Editorial 582 - H απίστευτη Bessie

Από το

motomag

1/5/2018

Όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό όταν την έβλεπαν να περνάει. Μια γυναίκα, μόνη, με μοτοσυκλέτα. Κι όχι στην Αθήνα του 2018, αλλά στις ΗΠΑ του 1928, τότε που οι γυναίκες μόλις είχαν πάρει δικαίωμα ψήφου. Το να δεις γυναίκα με μοτοσυκλέτα ήταν απίστευτα σπάνιο, κι η Bessie Stringfield είχε έναν ακόμα λόγο να ξαφνιάζει όποιον την έβλεπε: Το χρώμα του δέρματός της.

Σκεφτείτε πως ήταν οι ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν όλοι χωματόδρομοι, και οι λευκοί κάτοικοί της περίμεναν από τους έγχρωμους “να ξέρουν την θέση τους” και να μην κάνουν τίποτα που θα τους προκαλούσε… Κι όμως, μια νέα γυναίκα αψήφησε όλα τα στερεότυπα σχετικά με το τι έπρεπε και τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα, κι έκανε αυτό που καμία άλλη δεν είχε τολμήσει. Όχι μόνο οδηγούσε μοτοσυκλέτα, από το 1927 ως τον θάνατό της το 1993, αλλά είχε γυρίσει 8 φορές τις ΗΠΑ, επισκεπτόμενη κάθε πολιτεία από τις “lower 48”.  Έλεγε πως είχε γυρίσει και την Ευρώπη, κι είχε ταξιδέψει και στην Αϊτή και την Βραζιλία. Μια εύλογη υπόθεση θα ήταν πως προερχόταν από πλούσια οικογένεια – κάθε άλλο. Κόρη υπηρέτριας, έλεγε πως είχε γεννηθεί στην Jamaica και πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν πέντε ετών, ή πως πέθανε στην γέννα. Το σίγουρο είναι πως την είχε υιοθετήσει μια Ιρλανδικής καταγωγής χήρα, που είχε κι άλλα παιδιά, και πως στην εφηβεία, μόνη της έμαθε να οδηγεί, με την μοτοσυκλέτα ενός γείτονα. Στα 16 της, η θετή της μητέρα είπε το ναι, και η Bessie πήρε την πρώτη της μοτοσυκλέτα, μια Indian Scout. Όλες όμως οι επόμενές της μοτοσυκλέτες, και οι 27, ήταν Harley. Και η Bessie είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπλάνηση, αυτό που αποκαλούσε “gypsy touring”. Άνοιγε το χάρτη, έριχνε ένα νόμισμα πάνω του, κι όπου έπεφτε, για κει ξεκινούσε. Ως το 1929 έκανε ταξιδάκια γύρω από την Βοστώνη, την πόλη που ζούσε, αλλά αμέσως μετά, άρχισε να γυρίζει όλες τις ΗΠΑ.  Ως το 1940, είχε κάνει οκτώ μεγάλα ταξίδια στις ΗΠΑ. Κινδύνευε; Φοβόταν; “Κανείς δεν με σκότωσε…”, είχε απαντήσει όταν την ρώτησαν. Όχι όμως πως κανείς δεν είχε προσπαθήσει κιόλας. Την είχαν πετάξει έξω από τον δρόμο, την είχαν κυνηγήσει για να την λιντσάρουν (κι ήταν νόμιμο το λιντσάρισμα τότε στις ΗΠΑ, ο όχλος μπορούσε να αυτοδικήσει και να σκοτώσει όποιον δεν του άρεσε, με τις ευλογίες των αρχών…), της πετούσαν διάφορα αντικείμενα καθώς περνούσε, αλλά πάντα, “χάρη στον Ιησού”, όπως έλεγε, κατάφερνε να γλιτώνει. Ίσως ήταν κι αυτή η πίστη της, πως τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, που της έδινε δύναμη να κάνει τα ταξίδια της. Κι απ’ την άλλη, ίσως ο κύριος λόγος που την γλίτωνε να ήταν πως “ήμουν πιο γρήγορη και ξέφευγα…”.

