Aprilia Tuono 1000 R 2006 - 2010

Από το

Μαύρο Σκύλο

17/10/2011

Κινητήρας “διαμάντι”: Το Tuono πρωτοεμφανίστηκε στην γκάμα της Aprilia αρχικά το 2002 και ήταν βασισμένο στην superbike Mille που είχε προηγηθεί η παρουσίασή της το 1999. Η Aprilia παρουσίασε την επόμενη γενιά Mille το 2004 και δυο χρόνια αργότερα ήρθε η σειρά για τη παρουσίαση της δεύτερης γενιάς Tuono, που έμεινε στην παραγωγή μέχρι πέρσι
Στη δεύτερη γενιά, από το 2006 και μετά, καταργήθηκε το RSV και έμεινε μόνο το όνομά του να το χαρακτηρίζει, ενώ η Aprilia ακολούθησε την ίδια συνταγή με την οποία έφτιαξε και το πρώτο. Η συνταγή αυτή ήθελε τα Tuono να προέρχονται από τη μετατροπή του superbike σε streetfighter. Έτσι και το Tuonο της δεύτερης γενιάς έχει το πλαίσιο - κόσμημα του Mille, ένα πλαίσιο με αρετές γεννημένες σε πίστες και πρωταθλήματα. Χάρη σε αυτό το άκαμπτο πλαίσιο το Tuono αποκαλύπτει άριστη συμπεριφορά σε ψηλές και πολύ υψηλές ταχύτητες για τις οποίες είναι ικανό. Δεν είναι η πιο κατάλληλη μοτοσυκλέτα για ήσυχες βόλτες, αλλά είναι πολύ καλό για ανήσυχες, από εκείνες όπου οι αισθήσεις πρέπει να είναι ζωντανές. Έχοντας αλλαγμένη θέση οδήγησης σε σχέση με τη Mille, βάζει τον αναβάτη με τον κορμό πιο όρθιο, ενώ τα χέρια δεν χρειάζεται να κατέβουν για να πιάσουν το μεγάλο τιμόνι. Το Tuono της δεύτερης γενιάς, έχασε μερικές από τις τουριστικές δυνατότητες που είχε το προηγούμενο για χάρη του εκσυγχρονισμού του και της περισσότερο μοντέρνας εμφάνισής του. Μικρότερο έγινε το mini -αλλά σταθερό- φαίρινγκ, ενώ η σμίκρυνση της ουράς συρρίκνωσε και την σέλα του συνεπιβάτη. Οδηγοκεντρική θα λέγαμε ότι είναι η Tuono, θέλοντας να προσφέρει τα πολλά στον αναβάτη της, καθώς έχει στη διάθεσή του για να απολαμβάνει την οδήγησή, πέρα από το πλαίσιο και τις αναρτήσεις του, τα ακτινικά φρένα της Brembo, αλλά πάνω από όλα τον κινητήρα του. Ο μεγάλος δικύλινδρος αναβαθμίστηκε προηγουμένως για να τοποθετηθεί στο Mille και με λίγες αλλαγές για να ταιριάζει η απόδοσή του στον χαρακτήρα της streetfighter. Tου δόθηκε η ονομασία V60o Magnesium, με αφορμή την κατασκευή των καπακιών του από μαγνήσιο. Οι αλλαγές όμως ήταν πολύ περισσότερες, κυρίως σε κεφαλές, εξατμίσεις και ψεκασμό και το αποτέλεσμα είναι ποίημα. Δεν υπάρχει άλλος μεγάλος δικύλινδρος κινητήρας που προέρχεται από τα superbike, ο οποίος να δουλεύει τόσο γλυκά, ακόμη και κάτω από τις δυο χιλιάδες στροφές. Κυριολεκτικά η απόδοσή του είναι βελούδινη και ο αναβάτης του Tuono μπορεί να απολαμβάνει ήσυχες βόλτες, ακόμη και μέσα στην πόλη.
