Editorial 632 - MEGA TEST με βενζίνη για πολλά ακόμη χρόνια…

Από το

motomag

1/7/2022

Όταν πέρσι αποφασίσαμε να ανεβάσουμε την περιπέτεια του MEGA TEST στην Βοσνία, υπήρχαν πολλές επιφυλάξεις με πρώτο το ζήτημα της ασφάλειας. Όχι εξαιτίας της αστάθειας που επικρατεί στον βασανισμένο αυτό τόπο, αλλά γιατί τα βουνά της εξακολουθούν αυτή την στιγμή να είναι ναρκοθετημένα και παρόλο που σε γενικές γραμμές τα ναρκοπέδια υπάρχουν στον χάρτη, σχεδόν παντού όπου τελικά κινηθήκαμε, κανείς δεν μπορεί να σου υποσχεθεί πως δεν θα πατήσεις με το πασαλάκι του αντίσκηνου κάπου που δεν πρέπει. Κι έπειτα υπήρχε το άλλο: Ήταν αρκετά μακριά για να ταυτιστούν οι αναγνώστες με το μέρος και να καλλιεργήσουν την ιδέα να κάνουν την διαδρομή από μόνοι τους. Όμως από την στιγμή που το MEGA TEST είχε εξαντλήσει πλήρως την Ελλάδα, τις γείτονες χώρες και είχε φτάσει στο πρόσφατο παρελθόν μέχρι το Μαυροβούνιο, προτρέποντας αρκετούς να το επισκεφτούν, όπως είδαμε από τα μηνύματά σας, εεε, τι Μαυροβούνιο τι Βοσνία! Και πράγματι η χαρά μας ήταν διπλή, όταν είδαμε πόσες παρέες ακολούθησαν τα βήματα. Οπότε η συνέχεια ήταν εύκολη, στην Σερβία είχαμε ξανά πάει, το 2008, ευκαιρία να πιάσουμε την άκρη εκείνης της διαδρομής και να την επεκτείνουμε προς το πιο πράσινο σημείο της χώρας και στα σύνορα με την Βοσνία κλείνοντας τον κύκλο που άνοιξε πέρσι στις Δειναρικές Άλπεις!

Ο φετινός άθλος του MEGA TEST ξεκίνησε όπως και ο περσινός, ψάχνοντας να βρούμε μοτοσυκλέτες που μόλις έβγαιναν από το εργοστάσιο και το γεγονός πως τελικά έγινε κάτι τέτοιο, μοιάζει ακόμη και τώρα παράξενο και το πώς, ξεδιπλώνεται στις επόμενες σελίδες αλλά και σε αυτές που θα έρθουν τον Αύγουστο. Σας περιμένει ένα από τα πιο δύσκολα MEGA TEST που έχουμε πραγματοποιήσει ποτέ!

Με 4 ξεχωριστές εκκινήσεις στον χάρτη, οι 14 είδαμε τελείως διαφορετικά πράγματα μέχρι να συναντηθούμε στα νότια σύνορα της Σερβίας, έξω από το Κόσοβο. Εκείνοι που κατέβαιναν από την Αυστρία, που ερχόντουσαν από την Ιταλία και την Γαλλία, συναντούσαν στις Άλπεις μιλιούνια μοτοσυκλετών. Εμείς πάλι είμασταν τα μόνα δίκυκλα στις Ε.Ο.! Στην Σερβία όταν ψάχναμε ένα από τα πιο δύσκολα βράδια για κατάλυμα, ο ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου έβαζε στοίχημα πως ακόμη κι αν αφήναμε τις μοτοσυκλέτες με τα κλειδιά επάνω, θα τις βρίσκαμε το πρωί στο ίδιο σημείο απλά γιατί κανείς δεν οδηγεί μοτοσυκλέτες εκεί πάνω και κανείς δεν ξέρει τον τρόπο να τις εκμεταλλευτεί. Δύο διαμετρικά αντίθετες εικόνες, σε μία ακτίνα 700-800 χιλιομέτρων, ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα που δείχνουν τις μεγάλες αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν τα Βαλκάνια.

