Editorial 591 - Για λίγο καρπούζι

Από το

motomag

1/2/2019

H FIM, η Διεθνής Ομοσπονδία Μοτοσυκλετισμού, είναι ο ιδιωτικός φορέας που έχει υπό την εποπτεία του τα Παγκόσμια Πρωταθλήματα, σε συνεργασία με τις επίσης ιδιωτικές εταιρίες πoυ τα έχουν στην ιδιοκτησία τους με στόχο την εμπορική τους εκμετάλλευση. Πολλές φορές την έχουμε κατακρίνει για τις μεθόδους και τις πρακτικές της (πρακτικά δεν ελέγχεται από κανέναν, παρά μόνο από τον εαυτό της). Αυτή τη φορά όμως, φαίνεται πως μια πρωτοβουλία της μπορεί να αποβεί ωφέλιμη για όλους όσους οδηγούμε μοτοσυκλέτα και φοράμε κράνος, όσο κι αν και αυτή η πρωτοβουλία είναι σχεδιασμένη ώστε να φέρει έσοδα στα ταμεία της.

Τον Ιούλιο του 2016 στην πίστα του Sachsenring έγινε η πρώτη συνάντηση μεταξύ της Τεχνικής Επιτροπής της FIM,  του Ινστιτούτου της FIM, της DORNA, ιδιοκτήτριας των MotoGP, της MSMA (Motorcycle Sports Manufacturers Association), της IRTA (International Road Racing Teams Association) και των κατασκευαστών κρανών (αρχικά των Arai, AGV, HJC, LS2, Nolan Group, Schuberth, Shark, Shoei και Suomy/Kyt). Εκεί, η FIM παρουσίασε το δικό της πρόγραμμα πιστοποίησης κρανών (Helmet Certification Programme - FHCP), με στόχο την αυξημένη προστασία των αναβατών και μια πιο αντικειμενική και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προστασίας που παρέχουν τα κράνη.

Μέχρι τώρα, η θέσπιση προδιαγραφών και δοκιμές αξιολόγησης ενός κράνους ήταν υπόθεση κρατικών φορέων ή ανεξάρτητων ή ιδιωτικών οργανισμών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε την προδιαγραφή UN ECE 22.05 (που έχουν υιοθετήσει και τα Ηνωμένα Έθνη, όπως και συνολικά 50 χώρες), στις ΗΠΑ τις DOT και στην Ιαπωνία τις SG ή JIS, για να αναφέρουμε τις πιο γνωστές “κρατικές”. Ανάμεσα στις ανεξάρτητες, οι πιο γνωστές είναι οι SNELL στις ΗΠΑ και οι SHARP, ACU Gold και BSI στο Ηνωμένο Βασίλειο. Δεν υπάρχει σωστή απάντηση για το ποια είναι η καλύτερη, η κάθε μία έχει ελαφρώς διαφορετικά στάνταρ και μεθόδους δοκιμών. Και δεν υπάρχει σωστή απάντηση και γιατί καμία πρόσκρουση κράνους σε πραγματικές συνθήκες δεν είναι ίδια με την άλλη, είτε στο δρόμο είτε στην πίστα. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσα κράνη περνούν τις ισχύουσες προδιαγραφές, κάτι που ο καθένας μπορεί να διαπιστώσει από τον κατασκευαστή τους, προστατεύουν τον αναβάτη μειώνοντας τις συνέπειες μιας πρόσκρουσης.

