Editorial 567 - Bōsōzoku

x
Από το

motomag

1/2/2017

Custom αποκαλούμε μια μοτοσυκλέτα που έχει δεχθεί αισθητικές και δομικές, λειτουργικές αλλαγές σύμφωνα με τα γούστα του ιδιοκτήτη της, που την έχουν διαφοροποιήσει από την μοτοσυκλέτα μαζικής παραγωγής στην οποία βασίζεται.

Κάποιοι όμως το προχωρούν μερικά βήματα πιο πέρα, αλλάζοντας και την δική τους εμφάνιση, υιοθετώντας και μια συμπεριφορά που δένει μοτοσυκλέτα και αναβάτη σε μια δήλωση ακραίου αντικομφορμισμού. Πολλοί τέτοιοι αναβάτες μαζί φτιάχνουν μια φυλή, που λειτουργεί πλέον ομαδικά αμφισβητώντας τον νόμο και την τάξη, έτοιμη να επιτεθεί σε όποιον την στραβοκοιτάξει. Το πιο χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι bōsōzoku στην Ιαπωνία, που κάνουν μια ομάδα Hells Angels να μοιάζει με εκδρομή ΚΑΠΗ για λουτρά στην Αιδηψό. Απ’ τις δύο πλευρές δηλαδή του Ειρηνικού, έχουμε δύο ομάδες καστομαρισμένων αναβατών, με καστομαρισμένη συμπεριφορά και μοτοσυκλέτες. Στην Δυτική ακτή των ΗΠΑ, οι μουσάτοι με τα γιλέκα και τις μπυροκοιλιές είχαν την καστομιά τους απλώς ως περιτύλιγμα των παράνομων επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, drugs & guns κι άλλες ασχολίες του οργανωμένου εγκλήματος. Στην άλλη άκρη του Ειρηνικού, στην Ανατολική ακτή της Ιαπωνίας, οι bōsōzoku είναι μαχητές εναντίον του κοινωνικού κατεστημένου και της έννομης τάξης, εκφράζοντας την αντίθεσή τους βίαια, μαχόμενοι πολλές φορές κυριολεκτικά μέχρι τελικής πτώσης... μεταξύ τους. Είναι επίσης γεγονός πως μερικοί από αυτούς αποφοίτησαν από bazooka και μπήκαν στις τάξεις των μαφιόζων yakuza, αλλά δεν ήταν αυτό που τους χαρακτήριζε.   

Μια και μόνο φορά, αργά το βράδυ σε μια πόλη κάπου δυό ώρες έξω από το Τόκυο, είδα με τα μάτια μου μια τέτοια φυλή να περνάει, αφού πρώτα την άκουσα... Μόνο και μόνο από τον ήχο που όλο και δυνάμωνε, θα ορκιζόσουν πως αυτό που έρχεται είναι καμιά εκατοστή μαχητικά jet τέρμα γκάζι, με χιλιάδες ζόμπι να ουρλιάζουν ασταμάτητα σκαρφαλωμένα πάνω τους. Δεν θα φανταζόσουν ποτέ πως "αυτό" που έρχεται, είναι μοτοσυκλέτες. Κι όταν επιτέλους τους είδα, καμιά τριανταριά από δαύτους, το θέαμα ήταν σουρεαλιστικό, κάτι σαν ηθοποιοί του θεάτρου Νο ντυμένοι σαν μεταλλαγμένα ροκαμπίλια οι μισοί κι οι άλλοι μισοί με φόρμες μπογιατζήδων με ιδεογράμματα πάνω τους, με τατουάζ που δεν ήταν απλώς εικόνες αλλά ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οι μοτοσυκλέτες τους, πρώην ταπεινά CB-N ή αντίστοιχα δικύλινδρα τα περισσότερα, με σέλες που η ψηλή πλάτη τους ανέβαινε στο ενάμιση με δύο μέτρα από το έδαφος, κι εξατμίσεις – σωλήνες δύο σε έξι ή σε οκτώ που σηκώνονταν ακόμα πιο ψηλά από τις σέλες, με φαίρινγκ στυλ aftermarket αρχών δεκαετίας ’70 που κοίταγε τον ουρανό, και πολύ ψηλά τιμόνια, για να περνάνε λέει άνετα ανάμεσα στα αυτοκίνητα... Εκείνη την ώρα οι δρόμοι ήταν σχεδόν έρημοι, κι έτσι απλά τους είδα να περνούν ξεκουφαίνοντάς με, μέχρι που ο ήχος έσβησε προς την άλλη μεριά της πόλης.