Και η χώρα μας είναι γεμάτη από αυτές. Φταίει το ταπεραμέντο μας. Το τελευταίο πράγμα για το οποίο διαφωνεί η κοινή γνώμη της μοτοσυκλέτας, είναι τα ηλεκτρικά δίκυκλα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος για αυτή την διαφωνία! Διότι εμείς στο ΜΟΤΟ έχουμε ξεκαθαρίσει πως μοτοσυκλέτες όπως τις ξέρουμε, με κινητήρες εσωτερικής καύσης που καίνε βενζίνη θα συνεχίσουν να εξελίσσονται για τουλάχιστον 15 χρόνια από τώρα. Προσέξτε, όχι να πωλούνται απλά, αλλά να εξελίσσονται και ο χρόνος αυτός δεν αναμένεται να συρρικνωθεί. Αν στο μεταξύ υπάρχουν ηλεκτρικά δίκυκλα που θα εξυπηρετούν μετακινήσεις ρουτίνας, όπως τα σκούτερ και που θα εξελίσσονται ολοένα και περισσότερο, αυτό δεν θα πρέπει να ενοχλεί κανέναν, εκτός εκείνων που πραγματικά ενδιαφέρονται για το περιβάλλον και καταλαβαίνουν πως τα ηλεκτρικά οχήματα, αυτή την στιγμή, μόνο πιο καθαρά δεν είναι. Το αντίθετο, αλλά κι αυτό είναι ζήτημα εξέλιξης. Και η εξέλιξη σε μία ελεύθερη αγορά έχει να κάνει με την ζήτηση. Δίχως αυτή μένει κανείς στάσιμος, όπως θα μείνουν τα πράγματα εδώ και μόνο εδώ, ενώ έξω θα προχωρούν. Να οι αντιθέσεις που λέγαμε πιο πάνω! Γιατί θα μείνουν στάσιμα; Γιατί μία ζωή η μοτοσυκλέτα είναι στο παρασκήνιο αντί για εκεί που της αξίζει στο προσκήνιο:

Το πρόγραμμα επιδοτήσεων “Κινούμαι Ηλεκτρικά 1” είχε απορρόφηση κονδυλίων κάτω από 50% (εκταμιεύτηκαν μόλις 20 εκατομμύρια ευρώ από τα 42 που είχαν προϋπολογιστεί) αλλά η κυβέρνηση συνεχίζει να ακολουθεί το ίδιο σκεπτικό επιδοτήσεων και στο πρόγραμμα “Κινούμαι Ηλεκτρικά 2”, παρά το γεγονός πως αυτή τη φορά το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 75 εκατομμύρια ευρώ. Ενώ το πιο λογικό για τα δεδομένα της Ελλάδας με την ακανόνιστη ρυμοτομία και τα τεράστια προβλήματα συγκοινωνίας είναι τα προγράμματα αυτά να στραφούν προς τα δίκυκλα, δίνονται μεγαλύτερες επιδοτήσεις σε ακριβά αυτοκίνητα και ευνοούνται οι μεγάλοι Όμιλοι leasing και ενοικιάσεων αντί για τους απλούς ιδιώτες. Η επιδότηση στα αυτοκίνητα και τα επαγγελματικά τρίκυκλα είναι από 30% έως και 40% με μέγιστο ποσό τα 8.000€, ενώ για τα δίκυκλα η επιδότηση δεν ξεπερνά το 20% και μέγιστο ποσό τα 800€ με προοπτική να ανέβει χωρίς όμως να έχει ακόμη συμβεί.

