Editorial 572 - Speak and kill.

x
Από το

motomag

1/7/2017

Ναι, κι εγώ έχω απαντήσει στο κινητό ενώ οδηγώ αυτοκίνητο. Πολύ σπάνια, αλλά το έχω κάνει. Και φοβάμαι όταν το κάνω, και το κλείνω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αν υπάρχει άλλος στο αυτοκίνητο, του λέω να το σηκώσει και να μιλήσει αντί για μένα. Πες πως θα πάρω αργότερα, οδηγώ τώρα.

Κινούμαι καθημερινά με μοτοσυκλέτα όμως. Κι εκεί, κινδυνεύω. Κινδυνεύω όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα που περνάει. Κοιτάζω τους οδηγούς των αυτοκινήτων. Παραπάνω από τους μισούς μιλάνε στο κινητό, στέλνουν μηνύματα, διαβάζουν μηνύματα, χαζεύουν στο facebook, δεν ξέρω τι άλλο κάνουν, αλλά με το κινητό ασχολούνται. Συνδεδεμένοι με την αδιαφορία για την ζωή των γύρω τους, και για την δική τους. Κι όμως, δεν πιστεύω πως το κάνουν με κακή πρόθεση. Δεν λένε, εγώ θα μιλάω στο κινητό κι ό,τι θέλει ας γίνει. Απλά το κάνουν, οχυρωμένοι πίσω από το γεγονός πως το να μιλάς στο κινητό, να πρέπει πάντα να είσαι διαθέσιμος στο κινητό, να ασχολείσαι με ό,τι μπορείς να κάνεις με ένα smartphone, είναι κοινωνικά αποδεκτό, είναι έως και επιβεβλημένο εάν δεν θέλεις να θεωρείσαι περίεργος, μυστήριος, αντιδραστικός, τεχνολογικά αναλφάβητος, ακοινώνητος. Έτσι κάνουν όλοι. Άρα, καλό θα είναι. Αν δεν ήταν, δεν θα το έκαναν οι περισσότεροι. Άρα δίκιο έχουν. Η περίφημη κοινή λογική. Αυτό το μυθικό στάνταρ που για τον καθένα σημαίνει ό,τι βολεύει εκείνον. Ε λοιπόν δεν είναι έτσι. Συγνώμη που σας χαλάω το όνειρο, αλλά κοινή λογική δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο αυτοί που την επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πράξεις, τις δικές τους απόψεις.

Ακόμα κι αν αφήσουμε απ’ έξω όσους στέλνουν και διαβάζουν μηνύματα ή κάνουν ό,τιδήποτε άλλο πέρα από το να μιλάνε στο κινητό, και πάλι είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Και μην περιμένετε κάποια στατιστική να το επιβεβαιώσει. Ακόμα και στις πολιτισμένες χώρες, είναι διαπιστωμένο πως τα στοιχεία για την συμβολή της χρήσης των κινητών στα ατυχήματα είναι πολύ ελλιπή. Το επιτρέπει ο νόμος, λένε κάποιοι, είμαι νόμιμος. Ο νόμος επιτρέπει να μιλάς με χρήση handsfree συστήματος, να μην κρατάς δηλαδή στο χέρι το κινητό. Είναι λάθος. Κι είναι λάθος γιατί το ζήτημα δεν είναι αν θα κρατάς το τιμόνι με το ένα χέρι, είναι αν θα μιλάς. Αυτό είναι που σε κάνει να μην βλέπεις τι γίνεται γύρω σου, άσχετα αν κοιτάς μπροστά. Αυτό είναι που θα σε κάνει να μην αντιδράσεις όταν πρέπει. Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ακούς την συνομιλία, από ακουστικό στ’ αφτί η από τα ηχεία του αυτοκινήτου, ο εγκέφαλός σου απασχολείται. Με κάτι άλλο αντί για αυτό που πρέπει. Και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα μαζί. Αυτό, είναι μια πλάνη. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι computer, δεν είναι tablet ή smartphone. Mπορεί να ασχολείται με ΕΝΑ πράγμα κάθε φορά. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να σκεφτόμαστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα γιατί ο εγκέφαλος αλλάζει από το ένα στο άλλο πολύ γρήγορα. Όχι όμως τόσο γρήγορα ώστε να έχουμε την προσοχή μας συνέχεια σε όλα. Όταν απασχολούμαστε με πολλά, η απόδοσή μας πέφτει, η προσοχή που μπορούμε να αφιερώσουμε στο καθένα είναι μικρή. Κι επειδή ένα μεγάλο μέρος των αντιδράσεών μας κατά την οδήγηση συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, ειδικά για τους οδηγούς με κάποια εμπειρία, όταν ασχολούμαστε και με κάτι εντελώς διαφορετικό από την οδήγηση, δεν υπάρχει περιθώριο για να αντιμετωπίσουμε το αναπάντεχο. Κι όταν οδηγούμε, αυτό μπορεί να είναι μοιραίο. Για μας, όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Για αυτούς που οδηγούν μοτοσυκλέτα ή για τους πεζούς, όταν οδηγούμε αυτοκίνητο. Να το εξηγήσω.

