Editorial 632 - MEGA TEST με βενζίνη για πολλά ακόμη χρόνια…

Από το

motomag

1/7/2022

Όταν πέρσι αποφασίσαμε να ανεβάσουμε την περιπέτεια του MEGA TEST στην Βοσνία, υπήρχαν πολλές επιφυλάξεις με πρώτο το ζήτημα της ασφάλειας. Όχι εξαιτίας της αστάθειας που επικρατεί στον βασανισμένο αυτό τόπο, αλλά γιατί τα βουνά της εξακολουθούν αυτή την στιγμή να είναι ναρκοθετημένα και παρόλο που σε γενικές γραμμές τα ναρκοπέδια υπάρχουν στον χάρτη, σχεδόν παντού όπου τελικά κινηθήκαμε, κανείς δεν μπορεί να σου υποσχεθεί πως δεν θα πατήσεις με το πασαλάκι του αντίσκηνου κάπου που δεν πρέπει. Κι έπειτα υπήρχε το άλλο: Ήταν αρκετά μακριά για να ταυτιστούν οι αναγνώστες με το μέρος και να καλλιεργήσουν την ιδέα να κάνουν την διαδρομή από μόνοι τους. Όμως από την στιγμή που το MEGA TEST είχε εξαντλήσει πλήρως την Ελλάδα, τις γείτονες χώρες και είχε φτάσει στο πρόσφατο παρελθόν μέχρι το Μαυροβούνιο, προτρέποντας αρκετούς να το επισκεφτούν, όπως είδαμε από τα μηνύματά σας, εεε, τι Μαυροβούνιο τι Βοσνία! Και πράγματι η χαρά μας ήταν διπλή, όταν είδαμε πόσες παρέες ακολούθησαν τα βήματα. Οπότε η συνέχεια ήταν εύκολη, στην Σερβία είχαμε ξανά πάει, το 2008, ευκαιρία να πιάσουμε την άκρη εκείνης της διαδρομής και να την επεκτείνουμε προς το πιο πράσινο σημείο της χώρας και στα σύνορα με την Βοσνία κλείνοντας τον κύκλο που άνοιξε πέρσι στις Δειναρικές Άλπεις!

Ο φετινός άθλος του MEGA TEST ξεκίνησε όπως και ο περσινός, ψάχνοντας να βρούμε μοτοσυκλέτες που μόλις έβγαιναν από το εργοστάσιο και το γεγονός πως τελικά έγινε κάτι τέτοιο, μοιάζει ακόμη και τώρα παράξενο και το πώς, ξεδιπλώνεται στις επόμενες σελίδες αλλά και σε αυτές που θα έρθουν τον Αύγουστο. Σας περιμένει ένα από τα πιο δύσκολα MEGA TEST που έχουμε πραγματοποιήσει ποτέ!

Με 4 ξεχωριστές εκκινήσεις στον χάρτη, οι 14 είδαμε τελείως διαφορετικά πράγματα μέχρι να συναντηθούμε στα νότια σύνορα της Σερβίας, έξω από το Κόσοβο. Εκείνοι που κατέβαιναν από την Αυστρία, που ερχόντουσαν από την Ιταλία και την Γαλλία, συναντούσαν στις Άλπεις μιλιούνια μοτοσυκλετών. Εμείς πάλι είμασταν τα μόνα δίκυκλα στις Ε.Ο.! Στην Σερβία όταν ψάχναμε ένα από τα πιο δύσκολα βράδια για κατάλυμα, ο ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου έβαζε στοίχημα πως ακόμη κι αν αφήναμε τις μοτοσυκλέτες με τα κλειδιά επάνω, θα τις βρίσκαμε το πρωί στο ίδιο σημείο απλά γιατί κανείς δεν οδηγεί μοτοσυκλέτες εκεί πάνω και κανείς δεν ξέρει τον τρόπο να τις εκμεταλλευτεί. Δύο διαμετρικά αντίθετες εικόνες, σε μία ακτίνα 700-800 χιλιομέτρων, ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα που δείχνουν τις μεγάλες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τα Βαλκάνια.

