Editorial 572 - Speak and kill.

x
Από το

motomag

1/7/2017

Ναι, κι εγώ έχω απαντήσει στο κινητό ενώ οδηγώ αυτοκίνητο. Πολύ σπάνια, αλλά το έχω κάνει. Και φοβάμαι όταν το κάνω, και το κλείνω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αν υπάρχει άλλος στο αυτοκίνητο, του λέω να το σηκώσει και να μιλήσει αντί για μένα. Πες πως θα πάρω αργότερα, οδηγώ τώρα.

Κινούμαι καθημερινά με μοτοσυκλέτα όμως. Κι εκεί, κινδυνεύω. Κινδυνεύω όλο και πιο πολύ, κάθε μέρα, κάθε βδομάδα που περνάει. Κοιτάζω τους οδηγούς των αυτοκινήτων. Παραπάνω από τους μισούς μιλάνε στο κινητό, στέλνουν μηνύματα, διαβάζουν μηνύματα, χαζεύουν στο facebook, δεν ξέρω τι άλλο κάνουν, αλλά με το κινητό ασχολούνται. Συνδεδεμένοι με την αδιαφορία για την ζωή των γύρω τους, και για την δική τους. Κι όμως, δεν πιστεύω πως το κάνουν με κακή πρόθεση. Δεν λένε, εγώ θα μιλάω στο κινητό κι ό,τι θέλει ας γίνει. Απλά το κάνουν, οχυρωμένοι πίσω από το γεγονός πως το να μιλάς στο κινητό, να πρέπει πάντα να είσαι διαθέσιμος στο κινητό, να ασχολείσαι με ό,τι μπορείς να κάνεις με ένα smartphone, είναι κοινωνικά αποδεκτό, είναι έως και επιβεβλημένο εάν δεν θέλεις να θεωρείσαι περίεργος, μυστήριος, αντιδραστικός, τεχνολογικά αναλφάβητος, ακοινώνητος. Έτσι κάνουν όλοι. Άρα, καλό θα είναι. Αν δεν ήταν, δεν θα το έκαναν οι περισσότεροι. Άρα δίκιο έχουν. Η περίφημη κοινή λογική. Αυτό το μυθικό στάνταρ που για τον καθένα σημαίνει ό,τι βολεύει εκείνον. Ε λοιπόν δεν είναι έτσι. Συγνώμη που σας χαλάω το όνειρο, αλλά κοινή λογική δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο αυτοί που την επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις δικές τους πράξεις, τις δικές τους απόψεις.

