Editorial 595 - Η κατσαρίδα

Από το

motomag

1/6/2019

Κάθε δεινόσαυρος που δεν πέταγε, εξαφανίστηκε πριν από περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα όμως θηλαστικά, χελώνες, κροκόδειλοι, σαλαμάνδρες και βατράχια, μαζί με σαλιγκάρια, όστρακα, αστερίες και αχινούς, επέζησαν, όπως και όσα σκληροτράχηλα φυτά άντεξαν τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Και φυσικά οι κατσαρίδες. Κάθε οργανισμός έχει ένα μοναδικό οικοσύστημα στο οποίο ζει, κι όλοι οι οργανισμοί χρειάζεται να προσαρμόζονται στις αλλαγές ώστε να επιβιώσουν. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στην φύση. Και τα είδη που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο ισχυρά, ή τα πιο έξυπνα, ή τα πιο όμορφα. Είναι αυτά που καταφέρνουν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον που συνέχεια αλλάζει.

Το θέμα της προσαρμογής είναι ένα θέμα που είχαν παρατηρήσει οι άνθρωποι από την αρχαιότητα. Ο Εμπεδοκλής δεν πίστευε πως η προσαρμογή είχε κάποιο τελικό σκοπό, αλλά είχε παρατηρήσει πως “συμβαίνει με φυσικό τρόπο, αφού αυτά τα είδη επιβιώνουν”. Ο Αριστοτέλης πίστευε σε τελικούς σκοπούς, αλλά υπέθετε πως τα είδη είναι στάσιμα και δεν εξελίσσονται. Θα ήθελα να τους είχα και τους δύο να παρακολουθήσουμε μαζί έναν αγώνα MotoGP στο Zoo, και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί ο Marc Marquez έχει κερδίσει επτά παγκόσμια, τα πέντε στα MotoGP. (Μια παρένθεση εδώ: Δεν μου είναι συμπαθής. Ένας αγωνιζόμενος είναι όμως, δεν τον θέλω για κολλητό, κι αν μου είναι αντιπαθής αυτό δεν με εμποδίζει να θαυμάζω όσα έχει καταφέρει). Όπως και πολλοί άλλοι, ξεκίνησε από το χώμα, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Έμαθε έτσι πολύ νωρίς πως η μοτοσυκλέτα γλιστράει και πως η τέχνη της οδήγησης είναι να την καταφέρεις να κάνει που μπορεί να μην θέλει, ή που η διαθέσιμη πρόσφυση να μην της επιτρέπει να κάνει. Και δεν ξέχασε το χώμα, αφού πέρυσι έτρεξε σε αγώνα του Ισπανικού πρωταθλήματος enduro και τερμάτισε μόλις έξω από την δεκάδα. Να μια καλή εξήγηση γιατί μπορεί και διαχειρίζεται την ανύπαρκτη ισορροπία μιας μοτοσυκλέτας που έχει πέσει, κι εκείνος καταφέρνει να την ξανασηκώσει και να συνεχίσει. Τις περισσότερες φορές. Την ίδια σχέση με την ισορροπία μέσω της απώλειας πρόσφυσης είχαν και αναβάτες που άλλαξαν τα οδηγικά δεδομένα και άφησαν ιστορία, όπως ο Kenny Roberts με την προϊστορία του στο dirt track, που ήταν ο μοναδικός άλλος αναβάτης εκτός του Marquez που κέρδισε πρωτάθλημα στην κορυφαία κατηγορία την πρώτη σαιζόν που συμμετείχε, το ‘78.   

Ο Marquez, στο ντεμπούτο του στα MotoGP, δοκίμασε το Honda RC213V στην Valencia μετά το τέλος του πρωταθλήματος του 2012 και ήταν ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τον πιο γρήγορο, τον Dani Pedrosa. Στις πρώτες επίσημες δοκιμές στη Sepang ήταν τρίτος τις δύο πρώτες μέρες, πίσω από τους Pedrosa και Lorenzo αλλά μπροστά από τον Rossi, που τον πέρασε την τελευταία μέρα. Το γυρολόγιό του σε μια προσομοίωση αγώνα ήταν απίστευτα σταθερά γρήγορο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο. Έδωσε έτσι μια πρώτη γεύση του τι θα ακολουθούσε. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα είχε το πλεονέκτημα της συμμετοχής με την ίδια ομάδα, με διαδοχικές εξελίξεις της ίδιας μοτοσυκλέτας, κάτι που άλλοι δεν είχαν, και θυμηθείτε τα παραδείγματα των Rossi και Lorenzo που άλλαξαν ομάδες και μοτοσυκλέτες. O Rossi δεν προσαρμόστηκε ποτέ, ο Lorenzo μόλις πήγε να προσαρμοστεί έφυγε από την Ducati και πήγε στην Honda όπου και πάλι δηλώνει πως “χρειάζεται πολύς χρόνος”.