 

Και πως τα κατάφερνε και να ταξιδεύει και να βγάζει τα προς το ζειν;  Ήταν τόσο καλή στην οδήγηση, τόσο άνετη στον χειρισμό των μοτοσυκλετών του τότε, που ήδη από την γειτονιά της όταν ήταν έφηβη, την έβλεπαν να περνάει όρθια πάνω στην μοτοσυκλέτα, με το ένα πόδι στην σέλα και το άλλο στο τιμόνι. Έτσι, πήγαινε σε πανηγύρια, όπου έκανε “επιδείξεις ικανοτήτων”, ακόμα και στον Γύρο του Θανάτου, το γνωστό μας Βαρέλι. Συμμετείχε και σε αγώνες flat track, κρύβοντας τα μαλλιά της μέσα στο κράνος για να μην καταλάβει κανείς πως είναι γυναίκα, αν και όταν νικούσε – γιατί συνέβαινε κι αυτό! – τις περισσότερες φορές της αρνούνταν τα χρήματα του βραβείου, μόλις την έβλεπαν χωρίς κράνος.

 

Η ζωή της στο δρόμο δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τότε, κανείς μαύρος δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε ξενοδοχεία ή μοτέλ, και μάλιστα κινδύνευε αν προσπαθούσε να πιάσει δωμάτιο. Το ίδιο κινδύνευε και από τους ανθρώπους του νόμου, αν και όπως έλεγε συνάντησε και καλούς ανθρώπους, που δεν την άφηναν να πληρώσει στα βενζινάδικα, και που της επέτρεπαν να κοιμηθεί εκεί, πάνω στην μοτοσυκλέτα της. “Έβαζα το μπουφάν μου για μαξιλάρι στο τιμόνι, άπλωνα τα πόδια μου στην σέλα και το πίσω φτερό, και κοιμόμουν”, έλεγε η Bessie, βοηθούμενη και από το ύψος της, που δεν ξεπερνούσε το 1,65. Σε πολλές περιπτώσεις, την φιλοξενούσαν οικογένειες μαύρων, ή κρυβόταν σε κάποιο απόμερο δασάκι για να περάσει την νύχτα, προσέχοντας πολύ να μην την δει κανείς…

 

Κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π., ο στρατός την κάλεσε να υπηρετήσει (!) σε ένα σώμα μαύρων αγγελιοφόρων, όπου φυσικά ήταν η μοναδική γυναίκα. Ανάμεσα στα ταξίδια της, παντρεύτηκε συνολικά έξι φορές κι έχασε τρία παιδιά, που πέθαναν βρέφη, ή πολύ μικρά. Το Stringfield είναι το επώνυμο του τρίτου άντρα της, που την παρακάλεσε να το κρατήσει γιατί “θα το έκανε διάσημο”. Φαίνεται πως είχε πολλές επιτυχίες στους άντρες όταν ταξίδευε, κι επιμελώς έφτιαχνε τα μαλλιά της και το make up κάθε μέρα. Όπως είπε σε μια συνέντευξη όταν ήταν 70 ετών, “όλοι μου οι άντρες, εκτός από έναν, ήταν από 22 ως 24 χρόνια μικρότεροί μου. Ούτε και τώρα θα ήθελα άντρα πάνω από 35!”.     

 

Από το 1939 που πέθανε η θετή της μητέρα, η Stringfield μετακόμισε στο Miami, όπου στην αρχή δούλευε ως υπηρέτρια, κι αργότερα έγινε νοσοκόμα. Εκεί, οι τοπικοί σερίφηδες της είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη, μόνο και μόνο γιατί οδηγούσε μοτοσυκλέτα ενώ ήταν μαύρη. Πήγε όμως να παραπονεθεί στον αρχηγό τους, που πείστηκε πως πρέπει να την αφήσουν ήσυχη όταν την είδε να οδηγεί κι εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές της. Είχε ιδρύσει και το Iron Horse Motorcycle Club, με την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του να είναι άνδρες, τους οποίους και οδηγούσε σε διάφορες βόλτες κι εκδηλώσεις. Κάπως έτσι κέρδισε και τον τίτλο της “Motorcycle Queen of Miami”. Το club αυτό δεν υπάρχει πια.

 

Στα 70 της δούλευε ακόμα ως νοσοκόμα, κι οδηγούσε το Harley για αρκετά χρόνια μετά, πηγαίνοντας καβάλα και στην εκκλησία, εντυπωσιάζοντας και την δεκαετία του ’80 όπως είχε κάνει και την δεκαετία του ’20. Πέθανε το 1993, από καρδιά, κι αρκετά χρόνια αργότερα, το 2000, η American Motorcycle Association δημιούργησε το Βραβείο Bessie Stringfield, και το 2002 μπήκε στο Motorcycle Hall of Fame. Με έμπνευση από την ιστορία της, το 2016 μια σειρά κόμικς που απευθύνεται σε παιδιά, την έκανε γνωστή και στις νεότερες γενιές, ως παράδειγμα ανθρώπου που έζησε την ζωή του όπως την ήθελε, κι όχι όπως όριζαν οι κοινωνικές συμβάσεις.