Ακόμα κι αν αφήσουμε απ’ έξω όσους στέλνουν και διαβάζουν μηνύματα ή κάνουν ό,τιδήποτε άλλο πέρα από το να μιλάνε στο κινητό, και πάλι είναι επικίνδυνα τα πράγματα. Και μην περιμένετε κάποια στατιστική να το επιβεβαιώσει. Ακόμα και στις πολιτισμένες χώρες, είναι διαπιστωμένο πως τα στοιχεία για την συμβολή της χρήσης των κινητών στα ατυχήματα είναι πολύ ελλιπή. Το επιτρέπει ο νόμος, λένε κάποιοι, είμαι νόμιμος. Ο νόμος επιτρέπει να μιλάς με χρήση handsfree συστήματος, να μην κρατάς δηλαδή στο χέρι το κινητό. Είναι λάθος. Κι είναι λάθος γιατί το ζήτημα δεν είναι αν θα κρατάς το τιμόνι με το ένα χέρι, είναι αν θα μιλάς. Αυτό είναι που σε κάνει να μην βλέπεις τι γίνεται γύρω σου, άσχετα αν κοιτάς μπροστά. Αυτό είναι που θα σε κάνει να μην αντιδράσεις όταν πρέπει. Με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ακούς την συνομιλία, από ακουστικό στ’ αφτί η από τα ηχεία του αυτοκινήτου, ο εγκέφαλός σου απασχολείται. Με κάτι άλλο αντί για αυτό που πρέπει. Και δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα μαζί. Αυτό, είναι μια πλάνη. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι computer, δεν είναι tablet ή smartphone. Mπορεί να ασχολείται με ΕΝΑ πράγμα κάθε φορά. Έχουμε την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να σκεφτόμαστε πολλά πράγματα ταυτόχρονα γιατί ο εγκέφαλος αλλάζει από το ένα στο άλλο πολύ γρήγορα. Όχι όμως τόσο γρήγορα ώστε να έχουμε την προσοχή μας συνέχεια σε όλα. Όταν απασχολούμαστε με πολλά, η απόδοσή μας πέφτει, η προσοχή που μπορούμε να αφιερώσουμε στο καθένα είναι μικρή. Κι επειδή ένα μεγάλο μέρος των αντιδράσεών μας κατά την οδήγηση συμβαίνει σχεδόν αυτόματα, ειδικά για τους οδηγούς με κάποια εμπειρία, όταν ασχολούμαστε και με κάτι εντελώς διαφορετικό από την οδήγηση, δεν υπάρχει περιθώριο για να αντιμετωπίσουμε το αναπάντεχο. Κι όταν οδηγούμε, αυτό μπορεί να είναι μοιραίο. Για μας, όταν οδηγούμε μοτοσυκλέτα. Για αυτούς που οδηγούν μοτοσυκλέτα ή για τους πεζούς, όταν οδηγούμε αυτοκίνητο. Να το εξηγήσω.

Ο εγκέφαλός μας φιλτράρει τις πληροφορίες με τις οποίες θα ασχοληθεί. Μόνο που εκείνη την ώρα εμείς δεν γνωρίζουμε ποιες άφησε απ’ έξω. Υπάρχουν συγκεκριμένα στάδια στην λειτουργία του εγκεφάλου. Ένα, επιλέγει την πληροφορία με την οποία θα ασχοληθεί. Δύο, επεξεργάζεται την πληροφορία. Τρία, την κωδικοποιεί, ένα στάδιο που δημιουργεί μνήμη, και Τέσσερα, αποθηκεύει την πληροφορία. Ανάλογα με το είδος της πληροφορίας, εμπλέκονται διαφορετικοί νευρώνες και περιοχές του εγκεφάλου. Και πριν ακόμα δώσει εντολή για κάποια αντίδραση, ο εγκέφαλος πρέπει να ανακτήσει την αποθηκευμένη πληροφορία, και μετά να δώσει εντολή για δράση. Η οδήγηση είναι από μόνη της μια πολύπλοκη διαδικασία, που απαιτεί την πλήρη προσοχή μας. Όταν υπερφορτώνουμε τον εγκέφαλο προσθέτοντας κι άλλες διαδικασίες, όλα τα παραπάνω βήματα επηρεάζονται αρνητικά, ο χρόνος αντίδρασής μας μεγαλώνει ή δεν αντιδρούμε καθόλου. Ο εγκέφαλος μπορεί να μην επεξεργαστεί καθόλου κρίσιμες πληροφορίες. Αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Και αντλούμε μια ψευδαίσθηση σιγουριάς, εγώ μπορώ να τα καταφέρω, γιατί ευτυχώς δεν μας συμβαίνουν κάθε μέρα ατυχήματα, γιατί συνήθως φτάνουμε στον προορισμό μας, κι έτσι φτάνουμε να θεωρούμε πως κάτι λάθος (όπως το να μιλάμε στο κινητό) είναι σωστό.

