Honda Crossrunner 800 (2011-2015)

Μεταλλαγμένο VFR
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

16/5/2017

Όταν παρουσιάστηκε αποτέλεσε ένα γενναίο εγχείρημα κι ένα μεγάλο στοίχημα της Honda. Ένα ρίσκο στην αναζήτηση νέων δρόμων και εκφράσεων. Μια μεταλλαγμένη street μοτοσυκλέτα εμπνευσμένη από το Gymkhana!

 

Δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι το Crossrunner είναι μια από τις μοτοσυκλέτες που καταργεί τα στερεότυπα. Αγνοεί επιδεικτικά τις νόρμες των υποτιθέμενων κατηγοριών και προτείνει κάτι που "ακουμπάει" σε πολλά πεδία και πολλούς κόσμους. Ό,τι δηλαδή θα έπρεπε να κάνουν οι μοτοσυκλέτες των εταιρειών που θέλουν να επηρεάσουν την εξέλιξη και το μέλλον της μοτοσυκλέτας γενικότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε τέτοια προσπάθεια θα είναι και επιτυχία, αλλά χωρίς το ρίσκο και την τόλμη, βήματα μπροστά δεν γίνονται κι αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά στην Honda, όπως και σε κάθε εταιρεία που θέλει να θεωρείται πρωτοπόρος.

Το στοίχημα του Crossrunner βασίζεται στην πλατφόρμα του προηγούμενου VFR800, παντρεύοντας αισθητικά στοιχεία από τα "τύπου on-off" μέχρι το σύμπαν των scooter. Αυτό το αποτέλεσμα οπτικά καταφέρνει να έχει απήχηση σε ένα πολύ διευρυμένο κοινό, ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι καν κάτοχοι μοτοσυκλέτας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αυτούσιο VFR800 προηγούμενης γενιάς, με όλες τις αλλαγές που είχε δεχθεί το V4 της Honda να υφίστανται και στο Crossrunner, όπως το μεταβλητό πάχος στις δοκούς του πλαισίου για να επιτευχθεί η ελεγχόμενη ακαμψία, ενώ και οι αναρτήσεις παρέμειναν ακριβώς ως είχαν στην sport touring έκδοση. Η μοναδική –αλλά ιδιαίτερα σημαντική- διαφορά ήταν το ψηλότερο τιμόνι, ο μοναδικός παράγοντας που επηρέαζε την θέση οδήγησης, καθώς η σέλα και τα τοποθετημένα σχετικά πίσω μαρσπιέ δεν δέχθηκαν καμία απολύτως επέμβαση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργείται μια παράξενη θέση οδήγησης, με το σώμα αρκετά μακριά από τον μπροστινό τροχό, αλλά με αρκετό βάρος να φορτίζει τα χέρια (και κατ' επέκταση το μπροστινό), αντισταθμίζοντας κάπως την κατάσταση. Στην πράξη, το Crossrunner αποκτά με τον αναβάτη του μια ισομερή κατανομή του βάρους, που του προσδίδει σταθερότητα στις υψηλές ταχύτητες, αλλά και μια ευπρόσδεκτη ουδέτερη συμπεριφορά στις κλίσεις, παρά το μεγάλο βάρος. Μάλιστα, οι μοίρες που μπορεί να πετύχει το Crossrunner είναι αρκετά μεγάλες, χάρη στην αλλαγή της κλίσης στο σημείο έδρασης του ψαλιδιού (κάτι που επέφερε και λίγο μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος σε σχέση με το VFR) και τις πλάκες του πιρουνιού που είναι τοποθετημένες λίγο πιο χαμηλά, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη που νιώθεις όταν "βάζεις" τον μπροστινό τροχό μέσα στη στροφή. Αντίστοιχα είναι και τα οφέλη στην ευελιξία της μοτοσυκλέτας, ακόμη και όταν κινείται μέσα στο αστικό περιβάλλον, κρύβοντας τα κιλά του επιμελώς και αποτελεσματικά για να ελιχθεί με μια απρόσμενη ευκολία και χάρη.

