Ψηφίστηκε από τη Βουλή η ισοδυναμία των διπλωμάτων!

Αποτελεί πλέον νόμο του ελληνικού κράτους!
Από τον

Λάζαρο Μαυράκη

10/3/2021

Μία από τις σημαντικότερες ειδήσεις-εξελίξεις συνέβη πριν από λίγη ώρα, καθώς όπως ενημέρωσε με δελτίο τύπου ο νεοσύστατος ΣΕΜΕ, υπερψηφίστηκε από την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου η ισοδυναμία άδειας οδήγησης αυτοκινήτου (κατηγορία Β) με την άδεια οπδήγησης μοτοποδηλάτου (ΑΜ έως 50 κυβικά) και την άδεια οδήγησης ελαφρού δικύκλου (Α1 έως 125 κυβικά).

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον νέο νόμο του ελληνικού κράτους, επιτρέπεται η οδήγηση μοτοποδηλάτων (κατηγορία διπλωμάτων ΑΜ δηλαδή) από οδηγούς που κατέχουν άδεια οδήγησης αυτοκινήτου (κατηγορία Β) πάνω από έξι χρόνια και έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 27 ετών, όπως προέβλεπε το σχέδιο νόμου που είχαμε δημοσιεύσει πριν από μερικούς μήνες.

Σε ό,τι αφορά τις μοτοσυκλέτες που οδηγούνται με δίπλωμα κατηγορίας Α1, θα μπορούν και αυτές να οδηγούνται εντός Ελλάδας, από κατόχους διπλώματος κατηγορίας Β, εφόσον αυτοί έχουν στην κατοχή τους της άδεια πάνω από έξι έτη, έχουν συμπληρώσει το 27ο έτος της ηλικίας τους και έχουν ολοκληρώσει πέντε ώρες σχετικής εκπαίδευσης.

Να σημειώσουμε ότι αυτό το νέο πλαίσιο που δημιουργείται αποτελεί ένα διαχρονικό αίτημα του ευρύτερου κλάδου των μοτοσυκλετών στην Ελλάδα, ενώ εναρμονίζεται πλέον  με την ευρωπαϊκή οδηγία που ισχύει εδώ και 15 χρόνια! Ήδη πολλές χώρες της Ε.Ε. όπως έχουμε γράψει, το εφαρμόζουν με απόλυτη επιτυχία τα τελευταία χρόνια, με επιβεβαιωμένη την αποτελεσματικότητα του μέτρου και με διαπιστωμένα οφέλη, τόσο στην αστική μετακίνηση όσο και στην οδική ασφάλεια.

Μπορεί να μην εφαρμόστηκαν στο σύνολο οι προτάσεις του ΠΑΣΕΕΕΔ και του ΣΕΜΕ που πρότειναν μικρότερο ηλικιακό όριο και λιγότερα ή και καθόλου υποχρεωτικά εκπαιδευτικά μαθήματα, αλλά παρόλα αυτά δεν παύει να αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη για τον ευρύτερο μοτοσυκλετιστικό στερέωμα στην χώρα μας.

Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΣΕΜΕ, κ. Σωτήρης Χατζίκος, χαιρέτησε την συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση, με την ακόλουθη δήλωση:

«Ο ΣΕΜΕ στέκεται πάντα αρωγός σε κάθε πρωτοβουλία που προάγει την αστική κινητικότητα και βελτιώνει την οδική ασφάλεια. Θεωρούμε ότι ο νέος νόμος εισάγει και στην χώρα μας μια ισορροπημένη ρύθμιση στο θέμα των ισοδυναμιών, διευκολύνοντας την πρόσβαση των πολιτών σε ένα προσιτό, αποτελεσματικό και ασφαλές μέσο για την αστική μετακίνησή τους. Είμαστε βέβαιοι ότι, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι μακροπρόθεσμα ωφελημένοι από αυτή την ρύθμιση θα είναι η αστική κινητικότητα και η οδική ασφάλεια».

 

Νέος Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας - Σε δημόσια διαβούλευση η διήθηση!

