Editorial 591 - Για λίγο καρπούζι

Από το

motomag

1/2/2019

H FIM, η Διεθνής Ομοσπονδία Μοτοσυκλετισμού, είναι ο ιδιωτικός φορέας που έχει υπό την εποπτεία του τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε συνεργασία με τις επίσης ιδιωτικές εταιρίες πoυ τα έχουν στην ιδιοκτησία τους με στόχο την εμπορική τους εκμετάλλευση. Πολλές φορές την έχουμε κατακρίνει για τις μεθόδους και τις πρακτικές της (πρακτικά δεν ελέγχεται από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό της). Αυτή τη φορά όμως, φαίνεται πως μια πρωτοβουλία της μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για όλους όσους οδηγούμε μοτοσυκλέτα και φοράμε κράνος, όσο κι αν και αυτή η πρωτοβουλία είναι σχεδιασμένη ώστε να φέρει έσοδα στα ταμεία της.

Τον Ιούλιο του 2016 στην πίστα του Sachsenring έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ της Τεχνικής Επιτροπής της FIM,  του Ινστιτούτου της FIM, της DORNA, ιδιοκτήτριας των MotoGP, της MSMA (Motorcycle Sports Manufacturers Association), της IRTA (International Road Racing Teams Association) και των κατασκευαστών κρανών (αρχικά των Arai, AGV, HJC, LS2, Nolan Group, Schuberth, Shark, Shoei και Suomy/Kyt). Εκεί, η FIM παρουσίασε το δικό της πρόγραμμα πιστοποίησης κρανών (Helmet Certification Programme - FHCP), με στόχο την αυξημένη προστασία των αναβατών και μια πιο αντικειμενική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προστασίας που παρέχουν τα κράνη.

Μέχρι τώρα, η θέσπιση προδιαγραφών και δοκιμές αξιολόγησης ενός κράνους ήταν υπόθεση κρατικών φορέων ή ανεξάρτητων ή ιδιωτικών οργανισμών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε την προδιαγραφή UN ECE 22.05 (που έχουν υιοθετήσει και τα Ηνωμένα Έθνη, όπως και συνολικά 50 χώρες), στις ΗΠΑ τις DOT και στην Ιαπωνία τις SG ή JIS, για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές “κρατικές”. Ανάμεσα στις ανεξάρτητες, οι πιο γνωστές είναι οι SNELL στις ΗΠΑ και οι SHARP, ACU Gold και BSI στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν υπάρχει σωστή απάντηση για το ποια είναι η καλύτερη, η κάθε μία έχει ελαφρώς διαφορετικά στάνταρ και μεθόδους δοκιμών. Και δεν υπάρχει σωστή απάντηση και γιατί καμία πρόσκρουση κράνους σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι ίδια με την άλλη, είτε στο δρόμο είτε στην πίστα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσα κράνη περνούν τις ισχύουσες προδιαγραφές, κάτι που ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει από τον κατασκευαστή τους, προστατεύουν τον αναβάτη μειώνοντας τις συνέπειες μιας πρόσκρουσης.

