Editorial 581 - Που είναι οι νέοι;

Από το

motomag

1/4/2018

Κάποτε τα πενηντάρια κυριαρχούσαν στους Ελληνικούς δρόμους, κι ήταν το πρώτο βήμα για την είσοδο στην μοτοσυκλετιστική ζωή. Κάποτε, βέβαια, ελάχιστοι είχαν δίπλωμα, η ασφάλιση δεν ήταν υποχρεωτική, η κίνηση στους δρόμους πολύ λιγότερη, όλα ήταν πιο απλά… Με την ενιαία νομοθεσία της ΕΕ στις κατηγορίες διπλωμάτων, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν το ηλικιακό όριο. Στην Ελλάδα, για να οδηγήσει κάποιος όχημα κατηγορίας ΑΜ, που περιλαμβάνει τα πενηντάρια, ΑΤV και κάποια ηλεκτρικά και micro cars, όλα με ανώτατη ταχύτητα 45 km/h, πρέπει να έχει συμπληρώσει το 16ο έτος, και μετά, όταν γίνεται ενήλικας με δικαίωμα ψήφου στα 18 του, ο νομοθέτης έκρινε πως μπορεί μεν να αποφασίζει για την κυβέρνηση της χώρας, να οδηγεί ό,τι αυτοκίνητο θέλει, ακόμα και με 1.500 ίππους, αλλά όχι και τίποτα μεγαλύτερο από 125cc των 15 ίππων…

Τον δρόμο δείχνουν η Ιταλία και η Γαλλία, όπου οι πιτσιρικάδες των 14 ετών μπορούν να βγάλουν δίπλωμα ΑΜ, και να περάσουν σε A1 (125) στα 16 τους, με το Α2 να έρχεται στα 18. Στην Γερμανία, όπου όπως και στην Ελλάδα είχαν ορίσει τα 16 χρόνια για το δίπλωμα ΑΜ, κατάλαβαν πως ειδικά στην επαρχία, όπου δεν αφθονούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η νεολαία έχει ανάγκες μετακίνησης που δεν καλύπτονται διαφορετικά. Έτσι, αποφάσισαν να κάνουν ένα πειραματικό πρόγραμμα μειώνοντας το ηλικιακό όριο στα 15, για να δουν πως θα πάει και να αποφασίσουν αν θα το καθιερώσουν. Στην Σουηδία, δίπλωμα ΑΜ βγάζουν οι νέοι από τα 15, με την εκπαίδευσή τους να ξεκινά όταν γίνουν 14 ετών και 9 μηνών. Η ίδια η εκπαίδευση είναι απλή, με πέντε ώρες θεωρητικά και τρεις πρακτικά μαθήματα, και με το ίδιο δίπλωμα μπορούν να οδηγούν και τρακτέρ (με τελική 40 km/h) αλλά και κάποια μηχανήματα έργων. Και όσους παραξενεύει αυτό, ας σκεφτούν πως οι Σουηδοί, που όπως και οι Γερμανοί επιδιώκουν να γίνονται οι νέοι και αυτόνομοι αλλά και παραγωγικοί (βοηθώντας, για παράδειγμα, στις αγροτικές εργασίες των γονιών τους), φροντίζουν να μπορούν να το κάνουν αυτό νόμιμα. Και δεν τους φέρονται σαν να είναι πνευματικά ανάπηροι. Στην Σουηδία, στα 16 μπορεί ο νέος να περάσει στην κατηγορία Α1, όπου τα μικρά 125 μπορεί να είναι πιο αδύναμα από τα παλαιότερα δίχρονα των 30+ ίππων, αλλά και πάλι έχουν τις δυνατότητες να κάνουν τα πάντα, από καθημερινή μετακίνηση ως ταξίδια. Στα 18, μπορούν να περάσουν στην Α2, όπου πια η επιλογή μοτοσυκλετών είναι μεγάλη, και στα είκοσί τους να πάρουν το δίπλωμα για την κατηγορία Α, οδηγώντας πια όποια μοτοσυκλέτα θέλουν. Και πάλι υπάρχει μια διάκριση σε σχέση με το αυτοκίνητο, πολύ μειωμένη όμως, και το κυριότερο, τα ηλικιακά όρια για την απόκτηση των διπλωμάτων δεν αποτρέπουν τους νέους από το να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα.  