Τι μπορούμε να κάνουμε γι΄αυτό; Πρώτα απ’ όλα, να αλλάξουμε εμείς. Η πιο δύσκολη απόφαση δηλαδή. Να μην μιλάμε στο κινητό όταν οδηγούμε. Έχει κόστος, η πίεση του κοινωνικού και επαγγελματικού περίγυρου είναι μεγάλη. Σε πήρα και δεν το σήκωνες. Που ήσουν; Πείτε σε οικογένεια, φίλους και γνωστούς πως δεν πρόκειται να απαντήσετε στο κινητό όταν οδηγείτε. Και στην μοτοσυκλέτα, όπου είμαστε πολύ πιο ευάλωτοι, είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να έχουμε οποιοδήποτε σύστημα μας επιτρέπει να μιλάμε στο κινητό ή να ακούμε μουσική ενώ οδηγούμε.

Το πιο δύσκολο πράγμα να αλλάξει είναι η συνήθεια. Και η ομιλία στο κινητό παντού και πάντα έχει γίνει συνήθεια κοινώς αποδεκτή, κοινωνικά επιβεβλημένη. Αλλά λάθος, επικίνδυνη συνήθεια. Η συμπεριφορά μας περιέχει πολύ μεγάλο ποσοστό συνήθειας. Η αλλαγή της συμπεριφοράς είναι δύσκολη, και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η συνεπής εφαρμογή, απόφασης ή νόμου. Ο νόμος επιτρέπει τα handsfree. Κάποτε οι περισσότεροι είχαν ένα ακουστικό Bluetooth στο αφτί. Σήμερα οι περισσότεροι κρατάνε την smart παντόφλα στο αφτί τους. Η εφαρμογή του νόμου θα έφερνε σημαντικό αποτέλεσμα. Εφαρμογή ευρείας κλίμακας και διάρκειας, συνεχής, συνεπής και με σημαντικές συνέπειες. Καθημερινά βλέπουμε πως αυτοί ακριβώς που είναι επιφορτισμένοι με την τήρηση των νόμων αδιαφορούν πλήρως. Η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει, η ενημέρωση, η εκπαίδευση. Πάνω από 30 μελέτες σε ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία έδειξαν πως ο κίνδυνος να εμπλακεί σε ατύχημα οδηγός που μιλάει με οποιονδήποτε τρόπο στο κινητό είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερος απ’ ότι αν δεν μιλούσε. Για να κάνουμε όμως κάτι γι’ αυτό πρέπει να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Κι είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος.   

 

editorial 521 - το τέλος της τέχνης;

Από το

Μαύρο Σκύλο

26/3/2013

Ή η αρχή μιας άλλης; Μιλάω για την τέχνη της οδήγησης της μοτοσυκλέτας, με την έννοια της συνολικής σχέσης του αναβάτη μαζί της, της ενασχόλησής του με την λειτουργία της και την συντήρησή της. Κάθε πρόοδος της τεχνολογίας φέρνει και αλλαγές σ' αυτή τη σχέση. Από το 1969 που η λέξη "ηλεκτρονική" εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε μοτοσυκλέτα, στο τρικύλινδρο δίχρονο Kawasaki Mach III 500, μπήκαν τα ηλεκτρονικά στην μοτοσυκλετιστική μας ζωή, ενώ σήμερα οι κορυφαίες μοτοσυκλέτες έχουν περισσότερα ηλεκτρονικά συστήματα από ποτέ, κι είμαστε μόνο στην αρχή της εξέλιξης των περισσότερων από αυτά. Και πιο πριν όμως, πριν το 1969, κάθε μικρή πρόοδος άλλαζε κάτι σημαντικό. Σκεφτείτε τους ταπεινούς διακόπτες των ρεζερβουάρ με τις τρεις υπό εξαφάνιση "λέξεις", ΟΝ-ΟFF-RES. Μέχρι να εμφανιστούν, έπρεπε να έχεις συνεχώς το νου σου πότε θα τελειώσει η βενζίνη, να σταματάς, να ανοίγεις την τάπα και να κουνάς τη μηχανή δεξιά αριστερά ώστε να κρίνεις με το μάτι (αν δεις το πλατσούρισμα) και το αφτί (το πως ακουγόταν το πλατσούρισμα) πόσο μακριά μπορείς να πας ακόμα. Με την εμφάνιση του ON-OFF-RES απλά άφηνες το αριστερό σου χέρι από το τιμόνι για να γυρίσεις ρεζέρβα, που από την εμπειρία σου ήξερες για πόσο σου φτάνει. Αργότερα, εμφανίστηκαν οι δείκτες στάθμης καυσίμου, με ένα πρόβλημα: Ήταν πολύ αναξιόπιστοι, καθώς κανένα ρεζερβουάρ μοτοσυκλέτας δεν έχει κανονικό σχήμα, κι έδειχναν γεμάτο-γεμάτο-γεμάτο για πολλά χιλιόμετρα, για να περάσουν όμως στο άδειο-άδειο- έμεινες βλάκα πολύ γρήγορα. Σήμερα έχουμε ψηφιακές μπαρίτσες που αναβοσβήνουν, μετρήσεις μέσης και στιγμιαίας κατανάλωσης, και το πιο χρήσιμο απ' όλα, χιλιόμετρα που σου απομένουν μέχρι να μείνεις.

