Editorial 607 - Στροφή στην μοτοσυκλέτα!

Από το

motomag

1/6/2020

Το πρόβλημα σε αυτή την χώρα ήταν πάντα οι πολλές φωνές. Ποτέ δεν είχαμε λίγες ή απουσία άποψης που να δείχνει πως στερεύουμε, αδυνατίζουμε και γινόμαστε εύκολα θύματα της εκάστοτε κυβέρνησης. Δεν μιλάω γενικά, αν και ισχύει με άνεση ως γενικός κανόνας σε αυτή την χώρα. Αναφέρομαι ωστόσο συγκεκριμένα στην μοτοσυκλέτα. Λέμε χρόνια στο ΜΟΤΟ πως τα διπλώματα πρέπει να εξισωθούν με την υπόλοιπη Ευρώπη και δεχόμαστε δύο ειδών αντιδράσεις. Θετικές κατά πλειοψηφία -ευτυχώς- και κάποιες αρνητικές που τις έχουμε χωρίσει σε δύο υποκατηγορίες. Η πρώτη είναι από συμφέρον, η δεύτερη από την βαθιά ανάγκη για αντιπαράθεση, που ως βαλκάνιοι είναι πάντα ο αφρός σε οποιαδήποτε μπύρα κι αν πίνουμε. Έτσι λοιπόν αντίθεση στην εξίσωση των διπλωμάτων φέρνει μερίδα εκπαιδευτών που πιστεύουν πως έτσι θα χάσουν έσοδα και αντίδραση για την αντίδραση έρχεται από μερίδα υπερευαίσθητων που νομίζουν πως έτσι θα αυξηθούν τα ατυχήματα. Είναι και οι δύο λάθος κι ευτυχώς αποτελούν μειοψηφία. Τα έσοδα για τους εκπαιδευτές οδήγησης θα αυξηθούν, γιατί θα μεγαλώσει αυτομάτως το ποσοστό μοτοσυκλετιστών στη χώρα, που θα πηγαίνουν για το επόμενο σκαλοπάτι στην άδεια. Αυτό έχει δείξει το παράδειγμα των υπόλοιπων χωρών, αλλά δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο για να το καταλάβετε από την εικόνα που είχαν πριν την καραντίνα τα σημεία που διενεργούνται εξετάσεις: Ένα σωρό έμπειροι αναβάτες με τις προσωπικές τους μοτοσυκλέτες που ενώ οδηγούν για χρόνια, δεν είχαν βγάλει ποτέ δίπλωμα. Νομίζει κανείς πως αυτή είναι μία εικόνα του παρελθόντος αλλά συμβαίνει τώρα, το 2020 στην Ελλάδα, στην Ευρώπη δηλαδή που δεν νοείται να υπάρχει ανασφάλιστο όχημα. Τονίζω το πριν την καραντίνα γιατί υπάρχει δικαιολογία για το μετά, και την απουσία εξετάσεων αυτό το διάστημα. Κάποιος όμως που οδηγεί για χρόνια χωρίς δίπλωμα το δικύλινδρο 650 ή 900 δεν του φταίει η καραντίνα που δεν έβγαλε δίπλωμα. Η εικόνα μπροστά στο Υπουργείο Μεταφορών που γίνονται οι εξετάσεις είναι αποκαρδιωτική για το ποσοστό έμπειρων αναβατών που βγάζουν δίπλωμα πρακτικά με το ζόρι, ενώ οδηγούν για χρόνια στους δημόσιους δρόμους. Και η κουβέντα μας με τους εκπαιδευτές οδήγησης το επιβεβαιώνει. Η βασική δικαιολογία για όσους οδηγούν χωρίς δίπλωμα, είναι η ίδια που υπάρχει και για το κράνος και τον υπόλοιπο εξοπλισμό αναβάτη. «Είχα λεφτά μόνο για μοτοσυκλέτα». Που μεταφράζεται καλύτερα σε «πήρα εκείνη που ήθελα, όχι εκείνη που θα έπρεπε αν έβλεπα το κόστος συνολικά: Δίπλωμα / Κράνος / Μπουφάν / Γάντια / Μποτάκια». Θα βάλει και εξάτμιση όμως, πριν πάρει τα παραπάνω, εκεί θα πάει η επόμενη επένδυση!