Με δεδομένο πως στον πρώτο κύκλο επιδοτήσεων του Κινούμαι Ηλεκτρικά 1, έμειναν αδιάθετα 22 εκατομμύρια ευρώ και με δεδομένο πως αυτή τη στιγμή το μποτιλιάρισμα στο κέντρο των μεγάλων αστικών κέντρων έχει κάνει τη χρήση αυτοκινήτου μαρτυρική για όλους, προκαλεί εντύπωση που η κυβέρνηση δεν επιδοτεί (τουλάχιστον) με το ίδιο ποσοστό τα ηλεκτρικά δίκυκλα, τα οποία λύνουν ταυτόχρονα δύο τεράστια προβλήματα των αστικών κέντρων και όχι μόνο ένα όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Επίσης η επιδοτήσεις στα δίκυκλα είναι πολύ πιο εύκολα να απορροφηθούν, αφού μιλάμε για οχήματα με τιμές λιανικής από 3.000 έως το πολύ 25.000€, όταν στα αυτοκίνητα τα αντίστοιχης αυτονομίας μοντέλα κοστίζουν από 30.000 έως και 200.000€. Στην περίπτωση των ηλεκτρικών δίκυκλων οι επιδοτήσεις πάνε σε ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό της μεσαίας οικονομικά τάξης που λαμβάνει σοβαρά υπόψη του το κάθε ευρώ πριν αγοράσει, ενώ στην περίπτωση των αυτοκινήτων η επιδότηση πάει κυρίως στις εταιρείες leasing και σε ιδιώτες που σίγουρα δεν τους λείπουν τα 8.000€ όταν κοιτάζουν να αγοράσουν αυτοκίνητα των 80.000€….

Μία ελπίδα είναι πως ο ΣΕΜΕ μετά την πλήρη απαγκίστρωσή του από τον κλάδο του αυτοκινήτου θα κάνει τις απαραίτητες ενέργειες προς τους αρμόδιους φορείς, ώστε τα ηλεκτρικά δίκυκλα να έχουν – έστω - την ίδια αντιμετώπιση στις επιδοτήσεις με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. 

 

editorial 537 - Τι ονειρεύεσαι;

Από τον

Βασίλη Καραχάλιο

31/7/2014

Είναι περίεργο που ένα ταξίδι το ονειρεύομαι πιο πολύ μετά παρά πριν; Ίσως γιατί μ’ ένα ταξίδι σου ανοίγει η όρεξη και για άλλα, ίσως γιατί μια εικόνα μόνο από το ταξίδι μπορεί να σου δώσει την αφορμή για πολλά ακόμα, όνειρα ή ταξίδια. Η εξόρμησή μας στην Ροδόπη, πίσω από τα σύνορα, έδωσε πλήθος τέτοιες εικόνες, έλυσε πολλές απορίες και δημιούργησε ακόμα περισσότερα όνειρα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 εξερευνούσαμε με τους Λαρισαίους φίλους τα μέρη της "δικής μας" Ροδόπης. Ζόρικα τότε τα πράγματα, τα σύνορα σοβαρή υπόθεση, ο στρατός παντού, περιοχές ολόκληρες αποκλεισμένες. Για να μπεις στα Πομακοχώρια, πάνω από την Ξάνθη, χρειαζόταν έγγραφη άδεια από την ασφάλεια της πόλης σου, στην οποία αναφερόταν τα πάντα, από τα οχήματα έως και τα άτομα της παρέας. Στρατιωτικό φυλάκιο με μπάρα, στον κεντρικό δρόμο, τσεκάριζε τόσο τους τουρίστες όσο και τους ντόπιους, που ζούσαν σε ελεγχόμενη περιοχή, χωρίς ελεύθερη διακίνηση. Δεν γνωρίζω να υπήρχε αυτό το καθεστώς πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι συνεσταλμένοι, πάντα ευγενικοί, τα χωριά πεντακάθαρα, στις βρύσες πάντα κύπελλο για να πίνει αυτή η φιγούρα που μάλλον έχει εκλείψει πια, ο διαβάτης. Άλλος κόσμος.