Το καλό του χαρτί όμως είναι η απόδοσή του στις μεσαίες όπου μόνο ο ήχος του θυμίζει ότι είναι ένας μεγάλος δικύλινδρος. Ομαλός και ροπάτος, με ρωμαλέα απόδοση, καλή απόκριση, χωρίς κραδασμούς και με απόδοση κοντά σε αυτήν των τετρακύλινδρων που έχουν οι ανταγωνιστές του από την Ιαπωνία. Ο κινητήρας αυτός πέρα από την ισχύ του έχει να επιδείξει και μια πάρα πολύ καλή αξιοπιστία, και υπάρχουν τέτοιες μοτοσυκλέτες που έχουν περάσει τις εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα δίχως πρόβλημα ή κάποια επισκευή. Το μικρό του φαίρινγκ προσφέρει κάποια προστασία έως τα 140 χιλιόμετρα, ενώ από εκεί και πάνω τα πράγματα δυσκολεύουν για την άνεση του αναβάτη. Δεν δυσκολεύουν όμως καθόλου για το Tuono που μπορεί να στείλει την ψηφιακή ένδειξη του ταχύμετρου ακόμη και πάνω από τα 270 χιλιόμετρα. Την σταθερότητα που επιδεικνύει σε αυτές τις πολύ υψηλές ταχύτητες την οφείλει στο πλαίσιο, ενώ την βοηθάει και το σταμπιλιζατέρ της Sachs που βρίσκεται κάτω από την κάτω πλάκα του πιρουνιού του. Δίνοντας τη θέση του στο πιο προκλητικό νέο Tuono V4R, το τελευταίο δικύλινδρο Tuono παραμένει μια μεγάλη streetfighter, με κορυφαία εργονομία όπου πάνω της βολεύονται όλα τα αναστήματα, έναν “άσπαστο” κινητήρα και πολύ καλοφτιαγμένο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Aprilia έδινε τέσσερα χρόνια εγγύηση. Είχε και καλή τιμή τότε και υπάρχουν αρκετά μεταχειρισμένα και με μεγάλο εύρος τιμών, αλλά κι με πολλές βελτιώσεις διαφόρων επιπέδων.  
Η έκδοση Factory
Σπανιότερη και πολύ ακριβότερη είναι η έκδοση Factory του Tuono. Παρουσιάστηκε λίγους μήνες πριν από την απλή έκδοση και ξεχωρίζει όχι μόνο από τα ανθρακονήματα σε καπάκια και φτερό, αλλά και από τις “χρυσές” αναρτήσεις της Ohlins εμπρός και πίσω και τις σφυρήλατες ζάντες της Oz. H απόδοση του κινητήρα ήταν ίδια, όπως και στο απλό μοντέλο.
[blockquote]Ναι...
Για τις επιδόσεις και την αξιοπιστία της
Όχι...
Εάν δεν θέλεις μια “αντρίκια” streetfighter
Γιατί…
Έχει απολαυστικό κινητήρα
Τι να προσέξετε
Η Aprilia έφτιαξε το Tuono ακολουθώντας πολύ υψηλής ποιότητας υλικά και το φινίρισμά του ήταν άριστο. Και επειδή η “μισή χαρά” ενός ιδιοκτήτη είναι η σωστή εμφάνιση αξίζει να ψάξει κάποιος για ένα όσο γίνεται πιο ανέπαφο Tuono. Η καλή του κατασκευή συνοδεύεται και από αξιοπιστία, ειδικά του κινητήρα. Εάν είναι σωστά συντηρημένος, η διάρκεια της ζωής του είναι πολύ μεγάλη και υπάρχουν τέτοιοι κινητήρες, απροβλημάτιστοι με πάρα πολλά χιλιόμετρα στην πλάτη τους. Εάν όμως πάθει κάτι, τα ανταλλακτικά του είναι ιδιαίτερα ακριβά, οπότε ο ευλαβικός του έλεγχος είναι απαραίτητος. Με πίσω ελαστικό πλάτους 180 το Τuono αποκτά λιγότερο “βαριά” αίσθηση και αλλάζει κλίσεις γρηγορότερα.[/blockquote]



ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τύπος: Τετράχρονος, δικύλινδρος V60o , υγρόψυκτος, 2ΕΕΚ/4 βαλβίδες
Διάμετρος επί διαδρομή (mm): 97 x 67,5
Κυβικά (cc): 997,62
Σχέση συμπίεσης: 11,8:1
Ανάφλεξη: Ψηφιακή
Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli
Σύστημα εκκίνησης: Μίζα
Σύστημα εξαγωγής: 2 σε 1 σε 2
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Τύπος συμπλέκτη: Υγρός, πολύδισκος, μονόδρομος
Σχέσεις ταχυτήτων: 6
Τελική μετάδοση: Αλυσίδα, γρανάζια



ΠΛΑΙΣΙΟ
Τύπος: Αλουμινένιο περιμετρικό δύο δοκών, αφαιρούμενο αλουμινένιο υποπλαίσιο
Γωνία κάστερ (o): 25
Ίχνος (mm): 103,7
Μεταξόνιο (mm): 1.410
Ύψος σέλας (mm): 810
Βάρος κενή/γεμάτη (kg): 185/197,6
Βάρος, ζυγισμένο, γεμάτη (kg): 213,5
Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 18/4
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Εμπρός: Ανεστραμμένο
Διάμετρος (mm): 43
Διαδρομή (mm): 120
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίων, απόσβεση συμπίεσης και επαναφοράς
Πίσω: Ένα αμορτισέρ, μοχλικό
Διαδρομή (mm): 133
Ρυθμίσεις: Προφόρτιση ελατηρίου, απόσβεση επαναφοράς


ΦΡΕΝΑ
Εμπρός: Δύο δίσκοι 320mm, ακτινικές δαγκάνες με τέσσερα έμβολα
Πίσω: Δίσκος 220mm, δαγκάνα με δύο έμβολα


ΤΡΟΧΟΙ
Εμπρός
Ελαστικό: 120/70-17
Ζάντα: 3,50 x 16
Πίσω
Ελαστικό: 190/50 - 17
Ζάντα: 5 x 17


ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ
Ταχύμετρο, στροφόμετρο, ολικός και δύο μερικοί χιλιομετρητές, ρολόι, ενδείξεις για μέγιστη ταχύτητα / μέση ωριαία, υπολογιστής ταξιδιού, χρονόμετρο, shift light, δείκτης βενζίνης / ρεζέρβα






ΛΕΖΑΝΤΑ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ




Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 115,5/9.700
Ροπή στον τροχό (Kg.m/rpm): 9,1 /8.500


Ο μεγάλος δικύλινδρος έχει πολύ καλή απόδοση και λειτουργία ακόμη και στις χαμηλές στροφές κάνοντας εύκολα ήρεμες βόλτες. Ο ξεχωριστός του χαρακτήρας όμως είναι η απολαυστική του απόδοση στις μεσαίες και είναι ακριβώς αυτό που δίνει τον εκρηκτικό χαρακτήρα στη μοτοσυκλέτα.


ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (L/100Κm)
Μέση: 8
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (Km)
Μέση : 225

Moto Guzzi V7 (2008 - 2012)

Από τον

Χρήστο Πατεράκη

3/8/2015

Κοιτώντας την ιστορία

 

Η Moto Guzzi κοίταξε πίσω στη μεγάλη ιστορία της και άντλησε από εκεί την έμπνευση που οδήγησε στην παρουσίαση του V7 το 2008, αναβιώνοντας ένα από τα θρυλικά ονόματα μοτοσυκλετών που έχει φτιάξει από το 1921

