Editorial 615 - Ο μύθος της φθήνιας…

x
Από το

motomag

1/2/2021

Πολλά χρόνια πίσω όταν κλείναμε την πρώτη δεκαετία, γυρίστε δηλαδή εικοσιπέντε παλαιότερα, αναρωτιόταν -και στην συνέχεια ανέλυε- ο Χρίστος Χατζάρας αν το φθηνό είναι σκουπίδι. Και φανταστείτε πως τότε το μέτρο που όριζε τι θεωρείται φθηνό με βάση αυτά που έχει πάνω του, ήταν να διαθέτει δισκόφρενα, μίζα, κλειδαριά-διακόπτη και… σχάρα! Ναι, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυτή ήταν η τεχνολογία που αναζητούσαν οι καταναλωτές, όταν διαμαρτύρονταν για το DR ζητώντας να έχει μίζα! Μία μίζα που αν υποθέσουμε πως κόστιζε 15.000 δραχμές, μπορούσε να αυξήσει πολλαπλάσια την τιμή του μοντέλου, γιατί ενώ η μαζική αγορά ρίχνει την τιμή ενός ανταλλακτικού, η μαζική του τοποθέτηση, εξέλιξη, μελέτη, δοκιμή και πιστοποίηση, καταλήγει να την αυξάνει. Αφορμή για εκείνον τον προβληματισμό τότε, ήταν ένα τεράστιο συγκριτικό 11 μοτοσυκλετών ανεξαρτήτου κατηγορίας με βάση την τιμή: Έπρεπε να κάνουν κάτω από ένα εκατομμύριο δραχμές. Ένα συγκριτικό που οδηγώντας τες για να φωτογραφηθούν, έμοιαζαν σαν να κάνουν μηχανοκίνητη πορεία σπάζοντας το φράγμα για το μεγαλύτερο συγκριτικό μοτοσυκλετών στην Ελλάδα. Οι ομοιότητες με το σήμερα ξεκινούν από το γεγονός πως τα μεγάλα συγκριτικά εξακολουθούν να είναι για εμάς κομμάτι της δουλειάς μας και υποχρέωση απέναντι σε εσάς, κι ακόμη και σήμερα, όταν τα πραγματοποιούμε μας κοιτάνε λες και βλέπουν κάποια πορεία… Μέχρι πρόσφατα και πριν τις απαγορεύσεις, σπάνια έβλεπες 11 μοτοσυκλέτες μαζεμένες να ταξιδεύουν, μία εικόνα που η παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει φροντίσει να εκλείψει. Η άλλη ομοιότητα με το σήμερα είναι η εξίσου μεγάλη ανάγκη για φθηνές μοτοσυκλέτες που αποδίδουν. Οι διαφορές από εκεί και πέρα είναι τεράστιες. Διότι δεν συζητάμε να έχουν δισκόφρενα και σχάρα ή μίζα, αλλά ABS, ηλεκτρονικά που δεν βγάζουν προβλήματα, χαμηλή κατανάλωση και ταυτόχρονα ίππους, και πολλούς.

