Editorial 582 - H απίστευτη Bessie

Από το

motomag

1/5/2018

Όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό όταν την έβλεπαν να περνάει. Μια γυναίκα, μόνη, με μοτοσυκλέτα. Κι όχι στην Αθήνα του 2018, αλλά στις ΗΠΑ του 1928, τότε που οι γυναίκες μόλις είχαν πάρει δικαίωμα ψήφου. Το να δεις γυναίκα με μοτοσυκλέτα ήταν απίστευτα σπάνιο, κι η Bessie Stringfield είχε έναν ακόμα λόγο να ξαφνιάζει όποιον την έβλεπε: Το χρώμα του δέρματός της.

Σκεφτείτε πως ήταν οι ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’20. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν όλοι χωματόδρομοι, και οι λευκοί κάτοικοί της περίμεναν από τους έγχρωμους “να ξέρουν την θέση τους” και να μην κάνουν τίποτα που θα τους προκαλούσε… Κι όμως, μια νέα γυναίκα αψήφησε όλα τα στερεότυπα σχετικά με το τι έπρεπε και τι μπορούσε να κάνει μια γυναίκα, κι έκανε αυτό που καμία άλλη δεν είχε τολμήσει. Όχι μόνο οδηγούσε μοτοσυκλέτα, από το 1927 ως τον θάνατό της το 1993, αλλά είχε γυρίσει 8 φορές τις ΗΠΑ, επισκεπτόμενη κάθε πολιτεία από τις “lower 48”.  Έλεγε πως είχε γυρίσει και την Ευρώπη, κι είχε ταξιδέψει και στην Αϊτή και την Βραζιλία. Μια εύλογη υπόθεση θα ήταν πως προερχόταν από πλούσια οικογένεια – κάθε άλλο. Κόρη υπηρέτριας, έλεγε πως είχε γεννηθεί στην Jamaica και πως η μητέρα της την είχε εγκαταλείψει όταν ήταν πέντε ετών, ή πως πέθανε στην γέννα. Το σίγουρο είναι πως την είχε υιοθετήσει μια Ιρλανδικής καταγωγής χήρα, που είχε κι άλλα παιδιά, και πως στην εφηβεία, μόνη της έμαθε να οδηγεί, με την μοτοσυκλέτα ενός γείτονα. Στα 16 της, η θετή της μητέρα είπε το ναι, και η Bessie πήρε την πρώτη της μοτοσυκλέτα, μια Indian Scout. Όλες όμως οι επόμενές της μοτοσυκλέτες, και οι 27, ήταν Harley. Και η Bessie είχε μια ακόρεστη δίψα για περιπλάνηση, αυτό που αποκαλούσε “gypsy touring”. Άνοιγε το χάρτη, έριχνε ένα νόμισμα πάνω του, κι όπου έπεφτε, για κει ξεκινούσε. Ως το 1929 έκανε ταξιδάκια γύρω από την Βοστώνη, την πόλη που ζούσε, αλλά αμέσως μετά, άρχισε να γυρίζει όλες τις ΗΠΑ.  Ως το 1940, είχε κάνει οκτώ μεγάλα ταξίδια στις ΗΠΑ. Κινδύνευε; Φοβόταν; “Κανείς δεν με σκότωσε…”, είχε απαντήσει όταν την ρώτησαν. Όχι όμως πως κανείς δεν είχε προσπαθήσει κιόλας. Την είχαν πετάξει έξω από τον δρόμο, την είχαν κυνηγήσει για να την λιντσάρουν (κι ήταν νόμιμο το λιντσάρισμα τότε στις ΗΠΑ, ο όχλος μπορούσε να αυτοδικήσει και να σκοτώσει όποιον δεν του άρεσε, με τις ευλογίες των αρχών…), της πετούσαν διάφορα αντικείμενα καθώς περνούσε, αλλά πάντα, “χάρη στον Ιησού”, όπως έλεγε, κατάφερνε να γλιτώνει. Ίσως ήταν κι αυτή η πίστη της, πως τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα, που της έδινε δύναμη να κάνει τα ταξίδια της. Κι απ’ την άλλη, ίσως ο κύριος λόγος που την γλίτωνε να ήταν πως “ήμουν πιο γρήγορη και ξέφευγα…”.