Βōsōzoku σημαίνει "οι φυλές της ταχύτητας", αν και οι μοτοσυκλέτες τους μόνο για να τρέχουν πολύ δεν ήταν, έτσι που τις είχαν κάνει. Φυσικά και οι μετατροπές στις μοτοσυκλέτες τους είναι όλες παράνομες, ειδικά στην Ιαπωνία που είχε από πολύ παλιά αυστηρότατο ΚΤΕΟ, έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια κάθε κόκκινο φανάρι και κάθε διάταξη του ΚΟΚ που μπορούσαν,  κι όποιον διαμαρτυρόταν, τον άρχιζαν με τα ρόπαλα του baseball (γιατί φυσικά θεωρούσαν πως μόνο αυτοί είχαν δικαίωμα διαμαρτυρίας). Χαρακτηριστικό τους πως την έπεφταν ειδικά σε gaijin, στους μη Ιάπωνες, στους ξένους. Φτηνά την γλύτωσα!

Πρόδρομοι των bōsōzoku ήταν οι kaminari zoku, οι "φυλές του κεραυνού", περιθωριοποιημένοι νέοι στην μεταπολεμική Ιαπωνία των αρχών της δεκαετίας του ’50. Ως bōsōzoku αργότερα, είχαν φτάσει σύμφωνα με επίσημα στοιχεία τις 40.000, αλλά από τις αρχές ήδη της δεκαετίας του 2000 είχαν μείνει κάπου 7.000, και σήμερα είναι σχεδόν είδος προς εξαφάνιση, παραμένοντας στάσιμοι σε... πληθυσμό. Αυτοί που απέμειναν, είναι πια σχεδόν νομοταγείς, κι ασχολούνται περισσότερο με την μουσική και τον χορό στην trendy συνοικία Harajuku στο Τόκυο...

Ακούγεται περίεργο για Ιαπωνία, αλλά ήταν και η ανοχή της αστυνομίας που επέτρεψε την άνθηση αυτών των απόλυτων καστομάδων. Η αστυνομία τους έπιανε όταν μπορούσε, αλλά τους άφηνε πάλι, χωρίς ποτέ να τους παίρνει τις άδειες ή τα διπλώματα (λες και τα χρειάζονταν!). Το 2004 όμως, αλλαγές στην νομοθεσία επέτρεψαν την σύλληψη και την δίωξή τους, με την "επικίνδυνη οδήγηση χάριν επιδείξεως" να θεωρείται ποινικό αδίκημα και να επιφέρει τρία χρόνια φυλακή, οπότε σε συνδυασμό με τις φυλακίσεις και την οικονομική κρίση οι bōsōzoku άρχισαν να λιγοστεύουν και να ηρεμούν...  Χαρακτηριστικό της αλλαγής είναι και η εμφάνιση γυναικών bōsōzoku, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν. Οι γυναίκες bōsōzoku ακολουθούν αυτό το δρόμο για να δείξουν την αντίθεσή τους στα φυλετικά στερεότυπα που επικρατούν ακόμα στην Ιαπωνία. Όπως λένε οι ίδιες ειρωνικά, "Εμείς οι Γιαπωνέζες μπορούμε και μόνες μας να σκουπίζουμε τον κώλο μας, ευχαριστούμε!".

Οι  bōsōzoku είχαν και το δικό τους μηνιαίο περιοδικό, το Champ Road, την βίβλο τους, γεμάτη εξωφρενικές μοτοσυκλέτες και τατουάζ – τοιχογραφίες και μαλλιά κοκοράκια τριάντα πόντους ψηλά. Έκλεισε όμως πρόσφατα, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια κυκλοφορίας. Κι όμως, η αστυνομία στην Ιαπωνία θεωρεί πως παρά τους σταθερά μικρούς αριθμούς τους, οι bōsōzoku συνεχίζουν να αποτελούν απειλή, πιο δύσκολο πια να αντιμετωπιστεί. Κι αυτό γιατί ενώ παλιά μαζεύονταν σε συγκεκριμένα σημεία για να ξεκινήσουν τις άγριες βόλτες τους, τώρα πια είναι μικρότερες ομάδες, που μπορεί να βρεθούν και να δημιουργήσουν προβλήματα οπουδήποτε. Και ποιό είναι το καλύτερο εργαλείο που έχει στην διάθεσή της η αστυνομία για να παρακολουθεί τις δραστηριότητες των bōsōzoku και να επεμβαίνει; Τα social media, το Φατσοβιβλίο και τα συναφή.
Κι ενώ οι
bōsōzoku φθίνουν, είναι σε άνοδο οι ομάδες των kyushakai, των "παλιών μηχανόβιων", που επιμένουν πως σέβονται τον ΚΟΚ, αλλά η αστυνομία δεν πείθεται, θεωρώντας τους κρυπτο- bōsōzoku!