Το Crossrunner ακόμη και σήμερα αποτελεί μια ελκυστική επιλογή που προσφέρει κάτι ξεχωριστό

Ο κινητήρας μεταφέρθηκε κι αυτός αυτούσιος από το έτερο τετρακύλινδρο V, με το σύστημα V-Tec να προσδίδει μια πολυμορφία στον χαρακτήρα του, χάρη στην μεταβολή της απόδοσής του. Το σημείο της μεταμόρφωσης είναι οι 6.500 στροφές, εκεί όπου ενεργοποιούνται και οι 16 βαλβίδες των τεσσάρων κυλίνδρων, με την ηχητική αλλαγή να είναι και η πιο αντιληπτή. Σε ότι αφορά την δύναμη, η ομαλότητα λειτουργίας του συστήματος έχει μειώσει δραματικά τον απότομο χαρακτήρα του παρελθόντος, λόγω της αύξησης των αυλών εισαγωγής και τον επαναπρογραμματισμό της ECU και το μόνο που περιορίζει το πλήρες ξεδίπλωμα των αρετών του συγκεκριμένου κινητήρα είναι ο κόφτης που επεμβαίνει στα 205km/h, μια άστοχη επιλογή κατά τη γνώμη μας. Παρόλα αυτά, οι μέσες ωριαίες ταχύτητες στο ταξίδι παραμένουν με ευκολία υψηλές, ενώ ακόμη και η στάση του σώματος που αρχικά δεν προδιαθέτει για άνετα ταξίδια αποδεικνύεται εν τέλει ικανή να κρατήσει τον αναβάτη ξεκούραστο για πολλά χιλιόμετρα και πολύωρη παραμονή πάνω στην άνετη σέλα.

Το "μπόλιασμα" που επιχείρησε η Honda στο προηγούμενης γενιάς VFR, ανεξάρτητα με το αν απέφερε τους αναμενόμενους εμπορικούς καρπούς ή όχι, ήταν μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση, έστω κι αν υπήρχε χώρος για περισσότερο ρίσκο και πιο προχωρημένες λύσεις καθιστώντας το Crossrunner ακόμη και σήμερα ως μια ελκυστική επιλογή που προσφέρει κάτι ξεχωριστό.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος V 90° με 4Β/Κ και 2ΕΕΚ και σύστημα V-Tec

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 72 x 48

Κυβικά (cc): 782

Σχέση συμπίεσης: 11,6:1

Ανάφλεξη: Ψηφιακή    

Τροφοδοσία: Ψεκασμός

Σύστημα εκκίνησης:     Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:      4 σε 2 σε 1

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη: Υγρός πολύδισκος

Σχέσεις ταχυτήτων: Έξι

Τελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Αλουμινίουδύο δοκών pivotless

Γωνία κάστερ (o): 25,5

Ίχνος (mm): 96

Μεταξόνιο (mm): 1.464

Ύψος σέλας (mm): 816

Βάρος κατασκευαστή γεμάτη (kg): 240,4

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 235,5

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 21,5 / 3,5

 

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Tηλεσκοπικό πιρούνι Showa

Διάμετρος (mm): 43

Διαδρομή (mm): 106

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων

Πίσω: Ένα αμορτισέρ με μοχλικό

Διαδρομή τροχού(mm): 119

Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δύο δίσκοι 296mm με δαγκάνες τριών εμβόλων Nissin και C-ABS

Πίσω: Δίσκος 256mm με δαγκάνα δύο εμβόλων και C-ABS

 

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό: 120/70ZR-17

Πίσω

Ελαστικό:   180/55ZR-17

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Ψηφιακό πολυόργανο με ταχύμετρο, ένδειξη ώρας, ολικό και δύο μερικούς χιλιομετρητές, μπάρες θερμοκρασίας ψυκτικού, ψηφιακό στροφόμετρο και λυχνίες για φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων ρεζέρβα, μπαταρία, λειτουργία ψεκασμού, ABS

 

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 94,7/10.000

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):   7,3/9.500

Επιτάχυνση 0 - 400m (sec, Μέτρηση ΜΟΤΟ): 12,18

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση: 7,1

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση: 302

 

 

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 24%, €)

Έμβολο πλήρες:  150,22

Μπιέλα:              199,88

Eξάτμιση:   1.021,27

Εμπρός φτερό:            94,32

Εμπρός τροχός:   584,49

Προβολέας: 496,65

Μανέτα φρένου:  35,37

Σέλα αναβάτη:    508,71

Πλαίσιο:     2.445

 

