Editorial 567 - Bōsōzoku

x
Από το

motomag

1/2/2017

Custom αποκαλούμε μια μοτοσυκλέτα που έχει δεχθεί αισθητικές και δομικές, λειτουργικές αλλαγές σύμφωνα με τα γούστα του ιδιοκτήτη της, που την έχουν διαφοροποιήσει από την μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής στην οποία βασίζεται.

Κάποιοι όμως το προχωρούν μερικά βήματα πιο πέρα, αλλάζοντας και την δική τους εμφάνιση, υιοθετώντας και μια συμπεριφορά που δένει μοτοσυκλέτα και αναβάτη σε μια δήλωση ακραίου αντικομφορμισμού. Πολλοί τέτοιοι αναβάτες μαζί φτιάχνουν μια φυλή, που λειτουργεί πλέον ομαδικά αμφισβητώντας τον νόμο και την τάξη, έτοιμη να επιτεθεί σε όποιον την στραβοκοιτάξει. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι bōsōzoku στην Ιαπωνία, που κάνουν μια ομάδα Hells Angels να μοιάζει με εκδρομή ΚΑΠΗ για λουτρά στην Αιδηψό. Απ’ τις δύο πλευρές δηλαδή του Ειρηνικού, έχουμε δύο ομάδες καστομαρισμένων αναβατών, με καστομαρισμένη συμπεριφορά και μοτοσυκλέτες. Στην Δυτική ακτή των ΗΠΑ, οι μουσάτοι με τα γιλέκα και τις μπυροκοιλιές είχαν την καστομιά τους απλώς ως περιτύλιγμα των παράνομων επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, drugs & guns κι άλλες ασχολίες του οργανωμένου εγκλήματος. Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, στην Ανατολική ακτή της Ιαπωνίας, οι bōsōzoku είναι μαχητές εναντίον του κοινωνικού κατεστημένου και της έννομης τάξης, εκφράζοντας την αντίθεσή τους βίαια, μαχόμενοι πολλές φορές κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσης... μεταξύ τους. Είναι επίσης γεγονός πως μερικοί από αυτούς αποφοίτησαν από bazooka και μπήκαν στις τάξεις των μαφιόζων yakuza, αλλά δεν ήταν αυτό που τους χαρακτήριζε.   

Μια και μόνο φορά, αργά το βράδυ σε μια πόλη κάπου δυό ώρες έξω από το Τόκυο, είδα με τα μάτια μου μια τέτοια φυλή να περνάει, αφού πρώτα την άκουσα... Μόνο και μόνο από τον ήχο που όλο και δυνάμωνε, θα ορκιζόσουν πως αυτό που έρχεται είναι καμιά εκατοστή μαχητικά jet τέρμα γκάζι, με χιλιάδες ζόμπι να ουρλιάζουν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα πάνω τους. Δεν θα φανταζόσουν ποτέ πως "αυτό" που έρχεται, είναι μοτοσυκλέτες. Κι όταν επιτέλους τους είδα, καμιά τριανταριά από δαύτους, το θέαμα ήταν σουρεαλιστικό, κάτι σαν ηθοποιοί του θεάτρου Νο ντυμένοι σαν μεταλλαγμένα ροκαμπίλια οι μισοί κι οι άλλοι μισοί με φόρμες μπογιατζήδων με ιδεογράμματα πάνω τους, με τατουάζ που δεν ήταν απλώς εικόνες αλλά ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οι μοτοσυκλέτες τους, πρώην ταπεινά CB-N ή αντίστοιχα δικύλινδρα τα περισσότερα, με σέλες που η ψηλή πλάτη τους ανέβαινε στο ενάμιση με δύο μέτρα από το έδαφος, κι εξατμίσεις – σωλήνες δύο σε έξι ή σε οκτώ που σηκώνονταν ακόμα πιο ψηλά από τις σέλες, με φαίρινγκ στυλ aftermarket αρχών δεκαετίας ’70 που κοίταγε τον ουρανό, και πολύ ψηλά τιμόνια, για να περνάνε λέει άνετα ανάμεσα στα αυτοκίνητα... Εκείνη την ώρα οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κι έτσι απλά τους είδα να περνούν ξεκουφαίνοντάς με, μέχρι που ο ήχος έσβησε προς την άλλη μεριά της πόλης.

