Honda CBR 1000RR Fireblade 2004 - 2007

Από το

Μαύρο Σκύλο

24/8/2010

Χρειάζεται ένα ουσιωδώς κοφτερό μυαλό για να καταφέρει να καταλήξει σε μια θεωρεία που να επαληθεύεται πάντα και ένας εξίσου ικανός μηχανικός για να σχεδιάσει μια superbike που οδηγείται γρήγορα απ’ όλους. Οι Ιάπωνες συναντούν τον Ευκλείδη και γεννιέται η πρώτη CBR 1000RR Fireblade!
[blockquote]ναι...
Για την γραμμική απόδοση του δυνατού κινητήρα.
Για τη φιλικότητά του στην καθημερινή μετακίνηση.
Γιατί εξακολουθεί να είναι σύγχρονο.
όχι....
Αν είστε ο τύπος που δεν σηκώνει από πολλά λόγια, δεν θέλετε φίλους και έχετε την απόλυτη πεποίθηση ότι είστε καλύτερος από πολλούς άλλους. Με άλλα λόγια ψάχνετε την απόλυτη λύση...
γιατί...
Γιατί θέλετε ένα superbike που μπορεί να έχει θέση για κλειδαριά και κινείται με ευκολία ανάμεσα στα αυτοκίνητα, αλλά δεν υστερεί στην πίστα και στην γρήγορη οδήγηση. Αν αλλάζετε από μικρότερη κατηγορία, τότε αυτή είναι μια από τις φιλικότερες μεταχειρισμένες που θα σας εισάγουν στα 1000 κυβικά με ασφάλεια.              
Τι πρέπει να προσέξετε
Είναι σημαντικό να ψάξετε για τυχόν πτώσεις, που επιμελώς προσπάθησε να κρύψει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Χωρίς γενικευμένα μηχανικά προβλήματα και με τον κινητήρα να αντέχει σε μακρές περιόδους ανάμεσα στα service, αυτό που θα πρέπει να σας απασχολήσει περισσότερο είναι η χρήση που του επιφύλαξε ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Αν υπάρχουν εξαρτήματα aftermarket ρωτήστε να μάθετε που έγινε η εργασία και αν είστε κοντά στην απόφαση επισκεφτείτε ένα δυναμόμετρο, η αλήθεια θα φανεί κατευθείαν.[/blockquote]
Μετά την CBR 954RR του 2002 ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να ανέβει ο κυβισμός στα επίπεδα του ανταγωνισμού. Μέχρι τότε μπορεί οι superbike της Honda να μην υπολείπονταν σε δυνατότητες, αλλά τους έλειπε αυτό το μαγικό νούμερο στο αυτοκόλλητο της ουράς που περισσότερο μετρά στο νευρικό σύστημα του αναβάτη, παρά στο εύρος αξιοποιήσιμης ισχύος που παρέχει το δεξί γκριπ. Αυτό όμως που έμεινε ίδιο, και για άλλη μια φορά επιβεβαίωσε το μύθο της Honda, είναι η απαράμιλλη φιλικότητα και ο γραμμικός τρόπος λειτουργίας. Μπορεί τα κυβικά να έφτασαν τα 1000, αλλά αυτό ήταν και το μοναδικό βήμα που ακολουθούσε τον ανταγωνισμό. Το πλαίσιο, αν και εντελώς νέας σχεδίασης, παράμεινε γύρω από τον κινητήρα χρησιμοποιώντας τον ως ενεργό τμήμα του και όχι πάνω από αυτόν, όπως προέτασσε η μόδα. Το μειονέκτημα ήταν να ανεβαίνει το πλάτος στα 720 χιλιοστά, που μπορεί να μην ήταν το μεγαλύτερο σε superbike, αλλά ήταν πάνω από όλες τις υπόλοιπες τετρακύλινδρες. Βέβαια, η επιλογή αυτή της Honda δεν έγινε απλώς για να διαφοροποιηθεί από τους υπόλοιπους, αλλά γιατί ήταν μια καλά δοκιμασμένη λύση που είχε αποδείξει τα πλεονεκτήματα της χρήσης της στην RCV. Στην πράξη η αναδιάταξη του κινητήρα των 998 κυβικών και των αξόνων του κιβωτίου επέτρεψε να μειωθεί το μήκος του και έτσι να τοποθετηθεί μακρύτερο ψαλίδι τύπου Unit Pro Link, όπως και στην CBR 600RR που φυσικά το είχε “κλέψει” από την RC211V. Αυτή η νέα γεωμετρία έφερε το σώμα του αναβάτη πιο κοντά στον εμπρός τροχό, τα κλιπόν χαμηλότερα και τα μαρσπιέ ελάχιστα ψηλότερα αλλάζοντας τη θέση οδήγησης, διατηρώντας όμως τα επίπεδα άνεσης. Κάπως έτσι γίνεται κατανοητό ότι η ευκλείδειος γεωμετρία έχει μεταφραστεί αλάνθαστα στα Ιαπωνικά και μελετηθεί πλήρως από τον Kunitaka Hara, υπεύθυνο σχεδιασμού του πρώτου Fireblade του ενός λίτρου. Στη σέλα του βολεύονται οι περισσότεροι αναβάτες ανεξαρτήτως ύψους και μπορεί τα πόδια να ανοίγουν λίγο περισσότερο από το σύνηθες, αλλά καταφέρνει να συμπεριφέρεται ως ενιαίο σύνολο σε οποιαδήποτε κλίση αδιαφορώντας για τη θέση του γκαζιού. Αυτό