Editorial 621 - Η εξέλιξη του είδους έχει και βήματα προς τα πίσω

Από το

motomag

1/8/2021

Τα τελευταία χρόνια στους αγώνες όσα δυστυχήματα και ατυχήματα με σοβαρούς τραυματισμούς συμβαίνουν, έχουν κατά συντριπτική πλειοψηφία ένα κοινό παρονομαστή, οι αναβάτες χτυπούν μεταξύ τους ή δέχονται το μοιραίο χτύπημα από άλλους αναβάτες που δεν έχουν καταφέρει να τους αποφύγουν. Έχουμε πλέον εξελίξει τον εξοπλισμό ασφαλείας που φορά κάποιος σε βαθμό πρωτόγνωρο για άλλες εποχές, αερόσακους που αντιλαμβάνονται σε κλάσματα δευτερολέπτου αν πρόκειται να πέσεις και η μοτοσυκλέτα να μην σηκώνεται, από το αν θα πέσεις και η μοτοσυκλέτα θα μπορεί να συνεχίσει, οπότε δεν θα πρέπει να ενεργοποιηθεί για να μπορέσεις να συνεχίσεις! Τα κράνη αντέχουν πολλά “G” και οι περισσότεροι από όσους βλέπουν αγώνες ακόμη προσπαθούν να καταλάβουν την διαφορά των “G” που δέχεται ο πιλότος και χάνει τις αισθήσεις του με ελάχιστα, από τα δεκάδες που μετρούν οι στολές των αναβατών σε κάθε πτώση. Κι ο κόσμος μπερδεύεται διότι πολύ απλά τώρα άρχισε να γίνεται αποδέκτης αυτής της πληροφορίας και δεν γνωρίζει πώς να την αξιολογήσει!

Παράλληλα και ταυτόχρονα, οι πίστες έχουν αποκτήσει άσφαλτο για να μπορέσεις να διορθώσεις, παγίδες για να σταματήσεις όταν δεν θα καταφέρεις να διορθώσεις και τέλος τοίχο να σε σταματήσει κάπως καλύτερα όταν δεν θα αρκεί και η παγίδα. Πέφτεις με πολλά και γλιτώνεις χωρίς κανένα τραυματισμό ή πολύ πιο ανώδυνα από εκείνο που θα μπορούσε να συμβεί με παλαιότερη χάραξη. Και κάθε έξοδος, κάθε ατύχημα γίνεται αμέσως και μάθημα για να διορθωθεί η κάθε πίστα ακόμη περισσότερο.

Και μετά είναι τα ηλεκτρονικά. Εκείνα που θα προσπαθήσουν να μειώσουν τις πιθανότητες να συμβούν όλα τα παραπάνω, όμως προσέξτε, δεν είναι αυτός ο σκοπός που δημιουργήθηκαν. Δεν είναι η ασφάλεια τους το πρώτο μέλημα, η χρήση τους έχει παρεξηγηθεί από την πλειοψηφία. Τα ηλεκτρονικά είναι εκεί για να πηγαίνουν οι αναβάτες γρηγορότερα. Να κάνουν περισσότερους γύρους κοντά στο όριο και να μην παρουσιάζουν τεράστιες αυξομειώσεις από την αρχή και μέχρι το τέλος του αγώνα. Σε παρόμοια κουβέντα με τον Freddie «Fast» Spenser λίγο πριν αναλάβει πρόεδρος των κριτών στα MotoGP, είχε αναφερθεί σε συζήτηση με τον Rossi σχετικά με τα ηλεκτρονικά της νέας εποχής, ως αναβάτες που ξέρουν πολύ καλά το πριν, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να έχουν την απόδοση των σημερινών μοτοσυκλετών χωρίς την συνδρομή τους! Διότι η σύγκριση ιπποδύναμης και βάρους που γίνεται με εκπροσώπους της μεγάλης κατηγορίας από μία παλαιότερη εποχή, δεν έχει καμία υπόσταση, από την στιγμή που τώρα καλείσαι να κάνεις έναν αγώνα στο όριο πολύ καλύτερων ελαστικών, μέσα σε πίστες που επιτρέπουν πολύ καλύτερο ρυθμό. Τα ηλεκτρονικά τους βοηθούν να είναι συνέχεια πολύ πιο κοντά στο όριο κι αν μπορούσαν να αντικαταστήσουν ικανότητες, τότε δεν θα χαιρόμασταν τους αγώνες τόσο πολύ όπως συμβαίνει τώρα.