Και η χώρα μας είναι γεμάτη από αυτές. Φταίει το ταπεραμέντο μας. Το τελευταίο πράγμα για το οποίο διαφωνεί η κοινή γνώμη της μοτοσυκλέτας, είναι τα ηλεκτρικά δίκυκλα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για αυτή την διαφωνία! Διότι εμείς στο ΜΟΤΟ έχουμε ξεκαθαρίσει πως μοτοσυκλέτες όπως τις ξέρουμε, με κινητήρες εσωτερικής καύσης που καίνε βενζίνη θα συνεχίσουν να εξελίσσονται για τουλάχιστον 15 χρόνια από τώρα. Προσέξτε, όχι να πωλούνται απλά, αλλά να εξελίσσονται και ο χρόνος αυτός δεν αναμένεται να συρρικνωθεί. Αν στο μεταξύ υπάρχουν ηλεκτρικά δίκυκλα που θα εξυπηρετούν μετακινήσεις ρουτίνας, όπως τα σκούτερ και που θα εξελίσσονται ολοένα και περισσότερο, αυτό δεν θα πρέπει να ενοχλεί κανέναν, εκτός εκείνων που πραγματικά ενδιαφέρονται για το περιβάλλον και καταλαβαίνουν πως τα ηλεκτρικά οχήματα, αυτή την στιγμή, μόνο πιο καθαρά δεν είναι. Το αντίθετο, αλλά κι αυτό είναι ζήτημα εξέλιξης. Και η εξέλιξη σε μία ελεύθερη αγορά έχει να κάνει με την ζήτηση. Δίχως αυτή μένει κανείς στάσιμος, όπως θα μείνουν τα πράγματα εδώ και μόνο εδώ, ενώ έξω θα προχωρούν. Να οι αντιθέσεις που λέγαμε πιο πάνω! Γιατί θα μείνουν στάσιμα; Γιατί μία ζωή η μοτοσυκλέτα είναι στο παρασκήνιο αντί για εκεί που της αξίζει στο προσκήνιο:

Το πρόγραμμα επιδοτήσεων “Κινούμαι Ηλεκτρικά 1” είχε απορρόφηση κονδυλίων κάτω από 50% (εκταμιεύτηκαν μόλις 20 εκατομμύρια ευρώ από τα 42 που είχαν προϋπολογιστεί) αλλά η κυβέρνηση συνεχίζει να ακολουθεί το ίδιο σκεπτικό επιδοτήσεων και στο πρόγραμμα “Κινούμαι Ηλεκτρικά 2”, παρά το γεγονός πως αυτή τη φορά το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 75 εκατομμύρια ευρώ. Ενώ το πιο λογικό για τα δεδομένα της Ελλάδας με την ακανόνιστη ρυμοτομία και τα τεράστια προβλήματα συγκοινωνίας είναι τα προγράμματα αυτά να στραφούν προς τα δίκυκλα, δίνονται μεγαλύτερες επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και ευνοούνται οι μεγάλοι Όμιλοι leasing και ενοικιάσεων αντί για τους απλούς ιδιώτες. Η επιδότηση στα αυτοκίνητα και τα επαγγελματικά τρίκυκλα είναι από 30% έως και 40% με μέγιστο ποσό τα 8.000€, ενώ για τα δίκυκλα η επιδότηση δεν ξεπερνά το 20% και μέγιστο ποσό τα 800€ με προοπτική να ανέβει χωρίς όμως να έχει ακόμη συμβεί.

Με δεδομένο πως στον πρώτο κύκλο επιδοτήσεων του Κινούμαι Ηλεκτρικά 1, έμειναν αδιάθετα 22 εκατομμύρια ευρώ και με δεδομένο πως αυτή τη στιγμή το μποτιλιάρισμα στο κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων έχει κάνει τη χρήση αυτοκινήτου μαρτυρική για όλους, προκαλεί εντύπωση που η κυβέρνηση δεν επιδοτεί (τουλάχιστον) με το ίδιο ποσοστό τα ηλεκτρικά δίκυκλα, τα οποία λύνουν ταυτόχρονα δύο τεράστια προβλήματα των αστικών κέντρων και όχι μόνο ένα όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Επίσης η επιδοτήσεις στα δίκυκλα είναι πολύ πιο εύκολα να απορροφηθούν, αφού μιλάμε για οχήματα με τιμές λιανικής από 3.000 έως το πολύ 25.000€, όταν στα αυτοκίνητα τα αντίστοιχης αυτονομίας μοντέλα κοστίζουν από 30.000 έως και 200.000€. Στην περίπτωση των ηλεκτρικών δίκυκλων οι επιδοτήσεις πάνε σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό της μεσαίας οικονομικά τάξης που λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το κάθε ευρώ πριν αγοράσει, ενώ στην περίπτωση των αυτοκινήτων η επιδότηση πάει κυρίως στις εταιρείες leasing και σε ιδιώτες που σίγουρα δεν τους λείπουν τα 8.000€ όταν κοιτάζουν να αγοράσουν αυτοκίνητα των 80.000€….