Βōsōzoku σημαίνει "οι φυλές της ταχύτητας", αν και οι μοτοσυκλέτες τους μόνο για να τρέχουν πολύ δεν ήταν, έτσι που τις είχαν κάνει. Φυσικά και οι μετατροπές στις μοτοσυκλέτες τους είναι όλες παράνομες, ειδικά στην Ιαπωνία που είχε από πολύ παλιά αυστηρότατο ΚΤΕΟ, έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια κάθε κόκκινο φανάρι και κάθε διάταξη του ΚΟΚ που μπορούσαν,  κι όποιον διαμαρτυρόταν, τον άρχιζαν με τα ρόπαλα του baseball (γιατί φυσικά θεωρούσαν πως μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα διαμαρτυρίας). Χαρακτηριστικό τους πως την έπεφταν ειδικά σε gaijin, στους μη Ιάπωνες, στους ξένους. Φτηνά την γλύτωσα!

Πρόδρομοι των bōsōzoku ήταν οι kaminari zoku, οι "φυλές του κεραυνού", περιθωριοποιημένοι νέοι στην μεταπολεμική Ιαπωνία των αρχών της δεκαετίας του ’50. Ως bōsōzoku αργότερα, είχαν φτάσει σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τις 40.000, αλλά από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 2000 είχαν μείνει κάπου 7.000, και σήμερα είναι σχεδόν είδος προς εξαφάνιση, παραμένοντας στάσιμοι σε... πληθυσμό. Αυτοί που απέμειναν, είναι πια σχεδόν νομοταγείς, κι ασχολούνται περισσότερο με την μουσική και τον χορό στην trendy συνοικία Harajuku στο Τόκυο...

Ακούγεται περίεργο για Ιαπωνία, αλλά ήταν και η ανοχή της αστυνομίας που επέτρεψε την άνθηση αυτών των απόλυτων καστομάδων. Η αστυνομία τους έπιανε όταν μπορούσε, αλλά τους άφηνε πάλι, χωρίς ποτέ να τους παίρνει τις άδειες ή τα διπλώματα (λες και τα χρειάζονταν!). Το 2004 όμως, αλλαγές στην νομοθεσία επέτρεψαν την σύλληψη και την δίωξή τους, με την "επικίνδυνη οδήγηση χάριν επιδείξεως" να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να επιφέρει τρία χρόνια φυλακή, οπότε σε συνδυασμό με τις φυλακίσεις και την οικονομική κρίση οι bōsōzoku άρχισαν να λιγοστεύουν και να ηρεμούν...  Χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι και η εμφάνιση γυναικών bōsōzoku, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν. Οι γυναίκες bōsōzoku ακολουθούν αυτό το δρόμο για να δείξουν την αντίθεσή τους στα φυλετικά στερεότυπα που επικρατούν ακόμα στην Ιαπωνία. Όπως λένε οι ίδιες ειρωνικά, "Εμείς οι Γιαπωνέζες μπορούμε και μόνες μας να σκουπίζουμε τον κώλο μας, ευχαριστούμε!".

Οι  bōsōzoku είχαν και το δικό τους μηνιαίο περιοδικό, το Champ Road, την βίβλο τους, γεμάτη εξωφρενικές μοτοσυκλέτες και τατουάζ – τοιχογραφίες και μαλλιά κοκοράκια τριάντα πόντους ψηλά. Έκλεισε όμως πρόσφατα, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια κυκλοφορίας. Κι όμως, η αστυνομία στην Ιαπωνία θεωρεί πως παρά τους σταθερά μικρούς αριθμούς τους, οι bōsōzoku συνεχίζουν να αποτελούν απειλή, πιο δύσκολο πια να αντιμετωπιστεί. Κι αυτό γιατί ενώ παλιά μαζεύονταν σε συγκεκριμένα σημεία για να ξεκινήσουν τις άγριες βόλτες τους, τώρα πια είναι μικρότερες ομάδες, που μπορεί να βρεθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα οπουδήποτε. Και ποιό είναι το καλύτερο εργαλείο που έχει στην διάθεσή της η αστυνομία για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των bōsōzoku και να επεμβαίνει; Τα social media, το Φατσοβιβλίο και τα συναφή.
Κι ενώ οι
bōsōzoku φθίνουν, είναι σε άνοδο οι ομάδες των kyushakai, των "παλιών μηχανόβιων", που επιμένουν πως σέβονται τον ΚΟΚ, αλλά η αστυνομία δεν πείθεται, θεωρώντας τους κρυπτο- bōsōzoku!

