Editorial 595 - Η κατσαρίδα

Από το

motomag

1/6/2019

Κάθε δεινόσαυρος που δεν πέταγε, εξαφανίστηκε πριν από περίπου 65 εκατομμύρια χρόνια. Τα περισσότερα όμως θηλαστικά, χελώνες, κροκόδειλοι, σαλαμάνδρες και βατράχια, μαζί με σαλιγκάρια, όστρακα, αστερίες και αχινούς, επέζησαν, όπως και όσα σκληροτράχηλα φυτά άντεξαν τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Και φυσικά οι κατσαρίδες. Κάθε οργανισμός έχει ένα μοναδικό οικοσύστημα στο οποίο ζει, κι όλοι οι οργανισμοί χρειάζεται να προσαρμόζονται στις αλλαγές ώστε να επιβιώσουν. Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά στην φύση. Και τα είδη που επιβιώνουν δεν είναι τα πιο ισχυρά, ή τα πιο έξυπνα, ή τα πιο όμορφα. Είναι αυτά που καταφέρνουν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον που συνέχεια αλλάζει.

Το θέμα της προσαρμογής είναι ένα θέμα που είχαν παρατηρήσει οι άνθρωποι από την αρχαιότητα. Ο Εμπεδοκλής δεν πίστευε πως η προσαρμογή είχε κάποιο τελικό σκοπό, αλλά είχε παρατηρήσει πως “συμβαίνει με φυσικό τρόπο, αφού αυτά τα είδη επιβιώνουν”. Ο Αριστοτέλης πίστευε σε τελικούς σκοπούς, αλλά υπέθετε πως τα είδη είναι στάσιμα και δεν εξελίσσονται. Θα ήθελα να τους είχα και τους δύο να παρακολουθήσουμε μαζί έναν αγώνα MotoGP στο Zoo, και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε γιατί ο Marc Marquez έχει κερδίσει επτά παγκόσμια, τα πέντε στα MotoGP. (Μια παρένθεση εδώ: Δεν μου είναι συμπαθής. Ένας αγωνιζόμενος είναι όμως, δεν τον θέλω για κολλητό, κι αν μου είναι αντιπαθής αυτό δεν με εμποδίζει να θαυμάζω όσα έχει καταφέρει). Όπως και πολλοί άλλοι, ξεκίνησε από το χώμα, σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών. Έμαθε έτσι πολύ νωρίς πως η μοτοσυκλέτα γλιστράει και πως η τέχνη της οδήγησης είναι να την καταφέρεις να κάνει που μπορεί να μην θέλει, ή που η διαθέσιμη πρόσφυση να μην της επιτρέπει να κάνει. Και δεν ξέχασε το χώμα, αφού πέρυσι έτρεξε σε αγώνα του Ισπανικού πρωταθλήματος enduro και τερμάτισε μόλις έξω από την δεκάδα. Να μια καλή εξήγηση γιατί μπορεί και διαχειρίζεται την ανύπαρκτη ισορροπία μιας μοτοσυκλέτας που έχει πέσει, κι εκείνος καταφέρνει να την ξανασηκώσει και να συνεχίσει. Τις περισσότερες φορές. Την ίδια σχέση με την ισορροπία μέσω της απώλειας πρόσφυσης είχαν και αναβάτες που άλλαξαν τα οδηγικά δεδομένα και άφησαν ιστορία, όπως ο Kenny Roberts με την προϊστορία του στο dirt track, που ήταν ο μοναδικός άλλος αναβάτης εκτός του Marquez που κέρδισε πρωτάθλημα στην κορυφαία κατηγορία την πρώτη σαιζόν που συμμετείχε, το ‘78.   

Ο Marquez, στο ντεμπούτο του στα MotoGP, δοκίμασε το Honda RC213V στην Valencia μετά το τέλος του πρωταθλήματος του 2012 και ήταν ένα δευτερόλεπτο πιο αργός από τον πιο γρήγορο, τον Dani Pedrosa. Στις πρώτες επίσημες δοκιμές στη Sepang ήταν τρίτος τις δύο πρώτες μέρες, πίσω από τους Pedrosa και Lorenzo αλλά μπροστά από τον Rossi, που τον πέρασε την τελευταία μέρα. Το γυρολόγιό του σε μια προσομοίωση αγώνα ήταν απίστευτα σταθερά γρήγορο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο. Έδωσε έτσι μια πρώτη γεύση του τι θα ακολουθούσε. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι σήμερα είχε το πλεονέκτημα της συμμετοχής με την ίδια ομάδα, με διαδοχικές εξελίξεις της ίδιας μοτοσυκλέτας, κάτι που άλλοι δεν είχαν, και θυμηθείτε τα παραδείγματα των Rossi και Lorenzo που άλλαξαν ομάδες και μοτοσυκλέτες. O Rossi δεν προσαρμόστηκε ποτέ, ο Lorenzo μόλις πήγε να προσαρμοστεί έφυγε από την Ducati και πήγε στην Honda όπου και πάλι δηλώνει πως “χρειάζεται πολύς χρόνος”.