Επειδή όμως πάντα μας τραβούσαν τα κενά του χάρτη, κολλήσαμε στην περιοχή που χοντρικά εκτείνεται από το Κάτω Νευροκόπι ως τα Πομακοχώρια, σ’ αυτά τα ατέλειωτα δάση της Ροδόπης με τα μυθικά ονόματα Καράντερε, Ζαγκραντένια, Λεπίδα, Τσάκαλος, Μπαρτάκοβα... Τα εξερευνήσαμε βήμα βήμα και ροδιά ροδιά, χωνόμασταν σε κάθε δρόμο όσο παρατημένος κι αν ήταν, μέχρι που βγαίναμε κάπου ή αναγκαζόμασταν να γυρίσουμε πίσω. Τότε, τα μηχανάκια της παρέας δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ετερόκλητα... Από Χουσκβάρνες Βέ Αρ τετρακόσα και Ταφ Έψιλον πέντε-δέκα, μέχρι Ιξάρ ιξακουσάρ για μένα, ως Μοντέζες Ήτα Εφτά δυόμισι και τρία-εξήντα, αλλά και Ιξιλάρ ένα-εικοσπέντε και Καέλ δυόμισι και Μεζέ Ιτιζέντ εκατό πενήντα, αλλά και Ιξελές πεντακόσια... Τέτοια τρέλα μας είχε πιάσει με το Καράντερε, που μια φορά ξεκίνησα δικάβαλος με δίχρονο Cagiva 125 Cruiser από Αθήνα, φορτωμένο με τα πάντα...

Εκεί πάνω μάθαμε πως όταν τα δρομάκια που καταλήγουν σε μικρό πλάτωμα "αναστροφής", τα σύνορα ήταν πάντα κοντά. Από το Ε/Φ Τσάκαλος, τότε που είχε ακόμα φαντάρους, πριν το αφήσουν να ρημάξει αντί να γίνει καταφύγιο ή κάτι χρήσιμο, βλέπαμε τις υπερυψωμένες σκοπιές των Βουλγάρων, κι αναρωτιόμασταν πως να είναι από την άλλη μεριά. Σύντομα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως τα σύνορα, παρά το χαντάκι και τα άσπρα κολωνάκια, ήταν απλά διακοσμητικά. Πώς να ελέγξεις τόσα βουνά, τόσα περάσματα; Βρίσκαμε μονοπάτια που ξεκινούσαν από το "Ελληνικό" και περνούσαν ακάθεκτα στο "Βουλγάρικο", όπως έκαναν χιλιάδες χρόνια τώρα. Συναντούσαμε τύπους που έξαλλοι μας απειλούσαν με καραμπίνες, γιατί φοβόντουσαν μήπως τους χαλάσουμε τις βρωμοδουλειές και τα λαθρεμπόριά τους... Βρίσκαμε καλύβες σε ξέφωτα κοντά στα σύνορα, με επιγραφές στα Βουλγάρικα στους τοίχους τους και τσοντοεφημερίδες στα κυριλλικά πεταμένες στο πάτωμά τους... Πετυχαίναμε Βούλγαρους φαντάρους να κόβουν βόλτες στο ελληνικό έδαφος, κι ακούγαμε ιστορίες για δεσμούς μεταξύ των πληθυσμών που κρατούσαν από πριν τα κλειστά σύνορα, από τότε που οι Σαρακατσαναίοι βόσκαγαν όλη την περιοχή και μετακινούνταν ελεύθερα και στις δύο χώρες. Αλλά ήρθε ο πόλεμος και μετά τον πόλεμο ήρθαν οι κολεκτίβες, και μια μέρα, αρχές δεκαετίας του ’50 φθινόπωρο, όπως κατέβαιναν οι Σαρακατσαναίοι τα βουνά, ο Βουλγάρικος στρατός είχε μπλοκάρει τα περάσματα, τα καμιόνια έτοιμα, τα πρόβατα φορτώθηκαν όλα εκτός από πέντε για κάθε οικογένεια, η κάθοδος στην Ελλάδα απαγορεύτηκε. Τα σκυλιά, λένε οι ιστορίες, γύρισαν μόνα τους στα χειμαδιά.