To επιχείρημα της FIM ήταν απλό και σαφές: “Οι προδιαγραφές των κρανών μας αφορούν γιατί είμαστε υπεύθυνοι για ότι συμβαίνει στις πίστες των GP. Και από ηθικής άποψης, αλλά και ως επένδυση, οι αναβάτες αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντά μας”, δήλωσε ο Fabio Muner, Διευθυντής Marketing της FIM, κάπως… ωμά. Έτσι, σε συνεργασία με τους κατασκευαστές κρανών καθορίστηκε ένα νέο πρωτόκολλο δοκιμών που βασίζεται σε αυτό της προδιαγραφής UN ECE 22.05, αλλά προχωρά στην θέσπιση δοκιμών πρόσκρουσης αλλά και διάτρησης σε περισσότερα σημεία του κράνους. Κάτι νέο που φέρνει είναι πως ζητά από τους κατασκευαστές να παρέχουν δέκα κράνη από κάθε μέγεθος, ώστε να είναι πιστοποιημένα όλα τα μεγέθη, αλλά δεν καθορίζει, όπως η ECE 22.05, πως θα δοκιμάζονται κράνη από κάθε παρτίδα που φεύγει από το εργοστάσιο κατασκευής, εξασφαλίζοντας έτσι την διατήρηση της συμμόρφωσης με τις προδιαγραφές. Στις ανακοινώσεις της η FIM λανθασμένα αναφέρει πως θα γίνονται για πρώτη φορά δοκιμές διάτρησης – γινόντουσαν ήδη, όπως και δοκιμές πρόσκρουσης υπό γωνία. Αυτό όμως που είναι γεγονός, είναι πως οι δοκιμές θα γίνονται σε πολλά περισσότερα σημεία του κράνους, τόσο για την διάτρηση, όσο και για την πρόσκρουση υπό γωνία. Κάθε κράνος που θα παίρνει την έγκριση FRHPhe-01 της FIM θα είναι εγκεκριμένο για όλους τους αγώνες των παγκοσμίων πρωταθλημάτων ταχύτητας από το 2019 ως το 2021, και θα φέρει στο λουράκι του ένα ειδικό καρτελάκι με ολόγραμμα και QR code, ώστε να μην παραχαράσσεται εύκολα αλλά και να αναγνωρίζεται εύκολα στον τεχνικό έλεγχο των αγώνων, με ένα απλό σκανάρισμα. Το ίδιο εύκολα θα μπορούν και οι ιδιώτες που θα αγοράζουν κράνη με την προδιαγραφή της FIM, να σκανάρουν με το κινητό τους το QR code και να βλέπουν όλες τις πληροφορίες για το κράνους τους, όπως και την πιστοποίηση της έγκρισης. Το σημαντικό εδώ είναι πως μιλάμε για κράνη παραγωγής, τα ίδια που πωλούνται στο ευρύ κοινό, και όχι ειδικές κατασκευές όπως πολλοί υποψιάζονται πως συμβαίνει στους αγώνες. Έτσι, όσο κι αν η FIM δηλώνει πως το ενδιαφέρον της είναι μόνον η αγωνιστική χρήση, εδώ θα έχουμε ένα παράδειγμα αγωνιστικών προδιαγραφών που θα βρουν άμεσα την χρήση τους στον δρόμο. Ειδικά για τον δρόμο, η πιστοποίηση για κάθε μέγεθος ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία, αφού ο αριθμός των μεγεθών για τα κελύφη των κρανών είναι πάντα μικρότερος από τον αριθμό των ίδιων των μεγεθών των κρανών. Κάποιος κατασκευαστής μπορεί να καλύπτει την γκάμα μεγεθών με δύο διαφορετικά κελύφη, άλλος με περισσότερα, κάτι που δείχνει πόσο κοντά στις αρχικές προδιαγραφές του σχεδιασμού του μπορεί να βρίσκεται κάθε κράνος. Σημαντικό είναι επίσης πως για να περάσουν την προδιαγραφή της FIM τα κράνη θα δοκιμάζονται με όλα τα “αξεσουάρ” τους τοποθετημένα, κι όταν λέμε αξεσουάρ εννοούμε αεραγωγούς, σπόιλερ ή αεροδυναμικά βοηθήματα, και η προδιαγραφή θα ισχύει μόνο για όσο τα έχουν όλα τοποθετημένα, όσα είχε προβλέψει αρχικά ο κατασκευαστής. Εδώ χρειάζεται όμως μια επισήμανση: Τα κράνη που προορίζονται για αγωνιστική χρήση, καθώς αυτά είναι που θα πιστοποιηθούν πρώτα, δεν είναι συνήθως και τα πιο κατάλληλα για δρόμο, όχι γιατί δεν προστατεύουν, αλλά γιατί όταν προορίζονται για αγωνιστική χρήση κριτήρια όπως ο θόρυβος και η άνεση ή η ευκολία χρήσης δεν είναι σε πρώτη προτεραιότητα. Επιπλέον, δεν σημαίνει πως ένα κράνος που προορίζεται για χρήση δρόμου θα παρέχει λιγότερη προστασία από ένα “αγωνιστικό”, εφόσον περνά τις ίδιες προδιαγραφές.

