Editorial 659 - Ο νέος κύκλος της μοτοσυκλέτας

Από το

motomag

1/10/2024

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκομαι καθισμένος στην πρωτεύουσα των μήλων του Νεπάλ, την Μάρφα, για να καταγράψουμε τις διαδρομές που ενέπνευσαν τη Royal Enfield να δημιουργήσει το πρώτο της On-Off, το Himalayan. Η Μάρφα είναι ένα γραφικό χωριό με σοκάκια που συγκεκριμένα σήμερα απαγορεύονται τα δίκυκλα. Οποιαδήποτε άλλη ημέρα περπατάς κολλημένος στον τοίχο να μην σου χωθεί τιμόνι στα πλευρά, τόσο στενά είναι. Γιορτάζουν μία πολύ σημαντική γιορτή τοξοβολίας και το χωριό θέλει χώρο για τους πεζούς. Αν ήμασταν στην Ελλάδα, πόσοι θα έκαναν του κεφαλιού τους, συνεχίζοντας να κυκλοφορούν κανονικότατα στα σοκάκια και μάλιστα ξεκράνωτοι; Αναφέρω το κράνος γιατί το άλλο απίστευτο είναι πως δεν θα δεις ούτε έναν που να μην το φορά. Όχι μόνο στην πόλη, αλλά στη μέση του πουθενά, μόνοι τους, κυκλοφορούν με το κράνος. Και αν σε δει κανένας να μην το φοράς θα κάνει ολόκληρη φασαρία, άγνωστος προς άγνωστο! Μία αρκετά φτωχή χώρα, με αστυνομία που έχει ένα φυλάκιο στην αρχή ενός χωριού χωρίς δυνατότητα καταδίωξης, σε χωματόδρομους που βλέπεις χιλιόμετρα μακριά αν έρχεται κανείς, και φοράνε το κράνος τους! Αυτομάτως τρία από τα πιο βασικά “επιχειρήματα” για την μη χρήση του ακυρώνονται πανηγυρικά από μία χώρα σαν το Νεπάλ.

Ωστόσο δεν είναι στόχος μου να τα ξαναπούμε για το κράνος, τόσο σύντομα από το προηγούμενο τεύχος, απλά δεν γίνεται να παραβλέψει κανείς τη διαφορά στην εικόνα. Κάθε φορά που επισκέπτομαι χώρα της Ασίας και της Λ. Αμερικής ανοίγεται ένα παράθυρο στην ιστορία και της Ευρωπαϊκής μοτοσυκλέτας, καθώς τα δίκυκλα σε αυτές τις χώρες είναι ζήτημα επιβίωσης και κυρίως χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικό του αυτοκινήτου που η απόκτηση και η κατοχή του είναι δυσκολότερη. Μετά τον ΒΠΠ μάθαμε και εμείς το δίκυκλο ως καθημερινό μέσο μετακίνησης και όχι ως κάτι ακριβό και επιτηδευμένο για βόλτες και αγώνες. Τότε ήταν που δημιουργήθηκε η Vespa και η Ducati, ομοίως και η Honda και μαζί και το παπί. Σταδιακά αυξήθηκαν και οι μοτοσυκλετιστές, όμως θα ήμασταν λιγότεροι αν κάποτε δεν υπήρχε μαζική στροφή στο δίκυκλο από ανάγκη. Όταν για τον καθένα ατομικά η ανάγκη εξαφανιζόταν, ξεκινούσε η αναπόφευκτη επιλογή αν θα αποκτήσει μοτοσυκλέτα και θα γίνει πλέον μοτοσυκλετιστής ή θα κάνει τη μετάβαση στο αυτοκίνητο. Η πλειοψηφία επέλεγε το αυτοκίνητο όπως ήταν φυσικό, ωστόσο εμείς δεν χρειαζόμασταν παρά ένα μικρό μόλις ποσοστό για να βλέπουμε τα συνολικά νούμερά μας να αυξάνονται.

