Editorial 574 - Είδος προς εξαφάνιση

x
Από το

motomag

1/9/2017

Φανταστείτε, λέμε τώρα, πως δεν υπήρχαν μοτοσυκλέτες και θα έπρεπε να τις εφεύρουμε τώρα, το 2017. Κι είστε στέλεχος μεγάλης εταιρίας, που βγάζει ήδη αυτοκίνητα, και σας έχουν αναθέσει να μελετήσετε το ζήτημα. Διαβάσατε επίσης τις ειδήσεις του Αυγούστου: “Η Μ. Βρετανία υιοθέτησε το παράδειγμα της Γαλλίας και θα εφαρμόσει ολοκληρωτικό αποκλεισμό όλων των νέων βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων οχημάτων το 2040, σε μια προσπάθεια περιορισμού των ρύπων. Ήδη, ο δήμος του Λονδίνου έχει ανακοινώσει μια Ζώνη Εξαιρετικά Χαμηλών Ρύπων για το 2020, στην οποία κάθε όχημα ηλικίας πάνω από 13 ετών θα πληρώνει 15 ευρώ για να μπει στο κεντρικό Λονδίνο. Κάμερες θα σκανάρουν τις πινακίδες, και ο λογαριασμός θα χρεώνεται αυτόματα, αν οδηγείτε μοτοσυκλέτα ή αυτοκίνητο φτιαγμένο πριν το 2007…”

Η Volvo έχει ανακοινώσει πως ως το 2019 όλα τα αυτοκίνητά της θα είναι είτε ηλεκτρικά είτε υβριδικά. Πολλές ακόμα αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν ανακοινώσει πως θα σταματήσουν την εξέλιξη των diesel, κι όλες θα ασχοληθούν με υβριδικά. Πρώτα τα diesel, μετά τα βενζινοκίνητα, ασαφείς ακόμα οι χρονολογίες, αλλά η πορεία προδιαγράφεται: Σε καμιά εικοσαριά χρόνια, και τα βενζινοκίνητα θα κινδυνεύουν με αποκλεισμό. Συνδυάστε το αυτό τώρα με το πολυσυζητημένο ζήτημα της αυτόνομης οδήγησης των αυτοκινήτων, κι ελάτε μετά να προτείνετε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας την κατασκευή ενός οχήματος με μόνο 2 τροχούς και ασταθή ισορροπία, που θα έχει κινητήρα 200 ίππων, θα πηγαίνει 300 χιλιόμετρα κι ο απροστάτευτος αναβάτης του θα ζήσει δεν θα ζήσει αν πέσει. Πως θα σας κοιτάξουν; Τι δουλειά θα κάνετε μετά, αφού η απόλυση θα είναι σίγουρη;

 

Ευτυχώς που οι μοτοσυκλέτες υπάρχουν εδώ και πάνω από 120 χρόνια, και κανείς δεν θα βρεθεί στην δύσκολη θέση να προτείνει την κατασκευή μοτοσυκλετών σε μια κοινωνία που απεχθάνεται τον κίνδυνο, που έχει κάνει παγκόσμιο εμπόριο τους ρύπους, που αποδέχεται πως κάποιες χώρες καλό είναι να παθαίνουν black out από την μόλυνση για να μπορούν κάποιες άλλες να είναι πιο καθαρές. Κάθε αναφορά στην γενικευμένη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων θα έπρεπε να συνοδεύεται από την πληροφόρηση για την προέλευση της επίσης “καθαρής” ηλεκτρικής ενέργειας, γιατί είναι απίστευτα υποκριτικό να μιλάμε για την βελτίωση της ποιότητας του αέρα στην Αθήνα, ενώ το ρεύμα βγαίνει από λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα. Το να μεταθέτουμε αλλού την ρύπανση, και ειδικά σε πιο φτωχές χώρες, όπως γίνεται σήμερα, είναι σαν να φροντίζουμε την ψύξη του σπιτιού μας με ενέργεια από το σπίτι του γείτονα που καίγεται. Κι όσο μικρό ποσοστό της ρύπανσης κι αν αφορά τις μοτοσυκλέτες, θα τις πάρει η μπάλα μαζί με τα αυτοκίνητα.

 

Θα γίνει η μοτοσυκλέτα άλλο ένα είδος προς εξαφάνιση; Η ιστορία του πλανήτη είναι γεμάτη από εξαφανισμένα είδη, είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς. Όσα δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις αλλαγές, αντίο. Πολλά, αλλά και πάλι ένα μικρό ποσοστό συνολικά, τα εξαφάνισε ο άνθρωπος είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Το ίδιο θα κάνει και με τις βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες. Κι αν οι βιομηχανίες δεν κάνουν κάτι γρήγορα, άλλο ένα είδος θα προστεθεί στην λίστα, έστω και ως θύμα της δίψας του πλανήτη για αυτοκίνητα. Στην Κίνα, όπως θα διαβάσετε στα Νέα αυτού του τεύχους, οι πωλήσεις δικύκλων πέφτουν συνεχώς γιατί πάνω από 200 πόλεις, πολλές με πληθυσμό μεγαλύτερο από της Ελλάδας, τα έχουν απαγορεύσει. Βοηθά σ’ αυτό πως και οι ίδιοι οι Κινέζοι όσο βλέπουν περισσότερα χρήματα στο πορτοφόλι τους, τόσο περισσότερα αυτοκίνητα αγοράζουν. Άσε που τα αυτοκίνητα αφήνουν και πολύ μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, ειδικά όταν οι πελάτες πρόκειται να πληρώσουν και το κόστος της εξέλιξης ηλεκτρικών ή υβριδικών. Να είστε σίγουροι πως οι αυτοκινητοβιομηχανίες τρίβουν τα χέρια τους, αφού έχουν νέα προϊόντα εν όψει, πιο ακριβά από τα παλιά. Γι’ αυτό και μην νομίζετε πως κλαίνε κιόλας όταν ανακοινώνουν το τέλος της εξέλιξης των diesel (που τόσο για τόσο ωραία και καθαρά μας είχαν πρόσφατα πουλήσει…).  