Μία ελπίδα είναι πως ο ΣΕΜΕ μετά την πλήρη απαγκίστρωσή του από τον κλάδο του αυτοκινήτου θα κάνει τις απαραίτητες ενέργειες προς τους αρμόδιους φορείς, ώστε τα ηλεκτρικά δίκυκλα να έχουν – έστω - την ίδια αντιμετώπιση στις επιδοτήσεις με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. 

 

editorial 540 - ό,τι επιθυμείς!

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/10/2014

 

Δεν είναι τα 300 άλογα. Δεν είναι ότι από αύριο θα βγούμε όλοι και θα πηγαίνουμε με 350. Δεν είναι καν ότι κάποιος από μας χρειάζεται ντε και καλά 300 άλογα. Αυτό όμως που χρειάζεται ο κόσμος της μοτοσυκλέτας είναι ένα ξυπνητήρι. Και είναι η Kawasaki που αποφάσισε να το φτιάξει.

Γιατί καλές είναι όλες αυτές οι μοτοσυκλέτες που χρειαζόμαστε, καλά τα λογικά βασικά μεταφορικά μέσα, καλές οι πολύ οικονομικές αλλά άχρωμες και άοσμες, έχουν όμως ένα μεγάλο μειονέκτημα: Κανείς δεν ενθουσιάζεται μαζί τους, όσο κι αν κάνει την δουλειά του. Χρόνια τώρα διαμαρτυρόμαστε και κουνάμε θλιμμένοι το κεφάλι, γιατί στην ουσία ο μύθος της μοτοσυκλέτας έχει πάρει πολύ νερό, ε, και πως να είναι διαφορετικά όταν οι μοτοσυκλέτες έγιναν είδος μαζικής κατανάλωσης; Μοιάζει να έγινε ξαφνικά, αλλά στην πραγματικότητα τα είκοσι τελευταία χρόνια με την τεχνολογική εξέλιξη των μοτοσυκλετών, όλοι και η γιαγιά μου μαζί ανακάλυψαν πως μπορούσαν να οδηγήσουν μία. Πρόοδος στα ελαστικά, στα φρένα, στα ηλεκτρονικά του κινητήρα, στα ABS, να και traction control, να και όλα τα ηλεκτρονικά control που μπορεί κανείς να φανταστεί, κι ευτυχώς, γιατί σώθηκε πολύ κόσμος. Το θέμα είναι πως όσο περισσότερο ασφαλείς γίνονται οι μοτοσυκλέτες, τόσο πιο δύσκολο είναι να γίνουν μύθοι. Φτάσαμε σε ένα σημείο που η αίσθηση που παίρνεις όταν οδηγείς έχει απομακρυνθεί πολύ από τα ανθρώπινα δεδομένα, καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ταυτιστεί ο αναβάτης μαζί της, αφού νιώθει πια πως δεν είναι και τόσο απαραίτητη η δική του συμβολή στο θέμα οδήγηση. Με άλλα λόγια, πιο πολύ μας πάνε, παρά τις πάμε. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, οι superbike εξειδικεύτηκαν απόλυτα για πίστα, τόσο που δεν φαίνεται να έχει και πολύ νόημα να τις οδηγείς στο δρόμο. Κάτι σαν να κυνηγάς σπουργίτια με κανόνι ένα πράμα.