Τα υψηλότερα ηλικιακά όρια στην Ελλάδα το μόνο που καταφέρνουν να δείξουν είναι πως το κράτος δεν έχει εμπιστοσύνη στους ενήλικες πολίτες του, ούτε στην εκπαίδευση που τους παρέχει, καταφέρνοντας να μειώσει δραματικά τους νέους που οδηγούν μοτοποδήλατο και κατόπιν μοτοσυκλέτα. Οι μοτοσυκλετιστές γερνάνε, και δεν είναι μόνο στην Ελλάδα που έχουμε τέτοιο θέμα. Στις ΗΠΑ, πάνω από το 50% των μοτοσυκλετιστών είναι άνω των 50 ετών. Και είναι παγκόσμιο θέμα πια: Όλο και λιγότεροι νέοι ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Η κατάσταση είναι καλύτερη στις ευρωπαϊκές χώρες με ανεπτυγμένη μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Γερμανία. Χώρες που είχαν, ή έχουν ακόμα, μοτοσυκλετιστική βιομηχανία σε όλο το φάσμα της, από την ίδια την μοτοσυκλέτα ως αναλώσιμα, ανταλλακτικά κι αξεσουάρ. Χώρες χωρίς υπερπροστατευτικούς γονείς, όπου η μοτοσυκλέτα δεν θεωρείται ό,τι πιο επικίνδυνο μπορεί να κάνει κανείς, χώρες με πολλές πίστες, πολλούς αγώνες, με πολλούς τοπικούς αγώνες κι όχι μόνο εθνικά πρωταθλήματα. Σε όλες τις χώρες, η μοτοσυκλέτα αντιπροσωπεύει και έναν πολύ σεβαστό κύκλο εργασιών, που στην Ελλάδα όλο και μειώνεται. Και ναι, παίζει μεγάλο ρόλο η οικονομική δυσχέρεια, αλλά δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος που οι νέοι δεν ασχολούνται με την μοτοσυκλέτα. Άλλωστε, και να επιστρέφαμε με κάποιο μαγικό τρόπο στην εποχή των δανείων και της εικονικής ευμάρειας, με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να αλλάζουν μοτοσυκλέτα κάθε χρόνο, και πάλι αυτό δεν υποκαθιστά ούτε την μοτοσυκλετιστική κουλτούρα, ούτε παρακινεί τους νέους να ασχοληθούν με την μοτοσυκλέτα. Δεν είναι πια στις επιλογές τους, κι οι λόγοι πολλοί. 

