Editorial 588 - Ινδία, το μέλλον - Γιατί η Ινδία θα καθορίζει τις τύχες της μοτοσυκλέτας…

x
Από το

motomag

1/11/2018

Η Ελληνική αγορά δικύκλων θα φτάσει περίπου στις 32.000 μονάδες το 2018. Η Ινδική προβλέπεται να ανέβει πάνω από 20 εκατομμύρια. Στην Ινδική αγορά πουλιούνται διπλάσια Royal Enfield ΤΟ ΜΗΝΑ από το ετήσιο σύνολο της Ελληνικής αγοράς. Πάνω από 48.000 δίκυκλα πωλούνται κάθε μέρα, και για τα πιο δημοφιλή υπάρχει λίστα αναμονής έως και τρεις μήνες. Το οικονομικό έτος 2016/17 πουλήθηκαν 17.589.738, και το 2017/18, 20.192.672… Η Ινδία έχει ξεπεράσει προ πολλού την Κίνα, τόσο σε πωλήσεις όσο και σε παραγωγή, αφού στην Κίνα έχει απαγορευτεί η χρήση βενζινοκίνητων δικύκλων σε δεκάδες μεγάλες πόλεις και έχουν ανέβει πολύ οι πωλήσεις αυτοκινήτων.

Στην Ινδία όμως του 1,339 δισεκατομμυρίου κατοίκων, που έχει ξεπεράσει ήδη από το 2017 σε πληθυσμό και την Κίνα (1,338 δις!), η ανάπτυξη της μοτοσυκλέτας είναι ραγδαία, κι αναμένεται να συνεχιστεί αμείωτη ως τουλάχιστον το 2026, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Η αγορά της σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε 8 χρόνια, κι ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό είναι μικρά δίκυκλα, ως 200cc, οι μεγάλες μοτοσυκλέτες κερδίζουν συνέχεια έδαφος. Το success story είναι αυτό της Royal Enfield, όπως θα διαβάσετε και στο τεστ του Himalayan σ’ αυτό το τεύχος, με την Ινδική εταιρία να ανεβάζει την παραγωγή της στις 900.000 μονάδες για να μπορέσει να καλύψει την ζήτηση. Καμία της μοτοσυκλέτα δεν είναι μικρότερη από 350 κυβικά, κι ήδη κάνει το διεθνές της άνοιγμα με τα δικύλινδρα των 650cc που ήδη παρουσίασε. Η πιο επιτυχημένη “πολυτελής μάρκα”, όπως αναφέρουν στην Ινδία τις εισαγόμενες, μεγάλες και ακριβές μοτοσυκλέτες είναι η Triumph.

Που οφείλεται όμως αυτή η αλματώδης ανάπτυξη της Ινδικής αγοράς και βιομηχανίας; Η Ινδία, πέρα από τον μεγαλύτερο πληθυσμό χώρας στον πλανήτη, έχει και την ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία. Αυτό έχει δημιουργήσει μια μεσαία οικονομική τάξη που έχει διαθέσιμο εισόδημα, τόσο στις πόλεις όσο και σε αγροτικές περιοχές. Σε συνδυασμό με το ανεπαρκές οδικό δίκτυο στις επαρχίες, και στις πηγμένες από κυκλοφοριακή συμφόρηση πόλεις με ανεπαρκές δίκτυο μαζικών μεταφορών, όλο και περισσότεροι στρέφονται στο δίκυκλο ως λύση μετακίνησης, και τα best seller μοντέλα το επιβεβαιώνουν αυτό. Οι χρηματοδοτήσεις είναι κι αυτές ευνοϊκές, και βοηθά επίσης και το internet στις αγορές και την εξυπηρέτηση. Επιπλέον, τα αυτοκίνητα είναι ακριβά, φορολογούνται πολύ περισσότερο από τα δίκυκλα και στις πόλεις δεν έχουν που να παρκάρουν. Η Ινδική κυβέρνηση έχει ξεκινήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα οδικών υποδομών, που αναμένεται να αυξήσει ακόμα περισσότερο τις πωλήσεις. Εκτός όμως από ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού που βγήκε ή βγαίνει από τα επίπεδα της φτώχιας και μπορεί να διαθέσει τα χρήματα για δίκυκλο, η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας (έχει την μεγαλύτερη άνοδο παγκοσμίως στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) σε συνδυασμό με τον πληθυσμό της, έχει φέρει οικονομική άνεση σε εκατομμύρια Ινδούς, τέτοια που να αντιμετωπίζουν την μοτοσυκλέτα ως αναψυχή και ως ως σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης, αγοράζοντας μεγάλες εισαγόμενες μοτοσυκλέτες. Το καλοκαίρι είχαμε πολλούς Ινδούς τουρίστες, που έδιναν 2.500 ευρώ το άτομο για πέντε μέρες στην Αθήνα…

