιοπιστία για την οποία φημίζεται. Με δεδομένη την ανανέωση που ακολουθούσε κάθε τέσσερα χρόνια, το VFR του 2006 έχει ήδη ξεπεράσει το όριο αυτό. Ίσως η Honda περίμενε την έλευση του 1200 για να προχωρήσει σε μια ριζική ανανέωση στο 800. Να περιμένουμε άραγε και μικρότερο Road Sport;



ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Tετράχρονος, τετρακύλινδρος, V 90 μοιρών υγρόψυκτος 2EEK/4 βαλβίδες με σύστημα V-TEC
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 72 x 48
Κυβικά (cc): 781,7
Σχέση συμπίεσης: 11,6:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 2


ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη : Υγρός πολύδισκος, υδραυλική οδήγηση
Tελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια (40/15)


ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Αλουμινένιο δύο δοκών
Γωνία κάστερ (o): 25,5
Ίχνος (mm): 95
Μεταξόνιο (mm): 1.460
Ύψος σέλας (mm): 805
Βάρος πραγματικό κενή / γεμάτη (kg): 228,5 / 245,9
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 22
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι Showa
Διάμετρος (mm): 43
Διαδρομή (mm): 109
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων
Πίσω: ένα αμορτισέρ Showa, μοχλικό
Διαδρομή (mm): 120
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς
ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 296mm, δαγκάνες Nissin, CBS
Πίσω: Δίσκος 256mm, δαγκάνα Nissin, CBS
ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 120/70-17
Ζάντα: Χυτή αλουμινένια, 3,5 x 17
Πίσω
Ελαστικό: 180/55-17
Ζάντα: Χυτή αλουμινένια, 5,5 x 17
ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
LCD οθόνη με στροφόμετρο / ταχύμετρο / ολικό – μερικούς χιλιομετρητές / στάθμη καυσίμου / ρολόι / θερμοκρασία ψυκτικού – περιβάλλοντος / διάγνωσης κινητήρα / κεντρικό σταντ, immobilizer(H.I.S.S.)
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
Ισχύς εργοστασίου (HP/rpm): 107/10.500
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm): 8,15/8.750
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΙΠΠΟΔΥΝΑΜΗΣ
Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 95,1/10.400
Ροπή στον τροχό (Kg.m/rpm): 7,4/8.900
Απόλυτη γραμμικότητα μέχρι το άνοιγμα του συστήματος V-TEC ακριβώς στις 6.800. Εκεί παρουσιάζει ένα μεγάλο σκαλοπάτι 15 περίπου ίππων καθώς η ενεργοποίηση των δύο βαλβίδων ανά κύλινδρο που ήταν κλειστές εκτοξεύουν την απόδοση. Η ισορροπία επανέρχεται σύντομα, από τις 7.300 στροφές περίπου, όπου και πάλι ο κινητήρας παρουσιάζει εκπληκτική γραμμικότητα μέχρι τις 9.000 στροφές ανεβάζοντας μετά πιο ομαλά μέχρι της 10.400. Ομαλή και η ροπή μέχρι την ενεργοποίηση του V-TEC όπου ξεσπά στέλνοντας μια κλωτσιά στον πίσω τροχό.
ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (L/100Κm)
Μέση: 12,1
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (Km)
Μέση : 266

Moto Guzzi V7 Classic/Stone 2008 - 2013

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

1/7/2015

Δεν αλλάζει

 

Ήταν μια από τις καλύτερες εμπνεύσεις της Piaggio η αναβίωση του θρυλικού ονόματος V7, που προστέθηκε ξανά στην γκάμα της Moto Guzzi από το 2008 και μετά. Στα χρόνια που πέρασαν η σειρά των V7 απέκτησε νέα μέλη, αναβαθμίστηκε δυο φορές, αλλά στη ουσία της δεν αλλάζει τίποτα

 