Ο εγκέφαλός μας φιλτράρει τις πληροφορίες με τις οποίες θα ασχοληθεί. Μόνο που εκείνη την ώρα εμείς δεν γνωρίζουμε ποιες άφησε απ’ έξω. Υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια στην λειτουργία του εγκεφάλου. Ένα, επιλέγει την πληροφορία με την οποία θα ασχοληθεί. Δύο, επεξεργάζεται την πληροφορία. Τρία, την κωδικοποιεί, ένα στάδιο που δημιουργεί μνήμη, και Τέσσερα, αποθηκεύει την πληροφορία. Ανάλογα με το είδος της πληροφορίας, εμπλέκονται διαφορετικοί νευρώνες και περιοχές του εγκεφάλου. Και πριν ακόμα δώσει εντολή για κάποια αντίδραση, ο εγκέφαλος πρέπει να ανακτήσει την αποθηκευμένη πληροφορία, και μετά να δώσει εντολή για δράση. Η οδήγηση είναι από μόνη της μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί την πλήρη προσοχή μας. Όταν υπερφορτώνουμε τον εγκέφαλο προσθέτοντας κι άλλες διαδικασίες, όλα τα παραπάνω βήματα επηρεάζονται αρνητικά, ο χρόνος αντίδρασής μας μεγαλώνει ή δεν αντιδρούμε καθόλου. Ο εγκέφαλος μπορεί να μην επεξεργαστεί καθόλου κρίσιμες πληροφορίες. Αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Και αντλούμε μια ψευδαίσθηση σιγουριάς, εγώ μπορώ να τα καταφέρω, γιατί ευτυχώς δεν μας συμβαίνουν κάθε μέρα ατυχήματα, γιατί συνήθως φτάνουμε στον προορισμό μας, κι έτσι φτάνουμε να θεωρούμε πως κάτι λάθος (όπως το να μιλάμε στο κινητό) είναι σωστό.

Τι μπορούμε να κάνουμε γι΄αυτό; Πρώτα απ’ όλα, να αλλάξουμε εμείς. Η πιο δύσκολη απόφαση δηλαδή. Να μην μιλάμε στο κινητό όταν οδηγούμε. Έχει κόστος, η πίεση του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου είναι μεγάλη. Σε πήρα και δεν το σήκωνες. Που ήσουν; Πείτε σε οικογένεια, φίλους και γνωστούς πως δεν πρόκειται να απαντήσετε στο κινητό όταν οδηγείτε. Και στην μοτοσυκλέτα, όπου είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι, είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να έχουμε οποιοδήποτε σύστημα μας επιτρέπει να μιλάμε στο κινητό ή να ακούμε μουσική ενώ οδηγούμε.