Φυσικά, οι κατασκευαστές θα πληρώνουν για αυτή την πιστοποίηση, που θα γίνεται αρχικά στα εργαστήρια κρούσης του πανεπιστημίου της Zaragosa στην Ισπανία, αλλά και σε άλλα εργαστήρια με τα οποία θα συνεργάζεται η FIM, όσο ανεβαίνει ο φόρτος εργασίας. Η FIM δηλώνει πως θα ήθελε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση απορρόφησης ενέργειας, αλλά κατέληξε σε συμφωνία με τους κατασκευαστές σχετικά με τις απαιτήσεις των δοκιμών, κάτι λογικό, αφού δεν μπορεί μέσα σε τόσο μικρό χρονικό περιθώριο να αλλάξει εντελώς η τεχνολογία των κρανών. Έτσι, οι δοκιμές για την προδιαγραφή της FIM δεν αποτελούν άλμα στην αύξηση της προστασίας των κρανών, αλλά περισσότερο ένα εργαλείο ώστε όλοι να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους: Η FIM να αποκτήσει ισχύ σε έναν ακόμη χώρο, κατασκευαστικό αυτή τη φορά, μαζί με αύξηση των εσόδων της, οι κατασκευαστές κρανών να μπορούν να λένε πια πως διαθέτουν πιστοποίηση για την προδιαγραφή με τις πιο ολοκληρωμένες δοκιμές και πως τα κράνη τους είναι κατάλληλα για το υψηλότερο επίπεδο αγώνων ταχύτητας, και εμείς οι μοτοσυκλετιστές που κυκλοφορούμε στο δρόμο να έχουμε λίγο πιο ήσυχο το κεφάλι μας, αν γνωρίζουμε πως τα κράνη που θα αγοράζουμε θα είναι περισσότερο πιθανό να μας προστατεύσουν καλύτερα. Σ’ αυτή την περίπτωση, η FIM είχε και το καρπούζι και το μαχαίρι, και η κίνησή της ήταν και λίγο ρουά ματ: Ποιος κατασκευαστής θα ρισκάριζε να μείνει “απ’ την απέξω”, όσο ενδεχομένως κι αν υπερκάλυπταν την προδιαγραφή τα κράνη του, και να μην μπορεί να χορηγήσει αναβάτες; Κι επειδή οι κανονισμοί της FIM για τα παγκόσμια θα περάσουν και σε επίπεδο εθνικών πρωταθλημάτων, σε λίγο η προδιαγραφή της θα είναι απαραίτητη παντού. Το μόνο που ελπίζουμε είναι πως θα γίνει αφορμή για να βελτιωθούν πραγματικά και τα μη αγωνιστικά κράνη, και θα φάμε έτσι κι εμείς λίγο καρπούζι.          

  