 

Κάπως έτσι, σε μια χώρα με αυστηρή τήρηση των νόμων, επιβιώνουν ακόμα καστομαρισμένης μοτοσυκλέτας / εμφάνισης / συμπεριφοράς αναβάτες, και μάλιστα δημιουργούνται κι άλλες ομάδες, που κάνουν με τον τρόπο τους ένα είδος κοινωνικής κριτικής και αντίστασης. Και σ’ εμάς, που δεν είχαμε ποτέ τέτοιου είδους μαζικές φυλές, το είδος του κάγκουρα τείνει επίσης προς εξαφάνιση... Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα "αλητάκια με παπάκια", έτσι για να μας θυμίζουν πως κάποτε κι εδώ η μοτοσυκλέτα ήταν και κοινωνικό σχόλιο.

 

 

 

 

editorial 525 - Ο μύθος ζει

Από το

Μαύρο Σκύλο

25/7/2013

Κι όμως, ο μύθος της μοτοσυκλέτας δημιουργήθηκε από αυτούς που προκαλούσαν το κοινό αίσθημα, την κοινή ησυχία και τους φιλήσυχους πολίτες. Κάτι Άγριοι Μάρλον Μπράντοι, κάτι Ήσυχοι Καβαλάρηδες με τα πιρούνια σαπέρα, κάτι μπυροκοιλιάδες με πολλά ραφτά στα γιλέκα τους, κάτι αλάνια με τέσσερις σε καμία και κουρελούδες για να έρθουμε και στα δικά μας. Μπορεί από την απόσταση των τριάντα ή σαράντα χρόνων όλα αυτά να μας φαίνονται από αφελή έως ρομαντικά, για την εποχή τους όμως ήταν πολύ σοβαρά, απασχολούσαν την κοινή γνώμη, οι γριές σταυροκοπιόντουσαν, οι νοικοκυραίοι έβριζαν τα ξεκράνωτα αληταριά. Παράλληλα, υπήρχαν βέβαια και οι καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστές, με τα κράνη τους και τα δερμάτινά τους τα Λιούις Λέδερς που είχαν φέρει "απέξω", καβάλα στα ακριβά τους μηχανάκια. Πολύ χοντρικά, υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε παράνομους και νόμιμους.

Όταν οι "νόμιμοι" έγιναν πολλοί, κι έγιναν πολλοί χάρη στο μύθο που είχαν δημιουργήσει οι "παράνομοι", χρειάστηκαν δεκαετίες προσπαθειών για να καθαρίσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του αλήτη. Εδώ μέσα υπάρχει μια σχιζοφρένεια, αν το σκεφθεί κανείς ψύχραιμα. Δηλαδή κάποιοι προσελκύονται από την αίγλη της αντίστασης στα κατεστημένα ήθη μέσω της μοτοσυκλέτας, κι αμέσως μετά προσπαθούν να αποκηρύξουν αυτή την εικόνα. Δεν χάνουν έτσι τον λόγο που τους έφερε στην μοτοσυκλέτα, μαζί με την αίγλη της; Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, που "γέμισε ο τόπος μοτοσυκλέτες", όταν άλλοι προσπαθούν να οριοθετήσουν τους "αληθινούς" σε σχέση με τους "ψεύτικους" μοτοσυκλετιστές. Μπορούν όμως στ' αλήθεια να μπουν κριτήρια μοτοσυκλετιστικής αυθεντικότητας; Να φτιάξουμε κι ένα ειδικό ΚΤΕΟ αναβατών που θα δίνει πιστοποιητικά γνησιότητας; Και τι κριτήρια θα μπορούσαν να είναι αυτά; Διανυθέντα χιλιόμετρα; Μηχανολογικές γνώσεις; Χρονομετρήσεις στην πίστα; Δεν πιστεύω πως έχει καν νόημα να το σκέφτεται κανείς.