 

Και πως τα κατάφερνε και να ταξιδεύει και να βγάζει τα προς το ζειν;  Ήταν τόσο καλή στην οδήγηση, τόσο άνετη στον χειρισμό των μοτοσυκλετών του τότε, που ήδη από την γειτονιά της όταν ήταν έφηβη, την έβλεπαν να περνάει όρθια πάνω στην μοτοσυκλέτα, με το ένα πόδι στην σέλα και το άλλο στο τιμόνι. Έτσι, πήγαινε σε πανηγύρια, όπου έκανε “επιδείξεις ικανοτήτων”, ακόμα και στον Γύρο του Θανάτου, το γνωστό μας Βαρέλι. Συμμετείχε και σε αγώνες flat track, κρύβοντας τα μαλλιά της μέσα στο κράνος για να μην καταλάβει κανείς πως είναι γυναίκα, αν και όταν νικούσε – γιατί συνέβαινε κι αυτό! – τις περισσότερες φορές της αρνούνταν τα χρήματα του βραβείου, μόλις την έβλεπαν χωρίς κράνος.

 

Η ζωή της στο δρόμο δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τότε, κανείς μαύρος δεν ήταν ευπρόσδεκτος σε ξενοδοχεία ή μοτέλ, και μάλιστα κινδύνευε αν προσπαθούσε να πιάσει δωμάτιο. Το ίδιο κινδύνευε και από τους ανθρώπους του νόμου, αν και όπως έλεγε συνάντησε και καλούς ανθρώπους, που δεν την άφηναν να πληρώσει στα βενζινάδικα, και που της επέτρεπαν να κοιμηθεί εκεί, πάνω στην μοτοσυκλέτα της. “Έβαζα το μπουφάν μου για μαξιλάρι στο τιμόνι, άπλωνα τα πόδια μου στην σέλα και το πίσω φτερό, και κοιμόμουν”, έλεγε η Bessie, βοηθούμενη και από το ύψος της, που δεν ξεπερνούσε το 1,65. Σε πολλές περιπτώσεις, την φιλοξενούσαν οικογένειες μαύρων, ή κρυβόταν σε κάποιο απόμερο δασάκι για να περάσει την νύχτα, προσέχοντας πολύ να μην την δει κανείς…

 

Κατά την διάρκεια του Β’ Π.Π., ο στρατός την κάλεσε να υπηρετήσει (!) σε ένα σώμα μαύρων αγγελιοφόρων, όπου φυσικά ήταν η μοναδική γυναίκα. Ανάμεσα στα ταξίδια της, παντρεύτηκε συνολικά έξι φορές κι έχασε τρία παιδιά, που πέθαναν βρέφη, ή πολύ μικρά. Το Stringfield είναι το επώνυμο του τρίτου άντρα της, που την παρακάλεσε να το κρατήσει γιατί “θα το έκανε διάσημο”. Φαίνεται πως είχε πολλές επιτυχίες στους άντρες όταν ταξίδευε, κι επιμελώς έφτιαχνε τα μαλλιά της και το make up κάθε μέρα. Όπως είπε σε μια συνέντευξη όταν ήταν 70 ετών, “όλοι μου οι άντρες, εκτός από έναν, ήταν από 22 ως 24 χρόνια μικρότεροί μου. Ούτε και τώρα θα ήθελα άντρα πάνω από 35!”.     

 

Από το 1939 που πέθανε η θετή της μητέρα, η Stringfield μετακόμισε στο Miami, όπου στην αρχή δούλευε ως υπηρέτρια, κι αργότερα έγινε νοσοκόμα. Εκεί, οι τοπικοί σερίφηδες της είχαν κάνει τη ζωή δύσκολη, μόνο και μόνο γιατί οδηγούσε μοτοσυκλέτα ενώ ήταν μαύρη. Πήγε όμως να παραπονεθεί στον αρχηγό τους, που πείστηκε πως πρέπει να την αφήσουν ήσυχη όταν την είδε να οδηγεί κι εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητές της. Είχε ιδρύσει και το Iron Horse Motorcycle Club, με την συντριπτική πλειοψηφία των μελών του να είναι άνδρες, τους οποίους και οδηγούσε σε διάφορες βόλτες κι εκδηλώσεις. Κάπως έτσι κέρδισε και τον τίτλο της “Motorcycle Queen of Miami”. Το club αυτό δεν υπάρχει πια.

