Editorial 607 - Στροφή στην μοτοσυκλέτα!

Από το

motomag

1/6/2020

Το πρόβλημα σε αυτή την χώρα ήταν πάντα οι πολλές φωνές. Ποτέ δεν είχαμε λίγες ή απουσία άποψης που να δείχνει πως στερεύουμε, αδυνατίζουμε και γινόμαστε εύκολα θύματα της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν μιλάω γενικά, αν και ισχύει με άνεση ως γενικός κανόνας σε αυτή την χώρα. Αναφέρομαι ωστόσο συγκεκριμένα στην μοτοσυκλέτα. Λέμε χρόνια στο ΜΟΤΟ πως τα διπλώματα πρέπει να εξισωθούν με την υπόλοιπη Ευρώπη και δεχόμαστε δύο ειδών αντιδράσεις. Θετικές κατά πλειοψηφία -ευτυχώς- και κάποιες αρνητικές που τις έχουμε χωρίσει σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη είναι από συμφέρον, η δεύτερη από την βαθιά ανάγκη για αντιπαράθεση, που ως βαλκάνιοι είναι πάντα ο αφρός σε οποιαδήποτε μπύρα κι αν πίνουμε. Έτσι λοιπόν αντίθεση στην εξίσωση των διπλωμάτων φέρνει μερίδα εκπαιδευτών που πιστεύουν πως έτσι θα χάσουν έσοδα και αντίδραση για την αντίδραση έρχεται από μερίδα υπερευαίσθητων που νομίζουν πως έτσι θα αυξηθούν τα ατυχήματα. Είναι και οι δύο λάθος κι ευτυχώς αποτελούν μειοψηφία. Τα έσοδα για τους εκπαιδευτές οδήγησης θα αυξηθούν, γιατί θα μεγαλώσει αυτομάτως το ποσοστό μοτοσυκλετιστών στη χώρα, που θα πηγαίνουν για το επόμενο σκαλοπάτι στην άδεια. Αυτό έχει δείξει το παράδειγμα των υπόλοιπων χωρών, αλλά δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να το καταλάβετε από την εικόνα που είχαν πριν την καραντίνα τα σημεία που διενεργούνται εξετάσεις: Ένα σωρό έμπειροι αναβάτες με τις προσωπικές τους μοτοσυκλέτες που ενώ οδηγούν για χρόνια, δεν είχαν βγάλει ποτέ δίπλωμα. Νομίζει κανείς πως αυτή είναι μία εικόνα του παρελθόντος αλλά συμβαίνει τώρα, το 2020 στην Ελλάδα, στην Ευρώπη δηλαδή που δεν νοείται να υπάρχει ανασφάλιστο όχημα. Τονίζω το πριν την καραντίνα γιατί υπάρχει δικαιολογία για το μετά, και την απουσία εξετάσεων αυτό το διάστημα. Κάποιος όμως που οδηγεί για χρόνια χωρίς δίπλωμα το δικύλινδρο 650 ή 900 δεν του φταίει η καραντίνα που δεν έβγαλε δίπλωμα. Η εικόνα μπροστά στο Υπουργείο Μεταφορών που γίνονται οι εξετάσεις είναι αποκαρδιωτική για το ποσοστό έμπειρων αναβατών που βγάζουν δίπλωμα πρακτικά με το ζόρι, ενώ οδηγούν για χρόνια στους δημόσιους δρόμους. Και η κουβέντα μας με τους εκπαιδευτές οδήγησης το επιβεβαιώνει. Η βασική δικαιολογία για όσους οδηγούν χωρίς δίπλωμα, είναι η ίδια που υπάρχει και για το κράνος και τον υπόλοιπο εξοπλισμό αναβάτη. «Είχα λεφτά μόνο για μοτοσυκλέτα». Που μεταφράζεται καλύτερα σε «πήρα εκείνη που ήθελα, όχι εκείνη που θα έπρεπε αν έβλεπα το κόστος συνολικά: Δίπλωμα / Κράνος / Μπουφάν / Γάντια / Μποτάκια». Θα βάλει και εξάτμιση όμως, πριν πάρει τα παραπάνω, εκεί θα πάει η επόμενη επένδυση!

Η άλλη μορφή αντίδρασης είναι αυτή που αγνοεί πως όλοι οι παραπάνω είναι ήδη κομμάτι των ελληνικών δρόμων, από τα πλέον επικίνδυνα αν εμπλακείς σε ατύχημα μαζί τους. Ζητώντας ακόμη περισσότερα μαθήματα. Δηλαδή η μερίδα αυτή θέλει να γιγαντωθεί το πρόβλημα περισσότερο, καθώς περισσότερα μαθήματα σημαίνει μεγαλύτερο κόστος που είναι και ο βασικός λόγος που βλέπουμε νεαρούς χωρίς δίπλωμα. Με τα μαθήματα δεν έγινε κανείς οδηγός. Με τον σωστό έλεγχο όμως αποφεύχθηκαν πολλά. Και έλεγχο σε αυτή την χώρα δεν έχουμε.