Η άλλη μορφή αντίδρασης είναι αυτή που αγνοεί πως όλοι οι παραπάνω είναι ήδη κομμάτι των ελληνικών δρόμων, από τα πλέον επικίνδυνα αν εμπλακείς σε ατύχημα μαζί τους. Ζητώντας ακόμη περισσότερα μαθήματα. Δηλαδή η μερίδα αυτή θέλει να γιγαντωθεί το πρόβλημα περισσότερο, καθώς περισσότερα μαθήματα σημαίνει μεγαλύτερο κόστος που είναι και ο βασικός λόγος που βλέπουμε νεαρούς χωρίς δίπλωμα. Με τα μαθήματα δεν έγινε κανείς οδηγός. Με τον σωστό έλεγχο όμως αποφεύχθηκαν πολλά. Και έλεγχο σε αυτή την χώρα δεν έχουμε.

Δίχως να ζητά κανείς να ζήσουμε με περισσότερη αστυνόμευση, η αντίληψη του ωχαδερφισμού που επικρατεί εδώ, είναι που πρέπει να νικηθεί. Και στην Αυστρία και στην Γερμανία και στην Ισπανία και την Ιταλία, χώρες που δεν μας μοιάζουν και χώρες με τις οποίες μοιραζόμαστε κοινά στοιχεία, θα «την βγάλεις καθαρή» αν κάνεις μία σούζα ή αν οδηγήσεις γρήγορα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Ναι είναι περισσότερο πιθανό συγκριτικά με εδώ, να κερδίσεις μία κλήση για επικίνδυνη οδήγηση στην Ισπανία. Αλλά θα το έχεις κάνει σε ένα δρόμο με απίθανη άσφαλτο όπου οδηγείς συχνότερα γιατί έχεις ζήσει και περισσότερο. Τα τροχαία δυστυχήματα για τους Ισπανούς μοτοσυκλετιστές είναι λιγότερα ανά κάτοικο από ότι στην Ελλάδα. Μην τολμήσεις όμως να βγεις από το σπίτι δίχως κράνος. Δεν θα το κάνεις κανείς, δεν θα το κάνει ούτε και ο πιτσιρικάς που δουλεύει τα καλοκαίρια σε ξενοδοχεία και μπαρ, για να κερδίσει το δικαίωμα στην ιγμορίτιδα το χειμώνα. Δουλεύει τα καλοκαίρια για να αγοράσει μοτοσυκλέτα το χειμώνα και να γυρνά ξεκράνωτος ρουφώντας την μύτη του μέχρι να έρθει η Άνοιξη και η ώρα που θα βγάζει τα μυγάκια από το μάτι του. Κι όλα αυτά, συχνά χωρίς δίπλωμα… Το πρώτο πράγμα που θα πάρει μαζί του αν φύγει από το χωρίο και πάει απέναντι στην Ιταλία για το πρώτο του ταξίδι, είναι το κράνος. Εκεί δεν θα διανοηθεί να καβαλήσει χωρίς. Θα το ξανά βγάλει στην επιστροφή…

Το πρόβλημά μας λοιπόν, δεν είναι αν θα γίνονται πιο αυστηρές εξετάσεις διπλώματος, που έτσι και αλλιώς δεν πιστοποιούν πως ξέρεις να οδηγείς μοτοσυκλέτα. Μεταξύ μας όλοι μας αναγνωρίζουμε πως μαθαίνεις οδηγώντας, όχι κάνοντας σαλιγκάρια σε κορύνες, εκτός κι αν μιλάμε για Gymkhana. Αν έχουμε μία φωνή προς τα έξω, κοινή, τότε μόνο θα μπορέσουμε να αλλάξουμε κάτι προς το καλύτερο. Και το καλύτερο μας το δείχνει το παράδειγμα και η πραγματικότητα, όχι η θεωρεία.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτή την στιγμή, κάνουν λόγο για την ανάγκη στροφής στην μοτοσυκλέτα ώστε ο κόσμος να μην μπαίνει στα μέσα μαζικής μεταφοράς και να μην μποτιλιαρίζεται στους δρόμους. Έφτασαν να συζητούν την διήθηση στην Γερμανία κι εμείς εδώ ακόμη μαλώνουμε μεταξύ μας για το αν κάποιος που οδηγεί αυτοκίνητο δέκα χρόνια, μπορεί με μερικά μαθήματα -και μόνο- να ανέβει σε ένα σκούτερ με έξι - οκτώ άλογα! Και ταυτόχρονα αδιαφορούμε για τον ακράνωτο δεκαεπτάχρονο που δεν πήρε ποτέ του δίπλωμα! Η υπόλοιπη Ευρώπη αναγνωρίζει πως η ιδιωτική μετακίνηση είναι καταρχήν δικαίωμα που πρέπει να διαφυλάξει και έπειτα πως με την μοτοσυκλέτα θα υπάρξει τρόπος να εξασφαλιστεί σε ένα μέλλον με περισσότερα οχήματα στους ήδη πηγμένους δρόμους. Εδώ ας το συζητήσουμε λίγο ακόμη, δεν βαριέσαι, υπάρχει χρόνος μέχρι την επόμενη πανδημία…