Η σύγχρονη V7 ανήκει σε μια ομάδα μοτοσυκλετών με ελάχιστα μέλη, όπως είναι η Bonneville της Triumph και η W της Kawasaki. Αυτή η ομάδα έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό που αφορά την αίσθηση και την εμπειρία από την οδήγησή της. Αυτή η αίσθηση, μοναδική και χαρακτηριστική για κάθε μοτοσυκλέτα, δεν αφορά ένα συγκεκριμένο τομέα του σχεδιασμού αλλά δημιουργείται από την συνολική κατασκευή. Από κάπου ξεκινάει όμως, κάπου υπάρχει ο πυρήνας της δημιουργίας της και η υπόλοιπη κατασκευή έχει φροντίσει να διατηρήσει. Στις Bonneville ας πούμε, είναι ο στρόφαλος και τα δυο έμβολα που παλινδρομούν μένοντας συνέχεια δίπλα – δίπλα αυτά που σε ωθούν να μάθεις να "οδηγείς με τον στρόφαλο" να χειρίζεσαι και να μπορείς να εκμεταλλευτείς την στροφορμή του, εκείνο το μέγεθος της Φυσικής που δεν αφήνει τον στρόφαλο να επιβραδύνει. Και στην V7 η αίσθηση που σου δίνει όταν την οδηγείς δημιουργείται από τον κινητήρα της, ή πιο σωστά από ολόκληρο το συγκρότημα που οδηγεί στην περιστροφή του πίσω τροχού. H ανάλαφρη αίσθηση, η ευκολία στους ελιγμούς και τις εναλλαγές κλίσεων είναι οι πρώτες παρατηρήσεις που εντυπώνονται μετά από την πρώτη βόλτα μαζί της. Η χαμηλή μοτοσυκλέτα, με την ίσια σέλα – είναι πλέον ελάχιστες οι μοτοσυκλέτες με τέτοια σχεδίαση, όπου ο συνεπιβάτης απλώς κάθεται στην σέλα του δίχως να χρειάζεται να κάνει αναρρίχηση ή σπαγκάτο – διαθέτει και την διαχρονική απλότητα στην εμφάνισή της. Μια εμφάνιση με ταυτότητα και ομορφιά, τονισμένη και από την υψηλή ποιότητα του φινιρίσματος. Το καλό φινίρισμα και η απουσία αφρόντιστων σημείων είναι ένα χαρακτηριστικό που έχουν όλες οι σύγχρονες Moto Guzzi και η σειρά των V7 φτιάχτηκε μάλιστα την περίοδο όπου η αναβάθμιση της ποιότητας των Guzzi μπήκε σε μια νέα περίοδο της ιστορίας της. Μάλιστα χρονιά με τη χρονιά γίνονται βελτιώσεις σε διάφορα σημεία και πλέον οι V7 είναι αντικειμενικά καλοφτιαγμένες. Με την πάροδο του χρόνου και τις αλλαγές των μοντέλων αυτό που δεν αλλάζει είναι η αίσθηση από τη οδήγησή της. Mένει ίδια γιατί δεν αλλάζει αυτό που την δημιουργεί δηλαδή ο κινητήρας με την μετάδοσή του και το πλαίσιο. Ο αερόψυκτος δικύλινδρος V90o με τον διαμήκη στρόφαλο, τον μονόδισκο ξερό συμπλέκτη και το πεντατάχυτο κιβώτιο πίσω του, αλλά και τον άξονα της τελικής μετάδοσης που περνά μέσα από το ψαλίδι είναι πάντα εκεί ακολουθώντας τις επιταγές μιας εμπνευσμένης σχεδίασης της δεκαετίας του '60. To συγκρότημα του κινητήρα και της μετάδοσης "κρέμεται" από το πλαίσιο, φτιαγμένο από ατσάλινους σωλήνες, ακολουθώντας τις αρχές των χωροδικτυωμάτων. Η ανάρτηση του πίσω τροχού γίνεται με την συμβατική διάταξη των δυο αμορτισέρ, τοποθετημένων με σημαντική κλίση ώστε να προσφέρουν καλύτερη λειτουργία. O V2 δεν έχει σχεδιαστεί για την μέγιστη απόδοση, και έχει υιοθετήσει λύσεις όπως οι θάλαμοι καύσης Heron με επίπεδες κεφαλές και ωστήρια για τις δυο μόνο βαλβίδες κάθε κυλίνδρου στοχεύοντας αρχικά στην απλότητα, το μικρότερο κόστος κατασκευής και τις συμμαζεμένες διαστάσεις. Οι θάλαμοι Heron όμως συμβάλουν στην μικρή κατανάλωση και την καλή απόδοση ροπής, χαρακτηριστικά που ταιριάζουν γάντι τόσο στην V7 όσο και στην εποχή μας, όπου η σπατάλη βενζίνης κοντεύει να γίνει ποινικό αδίκημα. Παρά την σχεδίαση που μετρά πάνω από σαράντα χρόνια ο ιταλικός V2 αρκείται σε μια κατανάλωση σχεδόν πέντε λίτρων για κάθε εκατό χιλιόμετρα με την απόδοσή του να είναι αυτή που πρέπει στις χαμηλές και μεσαίες στροφές. H τροφοδοσία από το σύστημα ψεκασμού δεν δημιουργεί κάποιο πρόβλημα ενώ από την αλλαγή του μοντέλου από το 2012 και μετά όπου ο ψεκασμός έχει πλέον ένα σημείο τροφοδοσίας και για τους δυο κυλίνδρους, η απόδοση είναι βελτιωμένη μέχρι τις μεσαίες στροφές. Στο ρελαντί εξακολουθεί να πάλλεται και στις ψηλές να μην αποδίδει τίποτα εντυπωσιακά νούμερα, ανεβάζοντας μάλιστα και λιγότερες στροφές για μικρότερη κατανάλωση, μα παραμένει πάντα ευχάριστος σύντροφος σε κάθε βόλτα. Στο εμπρός άκρο υπάρχει μεγάλη γωνία κάστερ, ελαστικό με διάμετρο 18 ίντσες και ένα συμβατικό πιρούνι με την μεγαλούτσικη διαδρομή των 130 χιλιοστών, χαρακτηριστικά που μεταφράζονται σε άνεση ακόμη και σε κακούς δρόμους. H V7 είτε στην πρώτη της έκδοση την Classic μεταξύ 2008 και 2011, είτε στη επόμενη την Stone είτε σαν την νεώτερη έκδοση του 2014 με την γεννήτρια πλέον να ψύχεται από το λάδι του κινητήρα προσφέρει πάντα την ίδια αίσθηση. Εύκολη και ευχάριστη στην οδήγηση και στο μάτι, δίχως δύστροπες ιδιαιτερότητες, με καλή ποιότητα κατασκευής παντρεύει μια κλασσική σχεδιαστική άποψη με το σήμερα, προσφέροντας απόλαυση σε κάθε βόλτα.