Δίχως να ζητά κανείς να ζήσουμε με περισσότερη αστυνόμευση, η αντίληψη του ωχαδερφισμού που επικρατεί εδώ, είναι που πρέπει να νικηθεί. Και στην Αυστρία και στην Γερμανία και στην Ισπανία και την Ιταλία, χώρες που δεν μας μοιάζουν και χώρες με τις οποίες μοιραζόμαστε κοινά στοιχεία, θα «την βγάλεις καθαρή» αν κάνεις μία σούζα ή αν οδηγήσεις γρήγορα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ναι είναι περισσότερο πιθανό συγκριτικά με εδώ, να κερδίσεις μία κλήση για επικίνδυνη οδήγηση στην Ισπανία. Αλλά θα το έχεις κάνει σε ένα δρόμο με απίθανη άσφαλτο όπου οδηγείς συχνότερα γιατί έχεις ζήσει και περισσότερο. Τα τροχαία δυστυχήματα για τους Ισπανούς μοτοσυκλετιστές είναι λιγότερα ανά κάτοικο από ότι στην Ελλάδα. Μην τολμήσεις όμως να βγεις από το σπίτι δίχως κράνος. Δεν θα το κάνεις κανείς, δεν θα το κάνει ούτε και ο πιτσιρικάς που δουλεύει τα καλοκαίρια σε ξενοδοχεία και μπαρ, για να κερδίσει το δικαίωμα στην ιγμορίτιδα το χειμώνα. Δουλεύει τα καλοκαίρια για να αγοράσει μοτοσυκλέτα το χειμώνα και να γυρνά ξεκράνωτος ρουφώντας την μύτη του μέχρι να έρθει η Άνοιξη και η ώρα που θα βγάζει τα μυγάκια από το μάτι του. Κι όλα αυτά, συχνά χωρίς δίπλωμα… Το πρώτο πράγμα που θα πάρει μαζί του αν φύγει από το χωρίο και πάει απέναντι στην Ιταλία για το πρώτο του ταξίδι, είναι το κράνος. Εκεί δεν θα διανοηθεί να καβαλήσει χωρίς. Θα το ξανά βγάλει στην επιστροφή…

Το πρόβλημά μας λοιπόν, δεν είναι αν θα γίνονται πιο αυστηρές εξετάσεις διπλώματος, που έτσι και αλλιώς δεν πιστοποιούν πως ξέρεις να οδηγείς μοτοσυκλέτα. Μεταξύ μας όλοι μας αναγνωρίζουμε πως μαθαίνεις οδηγώντας, όχι κάνοντας σαλιγκάρια σε κορύνες, εκτός κι αν μιλάμε για Gymkhana. Αν έχουμε μία φωνή προς τα έξω, κοινή, τότε μόνο θα μπορέσουμε να αλλάξουμε κάτι προς το καλύτερο. Και το καλύτερο μας το δείχνει το παράδειγμα και η πραγματικότητα, όχι η θεωρεία.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή την στιγμή, κάνουν λόγο για την ανάγκη στροφής στην μοτοσυκλέτα ώστε ο κόσμος να μην μπαίνει στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να μην μποτιλιαρίζεται στους δρόμους. Έφτασαν να συζητούν την διήθηση στην Γερμανία κι εμείς εδώ ακόμη μαλώνουμε μεταξύ μας για το αν κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο δέκα χρόνια, μπορεί με μερικά μαθήματα -και μόνο- να ανέβει σε ένα σκούτερ με έξι - οκτώ άλογα! Και ταυτόχρονα αδιαφορούμε για τον ακράνωτο δεκαεπτάχρονο που δεν πήρε ποτέ του δίπλωμα! Η υπόλοιπη Ευρώπη αναγνωρίζει πως η ιδιωτική μετακίνηση είναι καταρχήν δικαίωμα που πρέπει να διαφυλάξει και έπειτα πως με την μοτοσυκλέτα θα υπάρξει τρόπος να εξασφαλιστεί σε ένα μέλλον με περισσότερα οχήματα στους ήδη πηγμένους δρόμους. Εδώ ας το συζητήσουμε λίγο ακόμη, δεν βαριέσαι, υπάρχει χρόνος μέχρι την επόμενη πανδημία…

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.