 

Στα 70 της δούλευε ακόμα ως νοσοκόμα, κι οδηγούσε το Harley για αρκετά χρόνια μετά, πηγαίνοντας καβάλα και στην εκκλησία, εντυπωσιάζοντας και την δεκαετία του ’80 όπως είχε κάνει και την δεκαετία του ’20. Πέθανε το 1993, από καρδιά, κι αρκετά χρόνια αργότερα, το 2000, η American Motorcycle Association δημιούργησε το Βραβείο Bessie Stringfield, και το 2002 μπήκε στο Motorcycle Hall of Fame. Με έμπνευση από την ιστορία της, το 2016 μια σειρά κόμικς που απευθύνεται σε παιδιά, την έκανε γνωστή και στις νεότερες γενιές, ως παράδειγμα ανθρώπου που έζησε την ζωή του όπως την ήθελε, κι όχι όπως όριζαν οι κοινωνικές συμβάσεις.

“Nαι,” είχε πει σε συνέντευξη λίγα χρόνια πριν το θάνατό της, “μάλλον ποτέ δεν έκανα ότι κάνουν όλοι…”.

 

editorial 529 - η όμορφη αλητεία

Από το

Μαύρο Σκύλο

28/11/2013

η όμορφη αλητεία

 

Άλλες εποχές, θα ξερογλειφόμασταν βλέποντας μια μοτοσυκλέτα σαν την καινούργια CBR-SP. Κάτι το μονόσελο, κάτι τα Ohlins μπρος πίσω, κάτι τα λίγα άλογα ακόμα και η ιστορία με τα προσεκτικά ταιριαγμένα έμβολα και μπιέλες, από χέρι ανθρώπου ένα-ένα ζυγισμένα κι όχι τυχαία, θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες επί σελίδων. Όχι πως τώρα δεν μπορούμε, όχι πως τώρα δεν ξερογλειφόμαστε. Έχουν αλλάξει όμως οι προτεραιότητές μας. Αντί για μια υπέροχη μοτοσυκλέτα εξειδικευμένη χρήσης που απευθύνεται σε άνετους οικονομικά, μιας κάποιας ηλικίας μοτοσυκλετιστές, σήμερα οφείλουμε να προσέχουμε πολύ περισσότερο όσα νέα μοντέλα μπορούν να ενθουσιάσουν τους νέους, που δεν έχουν ακόμα στις επιλογές τους την μοτοσυκλέτα. Γιατί σε λίγο θα μείνουμε λίγοι, μιας κάποιας ηλικίας, και μετά από μας... ένα μεγάλο κενό.

Δεν λέω, ξέρω πως το μυαλό των περισσότερων από μας έχει κολλήσει κάπου εκεί στην ηλικία των 18 με 20, με όσα ψήγματα γνώσης και εμπειρίας μπορεί να μας χάρισαν τα χρόνια από τότε. Γι' αυτό, ακόμα και στην Ελλάδα του 2013 δεν παύουμε να ονειρευόμαστε, να μας τρέχουν τα σάλια καθώς τα νέα από το Σαλόνι του Μιλάνου και το Tokyo Motor Show φτάνουν σιγά σιγά και ψηφιακά στα γραφεία του ΜΟΤΟ. Βλέπουμε Έμμε Βου Αγκούστα Τουρίσμο Βελότσε Οττοτσέντο, κι επίτηδες το γράφω ελληνικά για να το διαβάζεις και να γεμίζει το στόμα σου, να το βλέπεις και να θολώνει το μάτι σου. Κι αυτοί έκριναν πως μόνο με superbike και supersport δουλειά δεν γίνεται, ψωμάκι δεν βγαίνει. Να και καινούργιο Ducati Monster, πιο μακρύ, πιο δυνατό, πιο μεγάλο, πιο Ντιαβελοειδές. Κάτι θα ξέρουν: εδώ στην Ελλάδα, το μεγάλο muscle bike το Diavel, έχει πουλήσει περισσότερα κομμάτια από το μικρότερο, πιο βολικό και καθημερινά χρήσιμο Hyperstrada! Φαίνεται πως αυτοί που έχουν τα χρήματα, αγοράζουν κάτι εντυπωσιακό παρά κάτι πιο πρακτικό, και φυσικό το βρίσκω.