editorial 520 - χωματερές ψυχές

Από το

Μαύρο Σκύλο

28/2/2013

Η είδηση έσκασε σαν βόμβα: Η ΚΤΜ αγόρασε την Husqvarna από την ΒΜW. Αλλά ήταν λάθος. Το σωστό είναι πως ο Stefan Pierer, CEO της ΚΤΜ, αγόρασε την Husqvarna μέσω μιας δικής του εταιρίας, της Pierer Industrie AG. H αγορά μένει να επικυρωθεί από την Αυστριακή Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν και δεν βλέπω να υπάρξει κάποιο πρόβλημα από κει. Τα προηγούμενα χρόνια, στόχος του Pierer και της ΚΤΜ ήταν σαφώς η BMW, και το πέτυχε: Το 2012 οι πωλήσεις της ΚΤΜ ήταν μεγαλύτερες από της ΒΜW. Οι Γερμανοί είχαν αγοράσει την Husqvarna για να χτυπήσουν την ΚΤΜ και με τα ίδια της τα όπλα, τις χωματερές μοτοσυκλέτες. Ξόδεψαν πολλά χρήματα και τεχνογνωσία, εξελίσσοντας μοτοσυκλέτες enduro, δρόμου και on-off με κινητήρες που ήδη είχαν, βελτιώνοντας την σειρά ΜΧ & enduro X-Lite και εκσυγχρονίζοντας το εργοστάσιο της Husqvarna στο Varese. Αυτό που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν αρχικά, είναι πως το κοινό της Husqvarna είναι εντελώς διαφορετικό από της BMW, και πως δεν θα ήταν αρκετό να τα βάλουν δίπλα-δίπλα στις εκθέσεις. Κάπως έτσι, η BMW έδωσε προτεραιότητα σε Husqvarna δρόμου, αντί να ολοκληρώσει την χωματερή γκάμα της Husqvarna με τα ψεκαστά δίχρονα που ήδη ήταν σε εξέλιξη, κι έτσι έφτιαξε μια εταιρία που εν μέρει την ανταγωνιζόταν μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Μπέρδεμα, μέχρι που ο Αυστριακός εχθρός αγόρασε τον αντίπαλο.

Η πρώτη σκέψη ενός ρομαντικού σαν κι εμένα, μόλις έμαθα πως την αγόρασε με την προσωπική του εταιρία, ήταν πως να, θα πουλήσει στην Ινδική Bajaj το πάνω από 50% της ΚΤΜ που έχει, και θα κάνει την Husqvarna άξιο αντίπαλο της ΚΤΜ! Την δουλειά την ξέρει, και οι Ινδοί έχουν ήδη το 47,5% της ΚΤΜ. Ο Pierer όμως μπορεί να αγαπάει τις μοτοσυκλέτες, αλλά δεν είναι ρομαντικός, είναι businessman. Mέχρι τώρα έχει δώσει δύο συνεντεύξεις, τη μία σε Ολλανδικό site και την άλλη σε Ινδικό τηλεοπτικό κανάλι. Οι δηλώσεις του έχουν ενδιαφέρον: "Με την ΚΤΜ να είναι ήδη παγκόσμιος ηγέτης στο enduro και το ΜΧ, η περαιτέρω ανάπτυξη είναι δύσκολη. Γι' αυτό, όπως ήδη έχουν κάνει πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες, χρειαζόμαστε περισσότερες μάρκες κάτω από την ίδια στέγη, που θα συνεργάζονται στην εξέλιξη, στις αγορές εξαρτημάτων, σε κοινούς κινητήρες και πλαίσια. Η Husqvarna πρέπει να επιστρέψει στις ρίζες της, είχε ξεφύγει πολύ. Έχουμε και την Husaberg, αλλά πιστεύω πως η Husqvarna έχει την δική της θέση στο χώρο, και με αυτή θέλουμε να ανταγωνιστούμε την Yamaha, την Suzuki και την Kawasaki. Έχει μια υπέροχη ιστορία, αλλά εντελώς λάθος γκάμα μοντέλων και πορεία. Θα επιστρέψει σύντομα εκεί που κυριαρχούσε, στο motocross και το supermoto, ενώ μέσα στη χρονιά θα φτιάξουμε την κατάλληλη μοτοσυκλέτα, με τις προδιαγραφές και τον χαρακτήρα που της ταιριάζει. ΚΤΜ και Husqvarna θα έχουν ξεχωριστή εικόνα, μοντέλα και δίκτυα πωλήσεων. Δεν ξέρω ακόμα αν η παραγωγή θα μείνει στο Varese ή θα μεταφερθεί στο Mattighofen. Aγόρασα την Husqvarna με την προσωπική μου εταιρία, αλλά αυτό στο μέλλον μπορεί να αλλάξει, και να συμπεριλάβει την Bajaj. Η τιμή ήταν λογική και για μένα και για την BMW, κι ήταν αυτονόητο να απευθυνθούν σε μας, από την στιγμή που ήθελαν να αφήσουν τον τομέα του off-road."