Υποχρέωση του καταναλωτή να ζητάει περισσότερα, αλλοίμονο αν έμενε στάσιμα ικανοποιημένος, και αναγκαίο επίσης να ψάχνει καλύτερα τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μπροστά του. Αυτό το τελευταίο γίνεται ολοένα και δυσκολότερο βέβαια, ιδιαίτερα για τους μη-αναγνώστες. Κάποτε το πρόβλημα ήταν να έχει δισκόφρενα, τώρα το ζήτημα είναι ποιος δίνει εντολή σε αυτά τα δισκόφρενα και πώς τα ελέγχει κάτω από όλες τις συνθήκες. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά έχουν πάψει να καταδεικνύουν την πραγματική αξία μίας μοτοσυκλέτας, έχουμε ιαπωνικές με πλαστικά που δεν έβλεπες ούτε το ’90, ευρωπαϊκές με προβλήματα και κινέζικες που προσπαθούν να σε δελεάσουν με τον όγκο και μόνο. Κι αυτό το τελευταίο, ο όγκος σε συνδυασμό με το πόσα δίνεις, τραβάει τον Έλληνα από την μύτη με μεγάλη ευκολία. Στα σουπερμάρκετ των μεγάλων ευκαιριών και χαμηλών τιμών, εκείνα που σε αναγκάζουν να ακολουθείς συγκεκριμένη διαδρομή για να πάρεις περισσότερα, θα βρεις σοκολατάκια σε συσκευασία επί δέκα με τιμή μείον δέκα από τα "κανονικά". Δικαίωμα επιλογής έχει ο καθένας για το τι θα πάρει τελικά, το πρόβλημα ξεκινά όταν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι όλα ίδια και εκείνος βρήκε την μεγάλη ευκαιρία. Ακριβώς γιατί η επιλογή πλέον έχει γίνει δύσκολη, ακριβώς γιατί εκεί έξω υπάρχουν όλα, καλά και κακά και ξεχωρίζουν και δύσκολα, έχουμε καταλήξει να υπάρχουν στρατόπεδα. Αποσύρεται κάποιος από την διαδικασία της επιλογής κι απλά αποφασίζει να στηρίξει αυτό που πήρε. Με πάθος μάλιστα! Μου στέλνει πρόσφατα κάποιος ένα μήνυμα ρωτώντας αν μία on-off, δεν έχει σημασία ποια, είναι καλή για δικάβαλα ταξίδια. Του απάντησα την αλήθεια, πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας για τον συγκριμένο σκοπό. Και συνέχισε τότε λέγοντας πως είναι γυμνασμένοι με την σύντροφο, πως ονειρεύεται να την έχει από κάτω και άλλα πολλά που έδειχναν το αυτονόητο: είχε πάψει να το ψάχνει κι απλά ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του. Το μήνυμα ήταν για να την δικαιολογήσει και στον εαυτό του. Ρωτώντας όμως τους ανθρώπους του ΜΟΤΟ θα πάρεις την αλήθεια, ο πωλητής είναι εκείνος που θα σου πει εκείνο που χρειάζεται να ακούσεις για να κάμψει και την τελευταία αντίσταση, εκείνη που εσύ ο ίδιος θέλεις να πάψει να σε απασχολεί! Εμείς πωλητές δεν είμαστε, άρα θα πρέπει να βολευτείς με την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, για να κάνεις μία συνειδητή επιλογή, την οποία και δεν θα χρειάζεται να δικαιολογήσεις. Τι πιο όμορφο από αυτό; Αντιθέτως όμως έχουμε στρατόπεδα και ισάξιες απόψεις για το ποια είναι "καλύτερη" με τα μοντέλα που κυκλοφορούν εκεί έξω! Βρείτε όποιο θέλετε, θα υπάρχει πάντα εκείνος που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως είναι η καλύτερη. Στο μεταξύ υπάρχουν και οι "φωνές" που λειτουργούν ως διαφημιστές αλλά λένε πως κάνουν την ίδια δουλειά με εμάς, δημοσιεύοντας παρουσιάσεις όπου επίσης είναι μυστηριωδώς "Όλα Καλά"! Χαρακτηριστικό παράδειγμα μία μεγάλη παντός δρόμου μοτοσυκλέτα για την οποία γράφαμε πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας και αμέσως μετά όλοι οι υπόλοιποι δημοσίευαν αναλύσεις επί αναλύσεων για το πόσο καλή είναι. Η διαφήμιση βγάζει μάτια, όπως μάτια βγάζουν και οι στρατευμένοι οπαδοί. Κι όσο τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η βοή αυτή. Ένα είναι το σημαντικό: Όπως και τότε έτσι και τώρα, το φθηνό σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να είναι σκουπίδι! Και όχι μόνο αυτό, αλλά το φθηνό μπορεί να είναι και καλύτερο από το ακριβό! Απλά θέλει ακόμη περισσότερο ψάξιμο κι έντονο φιλτράρισμα όλων αυτών που μεταδίδονται…

 

 

 

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;