editorial 532 - χωρίς μοτοσυκλέτα

Από το

Μαύρο Σκύλο

7/3/2014

Πως λέμε "Χωρίς οικογένεια", του Έκτορος Μαλό; Τρεις βδομάδες τώρα χωρίς μοτοσυκλέτα, λόγω γόνατου, κι έχω πάθει στέρηση. Μου λείπει ακόμα κι η καθημερινή μετακίνηση σπίτι-γραφείο, που εξ ορισμού είναι ό,τι πιο επικίνδυνο, βαρετό και ανούσιο. Αναγκαστικά μετακινούμαι με αυτοκίνητο, το κάθισμα τέρμα πίσω τραβηγμένο, το πόδι κάγκελο τεντωμένο, κλέβω λίγο κιόλας και χαλαρώνω τον κάτω ιμάντα του νάρθηκα για να μπορεί να λυγίζει λίγο το πόδι και να δουλεύω γκάζι-φρένο.

Καθώς με το αυτοκίνητο περνάω περισσότερο χρόνο ακίνητος, μπορώ να παρατηρώ ακόμα καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μου στους δρόμους, κι απορώ ακόμα περισσότερο: Πως καταφέρνουμε κι επιβιώνουμε; Όσοι κινούμαστε με μοτοσυκλέτα αποδεικνύουμε πως όντως, γίνονται θαύματα. Μ' αυτά που βλέπεις στους δρόμους θα πίστευες πως μέσα σε μια βδομάδα δεν θα υπήρχε όρθιος μοτοσυκλετιστής ούτε για δείγμα. Κι όμως, φαίνεται πως είμαστε σαν τις κατσαρίδες, δεν εξηγείται αλλιώς.

Κινούμαι σε δρόμο διπλής κυκλοφορίας, χωρίς νησίδα, και μπροστά μου ακόμη ένας με μια "κούρσα" έχει βγάλει φλας για να στρίψει αριστερά στην ίδια κάθετο που θέλω να στρίψω κι εγώ. Η είσοδος όμως της καθέτου είναι μισόκλειστη από έργα του ΟΤΕ, έχουν σκάψει κι έχουν βάλει τα πάντα: Πλέγματα πορτοκαλιά στηριγμένα σε μπετόβεργες (all time safety classic η μπετόβεργα), σήματα "υποχρεωτική πορεία δεξιά", κορδέλες ασπροκόκκινες και φαναράκι που αναβοσβήνει. Τι άλλο να βάλουν; Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει όποιος ήθελε να μπει στην κάθετο ήταν να πάρει λίγο πιο ανοιχτά την στροφή, αποφεύγοντας το εμπόδιο. Και τι κάνει ο τύπος; Το προφανές. Παίρνει φόρα και πέφτει πάνω σε όλα αυτά, σαν να μην υπήρχαν. Περνώντας δίπλα του, είδα την φάτσα του πανικόβλητη, έκπληκτη, λες και πλέγματα και ταμπέλες και φαναράκια πετάχτηκαν ξαφνικά μπροστά του. Ήθελα να σταματήσω και να τον βρίσω, να του πω πως είναι ηλίθιος και επικίνδυνος. Και γιατί; Γιατί φαντάστηκα πως θα μπορούσα κάλλιστα να οδηγώ μοτοσυκλέτα, και να τον συναντήσω στον δρόμο μου, και να πέσει πάνω μου έτσι όπως έπεσε και στην σήμανση των έργων. Είμαι σίγουρος πως θα είχε την ίδια δικαιολογία: Δεν σε είδα, δεν τα είδα.

