Editorial 615 - Ο μύθος της φθήνιας…

x
Από το

motomag

1/2/2021

Πολλά χρόνια πίσω όταν κλείναμε την πρώτη δεκαετία, γυρίστε δηλαδή εικοσιπέντε παλαιότερα, αναρωτιόταν -και στην συνέχεια ανέλυε- ο Χρίστος Χατζάρας αν το φθηνό είναι σκουπίδι. Και φανταστείτε πως τότε το μέτρο που όριζε τι θεωρείται φθηνό με βάση αυτά που έχει πάνω του, ήταν να διαθέτει δισκόφρενα, μίζα, κλειδαριά-διακόπτη και… σχάρα! Ναι, στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αυτή ήταν η τεχνολογία που αναζητούσαν οι καταναλωτές, όταν διαμαρτύρονταν για το DR ζητώντας να έχει μίζα! Μία μίζα που αν υποθέσουμε πως κόστιζε 15.000 δραχμές, μπορούσε να αυξήσει πολλαπλάσια την τιμή του μοντέλου, γιατί ενώ η μαζική αγορά ρίχνει την τιμή ενός ανταλλακτικού, η μαζική του τοποθέτηση, εξέλιξη, μελέτη, δοκιμή και πιστοποίηση, καταλήγει να την αυξάνει. Αφορμή για εκείνον τον προβληματισμό τότε, ήταν ένα τεράστιο συγκριτικό 11 μοτοσυκλετών ανεξαρτήτου κατηγορίας με βάση την τιμή: Έπρεπε να κάνουν κάτω από ένα εκατομμύριο δραχμές. Ένα συγκριτικό που οδηγώντας τες για να φωτογραφηθούν, έμοιαζαν σαν να κάνουν μηχανοκίνητη πορεία σπάζοντας το φράγμα για το μεγαλύτερο συγκριτικό μοτοσυκλετών στην Ελλάδα. Οι ομοιότητες με το σήμερα ξεκινούν από το γεγονός πως τα μεγάλα συγκριτικά εξακολουθούν να είναι για εμάς κομμάτι της δουλειάς μας και υποχρέωση απέναντι σε εσάς, κι ακόμη και σήμερα, όταν τα πραγματοποιούμε μας κοιτάνε λες και βλέπουν κάποια πορεία… Μέχρι πρόσφατα και πριν τις απαγορεύσεις, σπάνια έβλεπες 11 μοτοσυκλέτες μαζεμένες να ταξιδεύουν, μία εικόνα που η παρατεταμένη οικονομική ύφεση έχει φροντίσει να εκλείψει. Η άλλη ομοιότητα με το σήμερα είναι η εξίσου μεγάλη ανάγκη για φθηνές μοτοσυκλέτες που αποδίδουν. Οι διαφορές από εκεί και πέρα είναι τεράστιες. Διότι δεν συζητάμε να έχουν δισκόφρενα και σχάρα ή μίζα, αλλά ABS, ηλεκτρονικά που δεν βγάζουν προβλήματα, χαμηλή κατανάλωση και ταυτόχρονα ίππους, και πολλούς.