ήταν το επόμενο και πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του CBR 1000RR, η απόλυτη γραμμικότητα. Με απόδοση 172 ίππων ο τετρακύλινδρος κινητήρας των 75 x 56,5mm έχει σίγουρα δύναμη και μάλιστα αρκετή. Την κρύβει όμως επιμελώς, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που όποιος το οδήγησε για πρώτη φορά ορκιζόταν ότι δεν ξεπερνά με τίποτα τους 150 ίππους. Σωστά μοιρασμένη η δύναμη δεν λείπει πουθενά, ούτε και μετά τις 10.000 στροφές, αφού η μέγιστη απόδοση έρχεται στις 11.250 και συνεχίζει να βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό το νούμερο μέχρι τις 12.000. Οδηγώντας την καθημερινά -και μόνο τότε- καταλαβαίνεις τα πλεονεκτήματα από την έλλειψη έκρηξης στο γκάζι. Αδιαφορείς για την επιλεγμένη σχέση στο ακριβές κιβώτιο, αφού μπορείς να βρίσκεσαι πάντα μια ταχύτητα πάνω και εμπιστεύεσαι πλήρως την πληροφόρηση που σου δίνει το ανεστραμμένο πιρούνι των 43 χιλιοστών. Η σταθερότητα του CBR1000RR στις υψηλές ταχύτητες, τόσο στην ευθεία όσο και μέσα στη στροφή, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της καλής λειτουργίας του πιρουνιού και της πιο αργής γεωμετρίας. Τη διαφορά κάνει το ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σταμπιλιζατέρ, το HESD (Honda Electronic Steering Damper). Χωρίς να μπορεί να μιλήσει κανείς για καινοτομία, αφού τα περιστροφικά σταμπιλιζατέρ βρισκόταν ήδη στο εμπόριο, η εφαρμογή της Honda έκανε τη διαφορά μεταβιβάζοντας τον έλεγχο στην κεντρική μονάδα. Η ECU παίρνοντας τα δεδομένα ταχύτητας και επιτάχυνσης, από τους αισθητήρες αποφασίζει το μέγεθος της απόσβεσης μέσω ενός χάρτη τριών αξόνων. Αυτό σημαίνει ότι σε συνθήκες πόλης ή στο παρκάρισμα το τιμόνι του Fireblade δεν γίνεται βαρύ και δύσκολο στην περιστροφή. Χωρίς να υπάρχει το εξαίσιο σύστημα C-ABS που ήρθε το 2008, τα φρένα του προηγούμενου CBR 1000RR μπορεί από μόνα τους να μην αποτελούν είδηση για το χώρο της μοτοσυκλέτας, αλλά σίγουρα έχουν πολλά να πουν. Οι δύο δίσκοι των 310mm μπροστά με τις δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων και ο μονός 220mm πίσω, έχουν όση δύναμη χρειάζονται για να τιθασεύσουν, όχι μόνο την προίκα των 172 ίππων του εργοστασίου αλλά και όση περισσότερη του έχει δώσει ο ενθουσιώδης ιδιοκτήτης με προϊόντα aftermarket. Το CBR 1000RR έχει αποδείξει ότι ήταν μια πολύ καλή “πλατφόρμα” πειραματισμών με την ιπποδύναμη του κινητήρα, καθώς δεν αντιδρούσε με προβλήματα στην οποιαδήποτε αύξηση. “Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της μοτοσυκλέτας ήταν ότι δεν χαλούσε... και μας χάλασε τη δουλειά” είναι το παράπονο των μηχανικών. Πράγματι, τα περισσότερα Fireblade που έμειναν καιρό στα συνεργεία ήταν γιατί είχαν έρθει σε σκληρή επαφή με την άσφαλτο και όχι για μηχανικά προβλήματα. Αυτό είναι και το πρώτο που πρέπει να προσέξει ο μελλοντικός ιδιοκτήτης ενός μεταχειρισμένου CBR 1000RR, αν έχει πέσει. Από εκεί και πέρα προβλήματα έχουν ακουστεί μόνο από αποτυχημένες προσπάθειες επέμβασης, όπως αλλαγμένο φιλτροκούτι και βαλβίδες. Το Ram Air μπορούσε να δώσει μέχρι και πέντε παραπάνω ίππους και η λειτουργία του είχε σχεδιαστεί με ευλάβεια από τη Honda, οπότε αν η μοτοσυκλέτα που θέλετε να αγοράσετε έχει οποιαδήποτε παρέμβαση βεβαιωθείτε ότι έχει γίνει σε συνεργείο που ήξερε καλά τι έκανε. Μια από τις λίγες μεταχειρισμένες superbike που μπορεί επάξια να ανταγωνιστεί μεταγενέστερες μοτοσυκλέτες, το CBR 1000RR δεν έχει τίποτα να ζηλέψει και μπορεί να σας προσφέρει τα ίδια επίπεδα συγκίνησης σε ένα οικονομικότερο πακέτο. Με ρύθμιση βαλβίδων στις 24.000 χιλιόμετρα και αλλαγή λαδιού κάθε 12.000 κοστίζει λίγα για να το αποκτήσετε και ακόμα πιο λίγα για να το συντηρήσετε. Μήπως ήρθε η ώρα για superbike;


ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, υγρόψυκτος, τετρακύλινδρος εν σειρά με 2 ΕΕΚ και 4 Β/Κ
Διάμετρος x Διαδρομή (mm): 75 x 56,5
Χωρητικότητα (cc): 998
Σχέση συμπίεσης: 11,9:1
Ανάφλεξη: Ηλεκτρονική
Τροφοδοσία: Ψεκασμός με διπλές πεταλούδες και δύο σειρές ψεκαστήρων
Σύστημα εξαγωγής: 4 σε 2 σε 1 με τριοδικό καταλύτη
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα


ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Υγρός πολύδισκος με υδραυλική οδήγηση
Τελική μετάδοση / σχέση: Αλυσίδα / 2,500


ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Αλουμινένιο περιμετρικό δύο δοκών, αλουμινένιο ασύμμετρο ψαλίδι, αλουμινένιο αφαιρούμενο υποπλαίσιο
Βάρος κενή (kg): 179
Ρεζερβουάρ / ρεζέρβα (l): 18 / 3,5


ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός
Τύπος: Ανεστραμμένο τηλεσκοπικό πιρούνι
Διαδρομή (mm): 120
Διάμετρος (mm): 43
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
Πίσω
Τύπος: Unit Pro Link με ένα αμορτισέρ με ενσωματωμένο δοχείο αζώτου
Διαδρομή (mm): 135
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς


ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 310mm, δαγκάνες Tokico τεσσάρων εμβόλων με ακτινική στήριξη, ακτινική αντλία Nissin
Πίσω: Δίσκος 220mm, δαγκάνα Nissin ενός εμβόλου με γλίστρα


ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ζάντα: Τρίμπρατση αλουμινίου 3,50 x 17
Ελαστικό / διάσταση: Pirelli Diablo Corsa / 120/70 ZR17
Πίσω
Ζάντα: Τρίμπρατση αλουμινίου 6,00 x 17
Ελαστικό / διάσταση: Pirelli Diablo Corsa / 190/50 ZR17


ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ Αναλογικό στροφόμετρο, ψηφιακές ενδείξεις για ταχύμετρο / μερικό και δύο ολικούς χιλιομετρητές, θερμοκρασία ψυκτικού / ρολόι, ρυθμιζόμενη ενδεικτική λυχνία αλλαγής ταχυτήτων / μεγάλη σκάλα / φλας / νεκρά, HISS, HESD, θέση για μεταφορά "πετάλου"


ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ


Ισχύς εργοστασίου (hp/rpm): 172 / 11.250
Ροπή εργοστασίου (kg.m/rpm): 11,7 / 8.500




ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (km/l)
Μέση: 11,17


ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)
Μέση: 201

Aprilia Shiver 750 (2007 - 2010)

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

2/8/2015

Σε δρόμο εξέλιξης

Η Aprilia εντυπωσίασε στην έκθεση του Μιλάνο το 2006 παρουσιάζοντας το Shiver 750. Η νέα μοτοσυκλέτα δρόμου είχε πολλά εντυπωσιακά στοιχεία στον σχεδιασμό της, ενώ ο καινούργιος κινητήρας υποσχόταν πλούσια τεχνολογία και ψεκασμό ride by wire

Mε το Shiver η Aprilia, έχοντας ήδη περιέλθει στην ιδιοκτησία της Piaggio, εισήρθε σε μια κατηγορία μοτοσυκλετών που μέχρι τότε δεν διέθετε κάποιο μοντέλο. Οι μεσαίου κυβισμού μοτοσυκλέτες δρόμου έχουν πλήθος εκπροσώπων τόσο από τους κατασκευαστές, όσο και από εξειδικεύσεις και υποκατηγορίες. Honda Hornet, Ducati Monster, Kawasaki Z750, Suzuki GSR, Yamaha Fazer, BMW 800R είναι μερικά από τα μοντέλα στα οποία προστέθηκε το Shiver το 2007, το οποίο ήταν φτιαγμένο “σε λευκό χαρτί”. Δεν ήταν εξέλιξη κάποιου προηγούμενου μοντέλου, ενώ και ο νέος κινητήρας έκανε την εμφάνισή του ταυτόχρονα.Αφήνοντας στην άκρη την τάση που ακολουθούν οι περισσότεροι κατασκευαστές προσπαθώντας να φτιάξουν τις μοτοσυκλέτες τους με μικρές συνολικά διαστάσεις, η Αprilia έφτιαξε το Shiver μεγάλο, ενώ η συνολική του εμφάνιση εντυπωσίαζε. Ανακατεύοντας συστατικά από την αισθητική των streetfighters, το Shiver έχει πάνω του πολλά εξαρτήματα και σχεδιαστικές απόψεις που προκαλούν εντύπωση και αφήνουν υποσχέσεις, όπως το ανεστραμμένο πιρούνι με τις ακτινικές δαγκάνες, η φαρδιά ζάντα των έξι ιντσών πίσω, το βαμμένο σε χρώματα για να το αναδεικνύουν υβριδικό πλαίσιο, το χρυσαφί fat bar τιμόνι, οι πληροφορίες από τα όργανα και πιο ψηλά από όλα αυτά οι απολήξεις των εξατμίσεων ψηλά στην ουρά. To υβριδικό πλαίσιο είναι σε κοινή θέα με το μπροστινό του μέρος να είναι ένα χωροδικτύωμα από ατσάλινους σωλήνες με βιδωμένα πάνω του τα δυο χυτά αλουμινένια τμήματα που το συμπληρώνουν.Εντυπωσιακό στην όψη είναι και το αλουμινένιο ψαλίδι, φτιαγμένο από δυο χυτά τμήματα ενωμένα μεταξύ τους με βίδες και παξιμάδια, δείχνοντας την προσπάθεια της εταιρείας να προσφέρει μια εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα σε προσιτή τιμή. Στο επίκεντρο βέβαια όλων ήταν ο καινούργιος V2 κινητήρας με την τεχνολογική υπεροχή του ride by wire ψεκασμού, που έφθανε για πρώτη φορά σε αυτή την κατηγορία μοτοσυκλετών και τιμής. O κινητήρας με την περιεχόμενη γωνία στις 90ο και τους δυο εκκεντροφόρους στην κάθε κεφαλή να περιστρέφονται από ένα σύστημα που χρησιμοποιεί αλυσίδα και γρανάζια έχει συμμαζεμένες