Στην Ελλάδα βιώσαμε μια εποχή που η μοτοσυκλέτα και το μοτοποδήλατο πέρασαν από τον ρόλο του βασικού μεταφορικού μέσου σε κάτι πολύ πιο πλούσιο σε εμπειρίες, σ’ αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε μοτοσυκλετιστική ζωή. Ταξίδια, εκδρομές, καθημερινή μετακίνηση, στέκια στις πόλεις, αγώνες, βελτιώσεις, συζητήσεις, ενδιαφέρον για τα κοινά, για κάπου τρεις δεκαετίες η μοτοσυκλέτα ανθούσε στην Ελλάδα. Μαζί με την μαζικοποίησή της όμως, είδαμε και το τέλος των παλιών μύθων. Οι πιτσιρικάδες δεν στέκονται πλέον με το στόμα ανοιχτό όταν περνά μπροστά τους μια εντυπωσιακή μοτοσυκλέτα, δεν αφήνουν σημάδια από τις μύτες τους στις βιτρίνες των καταστημάτων. Εδώ δεν βγαίνουν πια να παίξουν στην γειτονιά τους, στα καταστήματα μοτοσυκλέτας θα πάνε να χαζέψουν; Ο ελεύθερος χρόνος τους είναι πολύ πιο περιορισμένος, και από όσο διαθέτουν, οι κάθε μεγέθους οθόνες καταναλώνουν μεγάλο μέρος του. Οι ήρωές τους είναι πια διαφορετικοί, κι όχι απαραίτητα υπαρκτά πρόσωπα. Κι όταν θα είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν έστω ένα πενηντάρι, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα αστικό περιβάλλον σαφώς αφιλόξενο και επικίνδυνο για την μοτοσυκλέτα, όσο κι αν η μοτοσυκλέτα είναι το πιο κατάλληλο όχημα για κίνηση μέσα σ’ αυτό.  Κι όμως, η ενασχόληση με την μοτοσυκλέτα μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό μέσο διαπαιδαγώγησης των νέων, που θα τους προετοιμάσει για την ενήλικη ζωή τους. Οι νέοι χρειάζονται εμπειρίες παραγωγής αδρεναλίνης, χρειάζεται να παίρνουν υπολογισμένα ρίσκα, να μάθουν να εστιάζουν σε θέματα που τους αφορούν, να μάθουν για τα αίτια, τα αποτελέσματα, τις συνέπειες και τον σεβασμό. Όλα αυτά μπορούν να τα μάθουν, και πολλά άλλα ακόμα όπως διάφορες χειρωνακτικές δεξιότητες που όλο και εκλείπουν, μέσω της μοτοσυκλέτας, όπως μπορούν να ζήσουν και εμπειρίες που θα τους προετοιμάσουν να γίνουν ολοκληρωμένοι ενήλικες, αντί να παραμένουν πάντα ανώριμοι. 

Κι απ’ την άλλη, ίσως είναι μια παροδική φάση, και να χρειάζεται να περάσει ακόμα περισσότερος καιρός, για να ασχοληθούν οι νέοι ξανά με την μοτοσυκλέτα. Κι ίσως να μην οδηγούν πια μοτοσυκλέτες που να παίρνουν βενζίνη στο ρεζερβουάρ τους. Ό,τι ενέργεια κι αν χρησιμοποιούν όμως, ας είναι οι μοτοσυκλέτες τα τελευταία ελεύθερα οχήματα των δρόμων.   