Το πιο δύσκολο πράγμα να αλλάξει είναι η συνήθεια. Και η ομιλία στο κινητό παντού και πάντα έχει γίνει συνήθεια κοινώς αποδεκτή, κοινωνικά επιβεβλημένη. Αλλά λάθος, επικίνδυνη συνήθεια. Η συμπεριφορά μας περιέχει πολύ μεγάλο ποσοστό συνήθειας. Η αλλαγή της συμπεριφοράς είναι δύσκολη, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η συνεπής εφαρμογή, απόφασης ή νόμου. Ο νόμος επιτρέπει τα handsfree. Κάποτε οι περισσότεροι είχαν ένα ακουστικό Bluetooth στο αφτί. Σήμερα οι περισσότεροι κρατάνε την smart παντόφλα στο αφτί τους. Η εφαρμογή του νόμου θα έφερνε σημαντικό αποτέλεσμα. Εφαρμογή ευρείας κλίμακας και διάρκειας, συνεχής, συνεπής και με σημαντικές συνέπειες. Καθημερινά βλέπουμε πως αυτοί ακριβώς που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση των νόμων αδιαφορούν πλήρως. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει, η ενημέρωση, η εκπαίδευση. Πάνω από 30 μελέτες σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία έδειξαν πως ο κίνδυνος να εμπλακεί σε ατύχημα οδηγός που μιλάει με οποιονδήποτε τρόπο στο κινητό είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος απ’ ότι αν δεν μιλούσε. Για να κάνουμε όμως κάτι γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Κι είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος.   

 

editorial 522 - Kakonomics

Από το

Μαύρο Σκύλο

1/5/2013

Ο φίλος μου ο Πάνος μου έστειλε το ομώνυμο κείμενο της Ιταλίδας Gloria Origgi. Η φιλόσοφος και ειδική στη θεωρία της σκέψης, Gloria Origgi, με την ελληνικής ετυμολογίας λέξη Kakonomics, μιλά για την παράδοξη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, κάτι που εξηγεί γιατί η ποιότητα ζωής μας συχνά είναι χάλια.

"Οι συνήθεις προσεγγίσεις της θεωρίας των παιγνίων αναφέρουν πως όταν οι άνθρωποι συναλλάσσονται (με ιδέες, υπηρεσίες ή αγαθά), επιθυμούν να λαμβάνουν υψηλή ποιότητα από τους άλλους. Ας θεωρήσουμε πως οι συναλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο σε δύο επίπεδα ποιότητας: Υψηλή και χαμηλή. Ο όρος Kakonomics περιγράφει περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι όχι μόνο θέλουν να λάβουν υψηλή ποιότητα δίνοντας για αντάλλαγμα χαμηλή (να κοροϊδέψουν κάποιον δηλαδή) αλλά στην πραγματικότητα προτιμούν να δώσουν χαμηλή ποιότητα και να λάβουν σε αντάλλαγμα επίσης χαμηλή.

Πως είναι δυνατόν κάτι τέτοιο; Και πως μπορεί κάτι τέτοιο να είναι λογικό; Ακόμα κι όταν τεμπελιάζουμε, και προτιμούμε να δώσουμε χαμηλή ποιότητα (όπως όταν δεχόμαστε να γράψουμε ένα άρθρο για ένα μέτριο περιοδικό, αρκεί να μην μας ζητήσουν να το δουλέψουμε και πολύ), θα έπρεπε λογικά να προτιμούμε να δουλέψουμε λιγότερο αλλά να αμειφθούμε περισσότερο απ' ότι θα άξιζε η δουλειά μας, δηλαδή να δώσουμε χαμηλή ποιότητα και να λάβουμε υψηλή. Η περίπτωση Kakonomics είναι διαφορετική: Σ' αυτήν, όχι μόνο προτιμούμε να δώσουμε ένα αγαθό χαμηλής ποιότητας, αλλά προτιμούμε να λάβουμε ένα εξίσου χαμηλής ποιότητας αντάλλαγμα!