 

Οι άνθρωποι σπάνιζαν εκεί πάνω, μόνο κάποιους δασεργάτες συναντούσαμε, αλλά από ζώα άλλο καλό. Ελάφια ακούγαμε, ζαρκάδια βλέπαμε, αετούς, αγριόγατους, ίχνη και σκατούλες από αρκούδες, τα πάντα όλα. Τα χωριά όμως που κάποτε υπήρχαν εκεί πάνω, σήμερα είναι μόνο κάτι σωροί από πέτρες, κάτι μάντρες, κάτι γεφύρια, ένα μονοπάτι. Κι όταν επιτέλους πέρασα τα σύνορα για να δω και την άλλη μεριά για πρώτη φορά, ήταν Φεβρουάριος κι είχε δυό μέτρα χιόνι, αλλά τα χωριά ήταν όλα ζωντανά, γεμάτα κόσμο, οι δρόμοι ανοιχτοί, χωριά στα 1350 μέτρα υψόμετρο κι ακόμα ψηλότερα, ξέρετε, από αυτά που στην Ελλάδα εγκαταλείπονται το χειμώνα από τους λιγοστούς κατοίκους τους.

Σήμερα που τα ταξίδια είναι πιο εύκολα και τα σύνορα πιο προσιτά, αφού Βουλγαρία πηγαίνεις μόνο με ταυτότητα και δεν υπάρχει πια το άγχος της φύλαξης των παραμεθόριων περιοχών από "κατασκόπους", μπορούμε να περιπλανηθούμε πίσω από τα σύνορα και να δούμε πώς μια γραμμή στο χάρτη αλλάζει τη ζωή των ανθρώπων. Είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα υπήρχαν πάρα πολλές διαβάσεις μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, όσο οι μετακινήσεις γινόταν με τα πόδια, κι όσο τα καραβάνια με τα αλογομούλαρα και τις καμήλες μετέφεραν εμπορεύματα. Ο πόλεμος τα άλλαξε όλα αυτά, τα ορεινά περάσματα επίσημα έκλεισαν, οι αμαξιτοί δρόμοι βλέπετε ελέγχονταν πολύ πιο εύκολα, τα καθεστώτα ήταν ενάντια στην επαφή και την διακίνηση, ανθρώπων, εμπορευμάτων, ιδεών...

Ένα πράγμα που ζήλεψα, απ’ αυτά που είδα στο ταξίδι μας, ήταν τα εκατοντάδες χιλιόμετρα σηματοδοτημένων μονοπατιών, που συνεχίζουν να θυμίζουν πως ήταν και πως είναι ακόμα, για όσους θέλουν να μετακινούνται με φυσικό τρόπο, οι δρόμοι σε ανθρώπινο μέτρο. Είσαι ας πούμε στο Smolyan, το παλιό Πασμακλή, και βλέπεις πινακίδες σήμανσης μονοπατιού για Gotse Delchev, το Άνω Νευροκόπι, που σε ευθεία γραμμή είναι 80 χιλιόμετρα μακριά. Όλη την περιοχή που περιηγηθήκαμε την διασχίζουν προς κάθε κατεύθυνση σηματοδοτημένα και μη μονοπάτια, και μερικά ήταν πολύ προκλητικά... Πολύ θα το ήθελα να περπατήσω από χωριό σε χωριό, παράλληλα με τα σύνορα, πολύ θα το ήθελα να κατασκηνώσω με την εντουροπαρέα μου στις όχθες της Siroka Poljana και να χάνομαι κάθε μέρα στα ατέλειωτα δάση. Βλέπαμε τα δρομάκια, βλέπαμε τα μονοπάτια, λίγο θέλαμε να ξεχάσουμε και MEGA TEST και φωτογραφήσεις και επιστροφή στην Αθήνα, και να μείνουμε εκεί πάνω παλεύοντας με τα θηρία.