editorial τ.531 - άνθρωποι και μοτοσυκλέτες

Από το

Μαύρο Σκύλο

31/1/2014

Zήσαμε την άνοδο και την κορύφωση της μοτοσυκλέτας στην Ελλάδα, τώρα ζούμε την παρακμή της. Κι όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς. Το 2007, όταν οι συνολικές πωλήσεις δικύκλων πλησίαζαν τις μαγικές 100.000 μονάδες, οι μοτοσυκλέτες ήταν το 23% της αγοράς, με το υπόλοιπο 70% να είναι παπιά και σκούτερ. Σήμερα έχουμε φτάσει σε άλλα ποσοστά: Τα σκούτερ σήμερα αντιπροσωπεύουν το 60% της αγοράς, τα παπιά 30% και οι μοτοσυκλέτες έχουν κάτω από 10%. Κι αυτά τα ποσοστά δεν αντιπροσωπεύουν το τζίρο σε χρήματα, αφού τις καλές χρονιές οι μοτοσυκλέτες που πωλούνταν ήταν σαφώς μεγαλύτερες και ακριβότερες απ' ότι σήμερα. Σε επίπεδο πωλήσεων μοτοσυκλετών, έχουμε γυρίσει πίσω στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Τότε όμως κανείς δεν μιλούσε για κρίση, με βάση τις πωλήσεις μοτοσυκλετών. Η αγορά, οι αντιπροσωπείες και τα καταστήματα, ήταν λίγο πολύ σεταρισμένα για τις πωλήσεις της εποχής. Αυτό που κάνει τις σημερινές πωλήσεις να φαίνονται απελπιστικά λίγες, είναι πως η αγορά τις εποχές της αφθονίας γιγαντώθηκε, κι ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκε. Ανάλογα, κι ακόμα πιο γιγαντωμένα, ήταν τα φαινόμενα στο χώρο του αυτοκινήτου, όπου κάθε κωμόπολη απέκτησε γιγαντιαίες κάθετες μονάδες, που δεν έμελλε να ζήσουν πολύ. Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν, οι αντιπροσωπείες άρχισαν να συρρικνώνονται, και πραγματικά, πολλές από αυτές δεν είναι παρά φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Η επιβίωση είναι ο πρώτος και τελευταίος στόχος. Και λογικά. Εκεί που δεν είμαι σίγουρος πως γίνονται οι σωστές κινήσεις, είναι στις μεθόδους με τις οποίες η κάθε αντιπροσωπεία υπολογίζει πως θα επιβιώσει. Δυστυχώς, υπάρχουν κάποιες αντιπροσωπείες που έχουν ξεγράψει λίγο-πολύ τις μοτοσυκλέτες, κι έχουν απολύσει όσα στελέχη τους ήξεραν από μοτοσυκλέτες. Μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν χρειάζεται να έχεις γνώσεις για μοτοσυκλέτες για να πουλήσεις σκούτερ και παπιά, μπορεί και να πιστεύουν πως οι δύο χώροι (μοτοσυκλετών και σκούτερ – παπιών) δεν συνδέονται μεταξύ τους, πως η αγορά μπορεί να ζήσει και χωρίς τις μοτοσυκλέτες. Μάλλον όμως κάνουν λάθος. Είναι αδύνατον να γνωρίζουμε ακριβή ποσοστά, αλλά είναι σίγουρο πως πάρα πολλοί από αυτούς που αγοράζουν σκούτερ και παπιά είναι μοτοσυκλετιστές που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν μοτοσυκλέτα, ή να έχουν και μοτοσυκλέτα και κάποιο σκούτερ, όπως παλιά.