“Nαι,” είχε πει σε συνέντευξη λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, “μάλλον ποτέ δεν έκανα ότι κάνουν όλοι…”.

 

editorial τ.530 - αξίζουν και τώρα!

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/12/2013

Ένα από τα άσχημα των εποχών με αφθονία χρήματος ήταν πως έκαναν τις μοτοσυκλέτες να μοιάζουν αναλώσιμες. Όταν υπάρχει η δυνατότητα συχνών αλλαγών, και πολλοί δεν το σκέφτονταν δεύτερη φορά πριν πουλήσουν τη μια κι αγοράσουν την άλλη, μια παρενέργεια είναι πως μειώνεται ο χρόνος ενασχόλησης με την ίδια την μοτοσυκλέτα. Κι όταν δεν της βάζεις χέρι, όταν δεν την γνωρίζεις λίγο πιο βαθιά, όταν μόνο το συνεργείο ασχολείται μαζί της, τότε χάνεις πολλά από την σχέση σου μαζί της. Λόγω της ίδιας ευκολίας στην απόκτηση καινούργιας, στα παλιότερα μοντέλα κανείς δεν έδινε σημασία, κι ειδικά σ' αυτά που δεν ήταν τόσο παλιά ή σπάνια ώστε να θεωρούνται κλασικά, ειδικά σ' αυτά που δεν είχαν αξία χρηματική παρά μόνο συναισθηματική. Πολλές τέτοιες μοτοσυκλέτες βρίσκονται παρατημένες σε αυλές, αποθήκες και υπόγεια, μοτοσυκλέτες που τόσα είχαμε ζήσει μαζί τους αλλά κάποια στιγμή παροπλίστηκαν και ξεχάστηκαν. Ξανασκεφτείτε το, γιατί αυτές οι μοτοσυκλέτες αξίζουν και τώρα.

Η κατηγορία αυτή των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας ξεφεύγει από τις συνήθεις κλασικές, κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά: Αυτές οι μοτοσυκλέτες έχουν αξία ειδικά και αποκλειστικά για τον ιδιοκτήτη τους, σε αντίθεση με τις κοινώς και παγκοσμίως αποδεκτές "ιστορικές". Ένα ταπεινό XL185S δεν έχει την χρηματική αξία ή την αίγλη ενός RC30, αλλά για αυτόν που το έχει στην καρδιά του λέει πολλά, ενώ το superbike μπορεί να το θαυμάζεις, αλλά να είναι συναισθηματικά αδιάφορο. Μπορεί την μοτοσυκλέτα να την είχες μικρός ή να την έχεις ακόμα κάπου παρατημένη, μπορεί να την θυμάσαι να περνάει κι εσύ να χάσκεις με το στόμα ανοιχτό, μπορεί να την είχε ο πατέρας σου και πάνω της να έκανες την πρώτη σου βόλτα. Μπορεί να ήταν μια φωτογραφία μόνο που κάποτε είχες δει σ' ένα περιοδικό, μπορεί να μην είχες καμιά παλιότερη επαφή μαζί της αλλά για τους δικούς σου μοναδικούς λόγους να έφαγες την φλασιά: "Θέλω να ζήσω πράγματα μαζί της". Και να ξεκινήσεις για ένα μοναδικό ταξίδι, που θα σε ανταμείψει πλούσια πριν καν πάρει μπρος ο κινητήρας και διανύσεις τα πρώτα μέτρα. Το πιο ενθαρρυντικό απ' όλα δεν είναι πως κάποιοι παλιοί μοτοσυκλετιστές βγάζουν ξανά στο δρόμο τις παλιές τους αγάπες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Πολλοί νέοι αποφασίζουν να ασχοληθούν για πρώτη φορά με την μοτοσυκλέτα κι αντί να κλαίγονται που δεν έχουν χρήματα να αγοράσουν το τελευταίο σούπερ ουάου μοντέλο, μαζεύουν ένα παλιό μηδαμινής ή μηδενικής αξίας και το ξαναβγάζουν σε κυκλοφορία, με πολλή προσωπική ενασχόληση. Κι ίσως να μην υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αρχίσει κάποιος το ταξίδι του στον κόσμο της μοτοσυκλέτας. Για σκεφτείτε το: Πριν καν την οδηγήσει, θα την έχει λύσει, επισκευάσει, συντηρήσει και ξαναδέσει, χτίζοντας μια μοναδική σχέση μαζί της. Και στην εποχή της ηλεκτρονικής "κοινωνικότητας", όταν οι άλλοι είναι σκυμμένοι στα έξυπνα κινητά τους και θεωρούν πως "επικοινωνούν", υπάρχουν παρέες που πραγματικά ζουν και επικοινωνούν μέσω κοινών δράσεων, που μαθαίνουν και διασκεδάζουν ξαναδίνοντας ζωή σε μια μοτοσυκλέτα, ξοδεύοντας λιγότερα χρήματα από το κόστος ενός καλού laptop.