Το γεγονός πως αγωνίζεται με Honda δεν σημαίνει πως δεν χρειάζεται να προσαρμόζεται σε αλλαγές, είτε της ίδιας του της μοτοσυκλέτας είτε σε αυτές των αντιπάλων τους. Tα Ducati, από κει που ήταν κάποτε του στυλ “τρελό γκάζι, αλλά δεν στρίβουν”, έγιναν πιο ολοκληρωμένες μοτοσυκλέτες και φέτος δείχνουν πως μπορούν να τα κάνουν όλα καλά. Δεν συνέβη το ίδιο και με τα Honda, που υστερούσαν σε δύναμη αλλά ήταν πολύ καλά στο φρενάρισμα της τελευταίας στιγμής και την είσοδο στην στροφή. Το HRC είχε αποφασίσει να βρει άλογα ψηλά, για να αντιμετωπίσει τα Ducati στην ευθεία, μεγαλώνοντας το φιλτροκούτι μαζί με άλλες αλλαγές στην εισαγωγή. Αυτό σήμαινε πως διάφορα εξαρτήματα που βρίσκονταν εκεί γύρω έπρεπε να μετακομίσουν, κι αρκετά από αυτά πήγαν μπροστά, στην μύτη του φαίρινγκ. Η ανακατανομή του βάρους σε συνδυασμό με την περισσότερη δύναμη άλλαξαν την συμπεριφορά του RC213V: Αντίο φρένα της τελευταίας στιγμής, αντίο αστραπιαία είσοδος, ιδού κάτι ξαφνικά γλιστρήματα του μπροστινού στις εισόδους των στροφών. Το οδηγικό στυλ που έφερε πέρσι τον Marquez στην κορυφή δεν δούλευε πια, κι ο Ισπανός έπρεπε να το αλλάξει. Και το έκανε, μαζί με μια σημαντική αλλαγή στρατηγικής και μια έξυπνη επιλογή μπροστινού ελαστικού. Τα φρένα της τελευταίας στιγμής φορτίζουν πολύ το μπροστινό ελαστικό και το υπερθερμαίνουν, αλλά με την μοτοσυκλέτα να μην υποστηρίζει πια αυτό το οδηγικό στυλ, ο Marquez φόρεσε μαλακό ελαστικό μπροστά. Αυτό όμως, επίσης μπορεί να υπερθερμανθεί αν ο αναβάτης βρίσκεται πίσω από άλλους, και δεν ψύχεται καλά με φρέσκο αέρα! Τέτοιες “λεπτομέρειες” είναι που κάνουν την διαφορά. Έτσι, αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική, κι αντί να περιμένει στο γκρουπ των πρωτοπόρων μέχρι να κάνει τις προσπεράσεις του, προσπαθεί να φεύγει μπροστά από την αρχή. Η στρατηγική του φαίνεται να αποδίδει, καθώς φέτος και νίκες έχει πάρει και έχει οδηγήσει τους αγώνες συνολικά για πολύ περισσότερους γύρους απ’ ότι πέρυσι (59 αντί για 44). Το πόσο εύθραυστη είναι όμως ακόμα και μια τέτοια στρατηγική από έναν αναβάτη του επιπέδου του Marquez, είναι προφανές από το πότε αποφασίζει αν θα την ακολουθήσει, κι όπως είπε ο ίδιος, το κάνει μετά το warm up, ακριβώς πριν την εκκίνηση, τότε κρίνει αν το μπροστινό του δίνει την αίσθηση που χρειάζεται για να το προσπαθήσει. Στη συνέχεια, αντί όπως πέρσι να προσπαθεί να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τα φρένα και μετά να στρίψει ακαριαία και να σηκώσει την μοτοσυκλέτα όσο πιο γρήγορα γίνεται, φρέναρε πιο νωρίς (όπως δήλωσε ο Miller, “δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο στα φρένα”) και είχε μεγαλύτερη ταχύτητα μέσα στην στροφή, επιταχύνοντας και πιο γρήγορα μετά, όπου κρατιόταν και μαζί με τα Ducati στην ευθεία. Επιβεβαίωσε έτσι το αρχαίο ρητό “οι αγώνες στην ευθεία κερδίζονται”, αφού μια έξοδος με πιο πολλά χιλιόμετρα που τα κουβαλάς σε όλη την ευθεία που ακολουθεί, κάνει την απόσταση να καλύπτεται πιο γρήγορα. Μετά, φρένα και πάλι από την αρχή, αλλά με σταθερά περισσότερα χιλιόμετρα στο μεγαλύτερο μέρος του γύρου. Κι αν το μαλακό μπροστινό σου λάστιχο αντέξει, χάρη στο δροσερό αεράκι της πρώτης θέσης, κερδίζεις. Αν σε λένε Marquez. Kι αν δεν πέσεις. Με τέτοιου είδους στρατηγικές και επιλογές οδηγικού στυλ, αλλά το κυριότερο, την ικανότητα να τις αλλάζει κατά βούληση έχοντας στο τσεπάκι του κι άλλες αν χρειαστούν, ο Marc Marquez αρχίζει να μοιάζει με κατσαρίδα που θα επιβιώσει ό,τι κι αν συμβεί. Τουλάχιστον μέχρι να μην καταφέρνει πια να προσαρμόζεται στις αλλαγές, οπότε θα προστεθεί κι αυτός στον κατάλογο των εξαφανισμένων ειδών.   

 

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...