Με ενοχλεί αφάνταστα όταν τα σκούτερ και τα παπιά αντιμετωπίζονται ως απρόσωπα εμπορεύματα, απογυμνωμένα και απομακρυσμένα από όλη την κουλτούρα του μοτοσυκλετισμού. Ακόμα περισσότερο με πικραίνει όταν και οι μοτοσυκλέτες αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο, όταν επικρατεί η νοοτροπία του «εμπορεύματα είναι κι αυτά, αρκεί ένας τυχαίος πωλητής χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση για να τα πουλήσει». Είναι κλασικό πια το επιχείρημα: Οι μοτοσυκλέτες δεν είναι πλυντήρια. Σπάνια έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από ένα πλυντήριο, εκτός από το να κάνει την δουλειά του χωρίς να μας απασχολεί. Οι μοτοσυκλέτες όμως έχουν κάτι πολύ παραπάνω από μια λευκή συσκευή: Γίνονται μέρος της ζωής μας με ένα τρόπο που κανένα άλλο αγαθό δεν μπορεί να πετύχει, και σίγουρα κανένα άλλο μηχανοκίνητο όχημα. Για την δημιουργία κάθε μοτοσυκλέτας, έχουν δουλέψει άνθρωποι που διαθέτουν παρόμοια τρέλα με την δική μας, που απολαμβάνουν τα ίδια πράγματα, που έχουν πονέσει κι αυτοί από πτώσεις, που έχουν απογοητευτεί από τις όποιες δυσκολίες κι έχουν χαρεί από τις επιτυχίες, όπως κι εμείς. Στο δικό μου μυαλό είναι ξεκάθαρο: Τέτοιοι άνθρωποι χρειάζονται, από εκείνους που κάνουν την αρχική σύλληψη και εξέλιξη ενός μοντέλου, μέχρι εκείνους που μας παραδίδουν τα κλειδιά όταν την αγοράζουμε από το κατάστημα, μέχρι εκείνους που θα μας την κάνουν service μετά κι εκείνους που θα μας πουλήσουν ανταλλακτικά και αξεσουάρ. Δυστυχώς, ένα γενικευμένο πια φαινόμενο είναι να απολύονται «οι παλιοί που ξέρουν», γιατί είναι υψηλότερα αμειβόμενοι, και να αντικαθίστανται (;) από όσο πιο χαμηλά αμειβόμενους γίνεται, με την ελπίδα πως θα κάνουν την ίδια δουλειά. Τέτοιο αυτο-παραμύθιασμα; Βγάζεις τον τετρακύλινδρο κινητήρα ενός superbike και τον αντικαθιστάς με έναν no name αλυσοπρίονου προελεύσεως βαθιάς Κίνας, και περιμένεις να έχει τις ίδιες επιδόσεις; Κι όχι μόνο, αλλά να τρέξουν και οι αγοραστές να δώσουν προκαταβολές για να το αγοράσουν;