Για να μην πούμε τι γνώσεις και ενασχόληση απαιτούσαν οι προπολεμικής τεχνολογίας μοτοσυκλέτες, με λεβιεδάκια για την προπορεία της ανάφλεξης, για τον αέρα, παλιότερα και χειροκίνητη λίπανση κινητήρα, ακόμα και φώτα που άναβαν με σπίρτο, ας πιάσουμε το θέμα από την έλευση της ηλεκτρονικής ανάφλεξης. Ξαφνικά, ο αναβάτης δεν χρειαζόταν να ασχοληθεί με το ιδανικό αβάνς για κάθε ταχύτητα κιβωτίου, άνοιγμα γκαζιού και κλίση του οδοστρώματος. Δεν χρειαζόταν καν να υπάρχει μηχανικό αβάνς. Δεν χρειαζόταν πια να ξέρει τι κάνουν οι πλατίνες, να τις καθαρίζει, να τις ρυθμίζει και να τις αλλάζει, να βάζει λάδι στο σφουγγαράκι τους, να βρίσκει πεταμένο στην άκρη του δρόμου χαρτονάκι από Άσσο σκέτο κασετίνα για να ρυθμίζει το διάκενό τους στα 0,4 mm περίπου, να βρίσκει ντουκόχαρτο για να τις πάρει λίγο όταν μπιμπικιάσουν, να ταιριάζει άλλο πυκνωτάκι γιατί σιγά μην παραγγείλει το δικό τους. Ό,τι βρεθεί. Το κεφάλαιο πλατίνες όμως είχε ξεκινήσει την πορεία του προς το τέλος. Η βασική διαφορά των ηλεκτρονικών από τις πλατίνες είναι πως ενώ για τις πλατίνες ο αναβάτης μπορούσε να κάνει κάτι (να τις ρυθμίσει ή να τις αλλάξει στο πλάι του δρόμου και να συνεχίσει, όταν χαλάσει όμως η ηλεκτρονική πρέπει να την πετάξεις και αγοράσεις μια άλλη (και οι πρώτες χαλούσαν, ειδικά οι aftermarket), που δεν έβρισκες πρόχειρη και σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Πλατίνες όμως, είχες πολλές πιθανότητες να βρεις, αν δεν κουβαλούσες μαζί σου.