Τις αμέσως επόμενες μέρες, ο Pierer ανακοίνωσε σε Ινδικό κανάλι τα σχέδιά του για την Husqvarna, σε σχέση με την Bajaj: "Σε δύο χρόνια τα πρώτα Husqvarna θα βγουν από τις γραμμές παραγωγής της Bajaj στο Chakan, αρχικά με βάση την κοινή πλατφόρμα κινητήρων-πλαισίων στα 125 και 200 κυβικά, για την Ινδική αγορά και τις αναπτυσσόμενες χώρες." Προφανώς αυτό αφορά κλώνους των Duke 125 και 200, πιθανώς αργότερα και του Duke 390 που θα αρχίσει σύντομα να πωλείται. Όταν όμως τα πρώτα σχέδια που ανακοινώνεις αφορούν μοτοσυκλέτες δρόμου, πως λες "επιστροφή στις ρίζες" και "λάθος γκάμα"; Ίσως η επιστροφή να είναι σε μακρινές ρίζες, αφού οι μοτοσυκλέτες Husqvarna ξεκίνησαν να παράγονται το 1903, από μια εταιρία που υπήρχε με το ίδιο όνομα από τον 18ο αιώνα, και φέτος γιορτάζουν τα 110 τους χρόνια. Στην πορεία της είχε και δικύλινδρες αγωνιστικές μοτοσυκλέτες δρόμου, αλλά εμείς έχουμε περισσότερο στο μυαλό μας την ιστορική χωματερή της εποχή που ξεκίνησε την δεκαετία του '60. Και γιατί "ΜΧ και supermoto", τη στιγμή που η Husqvarna έχει περισσότερους παγκόσμιους τίτλους enduro παρά ΜΧ; Ίσως γιατί η Husaberg, επίσης πρώην Σουηδική και ιδιοκτησίας ΚΤΜ, έχει μόνο γκάμα enduro. Το παράδειγμα της Husaberg ίσως είναι ενδεικτικό: Αγοράστηκε από την ΚΤΜ, αλλά σύντομα μεταφέρθηκε στην Αυστρία και ξεκίνησε ένα δικό της project με τον αντεστραμμένο κινητήρα των 70 μοιρών και πολλά κοινά εξαρτήματα με τα KTM. Είχε όμως την δική της άποψη και ξεχωριστή ταυτότητα, δικό της κινητήρα, δικό της πλαίσιο. Η διαφορετικότητα αυτή εγκαταλείφθηκε όμως εντελώς στα μοντέλα του 2013, που όπως έγινε και με την προσθήκη των δίχρονων της γκάμας τους, είναι τόσο διαφορετικά από τα ΚΤΜ όσο τους επιτρέπουν τα δικά τους πλαστικά και χρώματα, μαζί με κάποια στοιχεία εξοπλισμού και ρυθμίσεις στις αναρτήσεις.