Σε αυτές τις χώρες ο μοτοσυκλετισμός είναι καταδικασμένος να θριαμβεύσει, τα πιτσιρίκια οδηγούν, φορώντας κράνος, από μικρή ηλικία σε δύσκολες συνθήκες και φτιάχνουν τη ζωή τους γύρω από τη μοτοσυκλέτα. Μόλις ανέβει το βιωτικό επίπεδο και αρχίζουν να θέλουν μεγαλύτερες σε κυβισμό μοτοσυκλέτες με περισσότερες ταξιδιωτικές δυνατότητες, τότε θα καθορίζουν την αγορά, και τα νέα μοντέλα που θα βγαίνουν θα είναι συνυφασμένα με τις δικές τους ανάγκες απέναντι σε μία Ευρώπη που θα συνεχίσει ακόμη περισσότερο να δυσκολεύει την εισαγωγή. Υψηλόβαθμο στέλεχος της Honda μου είχε πει πως θα σχεδιάζουν πάντα για την Ευρώπη με στόχο να πουλούν σε όλο τον κόσμο, σε ότι αφορά τις μεγάλες μοτοσυκλέτες και αυτό πράγματι παραμένει ως έχει. Αλίμονο όταν η Honda και η Yamaha δώσουν προτεραιότητες στις ασιατικές χώρες, όπως ξεκάθαρα έκανε η Suzuki παραμελώντας το Hayabusa που εξαφάνισε για λίγο από εμάς και συνέχιζε να παράγει για την Ινδία, μέχρι να έρθει η ώρα για νέο μοντέλο που θα ακολουθούσε τις νέες προδιαγραφές.

Πριν από χρόνια είχαμε αρνηθεί να κάνουμε δοκιμή σε ένα κινέζικο On-Off Zongshen 250 κυβικών που είχαν εισάγει στην Ελλάδα, καθώς δεν θέλαμε να ρισκάρουμε να του γίνει αρνητική διαφήμιση, τόσο χάλια ήταν. Για αρχή είχε μία 15άρα ζάντα πίσω που δεν θα μπορούσες να βρεις ελαστικό να της βάλεις, χώρια όλα τα υπόλοιπα. Στην Κίνα τα τελευταία δέκα χρόνια με έμφαση την τελευταία πενταετία, έχει δημιουργηθεί μοτοσυκλετιστική κουλτούρα και πλέον οι μοτοσυκλετιστές εκεί είναι όσοι και στην Ευρώπη. Εδώ και περίπου δύο χρόνια η αγορά των μεγάλων μοτοσυκλετιστών έχει φτάσει τη δική μας σε νούμερα και σε λίγα χρόνια θα την φτάσει και σε αξία. Από εκεί και πέρα θα μας περάσουν, είναι μαθηματικά αποδεδειγμένο. Για αυτό και οι Ευρωπαίοι και οι Ιάπωνες θέλουν μερίδιο εκείνης της αγοράς, με αντάλλαγμα ένα μικρό στην τοπική αγορά. Είναι αστείο να νομίζει κανείς πως δεν έχουν τη σύμφωνη γνώμη των εδραιωμένων κατασκευαστών που εκδηλώνεται βαρύγδουπα με σχόλια όπως “καλά να πάθουν οι παραδοσιακοί παίκτες της αγοράς που δεν ρίχνουν τιμές” όταν στην πράξη με μεγάλη χαρά ανταλλάσσουν ποσοστά πωλήσεων, βλέποντας την άνοδο που υπάρχει στην αχανή εκείνη χώρα.

Η μοτοσυκλέτα ήταν καθαρά ευρωπαϊκή υπόθεση στη δημιουργία της, και στο μέλλον θα πρέπει να παλέψουμε για να συνεχίσουμε να έχουμε πολύ ακριβά σε εξέλιξη μοντέλα με μικρούς αριθμούς πωλήσεων. Ή να ευχόμαστε να θέλουν όλοι στην Ινδονησία, Μαλαισία, Κίνα κτλ, ένα χιλιάρι GSXR.

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...