 

Κάπως έτσι, σε μια χώρα με αυστηρή τήρηση των νόμων, επιβιώνουν ακόμα καστομαρισμένης μοτοσυκλέτας / εμφάνισης / συμπεριφοράς αναβάτες, και μάλιστα δημιουργούνται κι άλλες ομάδες, που κάνουν με τον τρόπο τους ένα είδος κοινωνικής κριτικής και αντίστασης. Και σ’ εμάς, που δεν είχαμε ποτέ τέτοιου είδους μαζικές φυλές, το είδος του κάγκουρα τείνει επίσης προς εξαφάνιση... Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα "αλητάκια με παπάκια", έτσι για να μας θυμίζουν πως κάποτε κι εδώ η μοτοσυκλέτα ήταν και κοινωνικό σχόλιο.

 

 

 

 

editorial 526 - Ο ταξιδιώτης και άλλες ιστορίες

Από το

Μαύρο Σκύλο

2/9/2013

Τον βλέπω σταθερά τα τελευταία καλοκαίρια. Έχει ένα από τα πρώτα Transalp, ασημί με ταμπούρο, πρέπει να φτάνει την εικοσπενταετία γεμάτη πια (το Transalp, ο ιδιοκτήτης είναι μεγαλύτερος). Το χρώμα της μάνας του, μοναδική διακόσμηση δεκάδες αυτοκόλλητα από διάφορες χώρες του κόσμου. Θυμίζει αυτές τις προπολεμικές βαλίτσες που είχαν κολλημένα πάνω τους σήματα θερέτρων και ξενοδοχείων, πιστοποίηση της οικονομικής άνεσης του ταξιδεμένου ιδιοκτήτη τους. Μόνο που εδώ μιλάμε για το ακριβώς αντίθετο. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος φαίνεται πως ταξιδεύει πολύ, με τα ελάχιστα δυνατά έξοδα. Ουδεμία υποψία ασορτί τριβάλιτσου και ηλεκτρονικών βοηθημάτων, εργαλεία που πολλοί θεωρούν πια απαραίτητα για ταξίδι. Τα πράγματα δεμένα με χταπόδια το ένα πάνω από το άλλο, η σκηνή, το στρωματάκι, το sleeping bag. ειδικά η σκηνή του θα πρέπει να αποτελέσει έκθεμα σε ταξιδιωτικό μουσείο. Μιλάμε για ένα σκηνάκι που είναι τόσο μικρό, ώστε είσαι σίγουρος όταν το δεις πως ο ένοικός του αποκλείεται να κοιμάται ποτέ με τα πόδια τεντωμένα, αφού έτσι κι αλλιώς δεν χωράει μέσα σε άλλη στάση εκτός από την εμβρυακή. Το μέγεθός του είναι ένα θέμα, το άλλο είναι η κατάστασή του. Φτιαγμένο από το σύνηθες ασημί απ' έξω, μπλε σκούρο από μέσα πανί, έχει φτάσει πια σε μια κατάσταση φθοράς που είναι πιο πολύ μπλε απ' έξω παρά ασημί. Οι μπανέλες του ίσα που το στηρίζουν όρθιο, το πανί ίσα που στέκει και δεν διαλύεται σε μικρά-μικρά κομματάκια για να το πάρει ο αέρας. Έχω δει τέτοια σκηνάκια να τα πουλάνε 9,9 ευρώ καινούρια, κι όχι σε προσφορά. Κι όμως, δεν το αλλάζει με τίποτα. Για περίπτωση βροχής, κουβαλάει μαζί του ένα νάιλον, που το ρίχνει από πάνω και το καλύπτει ολόκληρο, ενώ περισσεύει και γύρω-γύρω πάνω από μέτρο. Μιλάμε για ένα στάδιο πριν την ασφυξία. Αλλά πόσο συχνά βρέχει το καλοκαίρι;

Πέρα από το κράνος, και ο μοτοσυκλετιστικός εξοπλισμός λάμπει δια της απουσίας του. Μινιμαλισμός κι εκεί. Το θέμα είναι όμως πως ο άνθρωπος ταξιδεύει, σε άσφαλτο και χώμα, και ταξιδεύει πολύ, σε αντίθεση με όσους εγκλωβίζονται σε απαιτητικά στερεότυπα και καταλήγουν να μην κάνουν τίποτα. Όσοι θεωρούν πως χρειάζονται απαραιτήτως μοτοσυκλέτα των 20.000 ευρώ για να ταξιδέψουν, καταλήγουν να χάνουν το ίδιο το ταξίδι. Με 20.000 ευρώ ο συγκεκριμένος ταξιδιώτης θα έκανε δύο φορές το γύρο του κόσμου.