Σιγά σιγά, τις μέρες των παρουσιάσεων των νέων μοντέλων, έχω την εντύπωση πως τέτοιο καταιγισμό είχαμε χρόνια να δούμε, και το μόνο σίγουρο είναι πως καλύτερες μοτοσυκλέτες από τις σημερινές ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαν. Δεν φτάνουμε βέβαια στα επίπεδα του Ιαπωνικού οργασμού του 1988-1990, όταν παρουσιάστηκαν πολλές και σημαντικές μοτοσυκλέτες-ορόσημα, αλλά τότε οι ευρωπαίοι κοιμόντουσαν ακόμα, και δεν ήταν παίχτες δυνατοί που να ανταγωνίζονται στα ίσα τους Ιάπωνες. Σήμερα, οι ευρωπαίοι είναι πιο δυνατοί από ποτέ, και οι μικροί, και οι μεγαλύτεροι σαν τις ΚΤΜ και BMW. Οι Ιάπωνες, από την άλλη, έχουν την Honda να πρωτοστατεί παρουσιάζοντας 13 νέα ή βελτιωμένα μοντέλα, κι έχοντας πια στην γκάμα της 15 μοτοσυκλέτες για την κατηγορία διπλωμάτων Α2. Η Yamaha συγκέντρωσε την μοτοσυκλετιστική της αντεπίθεση σε δύο νέα naked, η Kawasaki ανανέωσε τα τετρακύλινδρα χιλιάρια της (μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, τα μοντέλα με τόσους κυλίνδρους και κυβικά ήταν πάντα συνυφασμένα με το όνομα της Kawasaki) και η Suzuki περιορίστηκε στο νέο V-Strom, που στα χαρτιά τουλάχιστον δεν φαίνεται να πλεονεκτεί κάπου έναντι των αντιπάλων του, σε τεχνολογία ή επιδόσεις. Όμως, ήρθαν τα νέα από Ιαπωνία μεριά, κι ένα δροσερό φρέσκο αεράκι φύσηξε από την μεριά της Suzuki: Πίσω από το αδιάφορο έως άσχημο όνομα Recursion κρύβεται μια μοτοσυκλέτα που αξίζει να ονειρευτείς, με ξεχωριστή εμφάνιση (είναι όμορφο ρε παιδί μου, επιτέλους κύριοι σχεδιαστές της Suzuki, ξυπνήστε, να, μπορείτε να τα καταφέρετε) κι ένα πολύ ενδιαφέρον εξάρτημα μπροστά από τον εξακοσάρη κινητήρα του: Ένα τουρμπάκι! Όσοι από σας είστε αρκετά μεγάλοι για να θυμάστε τις προηγούμενες προσπάθειες των Ιαπώνων με τα turbo, μπορεί να μην ενθουσιαστείτε, και με το δίκιο σας, αφού τότε τα turbo αποκτούσαν πολύ παραπάνω απότομο γκάζι απ' όσο μπορούσαν να διαχειριστούν τα ισχνά πλαίσιά τους. Με άλλα λόγια, το παραπάνω γκάζι ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειαζόντουσαν, αν και γι' αυτό ακριβώς ήταν συναρπαστικά στην οδήγηση, εφόσον ο τρόμος και τα στιγμιαία άσπρα μαλλιά ήταν η ιδέα που είχες περί συναρπαστικού. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά, και πλαίσια πια ξέρουν να φτιάχνουν, και αναρτήσεις. Το περίεργο είναι πως η Suzuki επέλεξε να χάσει δημοσιότητα και δεν έδειξε το Recursion στο Μιλάνο, πράγμα που έκανε και η Kawasaki, με μια δική της παραλλαγή στο θέμα υπερτροφοδότηση. Παρουσίασε μόνο τον κινητήρα μιας μελλοντικής μοτοσυκλέτας, χωρίς να αναφέρει τα κυβικά του, κι αυτή τη φορά το ενδιαφέρον εξάρτημα βρισκόταν πίσω του, κι όχι μπροστά του: Ένας κομπρέσορας! Κι η Kawasaki δεν είναι άσχετη με αυτή την τεχνολογία, αφού έχει στην παραγωγή ένα jet ski με κομπρέσορα και 300 άλογα από τα χίλια πεντακόσα τόσα κυβικά του! Οι καλές γλώσσες λένε πως μπορεί να είναι 1.000cc και να τοποθετηθεί σε μελλοντικό ΖΖ-R "1400". Ένας απλός υπολογισμός με βάση την αναλογία των κυβικών μιλά για 200 άλογα, αλλά ο κινητήρας του θαλάσσιου κατασκευάσματος δεν είναι τόσο "τσιτωμένος" όσο μιας μοτοσυκλέτας επιδόσεων, ούτε ο αριθμός είναι πια εντυπωσιακός, οπότε μπορούμε να ελπίζουμε σε περισσότερα, που τα ηλεκτρονικά θα κάνουν οδηγήσιμα...