Αν επιλέξει κανείς μοτοσυκλέτα, είναι μοτοσυκλετιστής. Για όποιον λόγο κι αν το κάνει. Ας μην ξέρει κατά που πέφτει το μπουζί κι ας πιστεύει πως η μπιέλα είναι είδος παγωτού ή τραγουδίστρια. Ας μην έχει ταξιδέψει ποτέ έξω από τα όρια του δήμου του. Ακόμα κι αν πλαγιάζει μόνο όταν κοιμάται, κι όχι στις στροφές. Τι σε κόφτει εσένα και γκρινιάζεις; Μήπως κι εσύ, αντίστοιχα, δεν χάλασες την πιάτσα σ' ό,τι σου αναλογεί; Αν ζήταγες την γνώμη των παλιών αλανιών για σένα, αλλά και των σύγχρονων, μπορεί κι εκείνοι να σκέφτονται κάτι αντίστοιχα μειωτικό για σένα.

Για σκέψου. Αγόρασες μοτοσυκλέτα γιατί; Όποια απάντηση κι αν δώσει ο καθένας μας σ' αυτό το ερώτημα, δεν θα γίνει περισσότερο ή λιγότερο μοτοσυκλετιστής. Ναι κύριε, αγόρασα από μίμηση. Ναι, εγώ για φιγούρα. Ναι, για να δείχνω πως είμαι ωραίος τύπος, για να τρομάζω τον εαυτό μου, για να ανήκω κάπου, για να αποκτήσω μια ταυτότητα, δώστε όποια απάντηση θέλετε, κι από αυτές που θεωρούνται θετικές, ή από αυτές που άλλοι θεωρούν κατακριτέες. Μην δίνετε καμία σημασία, τελικά, δεν έχει σημασία το γιατί.

Αν θεωρήσει κανείς πως μπορεί να υπάρχουν "κριτήρια μοτοσυκλετιστού", είναι σαν να δέχεται πως υπάρχουν μοτοσυκλετιστές – πρότυπα που σαν κι αυτούς θα έπρεπε να είναι και όλοι οι άλλοι. Αυτό όμως θυμίζει πολύ επικίνδυνα κάτι άλλους τύπους που λένε πως όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να ανήκουν στην Άρεια φυλή και τους υπόλοιπους να τους κάνουμε σαπούνια. Αν αρχίσουμε με τα κριτήρια και τις προδιαγραφές, τότε ξεκινάμε μια διαδικασία χωρίς νόημα και χωρίς τέλος, θα καταντήσουμε σαν τους πολιτικούς και τα κόμματά τους.

Φυσικά, υπάρχουν και οι ακραίοι. Δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει πουθενά στον πλανήτη απολύτως νομοταγής μοτοσυκλετιστής, που δεν παραβαίνει ποτέ τον ΚΟΚ και είναι πλήρως συμμορφωμένος με κάποια ιδανικά πρότυπα μοτοσυκλετιστή. Έτσι ως υπόθεση εργασίας, ας πούμε πως υπάρχει. Στο άλλο άκρο, έζησα πρόσφατα μια βραδιά στην Καστοριά, όπου οι συνήθεις προσκολλούμενοι της Πανελλήνιας κάγκουρες έκαναν τα δικά τους, burn out, μοτέρ στους κόφτες κι άλλα τέτοια ψυχαγωγικά, παρέα με μερικούς ντόπιους.