Οι προαναφερόμενες τιμές ίσχυαν τον Μάρτιο του 2017

Aprilia Shiver 750 (2007 - 2010)

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

2/8/2015

Σε δρόμο εξέλιξης

Η Aprilia εντυπωσίασε στην έκθεση του Μιλάνο το 2006 παρουσιάζοντας το Shiver 750. Η νέα μοτοσυκλέτα δρόμου είχε πολλά εντυπωσιακά στοιχεία στον σχεδιασμό της, ενώ ο καινούργιος κινητήρας υποσχόταν πλούσια τεχνολογία και ψεκασμό ride by wire

Mε το Shiver η Aprilia, έχοντας ήδη περιέλθει στην ιδιοκτησία της Piaggio, εισήρθε σε μια κατηγορία μοτοσυκλετών που μέχρι τότε δεν διέθετε κάποιο μοντέλο. Οι μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτες δρόμου έχουν πλήθος εκπροσώπων τόσο από τους κατασκευαστές, όσο και από εξειδικεύσεις και υποκατηγορίες. Honda Hornet, Ducati Monster, Kawasaki Z750, Suzuki GSR, Yamaha Fazer, BMW 800R είναι μερικά από τα μοντέλα στα οποία προστέθηκε το Shiver το 2007, το οποίο ήταν φτιαγμένο “σε λευκό χαρτί”. Δεν ήταν εξέλιξη κάποιου προηγούμενου μοντέλου, ενώ και ο νέος κινητήρας έκανε την εμφάνισή του ταυτόχρονα.Αφήνοντας στην άκρη την τάση που ακολουθούν οι περισσότεροι κατασκευαστές προσπαθώντας να φτιάξουν τις μοτοσυκλέτες τους με μικρές συνολικά διαστάσεις, η Αprilia έφτιαξε το Shiver μεγάλο, ενώ η συνολική του εμφάνιση εντυπωσίαζε. Ανακατεύοντας συστατικά από την αισθητική των streetfighters, το Shiver έχει πάνω του πολλά εξαρτήματα και σχεδιαστικές απόψεις που προκαλούν εντύπωση και αφήνουν υποσχέσεις, όπως το ανεστραμμένο πιρούνι με τις ακτινικές δαγκάνες, η φαρδιά ζάντα των έξι ιντσών πίσω, το βαμμένο σε χρώματα για να το αναδεικνύουν υβριδικό πλαίσιο, το χρυσαφί fat bar τιμόνι, οι πληροφορίες από τα όργανα και πιο ψηλά από όλα αυτά οι απολήξεις των εξατμίσεων ψηλά στην ουρά. To υβριδικό πλαίσιο είναι σε κοινή θέα με το μπροστινό του μέρος να είναι ένα χωροδικτύωμα από ατσάλινους σωλήνες με βιδωμένα πάνω του τα δυο χυτά αλουμινένια τμήματα που το συμπληρώνουν.Εντυπωσιακό στην όψη είναι και το αλουμινένιο ψαλίδι, φτιαγμένο από δυο χυτά τμήματα ενωμένα μεταξύ τους με βίδες και παξιμάδια, δείχνοντας την προσπάθεια της εταιρείας να προσφέρει μια εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα σε προσιτή τιμή. Στο επίκεντρο βέβαια όλων ήταν ο καινούργιος V2 κινητήρας με την τεχνολογική υπεροχή του ride by wire ψεκασμού, που έφθανε για πρώτη φορά σε αυτή την κατηγορία μοτοσυκλετών και τιμής. O κινητήρας με την περιεχόμενη γωνία στις 90ο και τους δυο εκκεντροφόρους στην κάθε κεφαλή να περιστρέφονται από ένα σύστημα που χρησιμοποιεί αλυσίδα και γρανάζια έχει συμμαζεμένες διαστάσεις, ενώ βασικό χαρακτηριστικό είναι η πολύ κοντή διαδρομή του εμβόλου σε σχέση με τη διάμετρο, απόρροια του αρχικού σχεδιασμού του που είχε γίνει για μεγαλύτερη χωρητικότητα από τα 750 κυβικά που διαθέτει αφότου άρχισε η παραγωγή του.O ψεκασμός της Marelli έχει δυο ανεξάρτητες μεταξύ τους μονάδες που ελέγχουν το άνοιγμα των πεταλούδων μετά από την επεξεργασία των εντολών του αναβάτη που δίνει με την περιστροφή του γκριπ. Από τις πρώτες οδηγικές εντυπώσεις, η