Το γεγονός πως αγωνίζεται με Honda δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να προσαρμόζεται σε αλλαγές, είτε της ίδιας του της μοτοσυκλέτας είτε σε αυτές των αντιπάλων τους. Tα Ducati, από κει που ήταν κάποτε του στυλ “τρελό γκάζι, αλλά δεν στρίβουν”, έγιναν πιο ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες και φέτος δείχνουν πως μπορούν να τα κάνουν όλα καλά. Δεν συνέβη το ίδιο και με τα Honda, που υστερούσαν σε δύναμη αλλά ήταν πολύ καλά στο φρενάρισμα της τελευταίας στιγμής και την είσοδο στην στροφή. Το HRC είχε αποφασίσει να βρει άλογα ψηλά, για να αντιμετωπίσει τα Ducati στην ευθεία, μεγαλώνοντας το φιλτροκούτι μαζί με άλλες αλλαγές στην εισαγωγή. Αυτό σήμαινε πως διάφορα εξαρτήματα που βρίσκονταν εκεί γύρω έπρεπε να μετακομίσουν, κι αρκετά από αυτά πήγαν μπροστά, στην μύτη του φαίρινγκ. Η ανακατανομή του βάρους σε συνδυασμό με την περισσότερη δύναμη άλλαξαν την συμπεριφορά του RC213V: Αντίο φρένα της τελευταίας στιγμής, αντίο αστραπιαία είσοδος, ιδού κάτι ξαφνικά γλιστρήματα του μπροστινού στις εισόδους των στροφών. Το οδηγικό στυλ που έφερε πέρσι τον Marquez στην κορυφή δεν δούλευε πια, κι ο Ισπανός έπρεπε να το αλλάξει. Και το έκανε, μαζί με μια σημαντική αλλαγή στρατηγικής και μια έξυπνη επιλογή μπροστινού ελαστικού. Τα φρένα της τελευταίας στιγμής φορτίζουν πολύ το μπροστινό ελαστικό και το υπερθερμαίνουν, αλλά με την μοτοσυκλέτα να μην υποστηρίζει πια αυτό το οδηγικό στυλ, ο Marquez φόρεσε μαλακό ελαστικό μπροστά. Αυτό όμως, επίσης μπορεί να υπερθερμανθεί αν ο αναβάτης βρίσκεται πίσω από άλλους, και δεν ψύχεται καλά με φρέσκο αέρα! Τέτοιες “λεπτομέρειες” είναι που κάνουν την διαφορά. Έτσι, αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική, κι αντί να περιμένει στο γκρουπ των πρωτοπόρων μέχρι να κάνει τις προσπεράσεις του, προσπαθεί να φεύγει μπροστά από την αρχή. Η στρατηγική του φαίνεται να αποδίδει, καθώς φέτος και νίκες έχει πάρει και έχει οδηγήσει τους αγώνες συνολικά για πολύ περισσότερους γύρους απ’ ότι πέρυσι (59 αντί για 44). Το πόσο εύθραυστη είναι όμως ακόμα και μια τέτοια στρατηγική από έναν αναβάτη του επιπέδου του Marquez, είναι προφανές από το πότε αποφασίζει αν θα την ακολουθήσει, κι όπως είπε ο ίδιος, το κάνει μετά το warm up, ακριβώς πριν την εκκίνηση, τότε κρίνει αν το μπροστινό του δίνει την αίσθηση που χρειάζεται για να το προσπαθήσει. Στη συνέχεια, αντί όπως πέρσι να προσπαθεί να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα φρένα και μετά να στρίψει ακαριαία και να σηκώσει την μοτοσυκλέτα όσο πιο γρήγορα γίνεται, φρέναρε πιο νωρίς (όπως δήλωσε ο Miller, “δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο στα φρένα”) και είχε μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην στροφή, επιταχύνοντας και πιο γρήγορα μετά, όπου κρατιόταν και μαζί με τα Ducati στην ευθεία. Επιβεβαίωσε έτσι το αρχαίο ρητό “οι αγώνες στην ευθεία κερδίζονται”, αφού μια έξοδος με πιο πολλά χιλιόμετρα που τα κουβαλάς σε όλη την ευθεία που ακολουθεί, κάνει την απόσταση να καλύπτεται πιο γρήγορα. Μετά, φρένα και πάλι από την αρχή, αλλά με σταθερά περισσότερα χιλιόμετρα στο μεγαλύτερο μέρος του γύρου. Κι αν το μαλακό μπροστινό σου λάστιχο αντέξει, χάρη στο δροσερό αεράκι της πρώτης θέσης, κερδίζεις. Αν σε λένε Marquez. Kι αν δεν πέσεις. Με τέτοιου είδους στρατηγικές και επιλογές οδηγικού στυλ, αλλά το κυριότερο, την ικανότητα να τις αλλάζει κατά βούληση έχοντας στο τσεπάκι του κι άλλες αν χρειαστούν, ο Marc Marquez αρχίζει να μοιάζει με κατσαρίδα που θα επιβιώσει ό,τι κι αν συμβεί. Τουλάχιστον μέχρι να μην καταφέρνει πια να προσαρμόζεται στις αλλαγές, οπότε θα προστεθεί κι αυτός στον κατάλογο των εξαφανισμένων ειδών.   

 

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.