Ο "πού είμαι ρε γαμώτο;": Βρισκόμουν σε ένα απομονωμένο ορεινό χωριό, απ' αυτά που το κοντινότερο βενζινάδικο είναι στα 50 χιλιόμετρα, αλλά που τώρα πια οι δύο από τις τρεις οδικές προσβάσεις του είναι ασφαλτοστρωμένες. Ακούω τετρακύλινδρο μοτέρ να πλησιάζει, με τον αναβάτη του να το φορτώνει το στροφόμετρο. Φτάνει στο χωριό, σταματάει χωρίς να κατέβει και χωρίς να βγάλει κράνος, ρίχνει μια ματιά δεξιά-αριστερά, κάνει επί τόπου στροφή και φεύγει προς την κατεύθυνση που ήρθε. Μυστήριο. Αν είχε ξεχάσει κάτι στο σπίτι, κι ήταν κάτοικος Αθηνών, ήθελε χίλια χιλιόμετρα μπρος πίσω για να πάει να το πάρει. Μερικοί όμως αφορμή για να κάνουν χιλιόμετρα ψάχνουν. Μπορεί όμως να αντιλήφθηκε, λίγο αργά είναι η αλήθεια, πως είχε φτάσει σε λάθος χωριό για το ραντεβού του. Tip: Φίλε, μην εμπιστεύεσαι το GPS, ειδικά αν έχει αυτόματη διόρθωση, κι αντί να πας στο Με-λιγαλά σε στέλνει στο Μέ-τσοβο. Επίσης, παίζει κι εκείνη να σε έστησε, και να μην είχε ποτέ σκοπό να σε συναντήσει.

Ο φιλομαθής με τον φραπέ στο χέρι: "Ρε συ, πες μου τώρα που σε βρήκα, εσύ που ξέρεις. Το Horex το καινούργιο είναι καλό;" Τι να σου πω ρε συ, δεν βλέπω πολλά να κυκλοφορούν, αν το πάρεις όμως, ευχαρίστως να το οδηγήσουμε.

Άλλος, σε διαδικασία επίλυσης μυστηριωδών συμπτωμάτων: "Έχει ένα πρόβλημα η μοτοσυκλέτα μου. Ξεκινάω, και μόλις βάζω τρίτη-τετάρτη ο κινητήρας σβήνει. Ευτυχώς ήταν κατηφόρα ως το σπίτι κι έβαλα την ουδέτερη, ξέρεις, την NATURAL, και τσούλησα μέχρι εκεί. Ο μάστορας μου είπε πως φταίει η εξάτμιση, που δεν είναι της μάνας του, και μου έχει παραγγείλει μια καινούργια. Πιστεύεις πως θα λυθεί το πρόβλημα;" Του μάστορα σίγουρα, της μοτοσυκλέτας, χλωμό το βλέπω.

Οι ασορτί: Ίδια κράνη, ίδια ρούχα με την συνεπιβάτιδα, και να σωστά μαντέψατε, Γερμανική μοτοσυκλέτα οδηγούσε, απ' αυτές με τα Βαυαρικά και κατόπιν υιοθετημένα Ελληνικά χρώματα στο σηματάκι τους. Οι βαλίτσες της μαμάς του, η οδήγηση δική του. Με αυτοκίνητο ήμουν, σε δρόμο με κίνηση, και μέσα σε μια ώρα τον πέρασα – με πέρασε τρεις φορές. Μα τι κάνουν; Συχνουρία έχουν; Ποιό είναι το νόημα να οδηγείς μοτοσυκλέτα αν σε ένα δρόμο με κίνηση πηγαίνεις τελικά πιο αργά από τα αυτοκίνητα; Tip: Yπάρχουν και αυτοκίνητα με το ίδιο σηματάκι.