Μια πρόσφατη καμπή στη μεγάλη ιστορία της Moto Guzzi έγινε στο τέλος του 2004, όπου το εργοστάσιο του Mandello Del Lario πέρασε στην ιδιοκτησία της Piaggio. Το γεγονός αυτό έβαλε τέλος στην αστάθεια που είχε βρεθεί μετά την περίοδο 2000 - 2004 όπου ήταν στην ιδιοκτησία της Aprilia. Για την επιβίωση και την ανάπτυξη της εταιρείας παρουσιάστηκαν νέα και ενδιαφέροντα μοντέλα, όπως το Griso το 2007 και το Stelvio το 2008. Στην έκθεση του Μιλάνο όμως το φθινόπωρο του 2007 παρουσιάστηκε η V7 ή για την ακρίβεια η αναβίωση του V7, ενός μοντέλου που παρουσιάστηκε το 1967. Η καριέρα του ήταν μεγάλη και επιτυχημένη κάνοντας πωλήσεις και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αφού είχε καταφέρει να κερδίσει την προτίμηση της αστυνομίας της Καλιφόρνια χάρη και στο μικρό κόστος συντήρησής της. Ακολούθησε η έκδοση Special και το 1971 η V7 Sport με τα κλιπόν, η οποία εξελίχθηκε αργότερα στη διάσημη Le Mans με τα 850 κυβικά. Την αντίστοιχη σειρά άρχισε να αναβιώνει η Guzzi βάζοντας δίπλα στην V7 Classic την έκδοση Café το 2008 και το 2009 την Racer με το κόκκινο πλαίσιο, όπως ακριβώς είχαν οι πρώτες διακόσιες V7 Racer του 1971.Στην αναβίωση επιλέχθηκε και τοποθετήθηκε ο small block κινητήρας των 750 κυβικών, γνωστός από τη χρήση του στις Nevada και Breva 750. Ένας κινητήρας με δυο βαλβίδες και θαλάμους καύσης Heron, αξιόπιστος, με απλή συντήρηση, αλλά και φτωχές επιδόσεις. H μοτοσυκλέτα αυτή έγινε το best seller της Guzzi θυμίζοντας στους παλιότερους αναβάτες την αρχική του έκδοση και τους νεώτερους να υποκύπτουν στη γοητεία της και το στυλ της.Η V7 έχει μια πολύ απλή φόρμα με το πανέμορφο ρεζερβουάρ να συμπληρώνεται από τον στρογγυλό προβολέα, τα δυο φτερά βαμμένα στο χρώμα της μοτοσυκλέτας πάνω από τους τροχούς με τις ακτίνες και την ίσια σέλα του. Εκτός από τον κινητήρα είναι και το πλαίσιο που έρχεται από το παρελθόν και είναι η συνέχεια του εμπνευσμένου πλαισίου που είχε σχεδιάσει ο Lino Tonti. Από ατσάλινους σωλήνες φτιαγμένο, σαν ανοικτό χωροδικτύωμα με το συγκρότημα του κινητήρα να βιδώνεται άκαμπτα κάτω από αυτό. Και λέμε συγκρότημα γιατί πίσω από τον αερόψυκτο V90o βρίσκεται το ξεχωριστό πεντατάχυτο κιβώτιο και στη συνέχεια το αλουμινένιο ψαλίδι με τον άξονα της τελικής μετάδοσης να περνά μέσα από το δεξιό του πλευρό. Πιο πίσω συνεχίζει η κλασική σχεδίαση, με τα δυο τοποθετημένα με κλίση αμορτισέρ να αναρτούν το ψαλίδι.Ουσιαστικό συστατικό στη συνταγή δημιουργίας της νέας V7 είναι η υψηλή ποιότητα στο φινίρισμα και τη βαφή και η προσοχή στις λεπτομέρειες. Είναι μια καλοφτιαγμένη μοτοσυκλέτα και έχει δείξει ότι παραμένει σε πολύ καλή κατάσταση μετρώντας τα χρόνια να περνούν. Είναι χαμηλή και στενή, εύκολη στην οδήγηση και με τη μοναδικότητα που της δίνει η διάταξη του κινητήρα της. Ο διαμήκης στρόφαλος την κάνει να γέρνει δεξιά στις “ξερογκαζιές”, αλλά καθορίζει και την ανάλαφρη συμπεριφορά της με την ευκολία της αλλαγής κλίσεων να είναι πιο εύκολη ακόμη και από τους διάσημους για αυτό το χαρακτηριστικό boxer. Η μεγάλη γωνία κάστερ και η διάμετρος του εμπρός τροχού δίνουν τη “βαριά” αίσθηση από το μπροστινό, ενώ το ιδιαίτερα στιβαρό πλαίσιο είναι αρωγός όταν ο αναβάτης της θέλει να διασκεδάσει. Θέλει προσπάθεια για να διαλέξει τη γραμμή της, δυσκολεύεται να την αλλάξει όταν έχει πάρει κλίση και οι αντιδράσεις από τον άξονα επιβάλλουν να διαγράφεις τις καμπύλες με το γκάζι σταθερό ή καλύτερα να ανοίγει προοδευτικά.O κινητήρας έχει ευχάριστη και ομαλή απόδοση στις χαμηλές και μεσαίες στροφές κάνοντας την V7 μια πολύ ευχάριστη μοτοσυκλέτα για την καθημερινή μετακίνηση και τις βόλτες.