Κάπως έτσι, η Ινδία έχει αυτή τη στιγμή περίπου το 34% της παγκόσμιας αγοράς, χωρίς ακόμα να έχει ξεκινήσει στα σοβαρά τις εξαγωγές της, τουλάχιστον στις μεγάλες μοτοσυκλέτες. Αυτό όμως δεν θα ισχύει για πολύ. Ινδικές εταιρίες έχουν εξαγοράσει ιστορικά ονόματα της μοτοσυκλέτας, ή έχουν κάνει στρατηγικές συμμαχίες με ήδη υπάρχουσες εταιρίες. Κι όσο κι αν υπάρχει η εσωτερική αγορά που είναι η μεγαλύτερη του κόσμου, η προοπτική των διεθνών πωλήσεων και η αίγλη μιας παγκόσμιας (αντί μόνο Ινδικής) εταιρίας, είναι τεράστιο κίνητρο. Οι Ινδοί βρίσκονται πιο κοντά στους Ευρωπαίους απ’ ότι οι Κινέζοι, λόγω γλώσσας, νοοτροπίας και επαγγελματικών σχέσεων, ενώ έχουν και μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, χαίρονται τη μοτοσυκλέτα, κάτι που δεν έχουν αποκτήσει οι Κινέζοι που είδαν τα δίκυκλα απλά ως προσωρινή λύση μέχρι να καταφέρουν να πάρουν αυτοκίνητο.

Η Ινδία έχει πολλούς κατασκευαστές με παραγωγή πάνω από 2.000.000 μοτοσυκλέτες το χρόνο. Η Bajaj, που κατέχει το 47,99% της KTM, κατασκευάζει ήδη στο εργοστάσιό της στο Chakan πάνω από 100.000 KTM (τα μικρά Duke) και τα μικρά street Husqvarna, ενώ θα αρχίσει σύντομα να κατασκευάζει και τα 790. Έχει επενδύσει πάνω από 250.000.000 $ στην ΚΤΜ, ενώ είναι και ο επίσημος διανομέας της Kawasaki στην Ινδία, ενώ έχει κάνει και συνεταιρισμό με την Triumph (χωρίς να κατέχει ποσοστό της) για την εξέλιξη μικρών και μεσαίων μοτοσυκλετών που θα δούμε και ως Triumph. Είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος κατασκευαστής στην Ινδία.

Η TVS, που δεν είχε μέχρι τότε κατασκευάσει μοτοσυκλέτα μεγαλύτερη από 250cc, συνεταιρίστηκε με την BMW Motorrad, κατασκευάζοντας τη σειρά G310 για λογαριασμό της, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν κι άλλα μοντέλα. Είναι στην τρίτη θέση των Ινδών κατασκευαστών.

Μια εταιρία που δεν έχει δώσει ακόμα το στίγμα της στην μοτοσυκλέτα, αλλά θα το κάνει, είναι η Mahindra & Mahindra, μια από τις μεγαλύτερες εταιρίες της Ινδίας σε απόλυτα μεγέθη, με έσοδα πάνω από 13 δις δολάρια το χρόνο, κυρίως από αυτοκίνητα και τρακτέρ. Έχει γκάμα μικρών μοτοσυκλετών με το όνομά της, αλλά δεν έχει καταφέρει πολλά μέχρι τώρα καθώς είναι στην όγδοη θέση μεταξύ των Ινδών κατασκευαστών μοτοσυκλέτας – αυτό όμως θα αλλάξει, καθώς κατέχει δύο ιστορικά ονόματα, της Jawa και της BSA. Από το 2015, έχει αποκτήσει και το 51% της Peugeot, που είχε παρουσιάσει την πρώτη της μοτοσυκλέτα το 1898, αλλά δεν ξεκίνησε παραγωγή ως το 1901. Μέσω της θυγατρικής της Classic Legends Private Limited (CLPL) απέκτησε τα δικαιώματα της BSA, που κάποτε ήταν ο μεγαλύτερος κατασκευαστής στον κόσμο, όπως και του θρυλικού ονόματος Gold Star. Τα σχέδια για έναρξη της παραγωγής των νέων Jawa (έχουμε ήδη δει τον κινητήρα) και των BSA είναι προχωρημένα, με εξέλιξη μοτοσυκλετών στην Ιταλία και εργοστάσια στην Γαλλία και την Ινδία, για μια γκάμα από 300 ως 750cc. To πρώτο μοντέλο, αυτό των 300cc, με έναν κινητήρα κλασικής εμφάνισης αλλά σύγχρονης τεχνολογίας, θα παρουσιαστεί στις 15 Νοεμβρίου στην Ινδία. Παράλληλα η Mahindra αγόρασε το 2015 και τον σχεδιαστικό οίκο Pininfarina, που έχει σχεδιάσει τις περισσότερες Ferrari…

Οι Ινδοί έχουν την βιομηχανία, έχουν τα χρήματα, έχουν μια τεράστια εσωτερική αγορά να τους στηρίζει, έχουν εξασφαλίσει τεχνογνωσία, έχουν στρατηγικές συνεργασίες με κορυφαίες εταιρίες μοτοσυκλέτας, διαθέτουν μερικά από τα πιο ιστορικά ονόματα και κατασκευάζουν πια παγκόσμια αποδεκτές μοτοσυκλέτες – το μέλλον τους ανήκει.

https://www.marklines.com/statics/report/img/en/rep1590_002.jpg

 

Motorcycle Demand in Major Countries

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...