Στην πορεία, ξαναζωντανεύουν τέχνες και τεχνικές που κινδυνεύουν να χαθούν, σώζονται γνώσεις και ανασύρονται πατέντες, εφευρίσκονται νέες και οι παρέες περνάνε καλά πριν ακόμα την πρώτη τους βόλτα. Το ευτύχημα είναι πως όλες αυτές οι συναισθηματικής αξίας μοτοσυκλέτες δεν χρειάζονται εξειδικευμένο εξοπλισμό για την συντήρηση και την ρύθμισή τους, καθώς τα ηλεκτρονικά τους λάμπουν δια της απουσίας τους, και τα διαγνωστικά ήταν άγνωστη λέξη όταν φτιάχτηκαν. Με βασικά εργαλεία και όρεξη μπορούν να γίνουν οι περισσότερες δουλειές, χωρίς να είναι απαραίτητα τα Τρία Χι της αναπαλαίωσης κλασικών μοτοσυκλετών: Χρήμα, Χρόνος, Χώρος. Ένας χώρος κάπου θα βρεθεί, χρόνος επίσης, ενώ το χρήμα είναι ελάχιστο, ειδικά όταν δεν σε απασχολεί η αυθεντικότητα και ξεφύγεις από το "100% original". Έτσι, ξεφεύγεις και από τα νύχια του αετονύχη που σε περιμένει με ακονισμένο το ξυράφι για να σου πουλήσει το καρασπάνιο original παπαράκι που θεωρεί πως αξίζει το βάρος του σε χρυσό. Κι έχει μεγαλύτερη αξία να καταφέρεις να σώσεις εξαρτήματα, παρά να έχεις φουσκωτό πορτοφόλι και να τα πάρεις όλα καινούργια. Πως ξανανιώνει ένα πλαστικό; Πως θα μπαλώσεις το σκουριασμένο φτερό χωρίς να φαίνεται; Πως θα ξεσκουριάσεις ζάντες και ακτίνες; Πως θα ξεβάψεις το πλαίσιο; Που θα βρεις "βαρελάκια" για να αλλάξεις συρματόσχοινα στις ντίζες; Πως θα καθαρίσεις το καρμπυρατέρ; Τις βίδες; Πως βγαίνουν τα ρουλεμάν των τροχών; Κι αυτά είναι λίγα μόνο από τα χιλιάδες ερωτήματα που θα δημιουργηθούν στην πορεία μιας ανακατασκευής, και που θα οδηγήσουν σε αντίστοιχες απαντήσεις και γνώση.