To επιχείρημα της FIM ήταν απλό και σαφές: “Οι προδιαγραφές των κρανών μας αφορούν γιατί είμαστε υπεύθυνοι για ότι συμβαίνει στις πίστες των GP. Και από ηθικής άποψης, αλλά και ως επένδυση, οι αναβάτες αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντά μας”, δήλωσε ο Fabio Muner, Διευθυντής Marketing της FIM, κάπως… ωμά. Έτσι, σε συνεργασία με τους κατασκευαστές κρανών καθορίστηκε ένα νέο πρωτόκολλο δοκιμών που βασίζεται σε αυτό της προδιαγραφής UN ECE 22.05, αλλά προχωρά στην θέσπιση δοκιμών πρόσκρουσης αλλά και διάτρησης σε περισσότερα σημεία του κράνους. Κάτι νέο που φέρνει είναι πως ζητά από τους κατασκευαστές να παρέχουν δέκα κράνη από κάθε μέγεθος, ώστε να είναι πιστοποιημένα όλα τα μεγέθη, αλλά δεν καθορίζει, όπως η ECE 22.05, πως θα δοκιμάζονται κράνη από κάθε παρτίδα που φεύγει από το εργοστάσιο κατασκευής, εξασφαλίζοντας έτσι την διατήρηση της συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές. Στις ανακοινώσεις της η FIM λανθασμένα αναφέρει πως θα γίνονται για πρώτη φορά δοκιμές διάτρησης – γινόντουσαν ήδη, όπως και δοκιμές πρόσκρουσης υπό γωνία. Αυτό όμως που είναι γεγονός, είναι πως οι δοκιμές θα γίνονται σε πολλά περισσότερα σημεία του κράνους, τόσο για την διάτρηση, όσο και για την πρόσκρουση υπό γωνία. Κάθε κράνος που θα παίρνει την έγκριση FRHPhe-01 της FIM θα είναι εγκεκριμένο για όλους τους αγώνες των παγκοσμίων πρωταθλημάτων ταχύτητας από το 2019 ως το 2021, και θα φέρει στο λουράκι του ένα ειδικό καρτελάκι με ολόγραμμα και QR code, ώστε να μην παραχαράσσεται εύκολα αλλά και να αναγνωρίζεται εύκολα στον τεχνικό έλεγχο των αγώνων, με ένα απλό σκανάρισμα. Το ίδιο εύκολα θα μπορούν και οι ιδιώτες που θα αγοράζουν κράνη με την προδιαγραφή της FIM, να σκανάρουν με το κινητό τους το QR code και να βλέπουν όλες τις πληροφορίες για το κράνους τους, όπως και την πιστοποίηση της έγκρισης. Το σημαντικό εδώ είναι πως μιλάμε για κράνη παραγωγής, τα ίδια που πωλούνται στο ευρύ κοινό, και όχι ειδικές κατασκευές όπως πολλοί υποψιάζονται πως συμβαίνει στους αγώνες. Έτσι, όσο κι αν η FIM δηλώνει πως το ενδιαφέρον της είναι μόνον η αγωνιστική χρήση, εδώ θα έχουμε ένα παράδειγμα αγωνιστικών προδιαγραφών που θα βρουν άμεσα την χρήση τους στον δρόμο. Ειδικά για τον δρόμο, η πιστοποίηση για κάθε μέγεθος ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία, αφού ο αριθμός των μεγεθών για τα κελύφη των κρανών είναι πάντα μικρότερος από τον αριθμό των ίδιων των μεγεθών των κρανών. Κάποιος κατασκευαστής μπορεί να καλύπτει την γκάμα μεγεθών με δύο διαφορετικά κελύφη, άλλος με περισσότερα, κάτι που δείχνει πόσο κοντά στις αρχικές προδιαγραφές του σχεδιασμού του μπορεί να βρίσκεται κάθε κράνος. Σημαντικό είναι επίσης πως για να περάσουν την προδιαγραφή της FIM τα κράνη θα δοκιμάζονται με όλα τα “αξεσουάρ” τους τοποθετημένα, κι όταν λέμε αξεσουάρ εννοούμε αεραγωγούς, σπόιλερ ή αεροδυναμικά βοηθήματα, και η προδιαγραφή θα ισχύει μόνο για όσο τα έχουν όλα τοποθετημένα, όσα είχε προβλέψει αρχικά ο κατασκευαστής. Εδώ χρειάζεται όμως μια επισήμανση: Τα κράνη που προορίζονται για αγωνιστική χρήση, καθώς αυτά είναι που θα πιστοποιηθούν πρώτα, δεν είναι συνήθως και τα πιο κατάλληλα για δρόμο, όχι γιατί δεν προστατεύουν, αλλά γιατί όταν προορίζονται για αγωνιστική χρήση κριτήρια όπως ο θόρυβος και η άνεση ή η ευκολία χρήσης δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Επιπλέον, δεν σημαίνει πως ένα κράνος που προορίζεται για χρήση δρόμου θα παρέχει λιγότερη προστασία από ένα “αγωνιστικό”, εφόσον περνά τις ίδιες προδιαγραφές.

Φυσικά, οι κατασκευαστές θα πληρώνουν για αυτή την πιστοποίηση, που θα γίνεται αρχικά στα εργαστήρια κρούσης του πανεπιστημίου της Zaragosa στην Ισπανία, αλλά και σε άλλα εργαστήρια με τα οποία θα συνεργάζεται η FIM, όσο ανεβαίνει ο φόρτος εργασίας. Η FIM δηλώνει πως θα ήθελε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση απορρόφησης ενέργειας, αλλά κατέληξε σε συμφωνία με τους κατασκευαστές σχετικά με τις απαιτήσεις των δοκιμών, κάτι λογικό, αφού δεν μπορεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό περιθώριο να αλλάξει εντελώς η τεχνολογία των κρανών. Έτσι, οι δοκιμές για την προδιαγραφή της FIM δεν αποτελούν άλμα στην αύξηση της προστασίας των κρανών, αλλά περισσότερο ένα εργαλείο ώστε όλοι να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους: Η FIM να αποκτήσει ισχύ σε έναν ακόμη χώρο, κατασκευαστικό αυτή τη φορά, μαζί με αύξηση των εσόδων της, οι κατασκευαστές κρανών να μπορούν να λένε πια πως διαθέτουν πιστοποίηση για την προδιαγραφή με τις πιο ολοκληρωμένες δοκιμές και πως τα κράνη τους είναι κατάλληλα για το υψηλότερο επίπεδο αγώνων ταχύτητας, και εμείς οι μοτοσυκλετιστές που κυκλοφορούμε στο δρόμο να έχουμε λίγο πιο ήσυχο το κεφάλι μας, αν γνωρίζουμε πως τα κράνη που θα αγοράζουμε θα είναι περισσότερο πιθανό να μας προστατεύσουν καλύτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η FIM είχε και το καρπούζι και το μαχαίρι, και η κίνησή της ήταν και λίγο ρουά ματ: Ποιος κατασκευαστής θα ρισκάριζε να μείνει “απ’ την απέξω”, όσο ενδεχομένως κι αν υπερκάλυπταν την προδιαγραφή τα κράνη του, και να μην μπορεί να χορηγήσει αναβάτες; Κι επειδή οι κανονισμοί της FIM για τα παγκόσμια θα περάσουν και σε επίπεδο εθνικών πρωταθλημάτων, σε λίγο η προδιαγραφή της θα είναι απαραίτητη παντού. Το μόνο που ελπίζουμε είναι πως θα γίνει αφορμή για να βελτιωθούν πραγματικά και τα μη αγωνιστικά κράνη, και θα φάμε έτσι κι εμείς λίγο καρπούζι.          

  

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.