Εντύπωση επίσης μου έκανε πως ΟΛΑ τα παραμεθόρια χωριά είχαν συγκοινωνία, με τα φοβερά βανάκια UAZ-452, που το παρατσούκλι τους λόγω σχήματος είναι "φρατζόλες". Και θεωρώ πολύ πιο οικο-λογική την χρήση του ίδιου τύπου αυτοκινήτου από το 1960 μέχρι σήμερα, με κάποιες λίγες βελτιώσεις. Όπως και οι μοτοσυκλέτες που χρησιμοποιούνται από τότε στα βουλγάρικα βουνά, οι ΙΖΗ Planeta 350, κι εξακολουθούν να φροντίζουν την μετακίνηση των κατόχων τους. Μπορεί τα UAZ να μην είναι ό,τι πιο σύγχρονο και άνετο και με εικοσιεφτά αερόσακους, αλλά υπάρχουν, εξακολουθούν να δουλεύουν και το κυριότερο, φροντίζουν για την συγκοινωνία των χωριών.

Κάτι άλλο που θα ονειρευόμουν και για την δική μου χώρα, και που ισχύει στην βουλγάρικη μεθόριο, είναι η πανταχού παρούσα δασική της υπηρεσία. Σ’ έναν τόπο με 90% δασοκάλυψη, καταλαβαίνετε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Φαίνεται βέβαια, από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια στα βουνά, πως κάποτε η δασική τους υπηρεσία ήταν πολυπληθέστερη, αλλά ακόμα κι έτσι είχαν φύλαξη όλων των κεντρικών διασταυρώσεων, όπως και συνεχή παρουσία στους δασικούς δρόμους. Δασικός σταμάτησε, ενώ ήμασταν ήδη κατασκηνωμένοι σε ένα από τα πολλά κιόσκια-camp, και μας σύστησε να ανάβουμε φωτιά μόνο εκεί. Πραγματικά χαρήκαμε που έδειχναν τέτοιο ενδιαφέρον, πουθενά δεν είδαμε καμένα, πουθενά παλιά φωτιά πέρα από τα μέρη που επιτρέπεται. Ευτυχώς, σκεφτόμουν, που δεν μιλάω βουλγάρικα, γιατί, τι θα του έλεγα; Πως τα δάση της Ελλάδας τα έχει ρημάξει η λαθροϋλοτομία, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Πως έφευγαν νταλίκες φορτωμένες λαθραία ξυλεία, ακόμα κι από νησιά όπως η κατακαμένη Κεφαλλονιά, και κανείς δεν νοιαζόταν;

 

Έβλεπα τα δικά τους ζωντανά ορεινά χωριά, κι ονειρευόμουν να μπορούσαν να ξαναγίνουν και τα δικά μας έτσι. Η συντριπτική πλειοψηφία των χωριών που είδαμε το καταφέρνουν αυτό χωρίς εισοδήματα από τον τουρισμό. Ένα σημείο κλειδί πρέπει να είναι ότι το κάθε σπίτι έχει τον κήπο του όπου καλλιεργεί τα λαχανικά του, συν κάποια οικόσιτα ζώα. Μπορεί στα δικά μας κυριλέ –τρομάρα μας- μάτια να μοιάζουν φτωχικά, και να είναι, υπάρχει όμως μια μεγάλη αξιοπρέπεια στην μερική, έστω, αυτάρκεια.

Παρατηρούσαμε πως πολλοί έκαναν εξορμήσεις στα δάση και μάζευαν μανιτάρια, βατόμουρα κι άλλα καλά του δάσους, τα οποία μαζί με την περίσσεια των λαχανικών θα συντηρηθούν για να φαγωθούν τον χειμώνα. Αλλά εμείς θέλουμε να είναι όλα αγοραστά, μάρκα τάδε, και επίσημα πια, να τρώμε μόνο μεταλλαγμένα της Monsanto. Ακούστε και τον Πούτιν σχετικά με τα μεταλλαγμένα, και συγκρίνετε τις απόψεις του με αυτές των Ελλήνων πολιτικών.