Όλη αυτή η εξέλιξη όμως έχει φέρει και τους αναβάτες πιο κοντά από κάθε άλλη φορά με την εκπαίδευσή τους να ξεκινά πιο νωρίς από κάθε άλλη φορά. Μην βιαστείτε να πείτε πως παλιά οδηγούσαν όλοι μαζί μπουλούκι, διότι ναι έτσι ήταν. Αλλά με άλλες συνθήκες από τις σημερινές. Όπως όλες οι μορφές του αθλητισμού, έτσι και ο μηχανικός αθλητισμός δεν υποβάλλει σε κάποιο λάθος όταν ξεκινά από νεαρή ηλικία. Η εξέλιξη κάθε αθλήματος έρχεται από τον πρωταθλητισμό και τέτοιοι είναι οι άνθρωποι που αφοσιώνονται και κάνουν μόνο αυτό στην ζωή τους. Άλλες θυσίες έπρεπε να κάνουμε εμείς, μου είχε πει ο Spencer κι άλλες οι τωρινοί αναβάτες. Κανείς δεν μπορεί να κάνει άμεσες συγκρίσεις του τότε με το σήμερα. Και σήμερα ξεκινάς από νωρίς για να φτάσεις εκεί που είναι οι άλλοι.

Κι όλα αυτά μας έχουν φέρει σε σκηνικά όπως της Μοτο3 και Moto2 που είναι εξαιρετικά να τα βλέπεις από έξω αλλά ανεβάζουν κατά πολύ τον κίνδυνο. Και όσο όλα αυτά τα παραπάνω πεδία εξέλιξης προχωρούν και προς τα κάτω, σε άλλα εθνικά πρωταθλήματα που λειτουργούν ως βάσει για τα MotoGP, ο κίνδυνος μεταφέρεται και σε αυτά. Πρόσφατο τραγικό γεγονός ο θάνατος του 14χρουνου Hugo Millan στον αγώνα της πίστας Aragon για το FIM Repsol CEV. Φοβερή πίστα, φοβερά ελαστικά, φοβερές μοτοσυκλέτες και μία συστάδα νέων αναβατών που όλοι τους οδηγούσαν μαζί γιατί αυτό δημιουργούν τέτοιες φοβερές συνθήκες: Μία θερμοκοιτίδα για στενό ανταγωνισμό – και στον μηχανικό αθλητισμό ο στενός ανταγωνισμός φέρνει και ατυχήματα. Πολλές φορές ανάγονται και σε δυστυχήματα και όσο πιο νέος είναι ο αθλητής, τόσο πιο τραγικό και το γεγονός. Ας σκεφτούμε και μία στιγμή τον συνομήλικό του που έπεσε επάνω του. Δεν είναι ούτε Colin Edwards ούτε Valentino Rossi να αποχαιρετήσουν τον Marco Simoncelli γνωρίζοντας πως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να τον αποφύγουν. Πρέπει να ζήσει με κάτι που χαρακτηρίζεται από όλους τραγικό αθλητικό συμβάν, αλλά ο ίδιος το βλέπει διαφορετικά. Η εξέλιξη έχει αυξήσει την ασφάλεια σε πρωτόγνωρο βαθμό σε όλα τα πεδία που έπασχαν οι αγώνες μέχρι τώρα. Από τον εξοπλισμό και τις πίστες μέχρι και τις μοτοσυκλέτες. Χρειάζεται τελείως διαφορετική προσέγγιση από εδώ και πέρα και περεταίρω εξέλιξη της τεχνολογίας για να περιορίσουμε κι αυτό το φαινόμενο. Ένα ηλεκτρονικό, ασύρματο kill switch, έχει ήδη πέσει σαν ιδέα. Θα καταστρέφει τον αγώνα όσων ακολουθούν αλλά αυτό είναι ελάχιστος φόρος. Αν υπήρχε τρόπος να μην οδηγεί σε νέο ατύχημα θα είχε βρει υποστηρικτές. Προς το παρόν λοιπόν δεν είμαστε μπροστά σε τεχνολογία. Είμαστε πίσω…

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...