διαστάσεις, ενώ βασικό χαρακτηριστικό είναι η πολύ κοντή διαδρομή του εμβόλου σε σχέση με τη διάμετρο, απόρροια του αρχικού σχεδιασμού του που είχε γίνει για μεγαλύτερη χωρητικότητα από τα 750 κυβικά που διαθέτει αφότου άρχισε η παραγωγή του.O ψεκασμός της Marelli έχει δυο ανεξάρτητες μεταξύ τους μονάδες που ελέγχουν το άνοιγμα των πεταλούδων μετά από την επεξεργασία των εντολών του αναβάτη που δίνει με την περιστροφή του γκριπ. Από τις πρώτες οδηγικές εντυπώσεις, η λειτουργία του ψεκασμού αποδείχθηκε “αχίλλειος πτέρνα” στην εξέλιξη που είχε προηγηθεί. Ο ψεκασμός είχε απότομη απόκριση, ενώ συχνά ανταποκρινόταν διαφορετικά από τον τρόπο που ανέμενε ο αναβάτης.H Aprilia θέλοντας να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που έδινε η νέα τεχνολογία, έχει υποκαταστήσει τον μονόδρομο συμπλέκτη για την αποφυγή των αναπηδήσεων του πίσω τροχού μετά από κατεβάσματα ταχυτήτων με κλειστό γκάζι, με το να μην κλείνουν τελείως οι πεταλούδες για να μην πέφτουν στο ρελαντί οι στροφές, αλλά στην πράξη σε έπιανε απροετοίμαστο. Mετά από αυτές τις διαπιστώσεις η Aprilia προσέθεσε στα Shiver του 2008 την δυνατότητα επιλογής από τον αναβάτη τριών διαφορετικών χαρτογραφήσεων που καθόριζαν την απόδοση του V2. Πάντως, η αναβάθμιση εφαρμόστηκε και στα Shiver που ήδη είχαν παραχθεί και πουληθεί. Οι τρεις χάρτες που έχει να διαλέξει ο αναβάτης είναι η Sport όπου η απόδοση είναι η μέγιστη, το ανέβασμα στροφών το ταχύτερο και η απόκριση στο άνοιγμα του γκαζιού άμεση. Στη θέση Touring η απόκριση και το ανέβασμα των στροφών γίνεται με πιο ήπιο τρόπο δίχως όμως η μέγιστη απόδοση να έχει ουσιαστική μείωση. Η ουσιαστική μείωση γίνεται με την επιλογή της χαρτογράφησης Rain, όπου η απόδοση μειώνεται για να βοηθά την οδήγηση σε βρεγμένους δρόμους με μειωμένη πρόσφυση. Έχουν ακολουθήσει και άλλες αναβαθμίσεις στο λογισμικό για να βελτιωθεί η συμπεριφορά του ψεκασμού, και πλέον τα αρχικά προβλήματα έχουν ουσιαστικά εκλείψει.Τo Shiver σαν μοτοσυκλέτα καθημερινής χρήσης στην κυκλοφορία στην πόλη μειονεκτεί από το μικρό κόψιμο του τιμονιού της και τη σχετικά σκληρή λειτουργία του κιβωτίου αλλά και των αναρτήσεων, απέχοντας από την άνεση άλλων χωρίς όμως να αποτελεί μια δύσχρηστη μοτοσυκλέτα. Εκτός πόλης, η απόδοση του κινητήρα, αλλά και ο ήχος του, κάνουν τα πράγματα διασκεδαστικά, ενώ και η θέση οδήγησης προσφέρεται για επιθετική οδήγηση. Η πληροφόρηση και η ποιότητα της λειτουργίας των αναρτήσεων και των φρένων δεν είναι αυτή των supersport μοτοσυκλετών, δείχνοντας και τα όρια του Shiver, ενώ το πλαίσιο τα καταφέρνει χωρίς κανένα πρόβλημα. Άλλωστε προέρχεται από έναν κατασκευαστή με τόσους παγκόσμιους τίτλους και εμπειρία από αγώνες που ακόμη και στο χαμηλής τιμής Shiver έχει να προσθέσει κάτι καλό.