  

Μέχρι στιγμής, οι μεγάλοι παίχτες της μοτοσυκλέτας έχουν αφήσει κάτι μικρούς να χώσουν το χέρι για να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Μικρές βιοτεχνίες ηλεκτροκίνητων έχουν κάνει προόδους τα τελευταία χρόνια, αλλά οι προτάσεις τους υστερούν ακόμα σε τιμή, αυτονομία, ανεφοδιασμό και βάρος. Πώς να δικαιολογήσει κανείς (αν δεν είναι πλούσιος που θέλει να εξαγοράσει την οικολογική του συνείδηση) την αγορά μιας ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας σήμερα όταν για 40 ίππους χρειάζεται να δώσει σχεδόν 10.000 ευρώ, συν άλλες 3.000 για μια εφεδρική μπαταρία, συν άλλα 1.500 για έναν γρήγορο φορτιστή; Ειδικά όταν η τεχνολογία που θα αγοράσει θα είναι μακρινό παρελθόν τα επόμενα τρία χρόνια; Το συμπέρασμα είναι πως οι μαζικές πωλήσεις ηλεκτρικών ή υβριδικών μοτοσυκλετών θα ξεκινήσουν όταν οι αγοραστές θα είναι αναγκασμένοι να το κάνουν, όταν δεν θα έχουν άλλη πιο συμφέρουσα επιλογή. Και οι επιλογές των αγοραστών ρυθμίζονται εύκολα με την κατάλληλη νομοθεσία.

 

Στην Dorna, την εταιρία στην οποία ανήκει το πρωτάθλημα MotoGP, από καιρό ψάχνουν να βρουν τρόπο να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα και μια κατηγορία ηλεκτρικών. Στο Isle of Man, όπου γίνεται το ΤΤ Zero με ηλεκτρικά, η μέση ωριαία του νικητή ήταν φέτος σχεδόν 189 χιλιόμετρα, ταχύτητα πολύ σεβαστή για το Mugen που οδηγούσε ο Bruce Anstey. O νικητής όμως των βενζινοκίνητων, Michael Dunlop με Suzuki GSX-R, είχε μέση ωριαία 213 – καμία σχέση. Έχουν κάνει όμως μεγάλες προόδους τα τελευταία χρόνια, ας μην ξεχνάμε πως πίσω από την Mugen είναι η Honda. Οι μην βενζινοκίνητες μοτοσυκλέτες, ηλεκτρικές ή υβριδικές, δεν θα είναι απαραίτητα και βαρετές. Επισήμως, η πιο γρήγορη μοτοσυκλέτα του κόσμου είναι ηλεκτρική – άσχετα αν κανείς δεν θέλει να την αγοράσει, για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω. Και για μια ακόμα φορά, η τεχνολογία των αυτοκινήτων θα είναι αυτή που θα αλλάξει την μοτοσυκλέτα, όσο θα εξελίσσεται για να καλύψει την ζήτηση. Πρόσφατα, μια μελέτη στο Βέλγιο (μια σοβαρή χώρα, που χωρίς κυβέρνηση για πάνω από δύο χρόνια… λειτουργούσε μια χαρά), έδειξε το αυτονόητο, πως αν μόνο το 10% των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν στις πόλεις γινόταν μοτοσυκλέτες, η κυκλοφορία θα βελτιωνόταν τουλάχιστον 40%. Λογικό, αφού μια μοτοσυκλέτα πιάνει το ένα τέταρτο του χώρου σε σχέση με ένα αυτοκίνητο, και είναι πολύ πιο ευέλικτη. Αλλά κάτι τέτοια προφανή δεν πρόκειται να πείσουν καμία κυβέρνηση πια. Ο τρελός κύκλος εργασιών και τζίρος που θα προκύψει με την σταδιακή αλλαγή των diesel και βενζινοκίνητων αυτοκινήτων θα το εξασφαλίσει αυτό. Κι ούτε μπορούμε να ελπίζουμε πως οι νομοθέτες θα ξεχάσουν τις μοτοσυκλέτες. Στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, οι βενζινοκίνητες θα περιοριστούν στην πιο αγνή χρήση τους, αυτή της αναψυχής, όσο δακτυλοδεικτούμενη κι αν είναι. Απλά σημειώστε το κάπου να μην το ξεχάσετε, να φυλάξετε μία κροταλιστή, καπνιστή δίχρονη, ή μια εξωφρενικά γρήγορη τετράχρονη με 200 ίππους... Έτσι, για μια παράνομη βόλτα κάθε τόσο, για να θυμόσαστε τα παλιά.

 

ΛΕΖ.

 

Lightning LS218, 350km/h τελική, τιμή από 39.000 $, με την μεγάλη μπαταρία 47.000$

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...