Κάπου εκεί, να και κάτι οικονομικές κρίσεις λέει, να και κάτι όψιμες οικολογικές ανησυχίες για το αν θα καίνε 4,5 ή 5 λίτρα στα εκατό, είχαμε γεμίσει από εξαιρετικές αλλά βαρετές μοτοσυκλέτες. Και κακά τα ψέματα, οι υπερμοτοσυκλέτες πάντα έπαιζαν τον ρόλο των προβολέων ενός σταδίου: Φωτίζουν τον χώρο που παίζουν οι άλλες. Δημιουργούν την αίγλη και τον μύθο, πυροδοτούν συζητήσεις, η δόξα τους αντανακλάται σε όλη την γκάμα της εταιρίας. Πόσο όμως να συζητήσεις για ηλεκτρονικά και "τι σου κάνει εσένα η δικιά σου στο mode 2, level 3 του traction control;" Χάθηκαν οι συζητήσεις και οι αναφορές σε βασικές αισθήσεις, που όλοι μπορούν να καταλάβουν και να ενθουσιαστούν.  Χάθηκαν τα ελαττώματα και οι υπερβολές που ήταν το αλάτι στο φαΐ της μοτοσυκλέτας.

Όταν κάτσει κανείς και σκεφτεί ποιες μοτοσυκλέτες έγιναν θρύλοι, συνήθως ήταν αυτές που γέμιζαν τα νεκροταφεία, ή για να μην είμαστε τόσο μακάβριοι, αυτές που ήταν εντελώς αντι-κοινωνικές, αντι-ασφαλείς, αντι-οικονομικές, όλα τα αντί. Ακόμα συζητιούνται τα τρικύλινδρα δίχρονα της Kawasaki, που ακόμα και το Mach IV 750, γνωστό κι ως Η2, είχε μόνο 74 αλογάκια για 200 κιλά, με καλαμάκια πιρουνιού σαν καλαμάκια φραπέ, με αμορτισέρ που είχαν μόνο ελατήρια, με πλαίσιο που ίσα ίσα κράταγε όλα τα εξαρτήματα πάνω του. Κι όμως, οι αναβάτες έτρεχαν μαζικά τότε στις εκθέσεις για να το δουν (τουλάχιστον στις ΗΠΑ, γιατί εδώ ελάχιστοι μπορούσαν να το αγοράσουν), και λόγω του σλόγκαν της διαφήμισής του ("... μια επιτάχυνση που κανείς αναβάτης δεν έχει ξανανιώσει") και λόγω της φήμης του, που διαδόθηκε αστραπιαία από όσους το οδήγησαν. Λογικά, με τέτοια φήμη του στυλ "το πιθανότερο είναι ή να φύγεις από πάνω του όταν ροπιάσει, ή να σε πετάξει κάτω όταν πλαγιάσει", κανείς δεν θα ήθελε να το πλησιάσει, κι όμως συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Κι όμως, το Mach III 500 ήταν πολύ πιο απότομο κι ατίθασο, το Mach IV 750 ήταν πολύ πιο "γλυκό", τουλάχιστον συγκριτικά. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η απόφαση της Kawasaki να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις, "κανείς δεν έχει ξανανιώσει τέτοια επιτάχυνση", για την νέα της H2R, και να της δώσει και το ίδιο όνομα με την αγωνιστική έκδοση του αερόψυκτου δίχρονου 750. Είναι σαφές πως απευθύνεται σε βασικές αισθήσεις, σε βασικά ένστικτα του ανθρώπου, αντί να προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ορθολογιστικά και ασαφή κριτήρια.

 