 

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, δικύλινδρος V90o , υγρόψυκτος με 2EEK/4 βαλβίδες

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 92 x 56,4

Κυβικά (cc): 749,9             

Σχέση συμπίεσης: 11:1               

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli, ride by wire                                   

Σύστημα εκκίνησης:    Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:  2 σε 1 σε 2

 

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:   Υγρός, πολύδισκος, υδραυλικός

Σχέσεις ταχυτήτων: Έξι

Τελική μετάδοση:    Αλυσίδα, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο χωροδικτύωμα βιδωμένο σε αλουμινένιες πλάκες, αφαιρούμενο υποπλαίσιο

Γωνία κάστερ (o):       25,7

Ίχνος (mm):            109

Μεταξόνιο (mm):  1.440

Ύψος σέλας (mm):  810

Βάρος κατασκευαστή κενή / γεμάτη (kg):    189/

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 219

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l):            15/

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Ανεστραμμένο πιρούνι Showa

Διάμετρος (mm):  43

Διαδρομή (mm):  120                

Ρυθμίσεις:   Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση επαναφοράς

Πίσω:  ένα αμορτισέρ WP, χωρίς μοχλικό

Διαδρομή (mm):  130

Ρυθμίσεις:  Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δύο δίσκοι 320mm, ακτινικές δαγκάνες τεσσάρων εμβόλων

Πίσω:    Δίσκος 270mm, δαγκάνα με δύο έμβολα

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:   120/70 -17

Ζάντα:    3,50 x 17

Πίσω

Ελαστικό:     180/50 -17

Ζάντα:    6 x17’’

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

 

Αναλογικό στροφόμετρο, ψηφιακό ταχύμετρο, ρολόι, επιλογή χαρτογραφήσεων για τον κινητήρα, ένδειξη σχέσης κιβωτίου, ένας ολικός και δυο μερικοί χιλιομετρητές, ένδειξη μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, θερμοκρασίας ψυκτικού, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενδεικτικές λυχνίες για νεκρά/πίεση λαδιού/λειτουργία ψεκασμού, φλας, μεγάλη σκάλα φώτων, ανοικτό stand

 

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 95/9.000

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):            8,3/9.000

 

Επιτάχυνση 0 – 400m (sec) : 12,39

 

 

Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): Sport: 74,1/9.500, Tour:73,5/9.400, Rain: 64,6/9.500    

Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): Sport: 6/7.400, Tour: 6/7.600, Rain: 5/6.800            

O V2 δεν εκπλήσσει με την απόδοσή του στις χαμηλές στροφές αλλά τα πηγαίνει πολύ καλύτερα στις μεσαίες και τις ψηλές φθάνοντας να αποδίδει 75 “μεστούς” ίππους, με την κατανάλωσή του και τα διαστήματα συντήρησής του να είναι αυτά ενός σύγχρονου κινητήρα. Στο διάγραμμα αποτυπώνονται οι καμπύλες της ροπής και ισχύος και με τους τρεις χάρτες. Αυτό που δεν φαίνεται είναι ο αγριωπός τρόπος που ανεβάζει στροφές στον Sport, o κανονικός του Touring και ο βαρετός του Rain. O ήχος του - εκτός από του ρελαντί - είναι από ευχάριστος έως ερεθιστικός

 

Ο V2 κρέμεται από το υβριδικό πλαίσιο του Shiver. Δυνατός στις μεσαίες και ψηλές στροφές που περιστρέφεται με άνεση, με χαμηλή όμως απόδοση στις χαμηλές στροφές. Το αμορτισέρ είναι τοποθετημένο δεξιά από τον διαμήκη άξονα αφήνοντας χώρο για την εξάτμιση

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            6,3

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            238

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%, σε €)

Έμβολο: 262

Μπιέλα: 165

Τελικό εξάτμισης: 479

Εμπρός φτερό: 54

Εμπρός ζάντα: 145

Μανέτα φρένου: 32

Σέλα: 81

Πλαίσιο: 530

(Τα αλουμινένια τμήματα): 196

Oι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Φεβρουάριο του 2012

Η εντυπωσιακή εμφάνιση του Shiver δεν συνοδεύεται από πολύ υψηλή ποιότητα κατασκευής, με αποτέλεσμα να χάνει σχετικά εύκολα την γυαλιστερή του όψη. Οξειδώσεις εμφανίζονται για παράδειγμα στον συλλέκτη της εξάτμισης εκεί που περνάει από το ψαλίδι, ενώ έχουν παρατηρηθεί και αλλοιώσεις στη βαφή του πλαστικού ρεζερβουάρ. Επομένως χρειάζεται λεπτομερή έλεγχο για την κατάστασή του σαν μεταχειρισμένο. Ακόμη θα πρέπει να ερευνηθεί εάν έχει δεχθεί τις αναβαθμίσεις που έχουν γίνει όσον αφορά στον προγραμματισμό της μονάδας διαχείρισης του κινητήρα. Αυτά να γίνουν πριν από την ακρόαση των ήχων του κινητήρα. Μετά έχει σειρά και η πιστοποίηση ότι όλα δουλεύουν σωστά, με την οδήγησή της.

 

Εντυπωσιακή η ουρά με τις δυο απολήξεις του τελικού να υπογραμμίζουν την ταυτότητά της