λειτουργία του ψεκασμού αποδείχθηκε “αχίλλειος πτέρνα” στην εξέλιξη που είχε προηγηθεί. Ο ψεκασμός είχε απότομη απόκριση, ενώ συχνά ανταποκρινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που ανέμενε ο αναβάτης.H Aprilia θέλοντας να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που έδινε η νέα τεχνολογία, έχει υποκαταστήσει τον μονόδρομο συμπλέκτη για την αποφυγή των αναπηδήσεων του πίσω τροχού μετά από κατεβάσματα ταχυτήτων με κλειστό γκάζι, με το να μην κλείνουν τελείως οι πεταλούδες για να μην πέφτουν στο ρελαντί οι στροφές, αλλά στην πράξη σε έπιανε απροετοίμαστο. Mετά από αυτές τις διαπιστώσεις η Aprilia προσέθεσε στα Shiver του 2008 την δυνατότητα επιλογής από τον αναβάτη τριών διαφορετικών χαρτογραφήσεων που καθόριζαν την απόδοση του V2. Πάντως, η αναβάθμιση εφαρμόστηκε και στα Shiver που ήδη είχαν παραχθεί και πουληθεί. Οι τρεις χάρτες που έχει να διαλέξει ο αναβάτης είναι η Sport όπου η απόδοση είναι η μέγιστη, το ανέβασμα στροφών το ταχύτερο και η απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού άμεση. Στη θέση Touring η απόκριση και το ανέβασμα των στροφών γίνεται με πιο ήπιο τρόπο δίχως όμως η μέγιστη απόδοση να έχει ουσιαστική μείωση. Η ουσιαστική μείωση γίνεται με την επιλογή της χαρτογράφησης Rain, όπου η απόδοση μειώνεται για να βοηθά την οδήγηση σε βρεγμένους δρόμους με μειωμένη πρόσφυση. Έχουν ακολουθήσει και άλλες αναβαθμίσεις στο λογισμικό για να βελτιωθεί η συμπεριφορά του ψεκασμού, και πλέον τα αρχικά προβλήματα έχουν ουσιαστικά εκλείψει.Τo Shiver σαν μοτοσυκλέτα καθημερινής χρήσης στην κυκλοφορία στην πόλη μειονεκτεί από το μικρό κόψιμο του τιμονιού της και τη σχετικά σκληρή λειτουργία του κιβωτίου αλλά και των αναρτήσεων, απέχοντας από την άνεση άλλων χωρίς όμως να αποτελεί μια δύσχρηστη μοτοσυκλέτα. Εκτός πόλης, η απόδοση του κινητήρα, αλλά και ο ήχος του, κάνουν τα πράγματα διασκεδαστικά, ενώ και η θέση οδήγησης προσφέρεται για επιθετική οδήγηση. Η πληροφόρηση και η ποιότητα της λειτουργίας των αναρτήσεων και των φρένων δεν είναι αυτή των supersport μοτοσυκλετών, δείχνοντας και τα όρια του Shiver, ενώ το πλαίσιο τα καταφέρνει χωρίς κανένα πρόβλημα. Άλλωστε προέρχεται από έναν κατασκευαστή με τόσους παγκόσμιους τίτλους και εμπειρία από αγώνες που ακόμη και στο χαμηλής τιμής Shiver έχει να προσθέσει κάτι καλό.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, δικύλινδρος V90o , υγρόψυκτος με 2EEK/4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 92 x 56,4

Κυβικά (cc): 749,9             

Σχέση συμπίεσης: 11:1               

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli, ride by wire                                   

Σύστημα εκκίνησης:    Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:  2 σε 1 σε 2

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:   Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Σχέσεις ταχυτήτων: Έξι

Τελική μετάδοση:    Αλυσίδα, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο χωροδικτύωμα βιδωμένο σε αλουμινένιες πλάκες, αφαιρούμενο υποπλαίσιο