Κι οι άνθρωποι που πραγματικά ξέρουν δεν είναι αυτοί που μόλις πήραν ένα πτυχίο, αλλά αυτοί που έχουν την εξειδικευμένη εμπειρία και τις ικανότητες που δεν αποκτώνται παρά μόνο με την πολυετή ενασχόληση με το προσωπικό τους όνειρο. Με αφορμή το Fireblade SP, ήρθαν στο μυαλό μου δύο τέτοιοι άνθρωποι που σχετίζονται μαζί του, ο Tadao Baba και ο Dave Hancock, που η επαγγελματική πορεία τους δείχνει ξεκάθαρα πόσο πολύτιμοι είναι οι αντίστοιχοι άνθρωποι, όταν η εταιρία στην οποία εργάζονται τους αξιοποιεί κατάλληλα. Κανείς από τους δυό τους δεν είχε τα τυπικά προσόντα που θεωρητικά θα απαιτούσαν οι θέσεις που είχαν αργότερα. Ο Tadao Baba, πατέρας του Fireblade, είναι 68 ετών σήμερα. Όταν ήταν 14, αγόρασε ένα παπί, και το όνειρό του ήταν να γίνει εργοστασιακός αναβάτης της Honda. Στα 18 του, ξεκίνησε να εργάζεται στο μηχανουργείο του εργοστασίου της Honda στην Saitama, φτιάχνοντας κάρτερ και κεφαλές για τα CB72 και CB77. Τρία χρόνια αργότερα, τον έκαναν αναβάτη δοκιμών στο τμήμα R&D γιατί ήταν καλός αναβάτης, κι έφτασε μάλιστα να κερδίσει το εθνικό πρωτάθλημα στα 125, το 1970. Οι επιτυχίες του στους αγώνες έγιναν αφορμή να τον προσέξει ο Soichiro Honda, κι αναγνωρίζοντας στον Baba το αντισυμβατικό πνεύμα που χαρακτήριζε και τον ίδιο, όχι μόνο έγιναν φίλοι, αλλά όταν είδε πως η κατανόησή του για τις μοτοσυκλέτες και τον τρόπο που εξελίσσονται ήταν αυτή που ήθελε για την εταιρία του, του ανέθεσε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των μελλοντικών μοτοσυκλετών της Honda, γράφοντας στα παλιά του παπούτσια την έλλειψη πτυχίων και τίτλων. Αν και ο Baba ήταν υπεύθυνος για την εξέλιξη πολλών μοτοσυκλετών δρόμου αλλά και εκτός δρόμου της Honda, εμείς τον γνωρίζουμε περισσότερο ως πατέρα των Fireblade, και ειδικά του επαναστατικού πρώτου. Το '87 του ζητήθηκε να αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη για την εξέλιξη του νέου superbike της Honda, στην θέση του Yoichi Oguma, που έγινε πρόεδρος του HRC. Aυτό δείχνει πόσο τον εκτιμούσαν στην Ηοnda, αλλά και πόσο σημαντικό θεωρούσαν αυτό το project. Ο Baba ήταν αγχωμένος φυσικά, αλλά από την άλλη ήταν και στο στοιχείο του: «Τρελαίνομαι να οδηγώ σπορ μοτοσυκλέτες, να έχω αυτό το συναίσθημα ικανοποίησης όταν καταφέρνω να τις ελέγχω όπως θέλω. Στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια μοτοσυκλέτα εύκολη στην οδήγηση, που να περιγράφεται από τις λέξεις «Total Control», την ιδανική μου superbike». Αρχικά, δεν ήταν σίγουροι ούτε για τον κυβισμό, αλλά ο Baba ήθελε χαμηλό βάρος, κι έθεσε ως στόχο τα 190 κιλά, που για τότε ήταν πολύ λίγα. Αρνήθηκε να συμβιβαστεί και να βαρύνει την μοτοσυκλέτα του, απαιτώντας να ξανασχεδιαστούν τα πάντα, ακόμα κι αρνούμενος να συζητήσει περί upside down πιρουνιού, αφού ήταν πιο βαριά. Το συμβατικό πιρούνι που εξέλιξε για το Fireblade δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Παρτά το ότι ήταν εμπειρικός μηχανολόγος και όχι σπουδαγμένος, το CBR900RR ήταν η πρώτη Honda που σχεδιάστηκε με τεχνολογία CAD και την θεωρία της συγκέντρωσης της μάζας κοντά στο κέντρο βάρους, βάζοντας τις βάσεις για όλες τις superbike που ακολούθησαν. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, ο Tadao Baba στάθηκε μπροστά στους αναβάτες εξέλιξης της Ηοnda, που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τα πρωτότυπα στην πίστα της Suzuka, και τους είπε: «Κύριοι, σήμερα θα οδηγήσετε μια επαναστατική μοτοσυκλέτα». Και η συνέχεια της ιστορίας τον δικαίωσε.