Αυτές οι δύο εξελίξεις μπορεί να αποδειχτούν πολύ χρήσιμες στο μέλλον για τις δύο ιαπωνικές εταιρείες. Και οι δύο χρειάζονται κάτι διαφορετικό, ένα πόλο έλξης της προσοχής του κοινού. Και η υπερτροφοδότηση μπορεί να είναι κάτι που να απευθύνεται (ως αίγλη) στους ήδη μοτοσυκλετιστές, αλλά ενδέχεται να γίνει κι αυτό το κάτι διαφορετικό που να προσελκύσει και μη μοτοσυκλετιστές. Άλλωστε, δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο για το κοινό του αυτοκινήτου, κι η χρήση της εκεί το έχει προετοιμάσει, εξοικειώνοντάς το με την τεχνολογία.

Σκέφτηκα πολύ μέχρι να αποφασίσω ποια είναι η πιο σημαντική μοτοσυκλέτα ανάμεσα στα νέα μοντέλα του '14, αλλά για να το πούμε αυτό, πρέπει να είναι σαφή τα κριτήρια. Κι αυτά αλλάζουν, ανάλογα με την εποχή, τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Και δεν πρόκειται για τα προσωπικά μου κριτήρια (για το ποια μοτοσυκλέτα δηλαδή θα ήθελα πολύ να αγοράσω) αλλά γι' αυτά που θα δείχνουν τι μπορεί να σημαίνει ένα νέο μοντέλο για τους ήδη μοτοσυκλετιστές, όπως εξίσου και γι' αυτούς που εξαιτίας του μπορεί τώρα να γίνουν. Έτσι, θα πρέπει να είναι σχετικά προσιτό οικονομικά και προσιτό οδηγικά, να έχουμε βάσιμες ενδείξεις πως θα μπορούν όλοι να ευχαριστηθούν οδηγώντας το. Επιπλέον, η γοητεία του να μην βασίζεται σε απόλυτους αριθμούς επιδόσεων, αλλά στις συγκινήσεις που μπορεί να προσφέρει σε όλους τους αναβάτες, ανεξάρτητα από το οδηγικό επίπεδό τους. . Η μοτοσυκλέτα λοιπόν που πλησιάζει περισσότερο αυτά τα κριτήρια για το 2014 είναι το νέο ΚΤΜ RC390. Με εμφάνιση βγαλμένη κατ' ευθείαν από την Μoto3, λογική τιμή, σίγουρα ενδιαφέρον οδηγικά, δεν έχει, λόγω κυβικών, το τρελό γκάζι που θα αποθάρρυνε τους πιο άπειρους, αρκετό όμως για να διασκεδάσουν όλοι χωρίς κανείς να νιώθει "φτωχός συγγενής" γιατί δεν είχε τα χρήματα να πάρει κάτι μεγαλύτερο. Μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορούν να σταθούν μόνες τους, χωρίς να χρειάζεται να δανείζονται αίγλη από κάποιο μεγαλύτερο μοντέλο της γκάμας. Επίσης, και θυμηθείτε το Club 100, μ' αρέσουν οι μοτοσυκλέτες που μπορείς να τις ευχαριστηθείς στα περισσότερα από τα χιλιόμετρα που θα κάνεις μαζί τους, κάτι που δεν ισχύει για παράδειγμα με κάποιο superbike, ή ακόμα και τα μικρότερα supersport. Φανταστείτε πόσο τονωτική είναι για την ψυχολογία κάθε αναβάτη η οδήγηση μιας μοτοσυκλέτας όταν εκείνος είναι "το αφεντικό", σε αντίθεση με μιας που "του επιτρέπει" να την οδηγήσει και να μείνει όρθιος κυρίως χάρη στα ηλεκτρονικά βοηθήματά της. Δεν λέω πως η οδήγηση μοτοσυκλετών με ABS, traction control κι ό,τι άλλο ηλεκτρονικό δεν μπορεί να είναι απολαυστική, κάθε άλλο, μερικές δεν θα τις ήθελα με τίποτα χωρίς αυτά. Είναι όμως πιο αγνή εμπειρία η οδήγηση μιας αναλογικής μοτοσυκλέτας, που η συμπεριφορά της εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές σου εντολές, χωρίς να παίρνει πρωτοβουλίες και να αντιδρά εκείνη αντί για σένα. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο "το πάω το μηχανάκι" και στο "μου επιτρέπει να το πάω", κι είναι άμεσα συνδεδεμένη με το είδος της ικανοποίησης που μένει όταν τα έχουμε καταφέρει καλά σε μια δύσκολη κατάσταση, όταν έχουμε επιβιώσει και ικανοποιηθεί χάρη και μόνο στις δικές μας ικανότητες.