Θαυμάσαμε τις τεχνητές λίμνες τους, τέσσερις μεγάλες στην περιοχή που επισκεφτήκαμε, κι είδαμε πόσο τις χαίρονται τα Σαββατοκύριακα οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Κατασκηνώνουν στις όχθες τους, κάνουν καγιάκ, βόλτες με τις βάρκες τους, ρίχνουν κι ένα ξεγυρισμένο ψάρεμα για το φαγητό τους. Στις δικές μας, τα πάντα απαγορεύονται, γιατί δεν ανήκουν φαίνεται στο ελληνικό κράτος, αλλά στη ΔΕΗ ή κι εγώ δεν ξέρω σε ποιόν.

Ονειρεύομαι να μπορούσα να τριγυρίζω εκεί στην Ροδόπη πίσω απ’ τα σύνορα για μήνες, χρόνια... Με τα πόδια, με εντούρο, με on-off, με αυτοκίνητο, με UAZ και IZH και με τα κάρα των τσιγγάνων που συναντήσαμε. Να περπατήσω πάλι τα ξεχασμένα ορεινά περάσματα που ένωναν κάποτε τους τόπους, όταν δεν τους χώριζαν τα σύνορα και οι "αγορές", όπως το κάνουν σήμερα. Να μπορούσα να καταλάβω πως έχουν βιώσει αυτοί οι άνθρωποι τις δεκαετίες που πέρασαν, να καταλάβω γιατί αυτή η γιαγιά στη Mugla είχε τόσο μεγάλο ενδιαφέρον να μας δείξει από που πάει το μονοπάτι για Trigrad, αυτό που περνάει από τα τσαΐρια με τις λιμνούλες, ψηλά στο βουνό. Να ζήσω για λίγο στο Trigrad, να βγω εντουράδα με τους ντόπιους, να καταλάβω και τι σημαίνει γι’ αυτούς ένα τζαμί και μια εκκλησία δίπλα δίπλα. Να μάθω την καταγωγή των κατοίκων του Gela, που δηλώνει γενέτειρα του Ορφέα, και που οι φωτογραφίες τους έξω από την Αγία Τριάδα θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι παλιές από τα δικά μας Βλαχοχώρια. Για να είναι από δω, ο Ορφέας μάλλον τσομπάνος θα ήταν, και θα έπαιζε την μουσική του όσο έβοσκε τα γελάδια του. Ή ξυλοκόπος, γιατί τι άλλο να κάνει κανείς εδώ; Ίσως κάποιες τέχνες που τώρα πια έχουν ξεχαστεί.

 

Τι καλύτερο; Λίγο λίγο τα όνειρά σου να γίνονται ταξίδια, βόλτες, παρέες, τοπία, άνθρωποι με τους οποίους δεν έχεις κοινή γλώσσα, αλλά εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε, κάπως την βρίσκεις την άκρη, αυτή την άκρη των αόρατων νημάτων που συνδέουν όλους τους Βαλκάνιους. Γειτονιά μας είναι, κι η μοτοσυκλέτα είναι ακόμα ένας τρόπος για να την γνωρίσουμε, και να κάνουμε ακόμα περισσότερα όνειρα πίνοντας με την παρέα μας μπύρα Kamenitza, σε κάποιο φιλόξενο κιόσκι της Ροδόπης. Και κάπου εκεί ίσως καταλάβουμε πως όταν ένας καβαλάρης με την μοτοσυκλέτα του συναντιέται στα οροπέδια του Sveti Petar με έναν καβαλάρη τσιγγάνο και χαιρετιούνται, έχουν περισσότερα κοινά να τους ενώνουν, παρά διαφορές που τους χωρίζουν.