Ανάμεσα σε αυτούς τους αναβάτες δοκιμών ήταν και ο Βρετανός Dave Hancock, που μόλις πριν δυό μέρες είχε αναλάβει τέτοιο ρόλο. Πως έφτασε ως εκεί; Οδηγούσε από 8 ετών. Παράτησε το σχολείο στα 16, για να γίνει μηχανικός μοτοσυκλετών, και στα 20 έτρεχε αγώνες ταχύτητας με ένα Yamaha TR3. Kατάλαβε όμως πως ήταν καλύτερος μηχανικός απ' ότι αναβάτης που θα έπαιρνε πρωταθλήματα, και κατάφερε να γίνει μηχανικός του Steve "Stavros" Parrish, team mate του Barry Sheene. Aργότερα, έφτιαχνε τους αγωνιστικούς κινητήρες για τον Kenny Roberts, κι όταν τελείωσε την καριέρα του ως μηχανικού, δοκίμασε να γίνει πωλητής μοτοσυκλετών, αλλά όπως λέει «δεν ήμουν και πολύ καλός, οπότε με έκαναν διευθυντή». Στην Ηοnda πήγε το 1987, και το 1989 έγινε, μετά από μια συνέντευξη που ο ίδιος θεώρησε πως δεν πήγε καλά, διευθυντής πωλήσεων για την Honda UK. Mέχρι τότε, οι αναβάτες εξέλιξης της Honda ήταν ιάπωνες, που δεν έκαναν και έντονη κριτική στις μοτοσυκλέτες που δοκίμαζαν, για να μην... στεναχωρήσουν τους υπεύθυνους εξέλιξης. Το R&D της Honda όμως ήθελε να το αλλάξει αυτό, και ρώτησαν τον Hancock αν μπορούσε να οδηγήσει γρήγορα. Φυσικά, τους απάντησε ο πρώην αγωνιζόμενος μια Πέμπτη. Πολύ ωραία, του απάντησαν, την Δευτέρα το πρωί να είσαι στην Suzuka! Ακόμη δεν ήξερε τι θα οδηγούσε, αλλά όταν έφτασε εκεί και άκουσε τις δηλώσεις του Tadao Baba, βρήκε μπροστά του δύο πρωτότυπα, ένα 750 κι ένα 900 κυβικών. Παρέα με αυτά, είχαν GSX-R1100 και FZR1000. To Fireblade είχε σχεδιαστεί αρχικά ως 750, και για να βάλουν τον κινητήρα των 900 κυβικών έκοψαν κι έραψαν το πλαίσιο, κάτι που έκανε την αρχική γεωμετρία να πάει περίπατο. «Δεν έστριβε με τίποτα, έχανε το μπροστινό στο τελευταίο σικαίην της Suzuka. Kάπως έτσι καταλήξαμε με εμπρός ζάντα 16 ιντσών αλλά με προφίλ ελαστικού που του έδινε την συνολική διάμετρο ενός τροχού 17 ιντσών... Πάντα ισχυριζόμασταν πως το είχαμε ειδικά σχεδιάσει, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάναμε για να διορθώσουμε την λάθος γεωμετρία», εξηγεί ο Hancock. Έτσι, από γενικός διευθυντής πωλήσεων έγινε αναβάτης εξέλιξης, κι όχι μόνο έχει εξελίξει όλα τα Fireblade μέχρι το SP, αλλά διαθέτοντας την σπάνια ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι πάει στραβά με μια μοτοσυκλέτα και να προτείνει ταυτόχρονα λύσεις, σύντομα ο ρόλος του αναβαθμίστηκε. Λίγο πριν την παρουσίαση του ST1300 Paneuropean, προειδοποίησε πως η μοτοσυκλέτα συνέχιζε να έχει πρόβλημα σταθερότητας όταν η θερμοκρασία του κινητήρα ζέσταινε τις βίδες που έδεναν τον κινητήρα με το πλαίσιο. Και με το ψαλίδι να στηρίζεται μόνο στον κινητήρα, η σταθερότητα πήγαινε περίπατο. Οι συνάδελφοί του στην Honda τον κατηγόρησαν πως ήταν υπερβολικά επικριτικός, αλλά όταν έγινε η παρουσίαση και όλοι οι δημοσιογράφοι παραπονέθηκαν, την επόμενη κιόλας μέρα του τηλεφώνησε ο ίδιος ο πρόεδρος του R&D και του ανέθεσε την εξής ευθύνη: Από τότε και στο εξής, καμία μοτοσυκλέτα δεν θα έπαιρνε έγκριση παραγωγής από το R&D, αν δεν είχε δώσει το ΟΚ ο Hancock! Αυτό ισχύει ακόμα και σήμερα, που ο Hancock έχει την θέση του επικεφαλής προγραμματισμού προϊόντων και εξέλιξης της Honda Motor Europe.

Για σκεφτείτε το: Ένας άνθρωπος που παράτησε το σχολείο στα 16 του για να γίνει μουτζούρης, έχει την ευθύνη για κάθε ένα νέο Honda: Αν δεν υπογράψει, δεν βγαίνει σε παραγωγή. Κι ένας άλλος πιτσιρικάς παπόβιος, που ξεκίνησε ως μουτζούρης κι αυτός, καθόρισε την εξελικτική πορεία όλων των supersport μοτοσυκλετών. Γι' αυτό και τις αγαπάμε ακόμα περισσότερο όταν μαθαίνουμε τέτοιες ιστορίες, που μας θυμίζουν και μας επιβεβαιώνουν πως οι άνθρωποι και μόνο οι άνθρωποι είναι αυτοί που με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, την γνώση και την εμπειρία τους, κάνουν τις μοτοσυκλέτες σημαντικές για την ζωή μας. Γι' αυτό οι μοτοσυκλέτες είναι και θα είναι πολύ πιο ανθρώπινες από οποιοδήποτε άλλο «προϊόν», γι' αυτό και τις έχουμε στην καρδιά μας. Και τους αξίζει μια καλύτερη τύχη, ακόμα και στην Ελλάδα της κρίσης.