Η Kakonomics είναι η παράδοξη, αλλά εξαιρετικά διαδεδομένη προτίμηση για χαμηλής ποιότητας συναλλαγές, όσο κανείς δεν παραπονιέται γι' αυτό. Ο κόσμος των Kakonomics είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι όχι μόνο ανέχονται την μετριότητα και την αναξιοπιστία των άλλων, αλλά την περιμένουν: "Γνωρίζω πολύ καλά πως δεν θα εκπληρώσεις στο ακέραιο τις υποσχέσεις σου, αλλά το δέχομαι γιατί θέλω να μπορώ κι εγώ να μην εκπληρώσω τις δικές μου χωρίς να αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό". Η συμπεριφορά αυτή είναι αλλόκοτη και ενδιαφέρουσα γιατί όπως σε όλες τις συναλλαγές αυτού του είδους, τα δύο μέρη φαίνεται να έχουν μια διπρόσωπη συμφωνία: Πρώτα μια "επίσημη", όπου και οι δύο δηλώνουν την πρόθεσή τους για μια συναλλαγή σε υψηλό επίπεδο ποιότητας, και μετά μια ανομολόγητη, που δέχεται πως οι εκπτώσεις στην ποιότητα όχι μόνο επιτρέπονται αλλά είναι και αναμενόμενες. Γίνεται έτσι μια συμφωνία, ανομολόγητη όμως, για αμοιβαία εξαπάτηση. Έτσι, κανείς δεν επωφελείται, λαμβάνοντας περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε. Οι συναλλαγές Kakonomics ρυθμίζονται από έναν άγραφο κοινωνικό νόμο για εκπτώσεις στην ποιότητα, μια κοινή αποδοχή ενός μετριότατου ή κακού αποτελέσματος που ικανοποιεί όμως και τα δύο μέρη, τουλάχιστον όσο μπορούν να συνεχίσουν να δηλώνουν πως η συναλλαγή ήταν σε υψηλό επίπεδο ποιότητας.

Ορίστε ένα παράδειγμα: Ένας επιτυχημένος συγγραφέας best seller πρέπει να παραδώσει το νέο του μυθιστόρημα στον εκδότη του, κι έχει αργήσει πολύ. Το κοινό του είναι πολυπληθές, κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά πως θα αγοράσει το βιβλίο του μόνο και μόνο επειδή θα γράφει το όνομά του στο εξώφυλλο, κι έτσι κι αλλιώς, λίγοι από αυτούς θα διαβάσουν πέρα από το πρώτο κεφάλαιο. Ο εκδότης του επίσης το γνωρίζει αυτό. Έτσι, ο συγγραφέας αποφασίζει να παραδώσει το νέο του βιβλίο με ένα συγκλονιστικό πρώτο κεφάλαιο αλλά μέτρια πλοκή από κει και πέρα (να το αποτέλεσμα χαμηλής ποιότητας). Ο εκδότης είναι ευχαριστημένος, τον συγχαίρει δηλώνοντας πως παρέλαβε ένα αριστούργημα (το παραμύθι της υψηλής ποιότητας) κι έτσι είναι και οι δύο ευχαριστημένοι. Ο συγγραφέας όχι μόνο προτιμά να παραδώσει χαμηλή ποιότητα, αλλά επιθυμεί και ο εκδότης να του δώσει το ίδιο, για παράδειγμα αποφεύγοντας να χτενίσει πολύ καλά το κείμενο βελτιώνοντάς το, και να το εκδώσει όπως είναι. Εμπιστεύονται ο ένας την αναξιοπιστία του άλλου, και συνωμοτούν για ένα κοινά αποδεκτό χαμηλής ποιότητας αποτέλεσμα που βολεύει και τους δύο. Όποτε υπάρχει μια τέτοια σιωπηρή συμφωνία σύγκλισης προς χαμηλή ποιότητα με στόχο αμοιβαία οφέλη, έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση Kakonomics.