Κάπου εκεί, άρχισε να προβάλλει το worst case scenario: Θες μια χωματερή μοτοσυκλέτα. Πηγαίνεις στον έμπορο, και βλέπεις στο μαγαζί μοτοσυκλέτες γυμνές, χωρίς πλαστικά και ρεζερβουάρ. Έρχεται ο πωλητής : "Πως θα επιθυμούσε την μοτοσυκλέτα του ο κύριος; Σε πορτοκαλί, μπλε-κίτρινο, ή άσπρο-κόκκινο; Να δούμε και την λίστα του εξοπλισμού;". Το φανταστικό χειρότερο σενάριο δεν απέχει πολύ από αυτό που γίνεται ήδη σε κάποιες από τις μάρκες του VW Group, εταιρίας που ο Pierer έχει δηλώσει πως θαυμάζει πολύ. Audi, Volkswagen και Seat χρησιμοποιούν κοινά πλαίσια, κινητήρες και εξαρτήματα, σε τέτοιο βαθμό που και όσοι τα δοκιμάζουν απορούν με την διαφοροποίηση της τιμής τους. Παρακολούθησα πρόσφατα μια εκπομπή της Deutsche Welle, όπου ο δοκιμαστής ενός νέου Skoda Octavia προσπαθούσε να καταλάβει γιατί είναι 1.300 ευρώ φθηνότερο (στην Γερμανία) από ένα Golf με ίδιο κινητήρα και εξοπλισμό. Έψαξε τα πάντα, από τα διάκενα του αμαξώματος μέχρι τα υλικά του εσωτερικού, τον κινητήρα, τις επιδόσεις, τα πάντα, και η μόνη διαφορά που βρήκε ήταν λιγότερη ηχομόνωση, που δεν δικαιολογούσε την διαφορά τιμής. Φτάνουμε έτσι στο περίφημο "positioning" της κάθε μάρκας, την προσλαμβάνουσα εικόνα της στην αγορά, που μαζί με το όνομα και τα λογότυπα "διαφοροποιεί" τις επιμέρους μάρκες. Ο Pierer δεν έχει κάνει σαφές ποια θα είναι η Audi, ποια η VW και ποια η Skoda της ΚΤΜ.

Η αποτυχία της συνεργασίας Suzuki – Kawasaki, που ήθελαν να πουλάνε τις ίδιες μοτοσυκλέτες με άλλα χρώματα και λογότυπα, είναι ένα κακό προηγούμενο, που δείχνει όμως πως οι μοτοσυκλετιστές δεν είναι αδαείς, και που απέδειξε πως το να έχουν οι έμποροι "περισσότερα μοντέλα να πουλάνε" δεν εγγυάται καμία επιτυχία. Είχαμε ακούσει βέβαια τότε έναν κάτοχο Kawasaki KLV 1000 να επιμένει πως το μηχανάκι του είναι πιο γρήγορο από V-Strom 1000. Ίσως ήταν το πορτοκαλί του χρώμα που του έδινε παραπάνω χιλιόμετρα. Στην Ιταλία η πρακτική "αλλαγής αυτοκόλλητων" είχε εφαρμοστεί παλιότερα και μεταξύ Moto Guzzi και Benelli, αλλά και στην ίδια την Husqvarna όταν την είχαν αποκτήσει οι Castiglioni και την μετέφεραν στην Ιταλία, όταν βάφτισαν Husqvarna τα δίχρονα Cagiva, εγκαταλείποντας τους κινητήρες και τα πλαίσια των Σουηδών. Επί της ουσίας όμως μια χαρά μοτοσυκλέτες ήταν, και είναι ακόμα μαζί μας ως WR250/300, με φανατικούς οπαδούς. Πωλούνταν και παράλληλα για ένα διάστημα, ως Husqvarna τα enduro και ως Cagiva τα ΜΧ. Άλλο παράδειγμα εταιριών που να μοιράζονταν κινητήρες και πλαίσια δεν έχουμε, αν δεν θέλουμε να πάμε πίσω στην υπό κατάρρευση Βρετανική βιομηχανία μοτοσυκλετών, και να θυμηθούμε πανομοιότυπα Triumph – ΒSA και AJS – Matchless.