Ήρθαν και εποχές που ο αναβάτης δεν είχε να ρυθμίσει τίποτα. Ούτε αναρτήσεις, ούτε απόδοση κινητήρα, ούτε κάτι άλλο που να είχε σχέση με την συμπεριφορά και τις επιδόσεις της μοτοσυκλέτας. Έτσι είναι, κι ο καθένας ας την οδηγήσει όπως μπορεί. Φυσικά, πάντα κάποιοι μπορούσαν καλύτερα από τους άλλους. Σήμερα, με όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα, υπάρχει άραγε εξίσωση των αναβατών, ή παραμένουν οι διαφορές μεταξύ τους; Μια απλουστευμένη λογική λέει πως από την στιγμή που τα ηλεκτρονικά αποφασίζουν τι θα συμβεί, η απόδοση των φρένων για παράδειγμα, θα είναι ίδια για όλους. Πατάς με όλη σου τη δύναμη, το ABS κάνει τη δουλειά του, οι ημιενεργητικές αναρτήσεις την δική τους, σταματάνε όλοι οι αναβάτες στις ίδιες αποστάσεις, αντίστοιχα γλιτώνουν όλοι το ίδιο ένα γλίστρημα χάρη στο traction control, κατεβάζουν όλοι όπως νά 'ναι ταχύτητες αφού έχουν μονόδρομο συμπλέκτη και auto blipper, και κάπως έτσι είναι εύκολο να πιστέψει κανείς πως πάει πια, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς να οδηγεί, τα συστήματα τα κάνουν όλα γι' αυτόν, άντε κι έγιναν όλοι ίδιοι. Μόνο που στην πραγματική ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι αλήθεια πως τα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να βοηθήσουν κάποιον αναβάτη, άπειρο ή έμπειρο αδιάφορο, να την γλιτώσει κάποια στιγμή. Ο λιγότερο ικανός όμως θα παραμείνει σ' αυτό το επίπεδο, ενώ ο καλύτερος αναβάτης θα αφιερώσει χρόνο και φαιά ουσία για να κατανοήσει πλήρως και εμπειρικά την λειτουργία του κάθε συστήματος. Μετά, έρχεται το επόμενο στάδιο, η πλήρης εκμετάλλευση των νέων δυνατοτήτων που προσφέρει το κάθε καλοσχεδιασμένο σύστημα. Βοηθούν τα ηλεκτρονικά στην εξέλιξη των αναβατών; Σίγουρα ναι. Κανείς αναβάτης δεν μπορούσε ποτέ να οδηγεί με μπλοκαρισμένους τους τροχούς. Το σύνηθες ήταν ένα ξαφνικό μπλοκάρισμα και εξίσου αστραπιαία, επώδυνη πτώση. Αυτό που αλλάζει είναι πως τώρα ο αναβάτης προειδοποιείται για το όριο της πρόσφυσης και του μπλοκαρίσματος, και ρυθμίζει το φρενάρισμά του ανάλογα, πετυχαίνοντας πολύ πιο εύκολα τη μέγιστη επιβράδυνση. Αυτό και μόνο απελευθερώνει ένα κομμάτι από την υπολογιστική ισχύ του εγκεφάλου του, που δεν χρειάζεται πια να ασχολείται με το συγκεκριμένο θέμα, τουλάχιστον όχι τόσο πολύ. Αν προσθέσει κανείς τις αντίστοιχες μειώσεις απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ και στα θέματα της πρόσφυσης, της απόκρισης – απόδοσης του κινητήρα και της λειτουργίας των αναρτήσεων που άρχισαν πια να προσαρμόζονται στις συνθήκες της κάθε στιγμής, ο αναβάτης έχει πια το περιθώριο να ασχοληθεί την αξιοποίηση όλων αυτών, με τις γραμμές του, με τις εντολές του προς την μοτοσυκλέτα, έτσι όπως ποτέ πριν δεν μπορούσε να κάνει. Γι' αυτό κι ακόμα δεν μπορούμε να ξέρουμε σε ποιο οδηγικό επίπεδο μπορούν να μας φτάσουν. Ακόμα και οι αναβάτες – θεοί των MotoGP μπορεί να αναπολούν τις μέρες χωρίς ηλεκτρονικά "βοηθήματα", τουλάχιστον όσοι έμαθαν αρχικά να τρέχουν χωρίς αυτά, αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε το ίδιο γρήγορα χωρίς αυτά. Και πάλι, μιλάμε για τους καλύτερους του κόσμου, με τις καλύτερες μοτοσυκλέτες, που τρέχουν σε συγκεκριμένες συνθήκες μιας κλειστής πίστας. Στους δρόμους, είναι μια άλλη ιστορία. Για ρωτήστε τους, πόσοι από αυτούς τους υπερ-αναβάτες κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα στο δρόμο; Αν υπάρχει κάποιος, θα είναι η εξαίρεση.