Μπορεί η V7 να είναι το best seller της Moto Guzzi, αλλά γενικά οι αριθμοί των πωλήσεων είναι μικροί κάνοντάς την σχετικά σπάνια σαν μεταχειρισμένη. Από την άλλη αγοράζεται από “κατασταλαγμένους” που θέλουν να την κρατήσουν πολύ καιρό. Έτσι η αναζήτησή της χρειάζεται χρόνο. Το ότι η εμφάνισή της ακόμη και σαν μεταχειρισμένη πρέπει να είναι αψεγάδιαστη είναι το πρώτο βήμα για την επιλογή της, ενώ η ύπαρξη αξεσουάρ με προτίμηση σε πλαϊνές βαλίτσες, ζελατίνα, σχάρα και κεντρικό σταντ, αυξάνουν την χρηστικότητά της.

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Τύπος: Tετράχρονος, V90o διαμήκης, αερόψυκτος ένας εκκεντροφόρος στο κάρτερ, 2 βαλβίδες/κύλινδρο

Διάμετρος επί διαδρομή (mm): -

Κυβικά (cc): 744                

Σχέση συμπίεσης: 9,6:1              

Ανάφλεξη: Ψηφιακή         

Τροφοδοσία: Ψεκασμός Marelli                                   

Σύστημα εκκίνησης:                        Μίζα

Σύστημα εξαγωγής:      2 σε 2

ΜΕΤΑΔΟΣΗ

Τύπος συμπλέκτη:            Ξερός, μονόδισκος με ντίζα

Σχέσεις ταχυτήτων: Πέντε

Τελική μετάδοση:            Άξονας, γρανάζια

 

ΠΛΑΙΣΙΟ

Τύπος: Ατσάλινο, κλειστό, βιδωτό τμήμα για την αφαίρεση του κινητήρα

Γωνία κάστερ (o):       27,5

Ίχνος (mm):            109

Μεταξόνιο (mm):  1.449 

Ύψος σέλας (mm):  805

Βάρος κατασκευαστή κενή (kg): 182/198         

Πραγματικό βάρος γεμάτη, ζυγισμένη (Kg): 199,5

Ρεζερβουάρ/ρεζέρβα (l): 17/2,5

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Εμπρός: Τηλεσκοπικό πιρούνι Marzocchi

Διάμετρος (mm):  40

Διαδρομή (mm):  135                

Ρυθμίσεις:            Καμία

Πίσω:  Δυο αμορτισέρ Sachs

Διαδρομή (mm):  118    

Ρυθμίσεις:            Προφόρτιση ελατηρίων

 