Νομιμοποίηση διήθησης και χώροι αναμονής στο φανάρι για δίκυκλα, ποινές στον οδηγό και όχι στο όχημα
Νέος ΚΟΚ
Κώστα Γκαζή
Από τον

Κώστα Γκαζή

7/1/2025

Σε διαβούλευση τίθεται το νέο κυρωτικό πλαίσιο του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, που φέρνει μεγάλες αλλαγές, όπως τη νομιμοποίηση -ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ- της διήθησης, την πρόβλεψη για χώρους αναμονής δικύκλων μπροστά από τα αυτοκίνητα στο φανάρι, την τιμωρία οδηγών / αναβατών και όχι του οχήματος με αφαίρεση στοιχείων του, και με τη θέσπιση "αντικοινωνικών" παραβάσεων εναντίον των ευπαθών χρηστών του δρόμου (πεζών, μεταφοράς παιδιών, κ.α.) που θα τιμωρούνται με επιπρόσθετα διοικητικά μέτρα.

Ως προς τη φιλοσοφία των ρυθμίσεων, σημειώνεται ότι μια ολοκληρωμένη πολιτική ποινών πρέπει να επικεντρώνεται στην οδική ασφάλεια χωρίς να έχει τιμωρητικό χαρακτήρα.

Στόχος είναι η συμμόρφωση των οδηγών, η επιβολή δίκαιων ποινών που να αντιστοιχούν στη σοβαρότητα / επικινδυνότητα της κάθε παράβασης, αλλά και η διασφάλιση της είσπραξης των προστίμων.

Οι ποινές αφορούν κυρίως στον οδηγό (χρηματικό πρόστιμο, αφαίρεση άδειας οδήγησης, βαθμοί ποινής ΣΕΣΟ) και όχι στο όχημα (αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας), καθώς αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται από περισσότερους από έναν οδηγούς.

Οι ποινές πρέπει να είναι ανάλογες των παραβάσεων και κατατάσσονται ως προς την επικινδυνότητά τους σε:

  • αυτές που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρό ατύχημα (π.χ. η παραβίαση ερυθρού σηματοδότη, η υπερβολική ταχύτητα ή η αντικανονική προσπέραση, η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ).
  • λιγότερο επικίνδυνες παραβάσεις (π.χ. παράνομη στάθμευση και διοικητικές παραβάσεις, όπως η οδήγηση χωρίς ο οδηγός να φέρει μαζί του τα νόμιμα έγγραφα).

Επιπλέον, προβλέπεται κλιμάκωση των ποινών για τους οδηγούς που υποπίπτουν συχνά σε παραβάσεις.

Στο ίδιο πνεύμα, ορίζεται ο τρόπος πληρωμής των προστίμων έτσι ώστε να διευκολύνεται η διαδικασία αποπληρωμής τους χωρίς σύνθετες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Ιδιαίτερη μέριμνα αποδίδεται στην επιβολή ποινών και την είσπραξη προστίμων για παραβάσεις επαγγελματιών οδηγών άλλων χωρών, με επιτόπου ολοκλήρωση της διαδικασίας στο σημείο ελέγχου και καταγραφής της παράβασης.

Παράλληλα, προσδοκάται ότι η μείωση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας των οχημάτων εντός κατοικημένων περιοχών από τα 50 χλμ/ώρα στα 30 χλμ/ώρα (εκτός αν ορίζεται αλλιώς με ειδική σήμανση) θα επιφέρει σημαντική μείωση των τροχαίων ατυχημάτων στις αστικές περιοχές, εκεί όπου παρατηρείται αυξημένη κυκλοφορία ευπαθών χρηστών της οδού (πεζοί, ποδήλατα, ΕΠΗΟ, μοτοσυκλέτες) και καταγράφονται τα περισσότερα ατυχήματα.

Διευκρινίζεται ότι σε μονόδρομους στους οποίους υπάρχουν δύο τουλάχιστον λωρίδες κυκλοφορίας διαχωριζόμενες με κατά μήκος διαγραμμίσεις και σε οδούς διπλής κατεύθυνσης, μέσα στις κατοικημένες περιοχές, διατηρείται το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των πενήντα (50) χιλιομέτρων την ώρα, εκτός αν άλλως ορίζεται με ειδική σήμανση.