Οι κλαμπάτοι: Για άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκε φέτος το καλοκαίρι η υποψία μου πως μόλις η παρέα μεγαλώσει πάνω από τις δύο-τρεις μοτοσυκλέτες, η μέση ωριαία τους πέφτει δραματικά. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι μοτοσυκλέτες είναι όλες ίδια μοντέλα, οπότε για κάποιο μυστηριώδη λόγο ο αριθμός των στάσεων αυξάνεται εκθετικά, και η άφιξη στον όποιο προορισμό γίνεται όνειρο όλο και πιο μακρινό. Επιπλέον, κάθε κατηγορία μοτοσυκλετών φαίνεται πως προτιμά διαφορετικά σημεία για στάση. Οι παρέες με αναβάτες μεγάλων on-off σταματούν μόνο εκεί που υπάρχει φαγητό, και έχω την υποψία πως μερικές τέτοιες παρέες σταματούν σε ΟΛΑ τα σημεία όπου υπάρχει φαγητό. Με το δεδομένο πως κατά κανόνα το φαγητό στους κεντρικούς οδικούς άξονες είναι για πέταμα, είναι να απορείς τι είδους γαστριμαργικό τουρισμό κάνουν οι άνθρωποι. Βεβαίως, έτσι σου λύνεται η απορία γιατί από μακριά το Varadero το 1000 φαινόταν σαν 125.

Ούτε οι σφήκες: "Σταμάτησα να φάω δυο σουβλάκια ρε παιδί μου, ε, αν έρχεσαι για Ήπειρο από Αθήνα μέσω της παλιάς εθνικής, Θήβα, Λειβαδιά, Μπράλο, Δομοκό, με 640 Adventure, σε πιάνει μια πείνα. Κάπου μετά την Καλαμπάκα, παραγγέλνω δυο σουβλάκια, τρώω το ένα γιατί πείναγα πολύ, κι όπως κοίταζα το άλλο, έρχονται κάτι σφήκες, το μυρίζουν... και φεύγουν." Προφανώς ο φίλος που μου διηγήθηκε την ιστορία την παρεξήγησε την φάση, και δεν κατάλαβε πως μ' αυτό τον τρόπο οι Έλληνες επιχειρηματίες στο χώρο της εστίασης βοηθούν αποτελεσματικά στη διατήρηση της σιλουέτας των ταξιδιωτών. Το σκεπτικό είναι απλό: Δεν θα φας πολύ, αφού δεν τρώγονται. Κι αν φας έστω και λίγο, δεν θα θέλεις να ξαναδείς κρέας για κανένα μήνα. Αποτοξίνωση. Tip: Μπορείτε να κουβαλάτε μια σφήκα μαζί σας, για να δοκιμάζει το φαγητό των εστιατορίων της εθνικής πριν το ακουμπήσετε.

Τα χαρμάνια: Για κάποιον περίεργο λόγο, οι αναβάτες των superbike καπνίζουν περισσότερο. Μπορεί να υπάρχει μια μυστηριώδης σύνδεση με τις συχνότητες των κραδασμών δεύτερης τάξης των τετρακύλινδρων και τις εκκρίσεις αδρεναλίνης, που κάνει επιτακτική την ανάγκη για νικοτίνη στα πιο άσχετα σημεία. Τους έχω δει σταματημένους σε ΛΕΑ πλάτους 40 πόντων με τις νταλίκες να περνάνε στον πόντο από τα κλιπόν τους, να τραβάνε παράλληλη τζούρα από το τσιγάρο τους και το φουγάρο του φορτηγού. Επίσης, πρέπει να κατέχουν το ανεπίσημο ρεκόρ για το πιο γρήγορο άναμμα τσιγάρου από την στιγμή που το σταντ θα ακουμπήσει στην άσφαλτο. Υπάρχει λόγος όμως γι' αυτό: Πρέπει να δείξουν στο φίλο τους, που θα σταματήσει ένα λεπτό μετά, πως τον περιμένουν πολλή ώρα. Σ' αυτό βοηθούν και μερικές γόπες που μπορείς να έχεις φυλαγμένες σε αλουμινόχαρτο, και τις πετάς κάτω μόλις σταματήσεις: "Που είσαι ρε σαύρα, μισό πακέτο έχω κάνει..."