Αυτό τώρα, είναι ένα πρόβλημα. Αλλά δεν είναι δικαιολογία. Το "δεν σε είδα" να το καταλάβω αν πρόκειται για τυφλό, και γνήσιο μάλιστα, όχι μαϊμού. Ελπίζω όμως πως οι τυφλοί δεν οδηγούν, ακόμα και στην Ελλάδα. Άνθρωπος που έχει τα ματάκια του και βλέπει, άνθρωπος που οδηγεί, δεν δικαιούται να πει δεν είδα. Δεν είδες, γιατί δεν κοίταγες, βλάκα. Κι ας φαίνεται πως είχες ανοιχτά τα μάτια σου, δεν έχεις όμως την εγκεφαλική χωρητικότητα που απαιτείται για να αναγνωρίζεις τι βλέπεις. Κι αν εσύ πιστεύεις στην μετεμψύχωση, εγώ λέω να απολαύσω ακόμα για πολύ αυτή την ζωή πριν πάω για την επόμενη. Δεν μιλάω μόνο για τον κύριο με την κούρσα εναντίον έργων, μιλάω και για την κοπελιά που είχε καρφωμένο το βλέμμα της στο υπερπέραν κι ερχόταν καταπάνω μου κοιτώντας με αλλά χωρίς να με βλέπει, κι έχω φάει φρίκη, ένα Jimny οδηγώ, μπορεί κι ανεβαίνει πεζοδρόμια, αλλά το άτιμο δεν πηδάει στο πλάι σαν γατί περνώντας πάνω από παρκαρισμένα για να βρεθώ στο πεζοδρόμιο και να γλιτώσω, να βάλω όπισθεν το σκέφτηκα αλλά είχα άλλον πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βυθίσω το κουμπί της κόρνας βαθιά μέσα στο τιμόνι και να εισπνεύσω δυνατά μέσα από τα σφιγμένα δόντια μου (αυτό πάντα βοηθάει) περιμένοντας το μπαμ. Η σκηνή αυτή είχε γυριστεί φαίνεται σε super hi definition, γιατί παρακολούθησα τα μάτια της να εστιάζουν αργά, κι εξίσου αργά να στρίβει το τιμόνι, λες και το αυτοκίνητό της μέσα ήταν γεμάτο διαφανή μαρμελάδα και δυσκολευόταν. Πέρασε χιλιοστά δίπλα μου, ατάραχη όμως, κι εξακολουθώντας να μιλάει στο κινητό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια διακοπή για να παρακαλέσω τις αυτοκινητοβιομηχανίες να εγκαταστήσουν, και ως πρώτη τοποθέτηση και ως ρετροφίτ, το εξής σύστημα: Μόλις το αυτοκίνητο ανιχνεύσει χρήση κινητού, να ανοίγει αυτόματα το παράθυρο του οδηγού. Επόμενή μου παράκληση είναι να γίνει μια μικρή αλλαγή στον ΚΟΚ, που θα λέει το εξής: "Πας νοήμων μοτοσυκλετιστής δικαιούται άνευ ποινής να αρπάξει το κινητό ή το μπλουτούθ ή το χαντσφρή και να το σφεντονίσει όσο πιο μακριά μπορεί, κατά προτίμηση σε σημείο που θα το πατήσουν αμέσως τα άλλα αυτοκίνητα". To ζητάω αυτό γιατί πολλές φορές έχω την επιθυμία να το κάνω, αλλά με εμποδίζουν τα κλειστά παράθυρα. Πιστεύω πως είναι ένα μέτρο που θα σώσει πολλές ζωές. Εναλλακτικά, για να μην αφήνουν οι μοτοσυκλετιστές το δεξί τους χέρι από το τιμόνι, θα συμβιβαζόμουν με μια συσκευή που με το πάτημα ενός κουμπιού θα ανατίναζε όλα τα κινητά σε απόσταση πέντε μέτρων. Μια απλή συσκευή ηλεκτρομαγνητικού παλμού δηλαδή, κατάλληλα ρυθμισμένη για να μην καταστρέφει τα ηλεκτρονικά της ίδιας της μοτοσυκλέτας (που κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι με καρμπυρατέρ και πλατίνες, χωρίς ηλεκτρονική, για να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο), αλλά που θα μπλοκάρει τόσο το κινητό όσο και τα ηλεκτρικά του αυτοκινήτου.