Υποχρέωση του καταναλωτή να ζητάει περισσότερα, αλλοίμονο αν έμενε στάσιμα ικανοποιημένος, και αναγκαίο επίσης να ψάχνει καλύτερα τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μπροστά του. Αυτό το τελευταίο γίνεται ολοένα και δυσκολότερο βέβαια, ιδιαίτερα για τους μη-αναγνώστες. Κάποτε το πρόβλημα ήταν να έχει δισκόφρενα, τώρα το ζήτημα είναι ποιος δίνει εντολή σε αυτά τα δισκόφρενα και πώς τα ελέγχει κάτω από όλες τις συνθήκες. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά έχουν πάψει να καταδεικνύουν την πραγματική αξία μίας μοτοσυκλέτας, έχουμε ιαπωνικές με πλαστικά που δεν έβλεπες ούτε το ’90, ευρωπαϊκές με προβλήματα και κινέζικες που προσπαθούν να σε δελεάσουν με τον όγκο και μόνο. Κι αυτό το τελευταίο, ο όγκος σε συνδυασμό με το πόσα δίνεις, τραβάει τον Έλληνα από την μύτη με μεγάλη ευκολία. Στα σουπερμάρκετ των μεγάλων ευκαιριών και χαμηλών τιμών, εκείνα που σε αναγκάζουν να ακολουθείς συγκεκριμένη διαδρομή για να πάρεις περισσότερα, θα βρεις σοκολατάκια σε συσκευασία επί δέκα με τιμή μείον δέκα από τα "κανονικά". Δικαίωμα επιλογής έχει ο καθένας για το τι θα πάρει τελικά, το πρόβλημα ξεκινά όταν προσπαθεί να μας πείσει πως είναι όλα ίδια και εκείνος βρήκε την μεγάλη ευκαιρία. Ακριβώς γιατί η επιλογή πλέον έχει γίνει δύσκολη, ακριβώς γιατί εκεί έξω υπάρχουν όλα, καλά και κακά και ξεχωρίζουν και δύσκολα, έχουμε καταλήξει να υπάρχουν στρατόπεδα. Αποσύρεται κάποιος από την διαδικασία της επιλογής κι απλά αποφασίζει να στηρίξει αυτό που πήρε. Με πάθος μάλιστα! Μου στέλνει πρόσφατα κάποιος ένα μήνυμα ρωτώντας αν μία on-off, δεν έχει σημασία ποια, είναι καλή για δικάβαλα ταξίδια. Του απάντησα την αλήθεια, πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας για τον συγκριμένο σκοπό. Και συνέχισε τότε λέγοντας πως είναι γυμνασμένοι με την σύντροφο, πως ονειρεύεται να την έχει από κάτω και άλλα πολλά που έδειχναν το αυτονόητο: είχε πάψει να το ψάχνει κι απλά ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί την επιλογή του. Το μήνυμα ήταν για να την δικαιολογήσει και στον εαυτό του. Ρωτώντας όμως τους ανθρώπους του ΜΟΤΟ θα πάρεις την αλήθεια, ο πωλητής είναι εκείνος που θα σου πει εκείνο που χρειάζεται να ακούσεις για να κάμψει και την τελευταία αντίσταση, εκείνη που εσύ ο ίδιος θέλεις να πάψει να σε απασχολεί! Εμείς πωλητές δεν είμαστε, άρα θα πρέπει να βολευτείς με την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, για να κάνεις μία συνειδητή επιλογή, την οποία και δεν θα χρειάζεται να δικαιολογήσεις. Τι πιο όμορφο από αυτό; Αντιθέτως όμως έχουμε στρατόπεδα και ισάξιες απόψεις για το ποια είναι "καλύτερη" με τα μοντέλα που κυκλοφορούν εκεί έξω! Βρείτε όποιο θέλετε, θα υπάρχει πάντα εκείνος που διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως είναι η καλύτερη. Στο μεταξύ υπάρχουν και οι "φωνές" που λειτουργούν ως διαφημιστές αλλά λένε πως κάνουν την ίδια δουλειά με εμάς, δημοσιεύοντας παρουσιάσεις όπου επίσης είναι μυστηριωδώς "Όλα Καλά"! Χαρακτηριστικό παράδειγμα μία μεγάλη παντός δρόμου μοτοσυκλέτα για την οποία γράφαμε πως είναι η χειρότερη της κατηγορίας και αμέσως μετά όλοι οι υπόλοιποι δημοσίευαν αναλύσεις επί αναλύσεων για το πόσο καλή είναι. Η διαφήμιση βγάζει μάτια, όπως μάτια βγάζουν και οι στρατευμένοι οπαδοί. Κι όσο τα πράγματα γίνονται πιο σύνθετα, πιο πολύπλοκα, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η βοή αυτή. Ένα είναι το σημαντικό: Όπως και τότε έτσι και τώρα, το φθηνό σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να είναι σκουπίδι! Και όχι μόνο αυτό, αλλά το φθηνό μπορεί να είναι και καλύτερο από το ακριβό! Απλά θέλει ακόμη περισσότερο ψάξιμο κι έντονο φιλτράρισμα όλων αυτών που μεταδίδονται…

 

 

 

 

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.