Editorial 623 - Τρέχοντας στο Dakar: Η πιο επική ιστορία κουράγιου και πείσματος

x
Από το

motomag

1/10/2021

Ο μόνος τρόπος να καταφέρεις να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα είναι να μην εγκαταλείπεις ακόμη κι όταν αρχίζεις να φαίνεσαι εξαιρετικά χαζός που συνεχίζεις την προσπάθεια, όπως ο Wile E. Coyote κυνηγώντας τον Road Runner. Έχω ακούσει πολλές ιστορίες πείσματος και επιμονής μέχρι τώρα σε σημείο που να πάσχω από στέρηση εντυπωσιασμού καθώς έχουν κορεστεί οι ακουστικοί πόροι και οι ιστορίες αυτές να δρουν πλέον ανταγωνιστικά μεταξύ τους φρενάροντας το συναίσθημα. Με ποια να πρωτοσυγκινηθείς; Και ιδιαίτερα στο Dakar, που μέχρι και παραπληγικός αναβάτης έχει καταφέρει να τρέξει. Ο Nicola Dutto πήρε μέρος δεμένος κυριολεκτικά στην μοτοσυκλέτα με συνοδεία μηχανικού για να τον σηκώνει όταν πέφτει και να τον βοηθά στους ανεφοδιασμούς κρατώντας τον όρθιο. Όλα έχουν γίνει. Κι όμως η ιστορία του Joey Evans με συγκίνησε, γιατί είναι μία από τις ελάχιστες εκεί έξω που όταν την λέει δεν βασίζεται στο να προκαλέσει το συναίσθημα στον ακροατή αλλά στοχεύει σε ένα ξεχωριστό μήνυμα. Στην συνέχεια της προσπάθειας όσο μάταιη κι αν αυτή φαίνεται! Ταυτόχρονα με μία σειρά ακόμη δυνατών μηνυμάτων για την συντροφικότητα, την αλληλεγγύη και την συνοχή στην οικογενειακή ζωή. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Joey βρίσκεται στην Αθήνα για πρώτη φορά στην ζωή του, με την γυναίκα του πίσω στο Johannesburg να του βγάζει πρόγραμμα για τα μέρη που οπωσδήποτε πρέπει να δει, πριν αναχωρήσει για τις Βρυξέλες όπου θα δώσει μία σύντομη ομιλία, όμοια με αυτή που έδωσε στους συμμετέχοντες του KTM Adventure Rally Greece που ήταν προσκεκλημένος. Αντί για κάποιον από τους πολλούς παγκόσμιους αναβάτες-ήρωες που η KTM έχει δεμένους με συμβόλαια και ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους ζητήσει να παρευρεθούν σε κάποιο μεγάλο εταιρικό event, όπως το Adventure Rally που στο επόμενο τεύχος θα έχουμε αναλυτικό ρεπορτάζ μέσα από την συμμετοχή μας, επέλεξαν φέτος τον Joey, κι ευτυχώς που το έκαναν. Το να σου λέει ο Jeffrey Herlings πώς κατάφερε να πάρει άλλον έναν τίτλο στο MX πριν μπει στην λαχανή Lamborghini τονίζει το «εγώ σου» γιατί αισθάνεσαι μέρος μίας δυνατής ομάδας ως κάτοχος μοτοσυκλέτας της μάρκας, αλλιώς πρέπει να είσαι προσκεκλημένος δημοσιογράφος για να είσαι σε αυτό το Rally, χωρίς όμως να σου προσφέρει κάτι περισσότερο. Όπως η ιστορία του Joey και ο χαρισματικός τρόπος που την εξιστορεί. Θα την συνοψίσω χωρίς πολλά spoilers, με τον τίτλο του βιβλίου του να λέει από μόνος του την αρχή και το τέλος: From Para to Dakar. Από ανάπηρος λοιπόν, στην κατάκτηση του Dakar!

Ο Joey παντρεύτηκε μικρός και μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε 4(!) κόρες μέχρι να αποφασίσει πως είναι προτιμότερο να οδηγεί περισσότερο. Δικά του λόγια. Κέρδιζε ήδη αγώνες Enduro στην Ν. Αφρική και όνειρό του ήταν να φτάσει στο Dakar και γιατί όχι, να κερδίσει κιόλας. Η ενασχόλησή του με το άθλημα έγινε πιο έντονη και ένα ωραίο πρωί, αυτός και άλλοι είκοσι αναβάτες διέσχιζαν μία απλή διαδρομή μέχρι να συνεχίσουν σε μία ειδική που είναι και το τελευταίο πράγμα που θυμάται από το περιστατικό. Ξύπνησε έχοντας κόσμο πάνω από το κεφάλι του, χωρίς δόντια, το πρόσωπό του παραμορφωμένο και τα πόδια του σε μία αφύσικη στάση χωρίς να τα νιώθει καθόλου. Ο Γολγοθάς του μόλις ξεκινούσε. Οι γιατροί του ανακοινώνουν πως έχει ολοκληρωτική αναπηρία από την μέση και κάτω, που σημαίνει πως όχι μόνο δεν θα μπορέσει να ξανά περπατήσει, αλλά ούτε να χωνέψει το φαγητό του ακόμη. Θα πρέπει να είναι σε καροτσάκι με καθετήρες για την υπόλοιπη ζωή του.