Χρειάζεται να έχει κανείς πρότερη εμπειρία σε "αναλογικές" μοτοσυκλέτες, για να εκτιμήσει τις "ψηφιακές"; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να είναι και καλύτερα να μην έχει. Είναι δύσκολο για τους περισσότερους να αποβάλλουν συνήθειες και προκαταλήψεις ετών. Το πραγματικό αποτέλεσμα θα το δούμε στους αναβάτες των επόμενων γενεών, που θα έχουν μάθει να βρίσκουν νέα όρια μόνο πάνω σε νέες μοτοσυκλέτες.

Ο τίτλος αυτού του editorial είναι παραπλανητικός. Η τέχνη δεν τελειώνει, εξελίσσεται. Το ίδιο και οι αναβάτες. Αυτό που αλλάζει μαζί με την τεχνολογία των μοτοσυκλετών είναι το είδος της εμπλοκής του αναβάτη, ποια πράγματα χρειάζεται να σκέφτεται, πότε και πόσο. Η ουσία όμως, παραμένει ίδια. Κατανόηση, εφαρμογή, εξέλιξη. Έτσι κι αλλιώς, η κίνηση μιας μοτοσυκλέτας και στους τρεις άξονες του χώρου (ταυτόχρονα!) και το πλήθος των ερεθισμάτων που δέχεται ο αναβάτης της, απαιτεί πολύ πιο ουσιαστική εμπλοκή απ' ότι ένα αυτοκίνητο. Επιβάλλεται άλλωστε, καθώς οι συνέπειες του κάθε λάθους μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Από τη μια, φοβάμαι πως οι οδηγοί των σύγχρονων αυτοκινήτων μπορεί να γίνονται καλοί χειριστές αλλά σπάνια πραγματικά καλοί οδηγοί, καθώς δεν αποκτούν εμπειρία για την δυναμική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όταν πια οι νόμοι της φυσικής ορίζουν την πορεία του. Μερίδιο ευθύνης εδώ, ειδικά στα αυτοκίνητα, έχουν και οι πωλητές, όπως και πολλοί "δημοσιογράφοι", που επιμένουν "αυτό δεν κολλάει πουθενά, τα κάνει όλα μόνο του, πάντα θα σε σώζει". Μια ματιά στις μπαριέρες και τα χαντάκια του δρόμου πάει στο χιονοδρομικό του Παρνασσού, τις μέρες που ο δρόμος είναι χιονισμένος ή και παγωμένος, δίνει μια καλή άποψη: Ειδικά αυτά που υποτίθεται πως είναι άτρωτα, όπως οι μεγάλες ψηλές τζιπούρες, πάνε στου χαντάκ' χωρίς δεύτερη συζήτηση, αν ο οδηγός τους πιστέψει τους ισχυρισμούς πωλητών και εταιριών. Το ίδιο ισχύει και στις μοτοσυκλέτες. Τα συστήματα δεν είναι πανάκεια, απλά σου βγάζουν μερικές σκοτούρες απ' το κεφάλι σου, αφήνοντάς σε να ασχοληθείς με άλλα ζητήματα. Το γεγονός πως η οδήγηση μοτοσυκλέτας απαιτεί το 100% της προσοχής σου, δεν αλλάζει. Αποδεδειγμένα όμως, τα συστήματα αυτά μειώνουν τις συνέπειες μιας λάθος εκτίμησης και μας βοηθούν να πάμε πιο γρήγορα, με περισσότερη ασφάλεια.