Γωνία κάστερ (o):       25,7

Ίχνος (mm):            109

Μεταξόνιο (mm):  1.440

Ύψος σέλας (mm):  810

Βάρος κατασκευαστή κενή / γεμάτη (kg):    189/

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 219

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l):            15/

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Ανεστραμμένο πιρούνι Showa

Διάμετρος (mm):  43

Διαδρομή (mm):  120                

Ρυθμίσεις:   Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

Πίσω:  ένα αμορτισέρ WP, χωρίς μοχλικό

Διαδρομή (mm):  130

Ρυθμίσεις:  Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δύο δίσκοι 320mm, ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

Πίσω:    Δίσκος 270mm, δαγκάνα με δύο έμβολα

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:   120/70 -17

Ζάντα:    3,50 x 17

Πίσω

Ελαστικό:     180/50 -17

Ζάντα:    6 x17’’

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Αναλογικό στροφόμετρο, ψηφιακό ταχύμετρο, ρολόι, επιλογή χαρτογραφήσεων για τον κινητήρα, ένδειξη σχέσης κιβωτίου, ένας ολικός και δυο μερικοί χιλιομετρητές, ένδειξη μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, θερμοκρασίας ψυκτικού, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά/πίεση λαδιού/λειτουργία ψεκασμού, φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, ανοικτό stand

 

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 95/9.000

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):            8,3/9.000

 

Επιτάχυνση 0 – 400m (sec) : 12,39

 

 

Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): Sport: 74,1/9.500, Tour:73,5/9.400, Rain: 64,6/9.500    

Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): Sport: 6/7.400, Tour: 6/7.600, Rain: 5/6.800            

O V2 δεν εκπλήσσει με την απόδοσή του στις χαμηλές στροφές αλλά τα πηγαίνει πολύ καλύτερα στις μεσαίες και τις ψηλές φθάνοντας να αποδίδει 75 “μεστούς” ίππους, με την κατανάλωσή του και τα διαστήματα συντήρησής του να είναι αυτά ενός σύγχρονου κινητήρα. Στο διάγραμμα αποτυπώνονται οι καμπύλες της ροπής και ισχύος και με τους τρεις χάρτες. Αυτό που δεν φαίνεται είναι ο αγριωπός τρόπος που ανεβάζει στροφές στον Sport, o κανονικός του Touring και ο βαρετός του Rain. O ήχος του - εκτός από του ρελαντί - είναι από ευχάριστος έως ερεθιστικός

 

Ο V2 κρέμεται από το υβριδικό πλαίσιο του Shiver. Δυνατός στις μεσαίες και ψηλές στροφές που περιστρέφεται με άνεση, με χαμηλή όμως απόδοση στις χαμηλές στροφές. Το αμορτισέρ είναι τοποθετημένο δεξιά από τον διαμήκη άξονα αφήνοντας χώρο για την εξάτμιση

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            6,3

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            238

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%, σε €)

Έμβολο: 262

Μπιέλα: 165

Τελικό εξάτμισης: 479

Εμπρός φτερό: 54

Εμπρός ζάντα: 145

Μανέτα φρένου: 32

Σέλα: 81

Πλαίσιο: 530

(Τα αλουμινένια τμήματα): 196

Oι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 2012

Η εντυπωσιακή εμφάνιση του Shiver δεν συνοδεύεται από πολύ υψηλή ποιότητα κατασκευής, με αποτέλεσμα να χάνει σχετικά εύκολα την γυαλιστερή του όψη. Οξειδώσεις εμφανίζονται για παράδειγμα στον συλλέκτη της εξάτμισης εκεί που περνάει από το ψαλίδι, ενώ έχουν παρατηρηθεί και αλλοιώσεις στη βαφή του πλαστικού ρεζερβουάρ. Επομένως χρειάζεται λεπτομερή έλεγχο για την κατάστασή του σαν μεταχειρισμένο. Ακόμη θα πρέπει να ερευνηθεί εάν έχει δεχθεί τις αναβαθμίσεις που έχουν γίνει όσον αφορά στον προγραμματισμό της μονάδας διαχείρισης του κινητήρα. Αυτά να γίνουν πριν από την ακρόαση των ήχων του κινητήρα. Μετά έχει σειρά και η πιστοποίηση ότι όλα δουλεύουν σωστά, με την οδήγησή της.

 

Εντυπωσιακή η ουρά με τις δυο απολήξεις του τελικού να υπογραμμίζουν την ταυτότητά της