ΦΡΕΝΑ

Εμπρός: Δίσκος 320mm, δαγκάνα Brembo με τέσσερα έμβολα

Πίσω:            Δίσκος 260mm, δαγκάνα Brembo με ένα έμβολο

 

ΤΡΟΧΟΙ

Εμπρός

Ελαστικό:            100/90 -18

Ζάντα:             2,50 x 18in

Πίσω

Ελαστικό:            130/80 -17

Ζάντα:             3,50 x17in

 

ΟΡΓΑΝΑ / ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ

Αναλογικό στροφόμετρο και ταχύμετρο, δύο οθόνες LCD με ψηφιακές ενδείξεις για ολικό και μερικό χιλιομετρητή, ρολόι, θερμοκρασία περιβάλλοντος, ενδεικτικές λυχνίες για πίεση λαδιού, λειτουργία ψεκασμού, φλας, νεκρά, μεγάλη σκάλα φώτων

Στρογγυλά και κλασικά τα δυο όργανα με τις αναλογικές και υπερβολικά αισιόδοξες ενδείξεις τους. Η προσοχή στις λεπτομέρειες και το καλό φινίρισμα ήταν πρωτόγνωρο για Moto Guzzi

 

ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Ισχύς κατασκευαστή (HP/rpm): 48/6.800

Ροπή κατασκευαστή (Kg.m/rpm):  5,4/3.600

Επιτάχυνση 0 - 400m (sec): 14,48

Ισχύς στον τροχό (ΗΡ/rpm): 39,2/6.200

Ροπή στον τροχό (kg.m/rpm): 5,1/2.700

Η απόδοση του κινητήρα όσον αφορά την ισχύ του είναι χαμηλή και στην μέγιστη τιμή της αγγίζει -χωρίς να ξεπερνά- τους σαράντα ίππους στον τροχό. Έχοντας όμως αρκετά κυβικά η ροπή του κινείται γύρω από τα πέντε χιλιογραμμόμετρα από τις 2.500 έως τις 6.000 στροφές.Η καλή του απόκριση τον κάνει πολύ ευχάριστο στις χαμηλές και μεσαίες στροφές. Χρειάζεται αλλαγή λαδιού και ρύθμιση βαλβίδων κάθε 7.500 χιλιόμετρα.

 

ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ (l/100km)

Μέση:            5,6

ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ (km)

Μέση:            303

 

ΤΙΜΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ (με ΦΠΑ 23%, €)

Έμβολο πλήρες: 141

Μπιέλα: 239

Τελικό εξάτμισης (ένα): 527

Ρεζερβουάρ: 528,74 (933,20 βαμμένο)

Εμπρός φτερό: 135

Εμπρός ζάντα: 244

Μανέτα φρένου: 23,30

Σέλα: 133

Πλαίσιο :765

 

Οι προαναφερόμενες τιμές ήταν σε ισχύ τον Μάϊο του 2012

Και το σχήμα της σέλας έρχεται από το παρελθόν, έχοντας ουσιαστικά ένα επίπεδο. Είναι όμορφη σχετικά κοντή για τον συνεπιβάτη, ενώ και το ύψος του αφρώδους υλικού της είναι μικρό, θυσία για την άνεση, κέρδος για την απόσταση από το έδαφος

 

 

Μεγάλης διαμέτρου ο μπροστινός τροχός με τις ακτίνες. Το φρένο χρειάζεται αρκετή δύναμη, αλλά το πιρούνι είναι σχετικά στιβαρό και ο μοναδικός δίσκος δεν το επηρεάζει

 

Περισσότερο από τρεις δεκαετίες η Moto Guzzi έχει ταυτιστεί με τον διαμήκη αερόψυκτο δικύλινδρο V90o και την μετάδοση με άξονα. Αυτήν μετέφερε στην αναβίωση της V7 αφήνοντας όλες τις πολύπλοκες διατάξεις του παρελθόντος της να παραμένουν στο μουσείο της