Μετά από λίγες μέρες πίσω από στρογγυλό τιμόνι, άρχισα να κατανοώ και γιατί οι οδηγοί των αυτοκινήτων είναι όλοι έτοιμοι να σφάξουν τους άλλους οδηγούς. Φαινομενικά τα πράγματα είναι ήρεμα, κι όταν είσαι με μοτοσυκλέτα και δεν μένεις πολύ ανάμεσά τους αλλά κινείσαι συνεχώς, δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις πως αρκεί η παραμικρή αφορμή για να ξεσπάσει τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Όταν όμως αναγκαστείς να ζήσεις εγκλωβισμένος ανάμεσά τους, σιγά-σιγά η υποβόσκουσα αυτή οργή μπαίνει και στο δικό σου αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο (ακόμα και το χειμώνα, εκτός εθνικής οδού, οδηγώ με ανοιχτό παράθυρο) και σε ποτίζει χωρίς να το καταλάβεις. Είναι φαίνεται τόσο αφύσικη η όλη φάση, σειρές ολόκληρες από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, άνθρωποι που περνούν έτσι ώρες ολόκληρες καθημερινά, που το μόνο που σκέφτεσαι είναι όχι πως θα γλιτώσεις, αλλά πως θα ξεσπάσεις στον πρώτο που θα κάνει το λάθος. Πρόκειται για μια κλασική εφαρμογή του πειράματος Καλχούν: Όταν τα ποντίκια είναι λίγα μέσα στο κουτί ανέχονται το ένα το άλλο. Όταν γίνουν πολλά, γίνονται και κανίβαλοι και τρώνε το ένα το άλλο για να επέλθει μια ισορροπία. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τους οδηγούς αυτοκινήτων στους δρόμους. Είναι πολλοί, το κουτί είναι μικρό, τρώνε ο ένας τον άλλο. Άρχισα κι εγώ να επηρεάζομαι.

Στην φάση που για 500 μέτρα στενού δρόμου είχα μπροστά μου έναν κυριούλη που πήγαινε με πρώτη αργή-σκορτσάροντας-πατώντας φρένο-ανάβοντας δεξί φλας-όχι, όχι, αριστερό φλας τώρα-μπα, βάλε αλάρμ-σβήσε αλάρμ-κάνοντας πως θα χωθεί δεξιά-αλλά όχι, ίσως αριστερά-κι όλα αυτά τόσο αααργά που η βελόνα του κοντέρ ούτε που κουνιόταν, θυμήθηκα μια παλιά μου κατά φαντασίαν εφεύρεση: Το όπλο Ε.Ε.. Όπου Ε.Ε. σημαίνει Εξαΰλωσις-Εξαφάνισις, και όχι Ευρωπαϊκή Ένωση. Σημαδεύεις νοητά όποιον σε φρικάρει στο δρόμο και... ΠΑΦ! εξαφανίζεται από μπροστά σου. Ιδανικά, το όπλο Ε.Ε. είναι ρυθμισμένο για να τον στείλει, μαζί με το αυτοκίνητό του, σε μέρος χωρίς δρόμους, μακριά από πολιτισμό, όπως για παράδειγμα στα βάθη της ζούγκλας του Αμαζονίου, ή σε κάποιο ακατοίκητο ερημονήσι του Ειρηνικού Ωκεανού. Στην αρχή, όταν το είχα πρωτοεφεύρει, το είχα ρυθμισμένο απλώς να εξαφανίζει, όμως οι διαμαρτυρίες ανθρωπιστικών οργανώσεων με έκαναν να το μετατρέψω. Δουλεύει και για μοτοσυκλέτες, ειδικά για όσους καταφέρνουν να καθυστερούν πίσω τους αυτοκίνητα, μέσα στην πόλη, και όσους βγαίνουν μπροστά στα φανάρια, χωρίς να τα βλέπουν και όταν ανάψει πράσινο, κάθονται μέχρι να τους κορνάρουν τουλάχιστον 50 αυτοκίνητα για να ξεκινήσουν.