Κάθε εξέλιξη φέρνει νέες απαιτήσεις. Όταν το φαίρινγκ της BMW R100RS και τα άλλα full fairing που ακολούθησαν έκαναν εφικτό το πολύωρο ταξίδι μεγάλων ταχυτήτων, έθεσε και μια σειρά νέων, αυξημένων απαιτήσεων σε λάστιχα, αναρτήσεις, φρένα, πλαίσια... Όσο ανέβαιναν οι ιπποδυνάμεις και οι ταχύτητες, ανέβαιναν κι ένα σκαλί οι απαιτήσεις, όχι μόνο για την υπόλοιπη μοτοσυκλέτα, αλλά και για τον αναβάτη της. Όταν δεν υπήρχαν ρυθμίσεις αναρτήσεων, δεν ασχολούνταν κανείς μαζί τους κι όλα καλά, πορευόσουν μ' αυτά που είχες. Βάλε όμως στην εξίσωση τις πλήρως ρυθμιζόμενες αναρτήσεις με hi-low speed συμπίεση, προφορτίσεις, επαναφορές, ύψος πίσω ανάρτησης, σκληρότητες ελατηρίων, ύψος στάθμης λαδιού και διαφορετικό ιξώδες, κι έχεις ένα λαμπρό νέο πεδίο γνώσης και πειραματισμών που οδηγεί και σε καλύτερη κατανόηση της συμπεριφοράς της μοτοσυκλέτας, και σε βελτίωση της συμπεριφοράς της, και σε πιο σκεπτόμενους αναβάτες, και σε πρόοδο των ίδιων των αναρτήσεων.

Φυσικά, το κάθε ηλεκτρονικό σύστημα που είναι προγραμματισμένο να λειτουργεί και να επεμβαίνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο, έχει και ένα εγγενές και ουσιώδες μειονέκτημα: Είναι τόσο καλό (ή κακό) όσο του επιτρέπουν οι παράμετροι της λειτουργίας του. Μπορεί οι κατασκευαστές να λένε πως προγραμματίζουν τα συστήματά τους να αντιδρούν όπως θα ήθελε ένας έμπειρος αναβάτης, πιπιλίζοντας παράλληλα την καραμέλα της ασφάλειας, η πραγματικότητα όμως είναι πως στόχος των πωλήσεών τους δεν είναι το μικρό ποσοστό των πραγματικά καλών αναβατών, αλλά η μετριότητα της μάζας, που ελπίζουν να ψήσουν πως η υπερμοτοσυκλέτα τους δεν αποτελεί απειλή, αλλά ευεργέτημα. Πως θα τους ανεβάσει σε οδηγικές απολαύσεις παραδεισένιες, σε μέρη μακρινά κι ονειρεμένα, πως θα τους κάνει καλύτερους απ' ότι είναι. Μόνο που αυτό δεν γίνεται. Κανείς προγραμματιστής δεν μπορεί να προβλέψει τις καταστάσεις που θα προκύψουν στην πραγματική ζωή, το ίδιο όπως κανείς κατασκευαστής κράνους δεν μπορεί να προβλέψει όλους τους πιθανούς τρόπους και τόπους πρόσκρουσης του ξερού μας κεφαλιού που θα φοράει το κράνος. Η ασφάλεια όμως είναι το μεγάλο εμπόρευμα των ημερών μας, κι αυτό μας πουλάνε όλοι. Η αλήθεια είναι πως με ηλεκτρονικά ή χωρίς, η μοτοσυκλέτα παραμένει υπέροχα επικίνδυνη, και γι' αυτό την αγαπάμε. Φαίνεται πως μας χρειάζεται να νιώθουμε πως για μια ακόμη μέρα, για μια ακόμη βόλτα, τα καταφέραμε με την αξία μας απέναντι στους κινδύνους. Με βοηθήματα ή χωρίς. Κι αν μια μέρα βγει το απόλυτα ασφαλές μοντέλο που με τίποτα δεν θα σε αφήσει να κινδυνεύσεις, 1) Δεν θα είναι μοτοσυκλέτα, και 2) Δεν θα έχει ενδιαφέρον.