Παραδόξως, αν ο ένας από τους δύο παραδώσει υψηλή ποιότητα αντί για την αναμενόμενη χαμηλή, ο άλλος αισθάνεται προδομένος και το θεωρεί αθέτηση της άτυπης συμφωνίας, ακόμα κι αν δεν το παραδεχτεί ανοιχτά. Στο παράδειγμά μας, έτσι θα ένιωθε ο συγγραφέας εάν ο επιμελητής του εκδότη βελτίωνε το κείμενό του. Η αξιοπιστία του εκδότη σ' αυτή την περίπτωση συνίσταται στο να παραδώσει την ίδια χαμηλή ποιότητα. Κόντρα στο κλασικό Δίλημμα του Φυλακισμένου της θεωρίας παιγνίων (όπου δύο άνθρωποι δεν συνεργάζονται ακόμα κι αυτό θα ήταν προς αμοιβαίο τους όφελος), η προθυμία επανάληψης μιας συναλλαγής με κάποιον εξασφαλίζεται όταν υπάρχει η σιγουριά πως κι εκείνος θα παραδώσει χαμηλή αντί για υψηλή ποιότητα.

Οι συναλλαγές Kakonomics δεν είναι πάντα κακές. Μερικές φορές επιτρέπουν μια αμοιβαία κατανόηση εκπτώσεων που κάνει την ζωή πιο χαλαρή για όλους. Όπως μου είπε ένας φίλος που ανακαίνιζε μια αγροικία στην Τοσκάνη, "οι Ιταλοί μαστόροι ποτέ δεν τελειώνουν τη δουλειά στο συμφωνημένο χρόνο, το καλό όμως είναι πως δεν περιμένουν κι εσύ να τους πληρώσεις τότε που έχεις υποσχεθεί".

Το μεγάλο όμως πρόβλημα των Kakonomics -που στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει χείριστα οικονομικά- και ο λόγος για τον οποίο αποτελούν μια μορφή συλλογικής παράνοιας εξαιρετικά δύσκολης να εξαλειφθεί, είναι πως κάθε συναλλαγή χαμηλής ποιότητας είναι ένα τοπικό ισοζύγιο όπου και τα δύο μέρη μένουν ευχαριστημένα, αλλά κάθε μία από αυτές τις συναλλαγές διαφθείρει μακροχρόνια συνολικά το σύστημα. Οπότε, οι απειλές που αντιμετωπίζουν τα καλά συλλογικά αποτελέσματα δεν προέρχονται μόνο από "αρπακτικά" και "κερδοσκόπους", όπως μας διδάσκουν οι καθιερωμένες κοινωνικές επιστήμες, αλλά και από καλά οργανωμένους κανόνες Kakonomics που εξασφαλίζουν πως τα αποτελέσματα των συναλλαγών θα είναι προς το χειρότερο. Ο συνδετικός ιστός της κοινωνίας δεν είναι μόνο η συνεργασία για το γενικό καλό. Για να καταλάβουμε γιατί πολλές φορές "η ζωή είναι σκατά", θα πρέπει να μελετήσουμε τις άτυπες συμφωνίες που προσδοκούν σε ένα ατομικό όφελος και ταυτόχρονα σε μια συλλογική ζημία."