Το σκηνικό εύκολα θα μπορούσε να είχε ξεφύγει εντελώς. Το πλήθος που είχε μαζευτεί στον παραλιακό δρόμο μπροστά στα μπαράκια απολάμβανε την μηχανολογική αναισθησία και το άρωμα του καμένου λάστιχου. Μα πόση ώρα μπορεί να δουλεύει ένα V-Strom 650 στον κόφτη; Πόσο μεγάλο κατόρθωμα είναι να κάψεις ένα λάστιχο σταματημένος; Κάποια στιγμή, η αστυνομία που ήταν απούσα από το συγκεκριμένο σημείο, αλλά ειδοποιημένη εκ των προτέρων από τους οργανωτές της Πανελλήνιας περίμενε τέτοιου είδους γεγονότα, έκλεισε την κυκλοφορία στον δρόμο αυτό και περίμενε μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπέρα, στα φανάρια. Άφησε δηλαδή να ξεφύγει πρώτα το πράγμα, αντί να έχει μια διακριτική παρουσία που θα απέτρεπε να ξεφύγει. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο το πλήθος που άλλες αγαπημένες γυμναστικές επιδείξεις όπως σούζες και κόντρες, δεν ήταν δυνατόν να γίνουν. Μια μοτοσυκλέτα όμως που σβουρίζει επιτόπου, ξυστά στα πόδια εκατοντάδων θεατών, ή πιο δίπλα η άλλη που έκαιγε λάστιχο με το μοτέρ στον κόφτη, δεν θέλει πολύ για να εκτοξευτεί μέσα στο πλήθος, από απόσταση επαφής. Τα θύματα θα ήταν σίγουρα, ευτυχώς όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο ανέβαινε και το "κέφι". Κι όταν στο αποκορύφωμά του έφτασαν τρία περιπολικά και συνέλαβαν ένα άτομο, ήταν σαφώς αργά: Το πλήθος με μια βοή έκλεισε γύρω από τα περιπολικά, επιτέθηκε στους αστυνομικούς και απέσπασε τελικά τον κρατούμενο από τα χέρια τους, εμφανώς χτυπημένο και με τα ρούχα σκισμένα. Το πλήθος πέταγε μπουκάλια, φώναζε περί μπάτσων γουρουνιών και δολοφόνων, έσπασε κι ένα παρμπρίζ περιπολικού. Αν ήμουν αστυνομικός, μάλλον θα φοβόμουν για την ζωή μου εκείνη την ώρα, ως θεατής, είχα το νου μου μην αρχίσουν να πέφτουν τίποτα αδέσποτες, από μάπες έως σφαίρες. Δεν ήθελε και πολύ. Οι αστυνομικοί, ψύχραιμοι, αποφασίζουν να φύγουν. Μόλις μπήκαν στα περιπολικά, κάποιος που είχε τη μηχανή του παρκαρισμένη με την ανοιχτή της εξάτμιση μισό μέτρο από το παράθυρο του οδηγού του περιπολικού, ανέβηκε πάνω της, έβαλε μπρος, κι άφησε το μοτέρ να κακαρίζει στον κόφτη. Οι αστυνομικοί ξανακατεβαίνουν από τα περιπολικά, μιλάνε με τον τύπο, αλλά δεν τον συλλαμβάνουν. Απ' ό,τι κατάλαβα ακούγοντάς τους να μιλάνε, ήταν ντόπιος, τον ήξεραν. Τα μάζεψαν κι έφυγαν από κει, αλλά την έστησαν στα φανάρια όπου υπήρχε και κλούβα των ΜΑΤ, κι έγραφαν όποιον έφευγε από κει. Αυτά έγιναν το Σάββατο, τα ίδια και χειρότερα επαναλήφθηκαν την Κυριακή, χωρίς όμως έφοδο περιπολικών. Απλά κάθησαν και έγραφαν ως τα ξημερώματα όσους έφευγαν από κει, για ό,τι μπορούσαν να τους γράψουν.

Το ζήτημα για το αν ήταν σωστές οι ενέργειες της αστυνομίας είναι άλλο, γιατί ακούγεται λίγο περίεργο να επιτρέπεις να γίνεται η κόλαση και μετά να γράφεις όποιον φεύγει από κει γιατί δεν φόραγε κράνος. Είναι σαφές πως θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί πιο αποτελεσματικά την κατάσταση. Αυτό όμως που με απασχολεί εδώ είναι πως δεν μπορεί να δηλώνει κάποιος "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές", και να ελπίζει έτσι πως δεν θα του κολλήσει κι αυτού η ρετσινιά του κάγκουρα (ή ο τιμητικός τίτλος, ανάλογα από ποια μεριά το βλέπεις). Είτε μας αρέσει είτε όχι, όλοι εμείς που χρησιμοποιούμε μοτοσυκλέτα είμαστε μοτοσυκλετιστές, χωρίς εξαιρέσεις. Και πρώτα απ' όλα βέβαια, είμαστε άνθρωποι, το "μοτοσυκλετιστής" είναι απλά μια ακόμα ιδιότητα που μπορεί να έχει κανείς. Δεν έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα, δεν συμπεριφερόμαστε το ίδιο. Ζούμε όμως σε μια κοινωνία, κι έχουμε συμφωνήσει να τηρούμε κάποιους κανόνες. Υπάρχει νομοθεσία για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Κι ο καθένας είναι υπεύθυνος και υπόλογος για τις πράξεις του. Όπως δεν έχει κανένα νόημα να βγαίνουν οι πολίτες και να δηλώνουν "εμείς δεν είμαστε κλέφτες", όταν κάποιοι άλλοι ληστέψουν μια τράπεζα, έτσι δεν έχει και νόημα να φωνάζουμε "αυτοί δεν είναι μοτοσυκλετιστές, εμείς δεν είμαστε έτσι". Το τι είναι ο καθένας το δείχνει με τις πράξεις του, κι όσοι είναι τόσο ηλίθιοι ώστε να πιστεύουν πως οι πράξεις μερικών δεκάδων ατόμων χαρακτηρίζουν εκατοντάδες χιλιάδες άλλους, δικό τους πρόβλημα (ευφυΐας). Αν υπάρχουν δέκα δολοφόνοι μέσα σε δέκα εκατομμύρια Έλληνες, τότε όλοι οι Έλληνες είναι δολοφόνοι;