Σκεφτείτε κάτι: Αν με κάποιο μαγικό τρόπο μπορούσαμε να κάνουμε την οδήγηση μοτοσυκλέτας απολύτως ασφαλή, θα μας άρεσε να οδηγούμε; Αν δεν υπήρχε και το παραμικρό ίχνος κινδύνου, θα παίρναμε ικανοποίηση, θα νιώθαμε κάτι πάνω στη σέλα; Κι ακόμα παραπέρα, αν δεν υπήρχε αυτό το στοιχείο ρίσκου, θα διαλέγαμε ποτέ την μοτοσυκλέτα για να αντλούμε ευχαρίστηση, για να είμαστε πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι, ή θα κάναμε κάτι άλλο;

Ίσως κάπου εδώ να βρίσκεται τόσο ένας τρόπος για να ενδιαφερθούν περισσότεροι (και ιδίως νέοι) για την μοτοσυκλέτα, όσο και για να την απολαύσουν ακόμα πιο πολύ όσοι είναι ήδη αναβάτες. Μου φαίνεται πως χρειάζονται "μαθήματα διασκέδασης", αντί για μαθήματα "ασφαλούς οδήγησης", κάτι που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτο, αφού δεν υπάρχει απόλυτα ασφαλής οδήγηση. "Ασφαλέστερη", ίσως.

Τι λέω εδώ; Μιλάω για μια πιο τίμια, πιο ρεαλιστική προσέγγιση στο θέμα μοτοσυκλέτα, υποστηρίζοντας πως είναι λάθος να προσπαθούμε να πείσουμε τους μη μοτοσυκλετιστές πως αν κάνουν "αυτό κι αυτό" δεν έχουν να κινδυνεύσουν από τίποτα, όπως κι επίσης τους ήδη μοτοσυκλετιστές. Αντίθετα, μου φαίνεται πως αν η προσέγγιση ξεκινά και εστιάζεται στην απόλαυση και την βαθιά ικανοποίηση που μπορεί να σου δώσει η μοτοσυκλέτα, ΑΚΡΙΒΩΣ γιατί είναι μια δραστηριότητα με ρίσκο, έχουμε πολύ περισσότερες πιθανότητες να προσελκύσουμε νέους αναβάτες κάθε ηλικίας, κάτι που θα κρατήσει πολύ πιο ζωντανό το χώρο. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά μια βιωματική εμπειρία που ο καθένας ζει μόνος του, με ελεύθερη δράση και πειραματισμούς, ακριβώς γιατί η μοτοσυκλέτα δεν σημαίνει το ίδιο πράγμα για όλους, αλλά είναι διαφορετική εμπειρία για τον καθένα.

Αναλογικά, είναι το ίδιο πράγμα που συμβαίνει σε όσα παιδιά είναι σήμερα τόσο τυχερά ώστε να βγαίνουν στη γειτονιά τους ή στο κοντινό δάσος και απλά να παίζουν μόνα τους, κι όχι χωρίς ρίσκο όπως θα θυμάστε όσοι το έχετε ζήσει, σε αντίθεση με τα παιδιά που οι μόνες δραστηριότητές τους είναι υπό την επίβλεψη ενηλίκων, πληρωμένες από τους γονείς και διαφημισμένες ως "απόλυτα ασφαλείς".

Αν καταφέρουμε να δείξουμε πως η απόλαυση της μοτοσυκλέτας μπορεί να είναι αυτό ακριβώς το παιχνίδι χωρίς συγκεκριμένους στόχους, αυτή η όμορφη αλητεία (με την καλή έννοια) χωρίς προϋποθέσεις και στερεότυπα, τότε θα έχουμε ελπίδες και να δούμε πιο γνήσια συναρπαστικές μοτοσυκλέτες στο μέλλον, και την νέα γενιά αναβατών τους.