To πώς θα διαχειριστεί ο Pierer το νέο του απόκτημα μένει να αποδειχθεί. Και σίγουρα, όπως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως η Husqvarna είναι Σουηδική ενώ αυτό έχει αλλάξει από το 1987, έτσι και σε είκοσι χρόνια οι σημερινοί πιτσιρικάδες θα νομίζουν πως ήταν πάντα Αυστριακή. Η χώρα προέλευσης είχε μεγάλη σημασία, γιατί ήταν αυτονόητο πως μεταφερόταν στις μοτοσυκλέτες που κατασκευάζονταν εκεί η νοοτροπία, οι ιδιοσυγκρασίες, η ψυχοσύνθεση και η τεχνολογικές δεξιότητες των ανθρώπων που τις εξέλισσαν και τις κατασκεύαζαν. Έτσι τις φαντάζονταν, έτσι τις ήθελαν, έτσι τις έφτιαχναν. Άλλο οι Ισπανοί, άλλο οι Άγγλοι, άλλο οι Γάλλοι, άλλο οι Ιταλοί, άλλο οι Γερμανοί, άλλο οι Αμερικάνοι κι άλλο οι Ιάπωνες. Ξεχώριζαν η μια από την άλλη με την πρώτη ματιά, με την πρώτη βόλτα. Τώρα όλα αυτά έχουν θολώσει, και γυρισμός δεν υπάρχει. Οι δε εταιρίες, πηγαίνουν την παραγωγή τους εκεί που περιμένουν να πουλήσουν, κι εκεί που θα φτιάξουν τις μοτοσυκλέτες τους φθηνότερα. Αυτές τις κινήσεις τις καθορίζει προς το παρόν η νοτιοανατολική Ασία. Ήδη οι μεγαλύτεροι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν εργοστάσια εκεί, ήδη οι μεγαλύτεροι ευρωπαίοι κατασκευαστές μοτοσυκλετών έχουν ή θα αποκτήσουν. Κι εντάξει, ας πούμε πως δεν μας απασχολεί το πού φτιάχνονται, αφού αν είναι σωστά φτιαγμένα και ταυτόχρονα φθηνότερα, μας συμφέρει.

Η ΚΤΜ, που έχει φτιάξει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εταιρία το συνδυασμό μοτοσυκλέτα - αξεσουάρ - αγώνες - πάντα κοντά στον αναβάτη, έχοντας καταλάβει πως το after sales είναι ό,τι πιο σημαντικό, φιλοδοξεί να κυριαρχήσει παγκόσμια στο χωματερό χώρο, και θεωρώντας πως έχει αφήσει πίσω της τους Ευρωπαίους, να ξεπεράσει και τους τρεις Ιάπωνες μαζί (αίνιγμα των δηλώσεων του Pierer η απουσία αναφοράς στην Honda). Ο κίνδυνος, για όσους υποστηρίζουν την... βιοποικιλότητα στην μοτοσυκλέτα, είναι να ασχολείται μία ομάδα εξέλιξης και με τις τρεις εταιρίες, κάνοντας και τα Husqvarna τόσο όμοια με τα ΚΤΜ και Husaberg όσο είναι κι αυτά μεταξύ τους. Κι εδώ οικονομία κλίμακας, με το μεγάλο μέρος του R&D της ΚΤΜ ελεύθερο να ασχολείται με μοτοσυκλέτες για τις "αναπτυσσόμενες χώρες", για εκεί δηλαδή που είναι και το ζουμί, αν μιλάμε για business κι όχι για ρομαντικές ιδέες. Μόνο στην Ινδία, μόνο τον Ιανουάριο του 2013, πουλήθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες μοτοσυκλέτες.

Εν τω μεταξύ, οι αθεράπευτα ρομαντικοί ας αναλογιστούν πως η Σουηδική ψυχή της Husqvarna χάθηκε το 1987, με τα τελευταία ίχνη Σουηδικού DNA να ανιχνεύονται στα 630, χωρίς αυτό να επηρεάσει αρνητικά τα σημερινά της μηχανάκια, που παραμένουν και ακλόνητα και πολεμικά και ευέλικτα. Μένει να δούμε τι ψυχή θα τους εμφυσήσουν οι Aυστριακοί, κι αν θα συνεχίσουν την παράδοση του Σουηδικού ατσαλιού, όπως άξια έκαναν οι Ιταλοί και συνέχισαν οι Γερμανοί. Γιατί δεν είναι πια θέμα εθνικότητας, αλλά άποψης για τις μοτοσυκλέτες, και η ΚΤΜ έχει τώρα την ευκαιρία να ενισχυθεί, αν κάτσει να κατανοήσει γιατί τα Husqvarna είναι Husqvarna.