Ακόμα και στην προ-ιαπωνική εποχή, οι μοτοσυκλέτες που έμειναν στην ιστορία είναι κάτι Gold Star, κάτι Vincent, κάτι Brough Superior, που όλες τους ήταν φτιαγμένες για τους κάγκουρες της εποχής που τις τελίκιαζαν σε κάθε ευκαιρία και μούσκευαν τα βρακιά τους όταν ξεπερνούσαν ταχύτητες που τα σημερινά 250 καθημερινής χρήσης φτάνουν άνετα.  Έφτιαξαν και κάτι τρικύλινδρα που τόσο γρήγορα τους φαίνονταν που τα ονόμασαν Rocket, και χάρηκαν για λίγο μέχρι που η Honda έβγαλε το δικό της τετρακύλινδρο 750, που και πύραυλος ήταν (και πάλι με εβδομήντα-κάτι αλογάκια!) και δούλευε για δεκαετίες χωρίς να χάνει λάδια. Η Κawasaki ετοίμαζε κι αυτή τότε το δικό της 750, αλλά την πρόλαβε η Honda και για να μην δείξει πως ακολουθεί, το μεγάλωσε σε 900. Πιο πολλά κυβικά, πιο πολλά γκάζια κι ένας κυβισμός που δεν είχαμε δει μέχρι τότε, ξεκίνησαν ένα κεφάλαιο επιδόσεων που κράτησε για δεκαετίες και εξελίχθηκε σε Ninja. Tα αερόψυκτα μπορεί να είχαν μεγαλώσει σε καρχαρίες 1100 και να κρατούσαν ξάγρυπνους τους νοικοκυραίους τα βράδια, αλλά τα λιγότερα μεν, υγρόψυκτα δε 900 κυβικά της GPz900R ξεκίνησαν μια άλλη μάχη, αυτή της τελικής. Παράλληλα όμως με τις τελικές, ανέβαιναν και τα κιλά, αφαιρώντας από την αίσθηση επιτάχυνσης, και δίνοντας περισσότερο βάρος στο μάζεμα χιλιομέτρων. Το αποκορύφωμα και το κύκνειο άσμα αυτής της, εεε, φιλοσοφικής προσέγγισης στο θέμα μοτοσυκλέτα, ήρθε με την ZX-12R, την πιο γρήγορη σε τελική που μετρήσαμε ποτέ στο ΜΟΤΟ, με 312 πραγματικά χιλιόμετρα. Ο πλανήτης όμως είχε γίνει πια πολύ πυκνοκατοικημένος, και μια τέτοια μάχη δεν είχε μέλλον. Και πριν οι μπαμπούλες της ασφάλειας προλάβουν να επέμβουν νομοθετικά, οι κατασκευαστές έκαναν "συμφωνία κυρίων", εθελοντικά δηλαδή περιόρισαν ηλεκτρονικά την τελική των μοτοσυκλετών στα 299. Φυσικά, τίποτα το διαφορετικό δεν συμβαίνει στα 301 σε σχέση με τα 299, το νόημα όμως ήταν πως ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο ήταν πια νεκρός, οπότε μ’ ένα σμπάρο, πολλά τρυγόνια. Απ’ τη μια οι εταιρίες έδειχναν προς τα έξω (δηλαδή, προς τους μη μοτοσυκλετιστές) ένα πρόσωπο τάχαμου κοινωνικής ευαισθησίας, κι απ’ την άλλη, ξέμπλεξαν από μια υπόθεση που απαιτούσε όλο και περισσότερους πόρους, πολύ ακριβή, που τα αποτελέσματά της ελάχιστοι μπορούσαν να απολαύσουν, σε ελάχιστες περιπτώσεις. Λογικά, ήταν μια ουτοπική μάχη, καθώς όλο και μεγαλύτερη ιπποδύναμη απαιτούνταν για να ανέβουν ελάχιστα τα χιλιόμετρα. Και που να τα δεις πια αυτά τα νούμερα στο κοντέρ σου; Ούτε καν στις autobahn πια, έχουν και κίνηση και όρια σχεδόν παντού.

 