Στο συνεργείο: Ο πελάτης πάει γιατί άκουσε πως είναι φθηνό. Σκέφτεται πως και καλή δουλειά να μην γίνει, θα δώσει λίγα, οπότε εντάξει. Ακόμα και πριν φτάσει και το δει, έχει προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του πως το πάτωμα θα είναι μαύρο από στυλιστική επιλογή, κι όχι από τα λάδια είκοσι ετών που κανείς δεν καθάρισε, και πως τα μισολυμένα μοτέρ και τα διάσπαρτα παντού παλιά εξαρτήματα είναι άποψη εικαστική. Ανάλογες μυθοπλασίες ισχύουν και για την συμπεριφορά του μάστορα, που ξινίζει τα μούτρα του λες και ο πελάτης έχει έρθει για να του κάνει τη ζωή δύσκολη, κι όχι για να του δώσει δουλειά. Αλλά έτσι είναι οι ιδιοφυΐες, ιδιόρρυθμες, κι η ανάγωγη συμπεριφορά τους δικαιολογείται από το μεγαλείο των έργων τους. Παρά το αυτοπαραμύθιασμα όμως, ο πελάτης γνωρίζει πως η δουλειά δεν θα είναι πρώτης τάξης, αλλά ελπίζει κιόλας πως η χαμηλή τιμή θα αντισταθμίσει την τσαπατσουλιά και την έλλειψη γνώσεων. Από την μεριά του, ο μάστορας γνωρίζει πως ο πελάτης είναι στο κόλπο ("θα δώσω λίγα, θα πάρω αντίστοιχα λίγα"), οφείλει όμως να κάνει την προσπάθεια να ανεβάσει την δουλειά του, με ένα καλά προβαρισμένο ανεκδοτολογικό λογύδριο, για να πείσει τον πελάτη πως όλοι οι άλλοι θα του έπαιρναν τζάμπα λεφτά, και πως μόνος εκείνος είναι μυημένος στα απόκρυφα των κινητήρων των παπιών. Ενστικτωδώς, ο μάστορας γνωρίζει πως να χειραγωγήσει ψυχολογικά τον πελάτη, όπως επίσης γνωρίζει πως ακόμα και τα σχετικά λίγα χρήματα που θα του πάρει είναι στην πραγματικότητα πάρα πολλά για τις δουλειές που δεν θα κάνει, αλλά θα πει ότι έχει κάνει. Η συναλλαγή ολοκληρώνεται, ο πελάτης φεύγει ευχαριστημένος που έδωσε σχετικά λίγα χρήματα (για δουλειές όμως που δεν έγιναν, ή που έγιναν με σφυροκάλεμο), αφήνοντας τον μάστορα επίσης ευχαριστημένο γιατί με τόσο λίγο κόπο και ικανότητα έβγαλε το μεροκάματο. Τέτοιου είδους συναλλαγές εξαπλώνονται σαν ιώσεις, ξεκινώντας μια δίνη που ρουφάει προς τα κάτω όλο και περισσότερους, υποβαθμίζοντας την ποιότητα και των πελατών, και των υπηρεσιών, και των μαστόρων. Αφού γίνεται κι έτσι, γιατί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο; Μετά, ο πελάτης κοκορεύεται στους φίλους του πως έδωσε μόνο 50 ευρώ για service στο τετρακύλινδρό του, εννοώντας πως είναι κορόιδα όσοι πληρώνουν λογικά χρήματα για αξιοπρεπή εργασία.

Το αντίστροφο: Στο αψεγάδιαστο συνεργείο, ο ευγενικός μάστορας σου λέει μια τιμή που σου φαίνεται χαμηλή. Γίνεσαι πολύ δύσπιστος και φεύγεις: "Κάποιο λάκκο έχει η φάβα", σκέφτεσαι, αντί για το πιο λογικό, "Επιτέλους, σωστό μαγαζί με σωστές τιμές".

Για ανταλλακτικά: Πάρε το ιμιτασιόν, την ίδια δουλειά θα κάνεις. Αμ δε. Μετά από δέκα χρόνια αχρηστίας, αποφάσισα να ξαναβγάλω στο δρόμο το παλιό μου SS50 (τέλη δεκαετίας '60). Αγόρασα ένα σετ "πάνω" φλάντζες έναντι του συγκλονιστικού αντιτίμου του ενός ευρώ και εξήντα λεπτών, κομπλέ με o-ring, ζουάν για την εξάτμιση, τσιμουχάκια βαλβίδων. Το μετάνιωσα με το που το άνοιξα, ήταν σαν κομμένες από παλιό χαρτί τετραδίου. Μερικές δεν έκαναν, μακάρι να μην ταίριαζε καμία για να τις πετάξω όλες. Τι περίμενα; Ποιότητα Honda με 1,60; Σ' αυτή την περίπτωση το Kakonomics δούλεψε: Τις αγόρασα, ξέροντας πως θα είναι σκουπίδια, αλλά παραμυθιάστηκα πως "θα κάνω τη δουλειά μου". Κάπου στα βάθη της Κίνας ένας Κινέζος φλαντζάς γελάει. Τελειωμό δεν έχουν τα κορόιδα. Αν μου κοστίζουν εμένα 15 σεντ του ευρώ, τι περιμένουν; Να είναι και καλές;