Φυσικά, κάποια στιγμή μπορεί να χρειαστούν αυθεντικά ανταλλακτικά, γιατί αυτά θέλεις, κι όχι κάποια πατέντα. Μέχρι στιγμής, υπήρχε μόνο μία εταιρεία που ενεργά στηρίζει με ανταλλακτικά παλιά (πολύ παλιά...) μοντέλα, κι αυτή είναι η BMW, που έχει κατάλογο με τα ανταλλακτικά των κλασικών της. Πρόσφατα όμως, η Suzuki στην Αγγλία ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα παλαιών ανταλλακτικών, που θα διατίθενται online για δημοφιλή μοντέλα του παρελθόντος. Η αρχή γίνεται με το πρώτο RGV250Γ, για το οποίο μπορεί κανείς να βρει εκτός από ανταλλακτικά, service και parts manual, όπως και προσπέκτους (τα manual είναι δωρεάν και μπορεί να τα κατεβάσει οποιοσδήποτε). Κάθε τρίμηνο θα ακολουθεί ένα ακόμα μοντέλο, όπως τα πρώτα GSX-R, το δίχρονο υγρόψυκτο 750 (ο "βραστήρας"), το GS1000S, η μεγάλη Katana 1100, το 250 Χ7 και άλλα. Ενστικτωδώς, έχουμε σε μεγαλύτερη εκτίμηση κάθε εταιρεία που σέβεται το παρελθόν της, και δεν το έχει ξεχάσει κοιτάζοντας μόνο το σήμερα. Ακόμα κι αν δεν υπάρχουν σε στοκ τα ανταλλακτικά (η Suzuki δεν διευκρινίζει αν θα ξαναφτιαχτούν ανταλλακτικά για αυτά τα μοντέλα ή θα διατίθεται το στοκ μέχρι να εξαντληθεί, αν και είναι λίγο απίθανο να έχουν πλήρες στοκ για GT750 και GS1000S, οπότε μάλλον θα τα ξαναφτιάξουν...) κάθε εταιρεία θα μπορούσε να έχει σε ειδικό site τα service manual και τους καταλόγους των ανταλλακτικών για τα προ εικοσαετίας μοντέλα της, βοηθώντας την ίδια της την ιστορία να παραμείνει ζωντανή και εμπνέοντας τους αναβάτες να μείνουν "πιστοί" στην μάρκα. Έτσι κι αλλιώς, μοτοσυκλέτες τέτοιας ηλικίας σπάνια περνούν την πόρτα εξουσιοδοτημένων συνεργείων, οπότε δεν πρόκειται να χάσουν χρήματα, και οι κατάλογοι των ανταλλακτικών μπορούν να χρησιμεύσουν και για παραγγελίες αλλά και για τις πολύ συχνές απορίες του στυλ "τώρα που στο διάολο έμπαινε αυτή η ροδέλα...". Ανοίγεις το parts list και βλέπεις άμεσα που πάει κάθε παπαράκι και κάθε καυλιτζέκι, γιατί πάντα είναι αυτά τα αγνώστου προορισμού και θέσεως εξαρτήματα που κάτι σου θυμίζουν, αλλά που με τίποτα δεν θυμάσαι που ακριβώς πάνε.

Αυτή η τάση, της αναγέννησης των Μοτοσυκλετών Συναισθηματικής Αξίας που Αξίζουν και Τώρα (ακριβώς γιατί έχουν συναισθηματική αξία!), συνδυάζεται ιδανικά και με το customizing. Ας ξεχάσουμε όμως καλύτερα την εποχή που custom σήμαινε "ψευτοτσόπερ", μοτοσυκλέτα δηλαδή μαζικής παραγωγής που αντλούσε το στυλ της από τις πραγματικά custom κατασκευές της αμερικάνικης δύσης, που σήμερα λέγεται cruiser. Περιφραστικά, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το customizing ως την διαδικασία με την οποία μετατρέπεται εμφανισιακά και λειτουργικά μια μοτοσυκλέτα έτσι ώστε να ταιριάζει με τα γούστα του ιδιοκτήτη της. Και τα café racer τέτοια είναι, και τα street trackers, και τα scrambler style και τόσα άλλα που δεν έχουν όνομα αλλά τους δίνει υπόσταση η φαντασία και η εργασία του κατασκευαστή τους. Ακόμα και ένα rat bike, custom είναι, φτιάχτηκε "επί τούτου". To customizing (και παρακαλώ τον Λύκο ως προφέσορα της Αγγλικής να εφεύρει τον ελληνικό όρο) αφορά όλες τις μοτοσυκλέτες, από τις πιο μικρές και φτηνές ως τις πιο μεγάλες και ακριβές. Όλοι μας λίγο πολύ κάτι κάνουμε στις μοτοσυκλέτες μας, κάποια πινελιά δική μας προσθέτουμε, είναι όμως οι πιο εκτεταμένες επεμβάσεις που μπορούν να βγάλουν αριστουργήματα ή εκτρώματα. Αν γουστάρετε για παράδειγμα ιταλικά V2, ρίξτε μια ματιά στην Radical Ducati που φτιάχνει κάτι αριστουργήματα με σαφείς αναφορές στο παρελθόν. Ή δείτε το στυλ των Deus και των Wrenchmonkees, που έχει επηρεάσει δεκάδες άλλους επαγγελματίες καστομάδες. Κάπου εκεί συναντιέται η μοτοσυκλέτα με την τέχνη, κάπου εκεί είναι και η ευκαιρία του κάθε ερασιτέχνη να δημιουργήσει. Θέλει και λίγο προσοχή βέβαια, γιατί σε τέτοιες περιπτώσεις όλοι οι φίλοι και γνωστοί θεωρούν υποχρέωσή τους να σου δηλώσουν "έτσι θα το κάνεις!", για κάτι που οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ποτέ. Καθώς η μοτοσυκλέτα είναι προσωπική υπόθεση, και μια custom μοτοσυκλέτα ακόμη περισσότερο, μπορείτε να θυμίσετε στους φίλους σας πως η καμήλα είναι άλογο που το έφτιαξε επιτροπή. Και στην ουσία, κάθε αναγέννηση μοτοσυκλέτας που θα την κάνει να ξεφύγει από την αυθεντική της μορφή, είναι customizing. To ενθαρρυντικό είναι πως με αυτή την διαδικασία, μοτοσυκλέτες που ποτέ δεν διεκδικούσαν βραβείο ομορφιάς, μπορούν να μετατραπούν σε κάτι αξιόλογο, συνήθως με την διαδικασία της αφαίρεσης, με στόχο μια πιο μίνιμαλ αισθητική. Ποιός θα περίμενε πως ένα Suzuki LS650 Savage μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε dirt tracker ή café racer; Κι όμως, λίγο φαντασία θέλει, να μπορείς να βιδώνεις και να ξεβιδώνεις βίδες, κι άντε, να βοηθήσουν και μερικοί φίλοι. Ακόμα και ασχημόπαπα σαν κάτι Yamaha SR250 και περίεργα σαν τον Χαρούμενο Χοντρούλη TW200, μπορούν να γίνουν "κουλά" μηχανάκια, μοναδικά σαν αυτόν που θα τα φτιάξει.