Ο Joey αρνήθηκε να το πιστέψει. Είπε πως το όνειρό του ήταν το Dakar και σε αυτό ακριβώς θα έτρεχε μία ημέρα. Οι επόμενες βέβαια ημέρες και μήνες τον έκαναν να νιώσει την πικρή αλήθεια, καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου και με αλλεπάλληλα χειρουργεία για τα υπόλοιπα τραύματα καθώς η σπονδυλική του στήλη δεν μπορούσε να διορθωθεί. Κοιμόταν και ξυπνούσε με το όνειρο του Dakar και ξαφνικά μία ημέρα μπόρεσε να κουνήσει το μεγάλο δάχτυλο του ενός ποδιού! Φώναξε τους γιατρούς με όλη την δύναμη της φωνής του και τους έδειξε αυτό που μπορούσε να κάνει. Το πόρισμα πλέον άλλαζε σε μερική παράλυση, πράγμα σπάνιο αλλά και δύσκολο να γίνει και έμπαινε για νέο χειρουργείο, από το οποίο βγήκε έχοντας χάσει εκ νέου κάθε αίσθηση, αλλά όχι το κουράγιο του. Μερικές ημέρες μετά, το πολλά υποσχόμενο κούνημα του δάχτυλου επέστρεψε, και τους επόμενους μήνες κατάφερε να κάνει το πρώτο του βήμα στηρίζοντας το βάρος του στις μπάρες ενός διαδρόμου. Είχε πολύ δρόμο μπροστά του για να βγει από το νοσοκομείο και μόνο, ωστόσο σκεφτόταν ένα και μόνο πράγμα, το Dakar! O Joey είναι πεπεισμένος πως χωρίς αυτό τον στόχο, εκείνο το δάχτυλο δεν θα είχε κουνηθεί ποτέ και θα ήταν ακόμη και σήμερα καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο μπορεί με το ζόρι να περπατήσει και σε καμία περίπτωση να καβαλήσει, αλλά ωστόσο το επιχειρεί, μόνο και μόνο για να καταλάβει πως το όνειρό του είναι πολύ μακρινό και δεν θα μπορέσει ποτέ να αγωνιστεί. Περνά μερικές βδομάδες κατάθλιψης μέχρι που η σύζυγός του λέει να καβαλήσει την μοτοσυκλέτα, να φύγει και να επιστρέψει ο άνθρωπος που παντρεύτηκε. Ο Joey φεύγει μόνος του στην άγρια φύση της Αφρικής, κατασκηνώνει, ταξιδεύει και επιστρέφει με πλάνο να δηλώσει συμμετοχή στο Dakar που σημαίνει πως θα πρέπει να πάρει μέρος σε μερικά πολυήμερα Rally καθώς και σε διεθνείς οργανώσεις για να έχει δικαίωμα και μόνο να κάνει την αίτηση. Μαντέψτε τι έγινε στο πρώτο Rally που πήρε μέρος. Ναι, είχε ατύχημα χτυπώντας σοβαρά στο χέρι του και περνώντας άλλους έξι μήνες στο νοσοκομείο. Δεν το έβαλε όμως κάτω! Σε κάθε αγώνα που έπαιρνε μέρος ο Joey είτε έσπαγε την μοτοσυκλέτα του, είτε το κεφάλι του, βάζοντας σακούλα σε μία από τις περιπτώσεις για να μην κολλάνε τα ράμματα στο κράνος. Και συνέχιζε, μέχρι που συμπλήρωσε το βιογραφικό του και έστειλε την αίτηση για το Dakar του 2017 όπου και πήρε θετική απάντηση! Ξεκινά η αγωνιώδης προσπάθεια της οικογένειας να τον βοηθήσει να μαζέψει 100.000 δολάρια τα οποία δεν είχαν, και το καταφέρνουν όλοι μαζί μέσα σε έξι μήνες! Οι κόρες του πουλάνε μπλουζάκια και αναμνηστικά όσο εκείνος δίνει ομιλίες και διαλέξεις, κάνουν τις σερβιτόρες, τις διοργανώτριες, τις βοηθούς και στο τέλος η οικογένεια του βάζει δύο όρους: Να μην πεθάνει στο Dakar και να μην διανοηθεί να εγκαταλείψει ό,τι και να γίνει, ώστε να ολοκληρωθεί ο σκοπός του για να μπορέσει η οικογένεια να προσπεράσει εκείνο που του συνέβη δέκα χρόνια πριν και να πάει παρακάτω! Ο Joey χρειάζεται ακόμη καθετήρα, όπως και πάντα θα χρειάζεται, περπατά με δυσκολία, δεν ιδρώνει από την μέση και κάτω που σημαίνει πως το σώμα του δεν αποβάλει θερμότητα όπως θα έπρεπε αλλά τίποτα από αυτά δεν θα τον σταματήσει από το να πάρει μέρος. Κάθε μέρα στο Dakar φλερτάρει με την εγκατάλειψη, σωματικά και πνευματικά, μέχρι που την 12η και προτελευταία ημέρα, ένας από τους κορυφαίους αγωνιζόμενος με αυτοκίνητο, δεν έχει σημαία ποιος, πατάει την μοτοσυκλέτα του Joey, παραλίγο και τον ίδιο, μην αφήνοντας άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει. Το έκανε για μερικές ώρες. Μετά έβγαλε τα εργαλεία της μοτοσυκλέτας του και αποφάσισε να συνεχίσει έχοντας 660km να καλύψει εκείνη την ημέρα. Τι βρήκε λίγο παρακάτω; Μία ίδια μοτοσυκλέτα που ο αναβάτης της είχε σπάσει τα χέρια του. Περιμένοντας το ελικόπτερο να τον πάρει, είπε στον Joey να ξηλώσει ότι χρειαζόταν και να συνεχίσει! Έφτασε δυο ώρες πριν την έναρξη του επόμενου και τελευταίου stage, κοιμήθηκε μία ώρα, καβάλησε την ίδια μοτοσυκλέτα και τερμάτισε μέσα στην εικοσάδα γενικής! From Para to Dakar: Μία ιστορία για την ζωή, με επίκεντρο την μοτοσυκλέτα…

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...