 

Ναι

Στην ευκολία της οδήγησης και την ομορφιά της

Όχι

Δεν είναι στο στυλ της η επιθετική οδήγηση

Γιατί

Απολαμβάνεις οδήγηση χωρίς υψηλή απόδοση

 

Οι τιμές των μοτοσυκλετών, όχι μόνο των μεταχειρισμένων αλλά ακόμη και των καινούργιων, είναι πολύ ρευστές πλέον και μεταβάλλονται προς χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι και στην περίπτωση των V7 υπάρχουν τόσο σε τιμές προσφορών σαν καινούργιες ενώ και σαν μεταχειρισμένες οι τιμές χαμηλώνουν. Παρά του ότι είναι το πιο καλοπουλημένο μοντέλο της Moto Guzzi αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν άφθονες επιλογές σαν μεταχειρισμένες. Αυτό συμβαίνει για δυο λόγους με τον πρώτο να είναι ότι αγοράζονται από ανθρώπους που σκοπεύουν να την κρατήσουν χρόνια οπότε δεν θέλουν να την αλλάξουν σύντομα. Ο δεύτερος λόγος είναι απλώς η οικονομική δυσπραγία μας. Οι τιμές τους πλέον όμως έχουν κατέβει και κάτω από τις 4.000 ευρώ

 

Tι να προσέξετε

Η καλή ποιότητα κατασκευής της σειράς των V7 σε συνδυασμό με τις φροντίδες του ιδιοκτήτη μπορούν να τις διατηρούν για χρόνια αψεγάδιαστες. Άλλωστε η άριστη εμφάνισή της είναι και το απαραίτητο στοιχείο για την επιλογή μιας μεταχειρισμένης. Ο προαιρετικός εξοπλισμός που τυχόν διαθέτει, όπως το κεντρικό σταντ και οι πλαϊνές βαλίτσες, είναι άλλος ένας παράγοντας για την επιλογή της. Τα μοντέλα Stone - από το 2012 και μετά – είναι πιο δυσεύρετα και ακριβότερα. Έχουν βελτιωμένο κινητήρα αλλά ο χαρακτήρας τους είναι απαράλλαχτος.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, V90o διαμήκης, αερόψυκτος ένας εκκεντροφόρος στο κάρτερ, 2 βαλβίδες/κύλινδρο

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 80 x 74

Κυβικά (cc): 744                

Σχέση συμπίεσης: 9,6:1              

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli                                   

Σύστημα εκκίνησης:                        Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:      2 σε 2

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:            Ξερός, μονόδισκος με ντίζα

Σχέσεις ταχυτήτων: Πέντε

Τελική μετάδοση:            Άξονας, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο, κλειστό, βιδωτό τμήμα για την αφαίρεση του κινητήρα

Γωνία κάστερ (o):       27,5

Ίχνος (mm):            109

Μεταξόνιο (mm):  1.449 

Ύψος σέλας (mm):  805

Βάρος κατασκευαστή κενή (kg): 182/198         

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 199,5

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 17/2,5

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διάμετρος (mm):  40

Διαδρομή (mm):  135                

Ρυθμίσεις:            Καμία

Πίσω:  Δυο αμορτισέρ Sachs

Διαδρομή (mm):  118    

Ρυθμίσεις:            Προφόρτιση ελατηρίων

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δίσκος 320mm, δαγκάνα Brembo με τέσσερα έμβολα

Πίσω:            Δίσκος 260mm, δαγκάνα Brembo με ένα έμβολο

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:            100/90 -18

Ζάντα:             2,50 x 18in

Πίσω

Ελαστικό:            130/80 -17

Ζάντα:             3,50 x17in

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο, δύο οθόνες LCD με ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ρολόι, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενδεικτικές λυχνίες για πίεση λαδιού, λειτουργία ψεκασμού, φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 48/6.800

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):            5,4/3.600

Επιτάχυνση 0 - 400m (sec): 14,48

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            5,3

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            330

 

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%, €)*

Έμβολο πλήρες : 172             

Μπιέλα : 290 

Τελικό εξάτμισης : (ένα) 539

Ρεζερβουάρ:             821    

Εμπρός φτερό : 164                                       

Εμπρός ζάντα: 296                 

Μανέτα δεξιά :25      

Σέλα :  127                

Πλαίσιο: 801,3

* Οι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Αύγουστο του 2014              

 

Ετικέτες