Αν υπάρχουν μοτοσυκλετιστές με παραβατική συμπεριφορά, δεν είναι υπόθεση των υπόλοιπων μοτοσυκλετιστών να τους "συνετίσουν", ούτε χρειάζεται να διαχωρίσουν την θέση τους. Δεν μιλάμε για αυτοδικία εδώ. Ούτε η αποκήρυξή τους από τους υπόλοιπους έχει κάποιο νόημα ή αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει νόημα, είναι να κάνει ο καθένας τη δουλειά του. Οι οργανωτές της Πανελλήνιας την δική τους, η αστυνομία την δική της. Καλά έκαναν οι πρώτοι και προειδοποίησαν τις αρχές, αφού ήξεραν το φορτίο που κουβαλάει τόσα χρόνια η Πανελλήνια, πολύ άσχημα έκαναν οι δεύτεροι την δική τους, αφού απουσίαζε η έννοια πρόληψη, και δεν έκαναν τίποτα μέχρι να ξεφύγει τελείως η κατάσταση.

Μερικοί ίσως σκεφτούν πως είναι λυπηρό ότι οι καγκουριές στην Καστοριά συγκέντρωναν κάθε βράδυ πολύ περισσότερο κόσμο απ' ότι συνολικά η Πανελλήνια στο Νεστόριο. Από αυτό μπορεί να βγει το συμπέρασμα πως πολύ περισσότεροι γουστάρουν έκνομο χαβαλέ απ' ότι μια συγκέντρωση καθωσπρέπει μοτοσυκλετιστών. Και που είναι το πρόβλημα δηλαδή, και γιατί πρέπει να μας εκπλήσσει αυτό; Ίσα ίσα, που είναι φυσικό και αναμενόμενο και κανένα πρόβλημα. Το αντίθετο θα ήταν σαν να υποστηρίζουμε πόσο την βρίσκουμε να ταξιδεύουμε στην εθνική οδό τηρώντας τα όρια ταχύτητας. Ξαναγυρίζουμε έτσι στην αρχή του κειμένου μας, και στις αρχές του μύθου της μοτοσυκλέτας. Μήπως είναι αυτοί ακριβώς οι κάγκουρες που τον συντηρούν σήμερα, άσχετα αν οι καθωσπρέπει τους γουστάρουν ή όχι; Φυσικά και δεν επικροτώ ή δεν ενθαρρύνω συμπεριφορές που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων. Σκέφτομαι όμως, πως αν οι πολιτικώς ορθοί μοτοσυκλετιστές είχαν αντίστοιχη ενέργεια και προσήλωση στον στόχο τους, θα είχαν πετύχει πολύ περισσότερα. Οι συμπεριφορές των ανθρώπων δεν αλλάζουν εύκολα. Ακριβώς όπως και οι γυναίκες προτιμούν τα κακά παιδιά από τα μαμόθρεφτα, έτσι και οι κάγκουρες έχουν το δικό τους κοινό. Μήπως υπάρχει και λίγη ζήλεια σ' αυτή την αντιπαράθεση; Αντίστοιχη με την αρχέγονη έχθρα μεταξύ νομάδων και μονίμως εγκατεστημένων;

Είμαστε όλοι μοτοσυκλετιστές. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι, δεν είναι εφικτό, άσε που θα ήταν και πολύ βαρετό. Ούτε χρειάζεται να μοιάσουν οι μεν στους δε, ούτε υπάρχουν καν "μεν" και "δε". Σ' ένα βαθμό, όλοι μας γινόμαστε και λίγο κάγκουρες εκεί που νομίζουμε πως μας παίρνει, ή για να διασκεδάσουμε. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω... Όλοι μας είμαστε κομμάτι του κόσμου της μοτοσυκλέτας, ας τον απολαύσουμε ο καθένας όπως γουστάρει.