Για την επιλογή μοτοσυκλέτας: "Δεν κάνω ράλι εγώ", μου είπε κάποιος όταν μετά από ερώτησή του προσπαθούσα να του εξηγήσω τις μίνιμουμ προδιαγραφές μιας σύγχρονης μοτοσυκλέτας. Εν γνώσει του, ήθελε να πάρει μια κακή, απαρχαιωμένη μοτοσυκλέτα, ενώ είχε τα χρήματα να πάρει μια καλύτερη. Προτιμούσε δηλαδή την κακή ποιότητα έναντι χαμηλού αντιτίμου, αντί για αποδεκτή ποιότητα με ελάχιστα περισσότερα χρήματα. Και φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι πρώτος στο να βρίσκει δικαιολογίες για ο,τιδήποτε. Είχε πείσει τον εαυτό του πως αφού δεν είναι "ραλίστας", κάτι χωρίς φρένα, χωρίς αναρτήσεις, χωρίς επιδόσεις, κάτι επικίνδυνο τέλος πάντων, είναι αρκετό για κείνον.

Για τις παρέες: Μερικοί φοβούνται τη μοναξιά. Ίσως γιατί περισσότερο απ' όλα φοβούνται να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους. Και ανέχονται παρέες. Και οι παρέες, αντίστοιχα, τους ανέχονται. Γιατί μερικές φορές οι παρέες επίτηδες περιλαμβάνουν ανθρώπους που δεν θα έκαναν κανονικά παρέα μαζί τους, έτσι για να έχουν να τους κακολογούν όταν δεν είναι παρόντες, ή να τους την μπαίνουν μειωτικά όταν είναι παρόντες. Συνειδητή επιλογή χαμηλής ποιότητας, και τους λόγους ας τους βρουν οι ψυχίατροι. Και πάνε και ταξίδια μαζί, που όλοι είναι στην γκρίνια όλη την ώρα. Και κανείς δεν φχαριστιέται το ταξίδι. Καλύτερα μόνος. Κι ας τα δεις όλα.

To χειρότερο: Μια Kakonomics συναλλαγή θεωρείται πια δεδομένη, ο κανόνας, κάτι αντίστοιχο με το "όλοι τα παίρνουν", "όλοι είναι ένοχοι", και η κοινωνία αρχίζει, συνηθίζει και συνεχίζει να λειτουργεί μόνο σ' αυτή τη βάση. Έτσι κι αλλιώς, οι μέτριοι πάντα θέλουν όλοι να κατέβουν στο επίπεδό τους, και κάνουν ό,τι μπορούν γι' αυτό. Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιούν είναι να ισχυρίζονται πως όλοι είναι όμοιοί τους ή, ακόμα κι αν πράττουν διαφορετικά, θα ήθελαν να είναι. Έχει γίνει επίσης η στάνταρ δικαιολογία για όσους δεν κάνουν, ή δεν κάνουν καλά την δουλειά τους: Ενώ κάποιος δέχεται να κάνει μια δουλειά με συγκεκριμένο αντίτιμο, στην πορεία δικαιολογεί την ανεπάρκειά του ή την άρνησή του να την κάνει με το πρόσχημα πως δεν πληρώνεται αρκετά. Προφανώς, όταν προσλήφθηκαν, ήξεραν, αλλά φυσικά δεν είπαν ποτέ, πως δεν πρόκειται να κάνουν καλά την δουλειά τους, γιατί θεωρούσαν εξ αρχής μικρή την αμοιβή. Αλλά δέχτηκαν την συμφωνία, λέγοντας μετά το απίθανο "εμείς κάνουμε πως δουλεύουμε κι αυτοί κάνουν πως μας πληρώνουν". Κι όλα καλά, και πάμε για καλύτερα...