Όσο περνούν οι μέρες κι οδηγώ ακόμα αυτοκίνητο, η κατάστασή μου σοβαρεύει. Αρχίζω να ζηλεύω ακόμα και αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην Αθήνα με τριβάλιτσα Adventure, φορώντας καπελάκι και ξεκινούν από το φανάρι με τα πόδια κάτω για τουλάχιστον εκατό μέτρα, μέχρι να αισθανθούν σίγουροι για την ισορροπία τους και να τα βάλουν στα μαρσπιέ.

Ναι, τόσο χαμηλά έχω πέσει. Γλυκοκοιτάζω ακόμα και κάτι μεγκασκούτερ μπαουλοντίβανα που χρειάζονται χάιγουέι στις ερημιές της Νεβάδα για να χωρέσουν, κάτι παπιά ρημάδια που αλλού κοιτάει ο μπροστινός τους τροχός κι αλλού ο πίσω, μέχρι κι ένα Μεζέ 250 που άφηνε απ' την εξάτμισή του μια παχιά γραμμή αδιάλυτου καπνού, ξέρετε, εκείνα που στο ρελαντί βλέπεις θολό τον κινητήρα απ' τους κραδασμούς. Νόμιζα πως είχαν εξαφανιστεί, αλλά ήμουν κοντά στον Περισσό, οπότε η εμφάνισή του μπορεί να δικαιολογείται κι έτσι. Όχι πως δεν τα αγαπώ, είχα κι εγώ τέτοιο κάποτε, κι ας είχε προσπαθήσει δύο φορές να με δολοφονήσει, μία που κόλλησε τέρμα το γκάζι στην εθνική και μία που πήγε να πάρει φωτιά. Η σχέση μας δεν κράτησε πολύ.

Τώρα που δεν μπορώ να καβαλήσω, περνούν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα μηχανάκια που είχα, κι όσα θα ήθελα να έχω, μια παρέλαση που μπορεί να με κρατήσει απασχολημένο για πολλή ώρα, ειδικά αν σκεφτώ και όσα είχα κάνει με αυτά που είχα και όσα θα ήθελα να κάνω με αυτά που δεν είχα. Ζω τέτοια στέρηση, που αν μου έλεγαν πως μπορείς να καβαλήσεις, αλλά μόνο ΑΥΤΟ (κάτι που κανονικά δεν θα ήθελα να βρεθώ πάνω του ούτε ταριχευμένος), θα χοροπηδούσα απ' τη χαρά μου. Το GS μου έχει μαραζώσει, το Χάσκυ μου με κοιτάει παραπονεμένο, αλλά το γόνατο είναι αυτό που θα πει πότε θα μπορέσω να ξανακαβαλήσω.

Κι όσο το σκέφτομαι, τόσο καταλήγω πως σε κάτι τέτοιες φάσεις στέρησης καταλαβαίνεις πόσο αγαπάς τις μοτοσυκλέτες, όταν πάψεις να έχεις ιδανικές καταστάσεις στο μυαλό σου και διαπιστώνεις πως θα ήσουν ευχαριστημένος με λιγότερα, έως ελάχιστα. Κι όταν οι προδιαγραφές σου φτάσουν στο σημείο "κινητήρα και ρόδες να έχει, και μια χαρά θα περάσουμε", τότε πρέπει να είναι το αντίστοιχο του "ζω στην έρημο και τρέφομαι με ακρίδες και μέλι, αλλά βρήκα τη φώτιση" ή του "μετά από δέκα χρόνια απομόνωσης σε σπηλιά του Θιβέτ ζω μόνο με δροσερό αεράκι κι αγαπάω όλο τον κόσμο". Μ' αυτά που γράφω, σ' αυτό το σημείο μου ήρθε μια εικόνα με τον Βούδα να διαλογίζεται κάτω από έναν φίκο, αλλά όταν κοίταξα πίσω από τον φίκο, είδα έναν τροχό να ξεπροβάλλει, με τρακτερωτό λάστιχο και ψηλό φτερό από πάνω του: Κι ο Βούδας εντούρο ονειρεύονταν.