Τέλος, ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τους ευάλωτους χρήστες της οδού (πεζοί, μεταφορά παιδιών, κ.λπ.), οι οποίοι έχουν αυξημένες ανάγκες ασφάλειας που πρέπει να καλύπτονται από ειδικές ρυθμίσεις. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούν και στη συμπεριφορά των ίδιων όσο και τη συμπεριφορά των υπολοίπων χρηστών της οδού απέναντί τους. Έτσι, μια σειρά παραβάσεων του ΚΟΚ χαρακτηρίζονται ως αντικοινωνικές και επιφέρουν επιπρόσθετα διοικητικά μέτρα.

Συνοπτικά, τα βασικά σημεία στο Σχέδιο Νόμου «Νέο Κυρωτικό Πλαίσιο του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και Λοιπές Διατάξεις για την Ασφαλή Κινητικότητα», συνοψίζονται στα εξής:

  • Ο εξορθολογισμός των ποινών και η κατηγοριοποίηση των παραβάσεων ανάλογα με την επικινδυνότητα, καθώς και η επιβολή κυρώσεων που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις και ενισχύουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους.
  • Η κατηγοριοποίηση των παραβάσεων σε τρεις βασικές κατηγορίες καθιστά το κυρωτικό πλαίσιο ρεαλιστικότερο και ευκολότερα εφαρμόσιμο από τα όργανα ελέγχου και πιο κατανοητό από τους πολίτες.
  • Για τις σοβαρότερες παραβάσεις που αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων τίθενται αποτρεπτικές κυρώσεις (πρόστιμα και διοικητικά μέτρα) προκειμένου να περιοριστούν δραστικά.
  • Η θέσπιση της υποτροπιάζουσας παραβατικής και αντικοινωνικής οδικής συμπεριφοράς και η αυστηροποίηση – κλιμάκωση του κυρωτικού πλαισίου για την αποτροπή τους αποσκοπεί στη βελτίωση της ασφαλούς οδικής συμπεριφοράς.
  • Η απενοχοποίηση του οχήματος (δεν αφαιρούνται τα στοιχεία του οχήματος) για παραβάσεις που αφορούν σε επικίνδυνες οδηγικές συμπεριφορές για τις οποίες πλέον τιμωρείται μόνο ο παραβάτης οδηγός (χρηματικό πρόστιμο, αφαίρεση άδειας οδήγησης, βαθμοί ποινής ΣΕΣΟ).
  • Η μείωση της ανώτατης ταχύτητας κίνησης εντός του αστικού ιστού και σε οδούς γειτονιάς στα 30 χλμ/ώρα, υπό τις ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται κατά περίπτωση.
  • Η διαμόρφωση συνθηκών βιώσιμης αστικής κινητικότητας μέσω της μείωσης της ταχύτητας ενισχύεται με την παραχώρηση ζωτικού χώρου σε οχήματα μικροκινητικότητας και μηχανοκίνητα δίκυκλα στην κυκλοφορία και τη στάθμευση (κανόνες για υπό όρους διήθηση, χώρος αναμονής στις διασταυρώσεις, πρόβλεψη χώρων στάθμευσης).
  • Συνδυαστικά με το ανωτέρω, αυστηροποιείται το κυρωτικό πλαίσιο για τα οχήματα μικροκινητικότητας και τα μηχανοκίνητα δίκυκλα, καθώς η χρήση του κράνους και η τήρηση των ορίων ταχύτητας είναι αδιαπραγμάτευτα και οι παραβάσεις σε αυτούς τους τομείς τιμωρούνται αυστηρά.
  • Αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου για τη διεύρυνση της δυνατότητας αξιοποίησης τεχνικών ή ηλεκτρονικών μέσων για τη διαπίστωση των παραβάσεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (κάμερες στα λεωφορεία).

Το διάστημα της δημόσιας διαβούλευσης ορίστηκε σε τρεις εβδομάδες.