Το μυστήριο των διοδίων: Βλέπω μοτοσυκλέτες σταματημένες μετά τα διόδια, και απορώ. Την ημέρα, κάθονται μέσα στον ήλιο, εκεί ακριβώς που αυτοκίνητα και νταλίκες επιταχύνουν και το καυσαέριο πάει σύννεφο. Η ζέστη μπορεί να είναι αφόρητη, τα ρούχα τους κατά κανόνα μαύρα, αλλά αυτοί εκεί, κάνουν στάση ή περιμένουν τους φίλους τους. Τη νύχτα, σταματούν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά, εκεί που το ημίφως αρχίζει να γίνεται σκοτάδι και τα νυσταγμένα και βαριά φώτα του νταλικιέρη δεν θα είναι αρκετά για να τους δει. Απ' την άλλη, αν θες να σταματήσεις κάπου και ΔΕΝ θέλεις να πας σε βενζινάδικο ή εστιατόριο, οι επιλογές σου περιορίζονται πολύ. Τα πάρκινγκ των ακριβοπληρωμένων μας "εθνικών οδών" βρωμάνε και ζέχνουν, που να τα επισκεφθείς και νύχτα; Για προορισμούς γράφουν όλα τα ταξιδιωτικά, μήπως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε μια λίστα με τα "Φιλικά στο μοτοσυκλετιστή σημεία στάσης";

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας: Στο ΗΙGH TEST του 1998, όταν με ... οn-off είχαμε πάει κοντά στις ψηλότερες κορυφές της Ελλάδας, ανεβήκαμε όσο μπορούσαμε και στον Σμόλικα, το δεύτερο ψηλότερο βουνό. Είχαμε 12 on-off και μέσα σε πέντε μέρες επισκεφθήκαμε πέντε βουνά πάνω από τα 2000 μέτρα. Πλάκα είχε. Περιττό να σας πω πως τα μηχανάκια είχαν πέσει όλα, όπως και οι μισοί τουλάχιστον αναβάτες. Στον Σμόλικα έπεσε το τελευταίο που είχε μείνει αλώβητο, σε μια ανηφόρα που σηματοδότησε και το τέλος της ανάβασής μας στο βουνό. Όχι πως είχαμε πει πως θα την ανέβουμε, ήταν τόσο μεγάλη η κλίση και τόσο ανώμαλο το έδαφος που δεν είχε νόημα με αυτά τα μηχανάκια. Από τότε όμως, αν και ήξερα πως από πάνω υπάρχει μια στάνη και ξεκινά το μονοπάτι για την Δρακόλιμνη, μου είχε μείνει η απορία: Που τελειώνει ο δρόμος; Πόσο πάει ακόμα; Ευκαιρία να το ανακαλύψω, αφού πέρναγα από την περιοχή. Ο δρόμος είναι πολύ όμορφος, ξεκινά από το χωριό Πάδες κι ανηφορίζει στον Σμόλικα, περνά από ξέφωτα όπου περιμένεις να δεις νεράιδες κι από σκοτεινά δάση όπου μόνο τρολ μπορούν να ζουν, νερά τρέχουν παντού. Μας κάνουν εντύπωση τα πολλά σπασμένα δέντρα. Φτάνουμε και στην επίμαχη ανηφόρα, εκεί είναι ακόμα, μόνο που ο δρόμος την παρακάμπτει πια: Συνεχίζει δεξιά, μια αριστερή φουρκέτα, μια δεξιά και στα πενήντα μέτρα από την κορυφή της περιβόητης ανηφόρας, σταματάει σε μια στάνη. Αυτό ήταν λοιπόν. Αν τότε είχαμε παιδευτεί, είχαμε τραβήξει κι είχαμε σπρώξει για να ανεβάσουμε ένα τουλάχιστον μηχανάκι επάνω, θα έκανε άλλα πενήντα μέτρα πριν σταματήσει! Υψόμετρο εκεί; 1940 μέτρα, δυο ευγενικά παλικάρια στη στάνη, η μάνα τους και η γιαγιά τους: "Λύσσαξαν τα σκυλιά ψες βράδυ γιε μου, αρκούδα δεν ήταν, δεν κάνουν έτσι άμα ειν' αρκούδα, λύκος ήταν αλλά τίποτα δεν έκανε".

Το μυστήριο της κολασμένης ανηφόρας επιτέλους έχει λυθεί, τώρα μένει άλλο: Ανεβαίνει μηχανάκι στην Δρακόλιμνη από κει;