Επαναπαύτηκαν όμως, είπαν ούφ, γλιτώσαμε απ’ τον μπελά, ας παίξουμε τώρα το παιχνιδάκι της ασφάλειας, είναι ένας καλός τρόπος για να πουλήσουμε περισσότερες μοτοσυκλέτες, αφού θα απευθυνόμαστε πια και σε όλους αυτούς που τις φοβόντουσαν. Αμ δε! Μόλις έφυγε αυτό το στοιχείο του κυνηγιού της τελικής, που ήταν άλλωστε εντελώς παράνομο στο 99,99% των δρόμων του πλανήτη, οι πωλήσεις δεν αυξανόντουσαν πια, αλλά άρχισαν να κάνουν μια σταθερή βουτιά: Είχαν ξεχάσει να αντικαταστήσουν τις τελικές με κάτι άλλο, πιο χειροπιαστό, πιο άμεσο, κάτι που την εμπειρία του θα μπορούσε να την έχει ο καθένας, καθημερινά.  Ήλπιζαν, για πολλά χρόνια, πως την μαγεία της παρανομίας και του κυνηγιού των τελικών στους ανοιχτούς δρόμους θα αντικαθιστούσε η οδήγηση στις πίστες, οπότε έριξαν το βάρος εκεί. Όμως, η οδήγηση σε πίστα δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις κάθε μέρα, έχει πρόσθετα έξοδα, κι επιπλέον απαιτεί αυξημένες οδηγικές ικανότητες γιατί τα χρονόμετρα, όπως και οι υπόλοιποι που γυρνάνε στην πίστα, ξέρουν πολύ καλά ποιος πάει γρήγορα και ποιος όχι. Το βάρος, σ’ αυτή την περίπτωση, η ευθύνη αν θέλετε, μετατοπίζεται έτσι από την μοτοσυκλέτα στον αναβάτη. Δεν μπορείς να έχεις "την πιο γρήγορη", γιατί στην πίστα η πιο γρήγορη είναι αυτή που ο αναβάτης της την πάει γρήγορα. Τζίφος. Κανείς δεν θέλει να του θυμίζουν πως εκείνος φταίει, πως θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο.  Η αίσθηση όμως, ααα, η αίσθηση δεν είναι κάτι μετρήσιμο. Μπορούμε να φανταστούμε κάποιον στην Kawasaki να προσπαθεί να βρει μια νέα κατεύθυνση, αφού αυτή της τελικής είχε κλείσει προ πολλού, και να τρίβει το πιγούνι του πριν αναφωνήσει "Χάι! Αξελερέισον! Χόρσ-πάουερ!". Αλλά φυσικά δεν έγινε έτσι. Καιρό το μελέταγε η Kawasaki το θέμα κομπρέσορας, κι είχαν βγει κάτι φήμες πως θα τον έβαζε σε ΖΖ-R 1400, γιατί κανείς δεν φανταζόταν πως η Kawasaki – μοτοσυκλέτες θα έβαζε όλη την Kawasaki – Heavy Industries να δουλεύει νύχτα μέρα, για να φτιάξει το απόσταγμα της τεχνολογίας της. Οι περισσότεροι από τους μηχανολόγους των άλλων τμημάτων δεν θα είχαν ποτέ ασχοληθεί με τόσο μικρά και λεπτά ζητήματα. Ο κύριος κινητήρες jet δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως θα μπορούσαν να φτιαχτούν τόσο μικρά πτερυγιάκια κι ο κύριος πενταόρωφοι 18κύλινδροι κινητήρες πλοίων δεν φανταζόταν πως θα ασχοληθεί με φαινόμενα προανάφλεξης σε κάτι κυλινδράκια σαν κουτάκια αναψυκτικού.

 

Δεν έχει σημασία αν η H2R γίνει εμπορική επιτυχία ή όχι. Φυσικά καλό θα ήταν για την Kawasaki, κι είμαι σίγουρος πως οι ευθείες των dragster θα στενάξουν, όπως και κάθε μορφής ευθεία. Πριν ακόμη όμως πουληθεί έστω και μία, η H2R έχει ήδη την μεγαλύτερη επιτυχία και αντίκτυπο. Το σημαντικό είναι πως η Kawasaki τόλμησε να ταράξει τα στάσιμα νερά, να ανοίξει το δρόμο σε μοτοσυκλέτες συναρπαστικές, σε πιθανότητες ατελείωτες, να ξυπνήσει και τους άλλους κατασκευαστές και να τολμήσουν κι εκείνοι να εξερευνήσουν νέους δρόμους, σε κάθε κατηγορία. Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, κι η Kawasaki τρελή δεν είναι, ούτε μικρή, κι όμως, μας θύμισε την αλήθεια, πως μοτοσυκλέτα χωρίς τρέλα και πάθος δεν έχει νόημα, μόνο με ορθολογισμό δεν έχει ψυχή. Οι μύθοι δεν δημιουργούνται από μοτοσυκλέτες που "χρειάζεσαι", αλλά από μοτοσυκλέτες που επιθυμείς σαν τρελός, που στοιχειώνουν τα όνειρά σου. Άλλωστε, όταν ευχόμαστε σε κάποιον, δεν του λέμε "ό,τι χρειάζεσαι", "ό,τι επιθυμείς" του λέμε.