Μέσα από μια τέτοια διαδικασία, μπαίνεις λίγο και στα παπούτσια των κατασκευαστών, και αν εσύ δυσκολεύεσαι να αποφασίσεις πως θες να κάνεις την δική σου, την προσωπική σου μοτοσυκλέτα, καταλαβαίνεις τι μπελά έχουν στο κεφάλι τους όσοι σχεδιάζουν μια μοτοσυκλέτα που προορίζεται για να αρέσει σε όλο τον πλανήτη. Μια άλλη πτυχή του customizing είναι πως σε πολλές περιπτώσεις οι μοτοσυκλέτες γίνονται λειτουργικά χειρότερες, στο όνομα της εμφάνισης: Σέλες υποτυπώδεις, αναρτήσεις με μικρότερες διαδρομές, ο απολύτως ελάχιστος εξοπλισμός, μικρότερα ρεζερβουάρ, λάστιχα τετράγωνα... Κι όμως, αυτές οι "ελλείψεις" τελικά καταλήγουν να ενισχύουν την εμπειρία, και όχι να την μειώνουν. Μια custom μοτοσυκλέτα μπορεί και να πηγαίνει, να στρίβει, να φρενάρει χειρότερα, αλλά η εμπειρία της οδήγησής της να είναι ανώτερη της καλύτερης λειτουργικά αρχικής της μορφής. Να και κάτι άλλο λοιπόν που ενισχύει το γόητρο των custom μοτοσυκλετών: Η απόλαυση που παίρνεις από την οδήγησή τους είναι ανεξάρτητη από μετρήσιμα μεγέθη επιδόσεων, ή τεχνικά χαρακτηριστικά που θα έδιναν την νίκη σε μια λεκτική μάχη της καφετέριας.

Μου φαίνεται πως η επιστροφή σε μοτοσυκλέτες που για τον καθένα μας αξίζουν και τώρα, και που έχουν επιλεγεί με συναισθηματικά και όχι ορθολογιστικά κριτήρια, δεν είναι παρά μια έστω και ασυνείδητη επιστροφή στις αρχικές αξίες της μοτοσυκλέτας, τότε που ένας κινητήρας, ένα πλαίσιο, ένα ρεζερβουάρ και δύο ρόδες ήταν αρκετές για να νιώσεις μοναδικές συγκινήσεις, ή για να κάνεις το γύρο του κόσμου. Οι αυτοκινητάδες το έχουν χάσει αυτό το παιχνίδι. Πως να κάτσεις να κάνεις ένα σύγχρονο αυτοκίνητο απλό και ελαφρύ σαν ένα 2CV; Δεν γίνεται. Μια μοτοσυκλέτα όμως...